Επιλογή Σελίδας

Του Αντώνη Οικονομίδη

Η διαδρομή των εκτελεστών του Ερυθρού Αστέρα στον Τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών του 1991 στο San Nicola του Μπάρι ήταν αψεγάδιαστη στη διαδικασία των πέναλτι.

Προσινέτσκι, Μπίνιτς, Μπελοντέτιτσι, Μιχάιλοβιτς. Όλοι είχαν ευστοχήσει, διατηρώντας έτσι το προβάδισμα της «Zvezda» από την πρώτη κιόλας εκτέλεση της Ολιμπίκ, οπότε και ο Μανουέλ Αμορός είχε νικηθεί από τον κάπτεν των Πρωταθλητών Σερβίας, Στέβαν Στογιάνοβιτς.

Το τελευταίο λοιπόν πέναλτι του Αστέρα θα έκρινε, αν ήταν εύστοχο, τον Τελικό. Ήταν, είναι ως και σήμερα και θα είναι στο διηνεκές το κρισιμότερο, το σημαντικότερο πέναλτι στην ιστορία του γιουγκοσλαβικού, ενωμένου και όχι, ποδοσφαίρου.

Η διαδρομή από τη σέντρα ως τη βούλα του πέμπτου εκτελεστή των «Ερυθρόλευκων»του Βελιγραδίου ανάλογη της κρισιμότητας. Μοιάζει με μαραθώνιο, με ανάβαση σε ανώμαλο δρόμο. Με περπάτημα σε καρφιά με γυμνά πόδια.

Βαρύ, αργό, κουβαλώντας τις στιγμές και τις προσδοκίες στους ώμους, τόσο που κάθε βήμα προς την μπάλα, προς τη βούλα, θαρρείς πως έσκαβε ανεπανόρθωτα, ξερίζωνε σε κάθε χνάρι, το χορτάρι του γηπέδου.

Τότε, η επιστήμη της διαδικασίας των πέναλτι δεν είχε φτάσει στα υπεραναλυτικά επίπεδα του σήμερα. Το ψυχολογικό πλεονέκτημα παραμεριζόταν προς χάρη της συντήρησης και της επένδυσης. Ελάχιστοι επιδίωκαν να ξεκινήσουν πρώτοι, ενώ οι καλύτεροι εκτελεστές, συνήθως, αναλάμβαναν τα τελευταία χτυπήματα.

Αυτός που καλούνταν στο συγκεκριμένο είχε ολοκληρώσει την χρονιά με 40 γκολ σε 43 παιχνίδια σε όλες τις διοργανώσεις. Τι στο καλό. Δεν θα “έγραφε” στον συνολικό του λογαριασμό, αλλά βρίσκοντας δίχτυα εκείνη τη φορά θα ήταν αυτή που δεν θα ξεχνούσε. Ούτε και κανείς άλλος. Ποτέ.

Πάντα συνήθιζε να περιμένει μια κίνηση του τερματοφύλακα, οτιδήποτε, όσο ανεπαίσθητο και αν ήταν, προκειμένου είτε να καταλάβει ποια γωνία θα διαλέξει ή -ακόμα καλύτερα- να προλάβει να τον ρίξει στο έδαφος, πριν καν ο ίδιος ακουμπήσει την μπάλα.

Σε εκείνη τη συγκεκριμένη είχε προαποφασίσει. Εν κινήσει όμως, του φάνηκε πως ο Πασκάλ Ολμετά τον είχε διαβάσει. Και εκεί, στα δύο τελευταία βήματα πριν τη βούλα, παίζεται ένα σκάκι εκατοστών δευτερολέπτου, μια ψυχοσωματική μονομαχία μεταξύ δύο ανθρώπων που τους χώριζε μια μπάλα και 10 μέτρα.

Ο τερματοφύλακας της Μαρσέιγ αντιλαμβάνεται πως ήταν σωστός στην πρόβλεψή του να διαλέξει την αριστερή του γωνιά αλλά και πως ο αντίπαλος, σηκώνοντας ελαφρά το κεφάλι του πριν την εκτέλεση, το έχει καταλάβει και θα αλλάξει αυτός, ξανά, γωνιά. Το σώμα του Γάλλου όμως έχει πάρει κλίση προς τα αριστερά. Και έτσι, όσο και αν με τον κορμό προσπαθεί να αντιστρέψει την κίνηση, το μόνο που καταφέρνει είναι απλώς να μείνει ουσιαστικά ακίνητος στο κέντρο της εστίας.

Από την άλλη, το «9» του Αστέρα, βλέποντας πως ο Ολμετά έχει διαβλέψει τι θα κάνει, αλλάζει τελευταία στιγμή απόφαση, απλώς παίρνοντας το τόπι με το εσωτερικό του ποδιού και γυρίζοντας το μυτάκι προς τα δεξιά του τερματοφύλακα.

Πολύ, ήταν αδύνατον να το πετύχει την τελευταία στιγμή. Όλη αυτή η χορογραφία, αυτό το διαδραστικό, αντανακλαστικό ψυγοχράφημα, δεν κρατάει ούτε ένα δευτερόλεπτο. Μα ούτε και ο τερματοφύλακας μπορούσε να αλλάξει τη δική του σωματική κατεύθυνση για πολύ.

Έτσι, το… περισσότερο που κατόρθωσε στη δική του αλλαγή ο εκτελεστής ήταν ικανό να περάσει την μπάλα δίπλα από το απλωμένο, ως αντίβαρο ουσιαστικά, δεξί χέρι του Ολμετά, να την στείλει στο βάθος της εστίας του και να χαρίσει στον Ερυθρό Αστέρα το τρόπαιο και προφανώς τη μεγαλύτερη στιγμή της ιστορίας του.

Συνδεδεμένη, ταυτισμένη απόλυτα με τον Ντάρκο Πάντσεβ, τον ποδοσφαιριστή που συνέδεσε εις τον αιώνα τον άπαντα πια το όνομά του με αυτό το ενδοξότερο πέναλτι στην ιστορία των (απανταχού) «Plavi».

Από το ιστορικότερο στο ωραιότερο

Εξέλιξη, ομαδική πρωτίστως και ατομική δευτερευόντως, εκείνη η ιστορικά ανεπανάληπτη της 29ης Μαΐου 1991, η οποία από μόνη της θα μπορούσε να αποτελέσει το διαβατήριο για ένα κορυφαίο Πρωτάθλημα και μια κορυφαία ομάδα.

Η αλήθεια είναι πως, όπως οι περισσότεροι βασικοί του Ερυθρού Αστέρα, έτσι και ο Πάντσεβ παρέμεινε. Οι μόνοι που αποχώρησαν ως Πρωταθλητές Ευρώπης ήταν ο Ρόμπερτ Προσινέτσκι και ο Ρέφικ Σαμπανάτζοβιτς.

Όλοι οι υπόλοιποι –Σαβίτσεβιτς, Μιχάιλοβιτς, Μπλεοντέτιτσι, Ναϊντόσκι, Γιούγκοβιτς– περίμεναν ως το επόμενο καλοκαίρι. Όπως και το “εννιάρι” της «Zvezda». Φιλοδοξούσαν -και δεν το έκρυβαν, ούτε τότε ούτε και μέχρι σήμερα- σε repeat, στην παρθενική, πειραματική εφαρμογή του Champions League (1991-1992).

Τότε, στη φάση των προημιτελικών σχηματίστηκαν δύο όμιλοι των τεσσάρων ομάδων. Στον έναν ήταν η Σαμπντόρια, ο Αστέρας, ο Παναθηναϊκός και η Άντερλεχτ. Ελέω του εμφυλίου που είχε ξεσπάσει στην Γιουγκοσλαβία, οι Πρωταθλητές της υποχρεώθηκαν να δώσουν τα εντός έδρας παιχνίδια τους σε Βουδαπέστη (ένα) και Σόφια (δύο).

Τερμάτισαν στη δεύτερη θέση, δύο βαθμούς πίσω από τη Σαμπντόρια, η οποία και πήρε την πρόκριση για τον Τελικό του Wembley κόντρα στην Μπαρτσελόνα. Όλοι, μα όλοι της «Zvezda», από τότε ως και σήμερα, όπου σταθούν και όπου βρεθούν, το λένε. Το ίδιο και ο Πάντσεβ: «Δεν μας άφησαν. Ό,τι και να κάναμε, ήμασταν καταδικασμένοι, δεν υπήρχε περίπτωση να μας επέτρεπαν να φτάσουμε στον Tελικό».

Σε 271 παιχνίδια που αγωνίστηκε στις δύο γιουγκοσλαβικές ομάδες της καριέρας του (Βαρντάρ, Αστέρας), ο Πάντσεβ σημείωσε 193 γκολ. Ωραιότερο από εκείνο που πέτυχε κόντρα στον Παναθηναϊκό στο Ολυμπιακό Στάδιο, διαμορφώνοντας το 2-0 για τον Αστέρα, δεν θυμάται.

Και το όλο πλαίσιο, κάθε άλλο παρά αθλητικό, το έκανε στα μάτια και στην μνήμη του ειδικότερα (ακόμα) ωραιότερο. Το «Σκοπιανό» ήταν τότε στα φόρτε του. Πιο πολύ από ποτέ. Και φρόντισε ο ίδιος σε μια Ελλάδα που ήταν στα κάγκελα να προκαλέσει ακόμα περισσότερο. Στην άφιξη της αποστολής του Αστέρα στην Αθήνα, στον διαδικαστικό έλεγχο στο αεροδρόμιο, συμπληρώνοντας τα τότε απαιτούμενα έγγραφα, δίπλα στην εθνικότητα έγραψε «Μακεδόνας».

Ήταν που ήταν, απόγινε. Ο κακός χαμός, με το θέμα να παίρνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, φτάνοντας πρώτο-πρώτο στην πολιτική ατζέντα των ημερών. Αναμενόμενα ο Πάντσεβ στοχοποιήθηκε (περαιτέρω), με το παιχνίδι να αποκτά… πρόσωπο, το δικό του, και ξεκάθαρη εθνική χροιά. Το σενάριο δεν θα μπορούσε να γραφτεί διαφορετικά, αν ο ίδιος ο πρωταγωνιστής δεν φρόντιζε για τον επίλογό του.

Τα δυο δικά του γκολ όρισαν το αποτέλεσμα και τη νίκη του Αστέρα, με το δεύτερο όντως αλησμόνητο. Έξω από την περιοχή των «Πρασίνων», πήρε μια τσαφιά των αμυντικών των Παναθηναϊκού και με μονοκόματο βολέ με το εξωτερικό του δεξιού του ποδιού την έστειλε στο οριζόντιο δοκάρι και στο “παραθυράκι” του Βάντσικ.

«Εκείνη την στιγμή δεν με ένοιαζε τίποτα. Ακόμα και να άνοιγε η γη και να με κατάπινε, δεν με απασχολούσε». Όσο και αν τα λόγια αλλά και οι τότε πράξεις του ενέχουν σκοπιμότητες και έχουν αφετηρία πέραν των ορίων ενός γηπέδου, εν τούτοις δεν παύει να είναι -ανθρώπινα- απόλυτα κατανοητό.

Γέννημα θρέμμα Σκοπιανός, εντάχθηκε στο τοπικό ποδοσφαιρικό καμάρι, τη Βαρντάρ, από τα 11 του κιόλας. Πρωτόπαιξε μόλις στα 18 του, δείχνοντας αμέσως εντυπωσιακή εκτελεστική δεινότητα. Στην πρώτη του πλήρη επαγγελματική σεζόν (1983-1984) αναδείχτηκε πρώτος σκόρερ του Γιουγκοσλαβικού Πρωταθλήματος.

Με τη Βαρντάρ, όχι με κάποια από το παραδοσιακό big-4 (Αστέρας, Παρτιζάν, Ντίναμο Ζάγκρεμπ, Χάιντουκ) ή έστω ομάδα της δεύτερης ταχύτητας της χώρας. Ούτε καν. Συνέχισε έτσι ως και το ’88 που παρέμεινε στα Σκόπια. Σε 158 παιχνίδια με τους «Crveno-Crni», 96 γκολ.

Απολογισμός ζηλευτός για έναν 23χρονο. Αξιομνημόνευτο που έμεινε ως τότε, ως τα 23 του, στα Σκόπια. Αναμενόμενο που οι πάντες τον διεκδίκησαν. Την καλύτερη πρόταση την κατέθεσε η Χάιντουκ, χρησιμοποιώντας και έναν θείο του, ο οποίος εργαζόταν σε μια αυτοκινητοβιομηχανία στο Σπλιτ.

Η Παρτιζάν είχε την πιο πλήρη προσέγγιση, καμιά όμως δεν μπορούσε να ξεπεράσει το συναισθηματικό δέσιμο. Μεγάλωσε έχοντας στο προσκέφαλό του αφίσες της ομάδας του Αστέρα της δεκαετίας του ’70.

Θυμάται τον εαυτό του, πιτσιρίκι, να κάνει λογιών-λογιών θελήματα, μόνο και μόνο για να μαζέψει μερικά δηνάρια για τα ναύλα για το Βελιγράδι, μήπως και έτσι κατόρθωνε να έπειθε τους γονείς του να τον πήγαιναν να δει παιχνίδι της «Zvezda».

Πώς θα μπορούσε να διαλέξει κάτι διαφορετικό; Πώς γινόταν να αποφύγει το πεπρωμένο του, το ποδοσφαιρικό πεπρωμένο της αγαπημένης του ομάδας, αυτό μιας ολάκερης χώρας;

Το Χρυσό Παπούτσι

Αποτέλεσε ένα από τα τελευταία κομμάτια του παιδομαζώματος που έκαναν οι επιτελείς της «Zvezda», χτίζοντας σε όλα τα ’80s την ομάδα που φιλοδοξούσαν δημοσίως πως θα μπορούσε να κυριαρχήσει. Όχι με ορίζοντα τη γεωγραφία, τα στενά σύνορα της χώρας, αλλά διεθνώς, ηπειρωτικά, ευρωπαϊκά, παγκοσμίως.

Ακόμα και με αυτή τη φιλοδοξία πάντως, κανείς, μα κανείς δεν μπορούσε να γλυτώσει τον στρατό. Την πρώτη του σεζόν στο Βελιγράδι -όπως και ο Σαβίτσεβιτς, με τον οποίον έφτασαν μαζί το ίδιο καλοκαίρι- την πέρασε στα χακί, υπηρετώντας την στρατιωτική του θητεία.

Οι επόμενες τρεις όμως ήταν ακριβώς όπως σχεδίαζαν στον Αστέρα. Πέραν της κορωνίδας του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, κατέκτησε τρία Πρωταθλήματα και ένα Κύπελλο αλλά και το Διηπειρωτικό του 1991.

Δεν έχασε ούτε σε μια σεζόν τον τίτλο του πρώτου σκόρερ του Γιουγκοσλαβικού Πρωταθλήματος, αποχωρώντας το καλοκαίρι του ’92, όντας στη δεύτερη θέση των κορυφαίων σκόρερ του όλων των εποχών της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, πίσω μόνο από τον Σλόμπονταν Σάντρατς και μπροστά από τον Ντούσαν Μπάγεβιτς.

Τη σεζόν του ευρωπαϊκού θριάμβου, με την κορυφαία επίδοση της καριέρας του, 34 γκολ, αναδείχτηκε κορυφαίος σκόρερ της Ευρώπης. Η UEFA όμως, εξαιτίας των ποινών στην Γιουγκοσλαβία αλλά και ενός σκανδάλου που είχε ξεσπάσει στην Κύπρο για τη βοήθεια ποδοσφαιριστών με αδιαφανείς, όπως θεωρήθηκε, τρόπους να τερματίσουν αυτοί στην κορυφή της σχετικής λίστας, ουσιαστικά ματαίωσε την βράβευση του Χρυσού Παπουτσιού εκείνης της χρονιάς.

Χρειάστηκε να περιμένει 15 χρόνια για να του αποδοθεί το έπαθλο, τον Αύγουστο του 2006, σε μια ειδική εκδήλωση στη γενέτειρά του, με τον τότε Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας, Μισέλ Πλατινί, και τις θρυλικές μορφές του αστέρα, τον Ντράγκαν Τζάιτς (Πρόεδρος του συλλόγου επί των αγωνιστικών ημερών του Πάντσεβ) και τον συμπαίκτη του, Ντράγκαν Στόικοβιτς, να είναι αυτοί που έστω και μεταχρονολογημένα του το πρόσφεραν.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά και χωρίς να υπάρχει τότε η απαιτούμενη προβολή του ποδοσφαίρου των χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ, έφτασε να καταταγεί δεύτερος στην ψηφοφορία για την Χρυσή Μπάλα του 1991, πίσω μόνο από τον Ζαν Πιερ Παπέν, ισοψηφώντας με τον Ντέγιαν Σαβίτσεβιτς και τον Λόταρ Ματέους.

Το φιλί της Ίντερ που από κόμπρα τον μετέτρεψε σε σαύρα

Αδύνατον -ακόμα και για την τότε, τελείως διαφορετική σε επίπεδο πληροφόρησης, ενημέρωσης και κυρίως αμεσότητας και εικόνας, εποχή- να παρέμενε στο Βελιγράδι. Και πολύ είχε κάτσει για την ακρίβεια, ειδικά με τη ζήτηση που είχε.

Δύο φορές άνθρωποι της Ρεάλ ταξίδεψαν στην πρωτεύουσα της Γιουγκοσλαβίας για να διαπραγματευτούν με τη διοίκηση του Αστέρα. Ο Χρίστο Στόιτσκοβ (φέρεται να) είχε “ψήσει” τον Γιόχαν Κρόιφ να τον διεκδικήσει και να τον πάρει στη Βαρκελώνη και την «Dream Team» της Μπαρτσελόνα.

Εν τέλει, η Ίντερ ήταν αυτή που, προσφέροντας κάτι παραπάνω από 8 εκατ. ευρώ (τεράστιο ποσό για τα δεδομένα της εποχής), τον έντυσε στα «nerazzurri». Αποδείχτηκε πως ήταν το μεγαλύτερο λάθος της καριέρας του. Για την ακρίβεια, το τέλος της καριέρας του.

«Άλλοι, μεγαλώνοντας, έχουν πολλές σχέσεις και καταλήγουν να παντρεύονται αυτήν με την οποία ταιριάζουν περισσότερο. Εγώ παντρεύτηκα την πρώτη που με φίλησε», είχε πει μεταφορικά -και απολογιστικά- ο Πάντσεβ.

Η Ίντερ, όταν μετακόμισε στο Μιλάνο, ήταν στη χειρότερη δυνατή στιγμή της. Είχε τερματίσει όγδοη στο προηγούμενο Πρωτάθλημα και έμπαινε σε φάση ανανέωσης, κόβοντας δεσμά με την χαρακτηριστική για χρόνια γερμανική τριανδρία της (Ματέους, Κλίνσμαν, Μπρέμε) αλλά και αλλάζοντας προπονητή. Από τον εμβληματικό Λουίς Σουαρές πήγε στον αρχιτέκτονα του “θαύματος” της Βερόνα, με την κατάκτηση του Campionato το 1985, Οσβάλντο Μπανιόλι.

Ό,τι χειρότερο. Για όλους. Γάμος που με το καλημέρα φάνηκε πως ήταν αδύνατον να μακροημερεύσει. Διαφορετικά είχε μάθει το παιχνίδι ο Πάντσεβ, διαφορετικά το ζούσε στο κάλτσιο. Του ζητούσαν να βοηθάει σε περισσότερα κομμάτια, ήξερε μόνο να κάθεται στο “κουτί” και να περιμένει το… τάισμα από τους -χαρισματικούς (δεν ήταν και λίγοι στον Αστέρα: Σαβίτσεβιτς, Προσινέτσκι, Στόικοβιτς, Μιχάιλοβιτς)- μέσους.

Και αυτό, παρότι ξεκίνησε με πέντε γκολ στα δύο πρώτα του παιχνίδια, Κυπέλλου αμφότερα κόντρα στη Ρετζιάνα. Το πρώτο όμως -και μοναδικό του- στο Campionato το πέτυχε τον Ιανουάριο εκείνης της παρθενικής του σεζόν στην Ιταλία. Ως τότε βέβαια η ζημιά είχε γίνει.

Είχε παραγκωνιστεί από τον ήρωα των Ιταλών στο Παγκόσμιο Κύπελλο του ’90, Τότο Σκιλάτσι, η σχέση του με τον Μπανιόλι είχε ήδη διαλυθεί, ενώ, όπως ο ίδιος συνεχώς έλεγε και λέει ακόμη, δεχόταν πόλεμο από την «κλίκα των Ιταλών» των αποδυτηρίων της Ίντερ, με πρωτοπαλλήκαρα τους Βάλτερ Τζένγκα, Ρικάρντο Φέρι και Τζιουζέπε Μπέργκομι, στους οποίους -στην πιο soft έκδοση- χρεώνει πως ποτέ, έστω, δεν βοήθησαν για την ομαλότερη προσαρμογή του.

Δεν πήρε πολύ για να μετατραπεί σε ανέκδοτο. Των media, των οπαδών, των πάντων. «Κόμπρα» ήταν το παρατσούκλι που τον συνόδευε από το ξεκίνημά του στη Βαρντάρ (και αυτό ενδεικτικό του τρόπου παιχνιδιού του. η κόμπρα δεν κουνιέται, περιμένει ακίνητη να πλησιάσει το επίδοξο θύμα της, δίνοντάς του την εντύπωση πως δεν έχει καταλάβει την παρουσία του).

Οι τιφόζι της Ίντερ γρήγορα τον αποδόμησαν, χαρίζοντάς του ένα καινούργιο, σύμφυτο με την… ανυπαρξία του στο Μιλάνο. «Η Σαύρα». Δεν ήταν το μόνο. Τον είπαν «μαρμάρινη μπότα», επειδή δεν σκόραρε, τον συνέκριναν με το κορυφαίο «bidone» (το αντίστοιχο του δικού μας «παλτού» των Ιταλών) όλων των εποχών της Μίλαν, τον Άγγλο επιθετικό, Λούθερ Μπίσετ, ενώ σε κάθε δημόσια συζήτηση που αφορούσε στις χειρότερες μεταγραφές στην ιστορία του κάλτσιο, καταλάμβανε -και ακόμη το κάνει- περίοπτη, αν όχι την κορυφαία, θέση.

Μοιραία τα αναθέματα και οι δικαιολογίες έγιναν περισσότερες. Του έφταιγαν τα πάντα. «Παντού υπάρχει ένας στόπερ να σε ακολουθεί όπου και αν πας. Εδώ υπάρχουν δύο που σε πηγαίνουν ως και την τουαλέτα». Έψαχνε συμμάχους σε ανάλογα… θύματα του ποδοσφαιρικού Κρόνου, της Ίντερ, η οποία (θεωρούσε πως) είχε μοναδική ικανότητα να τρώει τα παιδιά της και να καταστρέφει καριέρες. Όχι μόνο τη δική του. του Ματίας Ζάμερ, του Ίγκορ Σαλίμοβ, του Ντένις Μπέργκαμπ, του Βιμ Γιονκ.

Το αρχικό σωσίβιο το έδωσε, μεσούσης κιόλας της πρώτης χρονιάς στο Μιλάνο, ο Σερ Άλεξ Φέργκιουσον. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Πάντσεβ, ο «Φέργκι» ρώτησε την Ίντερ αν ήταν διατεθειμένη να τον παραχωρήσει. Οι Μιλανέζοι δεν είχαν πρόβλημα, είχε όμως ο ίδιος. Δεν ήξερε, δεν ρώτησε, δεν το αποφάσισε, δεν προχώρησε ποτέ.

Και οι «Κόκκινοι Διάβολοι» άλλαξαν οριστικά ρότα στην ιστορία τους, μιας και αντί του Πάντσεβ απέκτησαν σε εκείνη τη χειμερινή μεταγραφική περίοδο τον Ερίκ Καντονά.

Τον επόμενο Ιανουάριο (1994) ήρθε η δεύτερη διέξοδος. Ο Θεός να την κάνει. Πήγε δανεικός στη Λειψία, ομάδα που πάλευε για την παραμονή της στην Bundesliga. Δεν τη βοήθησε να αποφύγει τον υποβιβασμό, δεν έκανε τίποτα για να διαφοροποιήσει το δικό του στάτους, επέστρεψε στο Μιλάνο, υπομένοντας απλώς την τελευταία του χρονιά εκεί.

Στο τέλος της (1995), ο Μάσιμο Μοράτι ανέλαβε τα διοικητικά ηνία, γκρεμίζοντας τα πάντα. Ο Πάντσεβ ήταν από τους πρώτους. Πήγε και πάλι στη Γερμανία, στη Φορτούνα Ντίσελντορφ, μόνο και μόνο για να διαιωνίσει τον μύθο που έχτισε στον ιταλικό Βορρά.

Το καθ’ όλα έγκριτο «Kicker» έφτασε να τον κατατάξει στη δεύτερη θέση των χειρότερων ποδοσφαιριστών που έχουν αγωνιστεί στην Bundesliga, πίσω μόνο από τον Αργεντινό στόπερ, Κρίστιαν Ντόλμπεργκ (στην αυγή της χιλιετίας πέρασε ένα φεγγάρι από τον ΠΑΟΚ).

Οι αλλεπάλληλοι μυϊκοί τραυματισμοί είχαν συμπληρώσει το διαλυμένο του αγωνιστικό προφίλ. «Είχα χάσει τον ρυθμό μου, έπαιζα σπάνια και, όποτε γινόταν, το σώμα μου δυσκολευόταν να ανταποκριθεί». Κατέληξε στην Ελβετία και τη Σιόν, έπαιξε εκεί για άλλα δύο χρόνια, προτού στα 32 του κρεμάσει τα εξάταπα.

Άδοξα και με τελείως αντεστραμμένη πλέον εικόνα από εκείνη που είχε στα χρόνια του στον Αστέρα. Αποσύρθηκε από τα (ποδοσφαιρικά) κοινά. Έζησε για λίγα χρόνια -κι όμως- στο Μιλάνο, παντρεύτηκε τη διάσημη τραγουδίστρια της χώρας του, Μάγια Γκροζντανόβσκα, κάνοντας μαζί της δύο κόρες, τη Νάντιτσα και τη Μαρία.

Για ένα τέρμινο, εκεί στα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, γύρισε στη Βαρντάρ, αναλαμβάνοντας επιτελικό πόστο, χωρίς να κάνει τίποτα το αξιοσημείωτο. Πλέον δηλώνει χομπίστας και επιχειρηματίας, λειτουργώντας, στο roof garden του μεγαλύτερου εμπορικού κέντρου των Σκοπίων, το επονομαζόμενο Beverly Hills, ένα καφέ, με την χαρακτηριστικότατη και απλούστατη ονομασία «Devetka»«Εννιά» δηλαδή.

Κάτι άλλο που να τον χαρακτηρίζει, κακά τα ψέματα, δεν απαντάται. Υπερτιμημένος ή υποτιμημένος, «κόμπρα» ή «σαύρα», ήρωας ή ανέκδοτο, ο Ντάρκο Πάντσεβ ήταν αυτό ακριβώς, ένα “εννιάρι”.

Μιας άλλης, δεδομένα, εποχής, αλλά ανεξαρτήτως τι και πώς, είναι κομμάτι όχι μόνο αυτής στην οποία έπαιξε, όπου και όπως έπαιξε, αλλά -εξαιτίας εκείνου του πέναλτι στο Μπάρι, ολάκερης της ποδοσφαιρικής ιστορίας.

Κάτι περισσότερο δεν (του) χρειάζεται.

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This