Του Ιάσονα Θεριού
Καμία καθολική αναγνώριση, κανένα αποθεωτικό standing ovation.
Μόνο αμέτρητα υψωμένα δάκτυλα αφιερωμένα αποκλειστικά σε εκείνον, απρεπείς χειρονομίες, ιπτάμενα αντικείμενα και σάλια. Πατεράδες να κλείνουν τα αφτιά των παιδιών τους με τα χέρια τους. Αν βέβαια δεν έχουν κι εκείνοι παρασυρθεί από την αγνή οργή της εκάστοτε κατάμεστης ποδοσφαιρικής αρένας, αν έχουν καταφέρει να συγκρατηθούν και να μη χορέψουν στη γλώσσα τους κάθε λογής μπινελίκι με στόχο τον «αλήτη», τον «απατεώνα».
Εικόνες και ήχοι βγαλμένοι από κάθε επίσκεψή του στην έδρα της οποιασδήποτε αντίπαλης ομάδας. Σκηνές άσχημες, μα αναμενόμενα, αφού και ο ίδιος φρόντισε από την πρώτη στιγμή να εξορίσει την παραμικρή ομορφιά από το μοναδικό του πάθος. Ένας αμαρτωλός στη χώρα που η μπάλα λατρεύεται σα θεά, ένα παιδί από τις φαβέλες που δεν ασπάστηκε ποτέ το περίφημο «Jogo Bonito», το όμορφο παιχνίδι των Βραζιλιάνων, μα πορεύτηκε με πυξίδα τη δική του πραγματικότητα.
Το πορτογαλικό επίθετο «bruto» χρησιμοποίησε κάποτε για να περιγράψει την παιδική τους ηλικία ο αδερφός του, περιγράφοντας τέλεια στα αλήθεια ολόκληρο το ποδόσφαιρο του Ντιέγκο Κόστα. Σκληρό, βρόμικο, άξεστο, ωμό, ακαθάριστο, άσχημο. Ο Κόστα δεν έπαιξε ποτέ του το όμορφο παιχνίδι, υπηρέτησε πιστά το δικό του δόγμα, το δικό του άσχημο ποδόσφαιρο, το δικό του «Jogo Bruto». Ορκισμένος κακός, μοιραίος αντιήρωας.
Λατρεμένος από ελάχιστους, απεχθής και μισητός για αμέτρητους. Υπηρέτης της βρομιάς, εθισμένος στον μοναδικό του εμμονικό αυτοσκοπό, τη νίκη. Το «Jogo Bruto» του Ντιέγκο Κόστα δεν ήταν ούτε είναι για πολλούς. Ίσως και να μην είναι για κανέναν. Μα σίγουρα, αν κανείς δηλώσει πως δεν γοητεύτηκε ποτέ, έστω και για μια στιγμή, από την ασχήμια αυτού του -ορκισμένου να νικήσει με οποιονδήποτε τρόπο- κτήνους, τότε κάτι κρύβει.
Τα νεύρα, η πέτρα και η ευκαιρία
«Πάλευα με όλους, δεν μπορούσα να ελέγξω τον εαυτό μου. Τους προσέβαλλα όλους και δεν είχα κανέναν σεβασμό προς τον αντίπαλο. Ήθελα να τους σκοτώσω». Οι αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία κατεύθυνση για αυτά που έμελλε να έρθουν.
Όπως κάθε άλλος Βραζιλιάνος, ο Ντιέγκο γεννήθηκε έχοντας ποδόσφαιρο να κυλά στις φλέβες του. Το τσιμεντένιο γηπεδάκι της φαβέλας του όμως, στο Λαγκάρτε, δεν είχε χώρο για ντρίμπλες και τσαλίμια. Για να κρατήσεις μια μπάλα ανάμεσα σε πενήντα άλλα πιτσιρίκια δεν θα μπορούσες να είσαι καλός, τη στιγμή που και ο ίδιος κοιτούσε περισσότερο να εξωτερικεύσει την όλη ένταση και τα νεύρα του παρά να διασκεδάσει. Έπρεπε κάπως να ξεφεύγει από τη σκληρή καθημερινότητά του, από τις φωνές της οικογένειάς του.
Εκεί γύρω τριγυρνούσαν συχνά και ο μεγάλος του αδερφός, Ζάιρ, μαζί με τον θείο του. Ο θείος του θυμάται πως έφαγε αμέτρητες ώρες από τη ζωή του να χωρίζει τα δύο αδέρφια που με το παραμικρό πιάνονταν στα χέρια, όπως και τις αντιδράσεις του ανιψιού του στους αυτοσχέδιους αγώνες.
Ο Ντιέγκο δεν ήθελε ποτέ να έχει για συμπαίκτες τον αδερφό του ή τον θείο του, γούσταρε να τους έχει απέναντι, να σκοράρει και να πηγαίνει να πανηγυρίζει μες στα μούτρα τους, σαν να προπονούταν από την αρχή για όλα αυτά που θα ακολουθούσαν.
Τού ήταν πολύ δύσκολο πάντως να περάσει χαλινάρια στο θηρίο μέσα του. Τόσο που κάποτε όντως κόντεψε να σκοτώσει τον Ζάιρ.
Ο αδερφός του τον χτύπησε και τον έριξε στο έδαφος κι εκείνος άρπαξε μια πέτρα και του την έριξε στο κεφάλι, προκαλώντας του σοβαρή αιμορραγία. Κι αυτό, ενώ υποτίθεται πως έπαιζαν μπάλα. Ο Ντιέγκο έμαθε να επιβιώνει με τον δικό του τρόπο στο γήπεδο, γιατί δεν είχε άλλη επιλογή. Κι έμαθε να νικά για να μπορεί να τη λέει σε όσους ήθελε να σιωπήσει. Δεν έπαιξε ποτέ για να γίνει επαγγελματίας.
Άλλωστε στα 15 του μετακόμισε στο Σάο Πάολο για να δουλέψει και απλώς από σπόντα, από ένα κονέ του θείου του, βρέθηκε στην Μπαρτσελόνα Εσπορτίβο Καπέλα. Τρία χρόνια μετά τα κατάφερε. Υπέγραψε το πρώτο του συμβόλαιο, μα βρέθηκε τόσο κοντά στο να τα παρατήσει εξαιτίας του πενιχρού μισθού του. Ο εκνευρισμός του ήταν για ακόμα μια φορά φανερός, αν κρίνει κανείς πως είχε τιμωρηθεί με αποκλεισμό τεσσάρων μηνών για χτύπημα σε αντίπαλό του.
Κανείς βέβαια δεν τολμούσε να τον σταματήσει, συνέχισε να παίζει, γιατί έτσι ήθελε. Και σε ένα τυχαίο ματς η ζωή του άλλαξε για πάντα. Δεν σκόραρε, μα κέρδισε την αποβολή του αντίπαλου στόπερ και στη συνέχεια αποβλήθηκε. Το δαιμόνιο μάτι του Ζόρζε Μέντεζ, εκ των βασιλιάδων στον κόσμο των ατζέντηδων, είδε κάτι σε εκείνον, είδε κάποιον του οποίου η ορμή δεν θα μπορούσε να τον κρατήσει περιορισμένο στη Βραζιλία.
Αλλά και κάποιον που θα μπορούσε να του αποφέρει τρελά χρήματα, κι έτσι τον προσγείωσε στην Ευρώπη.
Ο περιπλανώμενος «γ@@@νος» Βραζιλιάνος
Το άλμα φυσικά και δεν ήταν εύκολο. Τα μαγικά του Μέντεζ τον έκαναν παίκτη της Μπράγκα, όμως δεν μπορούσαν να του εγγυηθούν χρόνο συμμετοχής. Το παιδί από τη Βραζιλία δεν έχαιρε εμπιστοσύνης, δεν έπαιξε καν στην πρώτη του σεζόν στην Πορτογαλία κι όμως με κάποιον τρόπο ο πανούργος ατζέντης του μπόρεσε να πείσει την Ατλέτικο να δαπανήσει περίπου 1.5 εκατ. ευρώ για να τον αγοράσει.
Αγορά βέβαια που σήμανε την έναρξη της περιπλάνησης του Ντιέγκο Κόστα. Δόθηκε δανεικός στη Θέλτα και την Αλμπαθέτε, γύρισε όλα τα γήπεδα της Segunda Division και έπαιξε και στη La Liga με τη Βαγιαδολίδ, πάντα ακολουθώντας το ίδιο μοτίβο. Γκολ, γκολ, γκολ, μα ταυτόχρονα συνεχή προβλήματα συμπεριφορών, απανωτές αποβολές και τιμωρίες. Τσακωμοί, χτυπήματα, εντάσεις.
Είχε ήδη αρχίσει να κουβαλά την ταμπέλα του κακού παιδιού, αλλά έξω από το γήπεδο δεν έκανε πολλά για να δικαιολογήσει τον τίτλο του. Μάλλον το αντίθετο. Όταν έμαθε πως το προσωπικό στην Αλμπαθέτε δεν είχε λάβει μισθούς μηνών, απείλησε να απεργήσει, μέχρι να πληρωθούν, ενώ η ασταμάτητη αλεγρία του, τα αστεία και οι πλάκες του τού χάρισαν το παρατσούκλι «αυτός ο γ@@@νος Βραζιλιάνος».
Αντίπαλοι και συμπαίκτες το χρησιμοποιούσαν για διαφορετικούς λόγους. Οι μεν για τον τύπο που τους έκανε τη ζωή δύσκολη στο χορτάρι και οι δε για αυτόν που έδινε ζωή στα αποδυτήρια. Άλλωστε, αντίθετα με τα όσα έδειχνε στο γήπεδο, όσοι τον έζησαν από κοντά επιβεβαίωσαν αργότερα πως πάντα ήταν χαρούμενος και καλός.
Το πρόσωπο της γοητευτικά άσχημης Ατλέτικο
Το πόδι κολλάει βίαια στο γρασίδι, το γόνατο γυρίζει, τα κρακ ακούγονται ανατριχιαστικά. Στιγμή φαινομενικά καταστροφική, μα τελικά όχι. Ο Κόστα ήδη άνηκε στην Ατλέτικο Μαδρίτης τέσσερα χρόνια, μα δεν είχε υπάρξει ούτε κατά διάνοια μέλος της ομάδας. Όλα έδειχναν πως θα μείνει στην ιστορία της ως μια αποτυχημένη επένδυση, κάποιος που πέρασε και δεν ακούμπησε. Τα πάντα άλλωστε ήταν έτοιμα για τη μεταγραφή του στην Μπεσίκτας το καλοκαίρι του 2011.
Μόνο που με υπερφυσικό τρόπο το γόνατό του είχε άλλα σχέδια. Ο τραυματισμός του έβαλε τέλος στο λυτρωτικό όνειρο της Τουρκίας, μα έγινε η αφετηρία για όλα όνειρα που φάνταζαν άπιαστα. Πέρασε το πρώτο μέρος της σεζόν στην αποθεραπεία και το δεύτερο αφήνοντας υποσχέσεις, ξανά ως δανεικός, στη Ράγιο Βαγιεκάνο.
Η στιγμή είχε έρθει. Επιτέλους θα φορούσε τη «rojiblanco» φανέλα, όντας πραγματικά στην εξίσωση της ομάδας του Ντιέγκο Σιμεόνε που γοητεύτηκε από τη φύση του. Για αρχή ως συνέταιρος ή αντικαταστάτης του Φαλκάο και μετά ως απόλυτος πρωταγωνιστής.
Αναπόφευκτα ο Κόστα έγινε το πρόσωπο εκείνης της Ατλέτικο που τη μια χρονιά πήρε το Κύπελλο μέσα από την αγκαλιά της Ρεάλ και την επόμενη άφησε και τους «Merengues» και την Μπαρτσελόνα πίσω της στην κούρσα του Πρωταθλήματος.
Και δεν έγινε το πρόσωπο των «Rojiblancos» επειδή δεν σταμάτησε να σκοράρει, αλλά πολύ απλά διότι εκπροσωπούσε κι εκείνος όσα όλη η Ατλέτικο στο σύνολό της.
Ήταν η ίδια η μαχητικότητα, το τρύπημα του ταβανιού ενός ποδοσφαιριστή που κανείς δεν περίμενε πως θα φτάσει σε αυτό το επίπεδο, που ξαφνικά ξεπετάχτηκε στην ελίτ στα 25 του. Η αυταπάρνηση και το εκκωφαντικό “όχι” σε κάθε μορφή ήττας. Το πείσμα, η αποφασιστικότητα και η βρομιά, συστατικά χωρίς τα οποία -όπως ακριβώς και ο Ντιέγκο– η Ατλέτικο δεν θα μπορούσε να πετύχει, δεν θα μπορούσε να σπάσει αλλιώς το ισχυρότερο δίπολο της ιστορίας του ισπανικού ποδοσφαίρου.
Κάθε ματς ήταν και μια μάχη για εκείνη την ομάδα. Και μεγαλύτερο μαχητή από τον Κόστα δεν θα μπορούσε να βρει. Τα γκολ με το τσουβάλι ήταν απλώς ένα μπόνους στα συνεχόμενα κι ακούραστα, συχνά σκοτωμένα, σπριντ, στις δυνατές μονομαχίες ανάμεσα στα στόπερ, στα φάουλ και τις κλωτσιές που έδινε και έπαιρνε.
Σε μια χρονιά που έκανε τα πάντα όμως, που βγήκε πρώτος σκόρερ στη La Liga, που κουβάλησε σε μεγάλο βαθμό τους «Rojiblancos» στους δικούς του ώμους, η προτελευταία πράξη του πολέμου τον βρήκε λαβωμένο. Η Ατλέτικο πανηγύρισε το πιο απρόσμενο Πρωτάθλημα με ισοπαλία στο Camp Nou, αλλά ταυτόχρονα στην προτελευταία πράξη του απόλυτου πολέμου έχασε τον βασικό της ήρωα πριν το σπουδαιότερο παιχνίδι της ιστορίας της, πριν την τεράστια ευκαιρία της. Πριν τον Τελικό του Champions League απέναντι στην άσπονδη συμπολίτισσα, Ρεάλ.
Ο Ντιέγκο Κόστα ήταν τραυματία και αμφίβολος. Φυσικά ξεκίνησε βασικός, ποιος να τον κρατούσε; Άντεξε όμως μόλις εννιά λεπτά. Αναγκαστική αλλαγή σαν μαχαιριά για τον Σιμεόνε. Οι «Rojiblancos» το έχασαν στο τελευταίο δευτερόλεπτο, μα, αν είχαν τον Ντιέγκο Κόστα, πόσο απίθανο θα ήταν να το έχουν κερδίσει πριν από αυτό το σημείο, να το έχουν “κλειδώσει”; Καθόλου.
Ακόμα και η ήττα στον Τελικό βέβαια δεν θα μπορούσε να επισκιάσει την ασύλληπτη επιτυχία εκείνης της ομάδας. Εκείνη η Ατλέτικο δεν ήταν όμορφη, ήταν άσχημη, αλλά θα έκανε τα πάντα για να νικήσει, διαλύοντας τις πιθανότητες. Άρρηκτα συνυφασμένη με τον Ντιέγκο Κόστα και το δικό του παιχνίδι, τόσο που σχεδόν για χάρη της έγινε Ισπανός. Ούτε εκείνη ούτε εκείνος έφτασαν ποτέ ξανά αυτά τα ύψη, τουλάχιστον παρέα, ακόμα και στην επιστροφή του, μα στη Μαδρίτη βρήκε ένα πραγματικό σπίτι. Σπίτι που χτίστηκε στα θεμέλια αυτού του ολοδικού τους γοητευτικά άσχημου ποδοσφαίρου.
Η τέχνη του πολέμου
«I go to war. You come with me». Ξεκάθαρη δήλωση προθέσεων. Η πρώτη και ίσως η τελευταία κουβέντα που είπε στα αγγλικά στον καιρό του στην Αγγλία ο Ντιέγκο Κόστα ήταν ο τρόπος του να συστηθεί στους αρχηγούς της Τσέλσι. Κάλεσε από την αρχή στον δικό του πόλεμο τον Τέρι, τον Κέιχιλ, τον Ιβάνοβιτς, τον Μάτιτς, γιατί ήξερε πως για αυτό είχε προσγειωθεί στο Λονδίνο.
Για την ακρίβεια, η αποστολή του δεν ήταν απλώς να πολεμήσει αλλά να κερδίσει τον πόλεμο. Οι οπαδοί της Τσέλσι, όταν την προηγούμενη σεζόν αποκλείστηκαν από την Ατλέτικο στο Stamford Bridge, του τραγουδούσαν πως θα τα πούνε του χρόνου, αφού οι μεταγραφικές φήμες ήδη οργίαζαν. Και τον περίμεναν καρτερικά, σαν τον Μεσσία που αποδείχθηκε πως θα υπάρξει, σαν τον μόνο που μπήκε, σε έναν βαθμό έστω, στα παπούτσια του Ντρογκμπά.
Φόρεσε την μπλε φανέλα και από την πρώτη στιγμή έγινε το πιο φονικό βέλος της φαρέτρας του Ζοζέ Μουρίνιο. Match made in heaven, αφού ο «Special One» βρήκε τον εκπρόσωπο της δικής του προβοκάτσιας, των δικών του mind games, στο χορτάρι. Έβλεπε κάτι από τον εαυτό του στον Κόστα και στάθηκε αρκετά τυχερός για να βλέπει παράλληλα τον φορ του να κάνει πλάκα στις αντίπαλες άμυνες, να στέλνει την μπάλα στα δίχτυα ξανά και ξανά, κάθε Κυριακή.
Με το ποδόσφαιρο της δικής του φαβέλας, σε έναν πόλεμο όπου τα πάντα, όσο μένουν μακριά από την αντίληψη του διαιτητή, είναι επιτρεπτά. Ατελείωτες κλωτσιές, ύπουλα χτυπήματα, σφαλιάρες, δαγκωνιές, φτυσίματα, όλα με ένα μοναδικό ταλέντο αποφυγής της τιμωρίας. Ήταν ο δικός του τρόπος να νικά, να καταστρέφει τον αντίπαλο, κυρίως πνευματικά, κι έπειτα να τον σκοτώνει στην πρώτη ευκαιρία.
Δεν ήταν ποτέ ο παικταράς, το γνώριζε. Μα δεν μπορούσε να διανοηθεί πως δεν θα νικήσει, το κτήνος μέσα του απελευθερωνόταν στο χορτάρι με μόνο σκοπό τη νίκη, πάση θυσία, ανεξαρτήτως τρόπου.
Υπηρέτης της αίρεσής του στον τόπο του Fair Play. Ήταν αναπόφευκτη η κατάληξή του. Σήκωσε σχεδόν αυτόματα τον ρόλο του villain στην Premier League, ο αρχικακός στην πιο “κακή” ομάδα που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς.
Τον μισούσαν πραγματικά, πιο πολύ από ποτέ, πιο πολύ από όσο στην Ισπανία. Τα media τον έκαιγαν εβδομάδα με την εβδομάδα, μα αυτός τρεφόταν από το μίσος τους, γούσταρε τον ρόλο του, απολάμβανε να φορά το στέμμα του, τη στιγμή που οι πάντες ήθελαν να τον δουν να χάνει. Κάθε βρισιά, κάθε υψωμένο δάκτυλο, κάθε κατάρα ήταν σαν να τον έκανε και πιο δυνατό, πιο αναπόφευκτα νικητή σε κάθε προσωπική αντιαθλητική μονομαχία και σε κάθε ματς.
Μα υπήρξε τόσο έντονος, πραγματικά τόσο ο κακός του παραμυθιού, που κανείς δεν θα μπορούσε να το αντέξει. Ούτε ο ίδιος σχεδόν. Φυσικά και ήρθε σε ρήξη με τον Μουρίνιο, φυσικά και συνέβη το ίδιο και με τον Αντόνιο Κόντε, ο οποίος με ένα ψυχρότατο sms τού ανακοίνωσε πως δεν τον υπολογίζει. Μα τη σφραγίδα του την άφησε τόσο στην Τσέλσι όσο και στην Premier League.
Βασιλιάς του κακού, αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής σε δύο Πρωταθλήματα στα τρία του χρόνια στο Νησί εν μέσω σχεδόν καθολικής απέχθειας από όλους τους αντιπάλους. Το δικό του «Jogo Bruto» σε όλο του το μεγαλείο. Αυτό που τον ανέβασε στην κορυφή, μα δεν θα μπορούσε να τον κρατήσει για πολύ εκεί. Ας είναι.
Πόσοι είναι αυτοί που μπορούν να ισχυριστούν πως θριάμβευσαν βασισμένοι στις μοναδικές τους, έστω και σκοτεινές, δυνάμεις; Σκληρός, βρόμικος, άξεστος, ωμός, ακαθάριστος, άσχημος. Το παιχνίδι του, το «Jogo Bruto», τού χάρισε περισσότερες νίκες από όσες εκείνο το νευριασμένο παιδί που πέταγε πέτρες στον αδερφό του θα μπορούσε να φανταστεί.
Μα η μεγαλύτερη νίκη του, η μεγαλύτερη δικαίωση του αντιηρωικού προσωπείου του, δεν είχε τη μορφή κανενός τροπαίου, κανενός μεταλλίου ή βραβείου. Είχε τη μορφή της καλά κρυμμένης ένοχης γοητείας που ένιωθαν οι αντίπαλοί του, όσοι τον έβλεπαν να αγωνίζεται απέναντί τους. Τη μορφή της αμαρτωλής επιθυμίας τους να έχουν κι αυτοί στην αγαπημένη τους ομάδα έναν μάστερ του «Jogo Bruto», κάποιον σαν τον Ντιέγκο Κόστα, κάποιον που θέλει όσο τίποτα τη νίκη και στο τέλος -με κάθε τρόπο- θα φτάσει σε αυτή.
Πηγή: Athletes’ Stories