Επιλογή Σελίδας

Του Γιώργου Καραμάνου

Κάθε ιστορία έχει αρχή, μέση και τέλος.

Το τέλος ο χρόνος το μεταθέτει μελλοντικά. Εκείνος όμως υπήρξε πάντα μία προσμονή και ένας ονομαστικός προσδιορισμός για το μέλλον.

Στην περίπτωσή του ήταν λες και η μυθοπλασία υπήρξε μία -δίχως καμπύλες- ευθεία γραμμή. Χωρίς χρονικούς περιορισμούς. Ένα μέλλον που δεν ήρθε ποτέ. Σαν κάτι να ήταν πάντα εκεί. Αλλά και σαν κάτι να μην συνέβη. Και ενδιάμεσα να συντελέστηκαν τα πάντα…

Είναι όμως που ο Ντανιέλε Ντε Ρόσι είχε ανέκαθεν μία περίεργη σχέση με τον χρόνο.

Έκανε το ντεμπούτο του σε πολύ νεαρή ηλικία, στα 18, αλλά στην πραγματικότητα έφτασε αργά, χάνοντας οριακά το τρίτο ιστορικό scudetto της Ρόμα (ο Φάμπιο Καπέλο τον κάλεσε τη σεζόν 2000-2001, αλλά δεν τον άφησε ποτέ να παίξει).

Ταυτόχρονα, ήταν ακόμη πολύ νωρίς, μιας και η ιστορία του είχε ουσιαστική αφετηρία τη σεζόν 2003-2004.

Η πρώτη Ρόμα του Ντε Ρόσι, η μόνη στην οποία φόρεσε το «4», που εγκαταλείφθηκε από τον μέντορά του, Καπέλο, που βρέθηκε μόνος του να παλεύει να καλύψει το τεράστιο κενό του Έμερσον στη μεσαία γραμμή. Ήταν η Ρόμα των τεσσάρων προπονητών, της όγδοης θέσης, του νομίσματος στο πρόσωπο του διαιτητή Φρισκ στο Champions League, ενός ακόμα χαμένου Τελικού Κυπέλλου Ιταλίας.

Έκτοτε η ιστορία του Ντε Ρόσι είναι πλήρως συνυφασμένη και απολύτως αντιπροσωπευτική της ιστορία όλων των «Giallorossi» που ωρίμασαν τον 21ο αιώνα. Ρωμαίοι οπαδοί που είχαν την αυταπάτη και την ονείρωξη ότι οι νίκες και οι τίτλοι τούς περίμεναν στο βάθος ενός όχι τόσο μακρινού ορίζοντα. Πως η ομάδα τους μπορούσε να βελτιώνεται από χρόνο σε χρόνο, ανταγωνιζόμενη στα ίσα πρώτα τα clubs του Βορρά και μετά, ποιος ξέρει, ακόμα και της Ευρώπης. Ρωμαίους που πίστευαν ότι το μέλλον θα μπορούσε να φέρει βελτίωση, πρόοδο, ανάπτυξη. Όσα δηλαδή δεν έμελλε να ‘ρθουν.

Ωστόσο, ιστορικά, εκείνο που υπάρχει ως αίσθηση στην «Αιώνια Πόλη» είναι ότι για πάντα θα ζει μετά τη χρυσή εποχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πως εκείνη έχει την αποκλειστικότητα του τέλους εκείνης της μορφής του δυτικού πολιτισμού. Και ίσως να ισχύει αυτό. Πουθενά αλλού στον κόσμο αυτό το συναίσθημα δεν είναι τόσο πηγαίο. Εάν λοιπόν υποθέσουμε ότι το παραπάνω αξίωμα είναι αληθινό, τότε είναι επίσης αλήθεια ότι κανείς σαν τον Ντε Ρόσι δεν αντιπροσωπεύει αυτό το αιώνιο παρόν, αυτό το μέλλον που δεν υπάρχει, αυτό το άπειρο τέλος, την εντύπωση ότι κινείσαι, αλλά στην πραγματικότητα δεν πας οπουδήποτε. Απλώς φτάνεις, γερνώντας…

Αέναος κύκλος δίχως διαφυγή

Το παράδοξο της εποχής Ντε Ρόσι είναι ότι, από τα πρώτα κιόλας δημοσιεύματα γι’ αυτόν, έγινε λόγος για την «αδιανόητη ωριμότητά του για 20χρονο», για ένα «παιδί-βετεράνο με ψυχρότητα». Μετά από ένα άχαρο 0-0 κόντρα στην Ανκόνα, ο Τύπος τον περιέγραψε όπως θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε και στο φινάλε της καριέρας του: «Μπαίνοντας με μάτια γεμάτα θυμό και αποφασιστικότητα, παλεύοντας για κάθε μπάλα!».

Και ο ίδιος όμως, πριν ακόμη υπογράψει το πρώτο του συμβόλαιο ως επαγγελματίας, παραπονιόταν ήδη για ενοχλήσεις ως προς την ιδιωτική μου ζωή. Στα 22 του άρχισε να λέει πράγματα που αργότερα στην καριέρα του θα έβρισκε τον εαυτό του να επαναλαμβάνει. ‘Ίσως με διαφορετικά λόγια, μα πάντα με την ίδια ειλικρίνεια: «Έχουμε προβλήματα παντού: άμυνα, μεσαία γραμμή, επίθεση ακόμα και στο γκολ. Είναι η χειρότερη περίοδος που έχω παίξει». Αυτό το ξεστόμισε τον Νοέμβριο του 2005 και το ξαναείπε έτσι ακριβώς το 2019.

Όλη του η πορεία λοιπόν ήταν ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο, ένας κύκλος από τον οποίον δεν υπήρχε διαφυγή.

«Capitano Futuro»

Ιδιαίτερος, χαρισματικός, απόμακρος, βαρύς, αναποφάσιστος, σε ένα μάλωμα μεταξύ της ιταλικής φινέτσας και το brutal των Βίκινγκς. Το μεγαλύτερο χαρακτηριστικό του όμως ήταν άλλο και, ενώ έμοιαζε αρχικά με έναν τιμητικό προορισμό, κατέληξε να είναι ένας βραχνάς που θα επαληθευόταν μόνο για λίγο.

Με εξαίρεση τα δύο τελευταία από τα 18 συνολικά του στη Ρόμα, θα ήταν πάντοτε ένας «Capitano Futuro», όπως τον αποκαλούσαν με αγάπη οι «Giallorossi». Μόνο που ο ορισμός «μελλοντικός» θα έπαυε να είναι εύηχος για έναν γεροδεμένο οικογενειάρχη που είχε εισέλθει στην τέταρτη δεκαετία της ζωής του. Ας όψεται όμως, Τότι ήταν αυτός και δεν έλεγε να φύγει ποτέ.

Ο Ντε Ρόσι όμως πάντοτε υπήρξε τίμιος. Δεν έκανε τα χαϊλίκια του capitano, ούτε τερτίπια απαιτώντας συμβόλαια ή εξασφαλισμένο αγωνιστικό χρόνο, όταν δεν ήταν στα καλά του. Από πάντα έβγαζε μία περίεργη μα δίκαιη προσωπικότητα. Όπως στα play off με τη Σουηδία, όταν η Ιταλία ήθελε γκολ για να μην χάσει το Μουντιάλ του 2018 και ο Τζανπιέρο Βεντούρα τού ζήτησε να μπει αλλαγή στο φινάλε. Εκείνος του ούρλιαζε από τον πάγκο: «Θέλουμε γκολ και βάζετε εμένα; Ο Ινσίνιε πρέπει να μπει».

Όπως τίμιος ήταν και με τον αγωνιστικό εαυτό του και με το άθλημα κατ’ επέκταση. Το μαρτυράει το tattoo στη γάμπα με το απαγορευτικό σήμα και το τάκλιν όχι στην μπάλα μα στο πόδι του αντιπάλου. Τα πάντα ήταν τόσο απλά: ξεκάθαρα πράγματα.

Η ζωή μέχρι τα 25…

Ανέκαθεν έλεγε με ρεαλισμό πως ήταν ευχαριστημένος με την καριέρα του: «Ως παιδί, μέχρι την ηλικία των 14-15 ετών, δεν φαινόταν να είχα μεγάλες ικανότητες. Το όνειρό μου ήταν το πολύ να κάνω καριέρα παρόμοια με εκείνη του πατέρα μου. (σ.σ.: ο Αλμπέρτο Ρόσι έπαιξε για λίγο στη Ρόμα και στο ξεκίνημα του γιου του ήταν προπονητής της Primavera του club). Ήταν το είδωλό μου και είμαι πολύ υπερήφανος γι ‘αυτόν». Και η αλήθεια είναι ότι και ο μπαμπάς θα φουσκώνει πάντα από υπερηφάνεια που το καμάρι του τον ξεπέρασε κατά πολύ.

Κατέκτησε ένα Ευρωπαϊκό U21, σκοράροντας στον Τελικό, και αμέσως μετά το Χάλκινο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, χάνοντας στα ημιτελικά από την Αργεντινή των Τέβες, Σαβιόλα, Μασεράνο.

Εκείνη τη χρονιά (2004) τού απονεμήθηκε το μετάλλιο του Ιππότη του Τάγματος Αξίας της Δημοκρατίας και αμέσως μετά κλήθηκε στη «Squadra» των μεγάλων.

Του άξιζαν και τα δύο. Πέτυχε το πρώτο του “azzurro” γκολ στο ντεμπούτο του. Για να κερδίσει δύο χρόνια αργότερα ένα Παγκόσμιο Κύπελλο στα 23 του. Εκεί όπου εκτέλεσε ένα πολύ “βαρύ” πέναλτι στον Τελικό, αυτό που ακολούθησε αμέσως μετά το χαμένο του Τρεζεγκέ.

Πριν κλείσει τα 25 του, είχε προσθέσει στη συλλογή με τα λάφυρα δύο Κύπελλα Ιταλίας και ένα Super Cup. Μετά; Τίποτα. Τίποτα περισσότερο.

Αναρχία, υπεραξία και χρυσή καρδιά

Βέβαια η καριέρα του Ντε Ρόσι δεν μπορεί να διαχωριστεί από τα επιμέρους άναρχα επεισόδια. Ακόμα και η χαρά του Μουντιάλ συνυπάρχει στα highlights του, με την αποβολή του τη δεύτερη μέρα για την περίφημη αγκωνιά στον Αμερικανό ΜακΜπράιντ.

Σήμερα, ο είναι ο τέταρτος σε συμμετοχές (121) στην ιστορία της Εθνικής Ιταλίας, ενώ είναι ο πρώτος μέσος ever σε γκολ (21). Και θα μπορούσε να πει κανείς ότι η ιστορία του με τη μπλε φανέλα ήταν μάλλον εκείνη που πρόσθεσε την υπεραξία στον θρύλο του. Εκτός από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006, μέτρησε και τρία εξαιρετικά ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, με αποκορύφωμα τον χαμένο Τελικό του 2012, βλέποντας όμως το όνομά του στην All Star 11άδα του τουρνουά. Από την άλλη, είχε την ατυχία να ζήσει και τις κακές εθνικές στιγμές. Δύο χείριστα Μουντιάλ (σε Νότια Αφρική και Βραζιλία) και τη μέγιστη αποτυχία στα play off για το 2018 κόντρα στη Σουηδία, τη χειρότερη στιγμή των τελευταίων 60 ετών της ιστορίας του ιταλικού ποδοσφαίρου.

Παρά το ζόρικο ύφος του, ο Ντε Ρόσι ήταν ένας γλυκός τύπος που πάντοτε αναλάμβανε τις ευθύνες του. Στην περίπτωση του ΜακΜπράιντ, τον επισκέφτηκε μετά το ματς και του ζήτησε συγγνώμη. Σε μία βραδιά με αποδοκιμασίες του αντίπαλου εθνικού ύμνου, βγήκε στη συνέντευξη τύπου να δηλώσει ότι ντρέπεται για τους συμπατριώτες του.

Η πιο σπουδαία όμως κίνησή του εκτός γηπέδων ήταν όταν ταξίδεψε στη Φλωρεντία για την κηδεία του Πιέτρο Λομπάρντι. Ήθελε να πει ένα τελευταίο αντίο στην «Οδοντόβουρτσα», όπως αποκαλούσαν στην Εθνική τον αγαπημένο φροντιστή των Πρωταθλητών Κόσμου του 2006. Κι εκεί, πάνω στο φέρετρο, του άφησε το πιο σημαντικό μετάλλιο της ζωής του.

Το άλλο μεγάλο παράδοξο μαζί του έχει να κάνει με τα πιο σπουδαία γκολ του. Εκείνα που πέτυχε σε πολύ μεγάλες ήττες. Μία σφαλιάρα (4-2) από τη Ρεάλ στη Μαδρίτη το 2004. Τη “θυμωμένη” βολίδα σε εντός ήττα (1-3) από τη Γιουβέντους το 2009. Το “τρύπημα” στον Τόλντο στο Super Cup του 2008 (το πήρε η Ίντερ στα πέναλτι). Και φυσικά υπάρχει κι εκείνο που ο ίδιος πάντα ισχυρίζεται ότι είναι το πιο εμβληματικό του. Δυστυχώς όμως, απλώς είχε βάλει το γκολ μίας δύσκολης τιμής στον διασυρμό του 7-1 στο Old Trafford το 2006.

Η ζωή εκεί, για πάντα εκεί…

Ο Ντε Ρόσι δεν ήταν κάποιος πιονέρος που άλλαξε το ποδόσφαιρο. Υπήρξε όμως ένας πάνω από όλα δυναμικός box to box μέσος, με έμφυτη αίσθηση στην αμυντική επέμβαση. Είχε μία τεχνική ευαισθησία, ίσως όχι πολύ εκλεπτυσμένη μα τόση ώστε να του επιτρέπει να είναι σταθερός, δίχως να χάνει τον έλεγχο.

Υπήρξε σίγουρα μία στιγμή που μπορούσε να θεωρηθεί ένας από τους πιο ολοκληρωμένους χαφ στον κόσμο. Ίσως να ήταν τότε που τον καλούσε η Μάντσεστερ Σίτι του Μαντσίνι, αλλά δεν έκανε το ταξίδι. Εκεί, παίζοντας δίπλα σε ένα απόλυτο φαινόμενο όπως ο Γιάγια Τουρέ, στο ίδιο Πρωτάθλημα με τους Τζέραρντ και Λάμπαρντ, θα μπορούσαμε να διαπιστώσουμε εάν όντως είχε τη δύναμη να διαχειριστεί τον ανταγωνισμό της ελίτ.

Δεν γινόταν όμως να φύγει. Δεν ήθελε. Ούτε θα το έκανε, αν γύριζε τον χρόνο πίσω.

«Πολλές φορές το σκέφτομαι. Ίσως να με πληγώνει κιόλας, γνωρίζοντας ότι έχω χάσει την εμπειρία να παίξω σε ένα Ρεάλ Μαδρίτης-Μπαρτσελόνα ή να είμαι κάθε Κυριακή στα πιο όμορφα γήπεδα της Αγγλίας. Σε αυτή την ηλικία, έχω φτάσει στην ήρεμη συνειδητοποίηση. Γνωρίζω καλά ότι δεν έχω κερδίσει όσα θα μπορούσα, ούτε ταξιδέψει τόσο πολύ. Και τότε, ως δια μαγείας, η σκέψη μου επανέρχεται. Ήταν πάντα η επιλογή μου. Μία πολύ εγωιστική επιλογή, ότι θα παίξω μόνο για τη Ρόμα. Μόνο εκεί, φορώντας τη φανέλα της, θα μπορούσα να βιώσω αυτή τη σωματική και συναισθηματική απόλαυση. Και ήταν ακριβώς η τελευταία μου μέρα στο Olimpico, τότε που μπήκα με δάκρυα στα μάτια. Και παραδέχτηκα μέσα μου με όλο μου το είναι: ότι δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτήν την ομάδα»!

Η ελπίδα, από τον Δέλλα… στον Μανωλά

Μόνο που η Ρόμα μαζί του, όλ’ αυτά τα χρόνια, δεν κουνήθηκε ούτε εκατοστό. Ή μάλλον, πλησίασε την κορυφή του βουνού, πραγματοποιώντας ιστορικό ρεκόρ πόντων δύο φορές (πρώτα με τον Ρούντι Γκαρσία, μετά με τον Λουτσιάνο Σπαλέτι), αλλά μόνο για να κυλήσει πίσω στα βασικά. Συνέβη και με τα ημιτελικά του Champions League μετά την κεφαλιά του Κώστα Μανωλά. Τα θυμήθηκε ο ίδιος τη στιγμή του αποχαιρετισμού: «Πολλές φορές είχα την αίσθηση ότι η ομάδα γινόταν πολλή δυνατή, πλησιάζοντας περισσότερο τον τίτλο. Για να κάνουμε μετά ένα βήμα πίσω». Όπως συνέβη τότε με τον Ντελ Νέρι στον πάγκο.

Λες και άπαντες ήταν σίγουροι ότι σύντομα θα κατακτούσε το τέταρτο scudetto, αλλά την ίδια στιγμή παρέμενε η Ρόμα που ήταν πάντα. Αυτή που στις 18 σεζόν του Ντε Ρόσι τερμάτισε δεύτερη εννέα φορές και δεν μπόρεσε να κάνει την υπέρβαση. Στη Ρώμη λέγεται ότι στο τέλος κάθε σεζόν εκείνος αποφάσιζε να κλείσει τα αφτιά στις Σειρήνες, σκεπτόμενος ότι η επόμενη θα ήταν η χρονιά τους.

Εκείνη η πεποίθηση του Ντε Ρόσι αντιπροσώπευε όλους τους Ρωμαίους. Ήταν ακριβώς η αίσθηση που αποτυπώνεται στον πιο έντονο πανηγυρισμό του. Έχοντας σκοράρει σε ένα 3-3 με την Ίντερ στα μέσα της σεζόν 2004-2005, αρχίζει να τρέχει προς την «Curva Sud», φέρνοντας στο στόμα του το έμβλημα που ήταν ραμμένο στο πουκάμισό του. Κυνηγημένος από τον Τραϊνό Δέλλα που του τραβάει το πουκάμισο, δεν μπορεί να σταματήσει. Και η ένταση ανάμεσα στο φιλί του και την προσπάθεια του Έλληνα Κολοσσού να τον συγκρατήσει έχει ως συνέπεια να σκιστεί η φανέλα.

Κάπως έτσι συντριπτικό ήταν το συναίσθημα στον ίδιο και την ομάδα σε όλα τα χρόνια του εκεί. Ένα αχαλίνωτο τρέξιμο, με την καρδιά του έτοιμη να εκραγεί στο στήθος, να χαρεί μπροστά στους οπαδούς με μία μόνο κίνηση αγάπης, θυμού, ζωντάνιας και τελικά… απόγνωσης.

Σιωπηλό αντίο και γαλαζοκίτρινο όνειρο

Τον γούσταρες ή όχι ως παίκτη τον Ντε Ρόσι, είχε μικρή σημασία. Για τους Ρωμαίους είναι ο Νο2 αγαπημένος τους στη σύγχρονη ιστορία του club. Δεν είχε την αρχοντιά του Τότι, ούτε τη γοητεία του Τζουζέπε Τζανίνι, μήτε το μπρίο του Μπρούνο Κόντε, μα πρέσβευε για εκείνους την πίστη στο χρώματα της ομάδας, τη μάχη για το αδύνατο, το ότι δεν εγκαταλείπουμε ποτέ.

Αγωνιστικά είχε τρομερές περιόδους και άλλες που χανόταν. Λογικό σε μία καριέρα 18 ετών στον ίδιο σύλλογο. Λογικό, όσο και το ότι έπρεπε να αποχωρήσει με ψηλά το κεφάλι.

Δεν του χάρισαν ούτε τον μισό από τον μεγαλειώδη αποχαιρετισμό του Τότι. Δεν θα του ταίριαζε άλλωστε. Δεν θα ήξερε πώς να διαχειριστεί τόση προβολή. Το αντίο ήταν πιο φρόνιμο, σιωπηλό, συνετό. Μα εκείνος ήταν γεμάτος.

Πόσοι άραγε από όλους εμάς μπορούμε πραγματικά να επιλέξουμε τα πράγματα που μας συγκινούν; Εκεί όπου όλα μοιάζουν να έχουν παρέλθει, όπως οι καλύτερες μέρες της ζωής μας, ξαφνικά να νιώθουμε εκείνο το φτερούγισμα μέσα μας, να ακούμε εκείνη τη φωνούλα που μας καλεί να κάνουμε τη μεγάλη ανατροπή και να ζήσουμε τ’ όνειρο. Σαν ένας γεροντίστικος έρωτας ή όπως οι παιδικές σκέψεις της αλάνας. Τότε που τα κορίτσια παραδίπλα έπαιζαν κουτσό και τα αγόρια χωρίζονταν σε Μπαρτσελόνα και Ρεάλ, σε Γιουνάιτεντ και Λίβερπουλ, σε Μπόκα Τζούνιορς και Ρίβερ Πλέιτ. Και ο Ντανιέλε Ντε Ρόσι ήταν εκείνος που διάλεγε συμπαίκτες για τη Ρόμα, αλλά φορώντας πάντα τη φανέλα της Μπόκα.

«Δεν γίνεται να τελειώσω την καριέρα μου και να μην έχω φορέσει τη φανέλα της Μπόκα στο Bombonera», εξηγούσε. Την στιγμή που άπαντες θα επέλεγαν έναν εξωτικό ποδοσφαιρικό προορισμό με άπειρα φράγκα ή έστω μία μετακίνηση στη Φιορεντίνα, εκείνος επέλεξε να πάει στο Μπουένος Άιρες και να το ζήσει.

Δεν ακούστηκαν ποσά. Οι Αργεντίνοι άλλωστε δεν θα είχαν να του δώσουν πολλά. Ούτε πήρε μεγάλο συμβόλαιο. Έναν χρόνο και το βλέπουμε για άλλο ένα εξάμηνο. Αυτό ήταν το deal. Δεν μπλέχτηκαν μάνατζερ σε διαπραγματεύσεις. Δεν τον απασχόλησε.

Στο αεροδρόμιο έγινε χαμός. Τον περίμεναν με έντονο πάθος. Όχι μόνο επειδή είναι διάσημος, αλλά γιατί έβγαλε όλη αυτή την τρέλα να παίξει στην ομάδα τους. Με το που έφτασε, το πρώτο πράγμα που ζήτησε ήταν να προπονηθεί άμεσα. Φόρεσε τη μπλε φανέλα με την κίτρινη ρίγα στη μέση και πάτησε το χορτάρι. Δεν έπαιξε πολύ. Η ψυχή του είχε πάρει την απόφαση. Μακριά από τη Ρώμη ήταν άδειος ποδοσφαιρικά. Για ακόμα μία φορά όμως μπορούσε να αισθάνεται υπερήφανος.

Με τη Ρόμα κατάφερε να κάνει τη ζωή του ένα όνειρο και, για λίγο, με την Μπόκα να κάνει το όνειρο πραγματικότητα.

Με τα μάτια στραβά στον ήλιο

Μία απλή βόλτα στη google αρκεί για να παρατηρήσει κάποιος την εξέλιξή του στην πάροδο του χρόνου. Ε λοιπόν, θα εκπλαγεί. Αυτή η χρονική σάρωση που έχει μία αποξενωτική επίδραση πάνω σε όλους μας αφήνει την παράδοξη αίσθηση ότι όλες οι εκδοχές των Ντε Ρόσι έζησαν ταυτόχρονα. Λες και όλες είχαν αυτή την ξανθιά εικόνα με τα μάτια που στραβοκοιτάζουν στον ήλιο. Η εντύπωση του ταυτόχρονου είναι η ίδια που θα έπαιρνε κανείς παλαιώνοντας την πρώτη φωτογραφία του Ντε Ρόσι. Η ίδια με το φίλτρο μιας πρόσφατης λήψης.

Λες και ο Ντε Ρόσι ήταν πάντα 30 ετών, ακόμα και όταν ήταν 20. Και καθώς τα χρόνια πέρασαν σε μια στιγμή, ο πιτσιρικάς των αρχών του 2000 και ο σημερινός είναι ολόιδιοι.

Δεν γίνεται επομένως να προσπαθήσουμε να αφηγηθούμε την ιστορία του με γραμμικό τρόπο, να κρίνουμε ομοιόμορφα. Να αποφασίσουμε ποιος από τους διάφορους Ντε Ρόσι είναι αυτός που πρέπει να θυμόμαστε.

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ακυρώνονται όσα έχουν συμβεί στο μεταξύ. Υπάρχει μία ολόκληρη ζωή ανάμεσα στην πρώτη και την τελευταία φωτογραφία. Υπάρχουν δύο γυναίκες, τρία παιδιά, η απαγωγή της πρώτης συζύγου, η δολοφονία του πεθερού από τη μαφία. Υπάρχουν περισσότεροι από 700 ποδοσφαιρικοί αγώνες, χαρές, νεύρα και κάθε αντιφατικό συναίσθημα.

Κάπως έτσι δημιουργείται ένα νοσταλγικό πορτρέτο του, το οποίο έρχεται να του αποδώσει μία διακριτή θέση ανάμεσα στους καλύτερους της εποχή του. Για κάποιον που έχει κερδίσει λιγοστά τρόπαια στην καριέρα του, εκείνος κατάφερε με την αρχοντιά του να δημιουργήσει μία άρνηση στο να δει απλά τη ζωή ως χρονολόγιο νικών, ηττών και ασημικών.

Και τελικά, ποιος νοιάζεται για το μέλλον…

Αυτό το «Capitano Futuro» του το φόρεσαν από πολύ νωρίς. Παράξενο έμβλημα εκείνης της αόριστης αναμονής, η οποία όμως, όταν τελείωσε, ήταν ήδη αργά. Μόλις αποσύρθηκε ο Τότι και χρίστηκε capitano του παρόντος, μιλούσαν ήδη για το αντίο του. Και ήταν λες κι εκείνη ακριβώς την στιγμή ο Ντε Ρόσι γέρασε ξαφνικά.

Ακόμα και ο αποχαιρετισμός στην Ρόμα θεωρήθηκε πρόωρος, παρόλο που ήταν σχεδόν 36 ετών. Στο τέλος μιας τελευταίας κακής σεζόν της ομάδας, μία ακόμα τελευταία κακή στιγμή, στην οποία, εκτός από τους τραυματισμούς, ήταν ένας από τους καλύτερους, δίνοντας στους οπαδούς μία ύστατη αίσθηση ανυπομονησίας.

Σαν να μπορούσε να συμβεί κάτι καλό στη Ρόμα με τον Ντε Ρόσι στο πεδίο. Και με αυτόν τον τρόπο διατήρησε τον τίτλο του. Παρέμεινε «Capitano Futuro» μέχρι το τελευταίο του παιχνίδι στους «Giallorossi». Ηγέτης ενός μέλλοντος που δεν ήρθε ποτέ.

Πλέον επιλέγει να κάνει τα υπόλοιπα αγαπημένα του πράγματα. Πάντα διαβάζοντας ένα μυθιστόρημα ή ακούγοντας μουσική, να ταξιδεύει και να συζητάει για κλασικές ταινίες. Μπορεί να βλέπει με τις ώρες τις σούζες του λατρεμένου του Βαλεντίνο Ρόσι, τα καρφώματα του Μάικλ Τζόρνταν. Την ίδια στιγμή θα βάζει στο πικάπ White Stripes και στη διαπασών το soundtrack του «Sons of Anarchy». Είναι η στιγμή που θα ζηλεύει για ακόμα μία φορά τα δολοφονικά τάκλιν του Ρόι Κιν αλλά και που θα στεναχωριέται, επειδή δεν πρόλαβε να γνωρίσει από κοντά τον συνθέτη των πάντων, Ένιο Μορικόνε.

Και, καθώς θα αγναντεύει το παρόν μέσα από την προπονητική φόρμα του βοηθού της Εθνικής Ιταλίας, θα αναλογίζεται πως πέρα, μπροστά μας, υπάρχουν χιλιάδες ζωές που μπορούμε να ζήσουμε, αλλά, όταν έρθει η ώρα, θα είναι μόνο μία.

Ο Ντανιέλ Ντε Ρόσι μπορεί λοιπόν να αναπολεί ευτυχισμένος το παρελθόν. Επειδή η μεγαλύτερη ευτυχία στη ζωή είναι η πεποίθηση ότι μας αγαπούν. Κι εκείνος ξέρει ότι η αγάπη της «Πόλης» θα είναι «Αιώνια».

Όσο για το μέλλον που τόσο τον βάρυνε; Αλήθεια, ποιος νοιάζεται πια γι’ αυτό…;

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This