Του Στέφανου Τριαντάφυλλου
Λίγες βδομάδες πριν το Super Bowl τρεις μεγάλες προσωπικότητες της προπονητικής στήθηκαν μπροστά από την ίδια κάμερα. Όταν ρώτησαν τον Μάικ Σιζέφσκι (5 φορές πρωταθλητή με το Ντιουκ, παγκόσμιο πρωταθλητή και χρυσό Ολυμπιονίκη με τις ΗΠΑ), τον Ντοκ Ρίβερς και τον τέσσερις φορές παγκόσμιο πρωταθλητή στο μπέιζμπολ, Τζόι Τόρε, που τοποθετούν τον Μπιλ Μπέλιτσικ στο πάνθεον των κορυφαίων απάντησαν με φράσεις όπως “παίζει μόνος”, “μοναδικός” και “είναι ο καλύτερος προπονητής σε όλα τα αθλήματα”.
Και τα στοιχεία το επιβεβαιώνουν. Με την πρόσφατη ανατροπή και επική νίκη των Πάτριοτς έγινε ο μοναδικός προπονητής στην ιστορία του NFL με 5 κατακτήσεις. Παράλληλα μετράει τις περισσότερες νίκες στα play-offs (26), είναι 4ος στις συνολικές νίκες (237) και είναι ο παλαιότερος εν ενεργεία προπονητής στην ίδια ομάδα.
Ο Μπέλιτσικ, με τα φούτερ και την κουκούλα σήμα κατατεθέν, έχει καταφέρει να αναγνωριστεί ως κορυφαίος. Κανείς δεν αμφιβάλει για τις ικανότητες, τις γνώσεις και την εργατικότητα του. Όπως συμβαίνει, όμως, στην πανοπλία κάθε προσώπου που βρίσκεται στο κέντρο το προβολέα, υπάρχει ρωγμή. Η δική του αφορά την -εθιστική- επιμονή του στη νίκη και την διάθεση του να ξεπερνά (συχνά-πυκνά) τα όρια για να την κατακτήσει. Συν του ότι ανήκει στην μειοψηφία των αθλητικών προσωπικοτήτων, που χαρακτηρίζονται ως “ψηφοφόροι Ντόναλντ Τραμπ”. Ο Μπέλιτσικ είχε εκφράσει δημόσια την στήριξη του – μέσω επιστολής – στον Τραμπ και ο μετέπειτα Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, έσπευσε να τον αναφέρει στο λόγο του κατά την ημέρα ανάληψης των καθηκόντων του, αλλά και να στείλει τα ξημερώματα τα συγχαρητήρια του μέσω Twitter.
Πριν γίνει ο “κακός”, όμως, της υπόθεσης, ο Μπιλ Μπέλιτσικ κατόρθωσε να γίνει ο καλός, ο πολύ καλός – για να είμαστε ακριβείς – προπονητής. Λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι μεγάλωσε σε ένα σπίτι που η μπάλα του φούτμπολ ήταν ιερή, όσο και η Βίβλος. Ο πατέρας του, Στιβ Μπέλιτσικ, ήταν προπονητής και ο μικρός Μπιλ μεγάλωσε σε μια ντουλάπα βλέποντας φιλμ από αγώνες. Ο πατέρας του, τον έβαζε να μετράει τις φάσεις που οι αντίπαλοι έτρεχαν ένα συγκεκριμένο σύστημα και συχνά μιλούσε μαζί του για θέματα τακτικής. Ήταν μικρός όταν ο Στιβ Μπέλιτσικ απολύθηκε από το Βάντερμπιλντ και κατέληξε να προπονεί την ομάδα του Ναυτικού, με έδρα την Ανάπολις.
Δεν κατόρθωσε να γίνει ποτέ ένας σπουδαίος αθλητής. Είχε “βαριούς αστραγάλους”, όπως θα αναγραφόταν στο scouting report. Ήταν αργός, με άλλα λόγια. Έπαιξε φούτμπολ και λακρός στο κολέγιο, με λίγες παραστάσεις, όμως και ακόμη λιγότερες διακρίσεις. Κι έτσι από μικρή ηλικία αποφάσισε να γίνει προπονητής. Η πρώτη του δουλειά ήταν στους Κολτς, όπου πληρωνόταν 25 δολάρια τη βδομάδα και ζούσε σε ένα άδειο διαμέρισμα. Από τις πρώτες του ημέρες, όμως, κέρδισε όλο το προπονητικό τιμ και τους παίκτες με την οξυδέρκεια του. Ένιωθαν ότι έχουν έναν αληθινό κατάσκοπο στην ομάδα του, ο οποίος έκανε φύλλο και φτερό τον αντίπαλο.
Την επόμενη χροιά πήγε στο Ντιτρόιτ για 10.000 δολάρια το χρόνο και ακολούθησε ένα σύντομο πέρασμα από το Ντένβερ, πριν καταλήξει στους Νιου Γιορκ Τζάιαντς (1979-1990 στο πλευρό του Μπιλ Παρσέλς, του προπονητή που εξελίχθηκε σε μέντορα του, έστω κι αν η σχέση τους πέρασε από σαράντα κύματα και ένα ανοιχτό μικρόφωνο. Ο Παρσέλς μίλησε υποτιμητικά για τον Μπέλιτσικ ξεχνώντας ότι το μικρόφωνο είναι ανοιχτό και έκτοτε η σχέση τους πάγωσε, έστω κι αν οι δύο αναφέρονται πάντα ο ένας στον άλλον με λόγια σεβασμού.
Στη Νέα Υόρκη κέρδισε δύο Super Bowls, έχοντας το ρόλο του αμυντικού συντονιστή. Αποχώρησε για να αναλάβει το ρόλο του πρώτου προπονητή στους Κλίβελαντ Μπράουνς (1991-1995), ένα κεφάλαιο της καριέρας του που δεν συνδέθηκε με την επιτυχία. Έφυγε ως αποτυχημένος όταν η ομάδα μετακόμισε στη Βαλτιμόρη. Ακολούθησε ένα σύντομο πέρασμα – ξανά ως βοηθός του Παρσέλς – στους Πάτριοτς, για να βρει στέγη στους Τζετς (1997-1999). Δεν έμελλε, όμως, να στεριώσει στη Νέα Υόρκη. Όταν τον έχρισαν πρώτο προπονητή το 1999, εκείνος έμεινε στο πόστο μόνο μια ημέρα. Αποχώρησε με μια μισάωρη ομιλία και ένα σημείωμα σε μια απόδειξη που έγραψε “Παραιτούμαι από HC των NYJ”. Κατέληξε στην Ιθάκη της Νέας Αγγλίας, με τους Πάτριοτς να προσφέρουν ένα μελλοντικό πικ πρώτου γύρου, για να αφήσουν τον προπονητής τους (που ήταν σε συμβόλαιο) να φύγει.
Το “γιατί” πίσω από την επιλογή του είναι εύκολο. Οι Πάτριοτς του έδωσαν την απόλυτη ελευθερία που αναζητούσε. Ανέλαβε αμέσως χρέη τζένεραλ-μάνατζερ, πέρα από αυτά του προπονητή. Είναι ο μοναδικός προπονητής – μαζί με τον Πίτι Κάρολ των Σίχοκς – που έχουν τόση δύναμη. Διόλου τυχαίο. Ο Μπέλιτσικ όχι μόνο μπορεί να συνδυάσει την προπονητική, με το να πάρει σκληρές αποφάσεις, αλλά είναι και ο μόνος head-coach που μπορεί να κοουτσάρει όλες τις γραμμές, όλες τις θέσεις. Όσοι συνεργάστηκαν μαζί του τον περιγράφουν ως μοναδικό, ως μια κινητή εγκυκλοπαίδεια του αθλήματος, ως μια ιδιοφυία του φούτμπολ.
Δεν είναι, όμως, μόνο οι γνώσεις του που τον κάνουν να ξεχωρίζει. Είναι και ο τρόπος που διαχειρίζεται την ομάδα και τους συνεργάτες του. Δεν κοουτσάρει μόνο τους παίκτες, αλλά και τους προπονητές, ενώ παράλληλα θεωρείται εξπέρ του micro-management, αλλά και της διαχείρισης του χρόνου. Λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι μιλάμε για έναν άνθρωπο που ελέγχει τα πάντα σε έναν οργανισμό. “Φτάνω συνήθως στο γραφείο 06.00 με 06.30. Δεν έχω παρκάρει ποτέ και το αυτοκίνητο του να μην βρίσκεται εκεί” θυμάται ένας συνεργάτης του. “Σκέφτεται το φούτμπολ 22 ώρες το 24ώρο. Τις άλλες δύο κοιμάται” εξηγεί ο Ρούζβελτ Κόλβιν, παλιός του παίκτης.
Εργασιομανής σε βαθμό κακουργήματος, βάζει τόσες πολλές ώρες στη δουλειά, που υποχρεωτικά όλοι τον ακολουθούν. “Δεν ήταν ευχαριστημένος με τον τρόπο που έκανα το βίντεο, για αυτό και μου ζήτησε να δούμε μαζί ένα παιχνίδι. Κάθισε και μου εξήγησε μια φάση για 20 λεπτά. Μια φάση! Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι δεν θα ξανακοιμηθώ μέχρι να τελειώσει η σεζόν. Και δεν ξανακοιμήθηκα” θυμάται ένας παλιός συνεργάτης του, ο Φιλ Σάβατζ.
Στο φούτμπολ, όπως συνολικά στην προπονητική, έχει επικρατήσει το πρότυπο του προπονητή-δικτάτορα, του φωνακλά που θα βάλει το πρόσωπο του μπρος από το πρόσωπο του παίκτη και θα περάσει το μήνυμα του εν μέσω κραυγών. Όχι, όμως, ο Μπιλ Μπέλιτσικ. Σπάνια ανεβάζει τον τόνο της φωνής του, ακόμη σπανιότερα χάνει την ψυχραιμία του. Στα πρώτα χρόνια της καριέρα του, επηρεασμένος από τη συνεργασία του με τον Νικ Σέιμπαν, συχνά ήταν ο “καλός μπάτσος”. Άφηνε τις φωνές στον και εκείνος πετύχαινε τελικά αυτό που ήθελε. Οι παίκτες, εξάλλου, ξέρουν ότι θα πρέπει να γίνει αυτό που θέλει, ή κάποιος θα φύγει. Και σίγουρα δεν θα είναι αυτός.
Ο θρύλος λέει ότι μπορεί να μην βρίσκεται καν στο γήπεδο, αλλά να καταλάβει το παραμικρό λάθος στην προπόνηση. Δεν του ξεφεύγει τίποτα. Και δεν θα αφήσει τίποτα να πέσει κάτω. Οι διορθώσεις του, όμως, δεν γίνονται με φωνές. Προτιμά τον δικό του τρόπο, που περιλαμβάνει ήρεμη φωνή, ανέκφραστο βλέμμα και τόνους σαρκασμού. Μπορεί για παράδειγμα να πλησιάσει έναν παίκτη, να του ψιθυρίσει μια προσβλητική ατάκα στο αυτί και να φύγει πριν προλάβει ο παίκτης να σηκωθεί από το έδαφος. Τα λόγια του προπονητή, όμως, θα έχουν καρφωθεί μες στο κράνος. Κι αν το ούτως ή άλλως μικρό λόγω απαιτήσεων ποτήρι του γεμίζει από σταγόνες, τότε θα φωνάξει “take-off”. Το οποίο σημαίνει όλοι αρχίζουν να τρέχουν γύρω-γύρω. Όλοι. Όχι μόνο οι παίκτες. Και οι προπονητές. Νέοι, γέροι, χοντροί, αδύνατοι. Όλοι στη γραμμή παρακαλώντας να μην πει “συνεχίζουμε”.
Εν αντιθέσει με τους κωμικούς που ανανεώνουν το υλικό τους, ο Μπέλιτσικ κρατά τις ατάκες που ξέρει ότι πιάνουν. Και τις εκτοξεύει προς όλες τις κατευθύνσεις. Ακόμη και τον Τομ Μπρέιντι, τον θρυλικό quarter-back των Πάτριος και μελλοντικό hall-of-famer, τον οποίο παρεμπιπτόντως τον είχε “ψαρέψει” στο Νο199 του ντραφτ του 2000. Βρήκε το ταλέντο που άλλοι προσπέρασαν στον 6ο γύρο του ντραφτ εκείνης ητς σεζόν. “Τομ. θέλεις να φέρω τον QB από το Φόξμπορο να δώσει την πάσα”; Το γειτονικό γυμνάσιο του ήταν σήμα κατατεθέν των προσβολών του. Άλλες φορές αυτοσχεδίαζε. “Είμαι σίγουρος ότι θα βρω κάποιον στο βενζινάδικο που κάνει καλύτερα snaps από σένα”.
Το ίδιο και στην αίθουσα του βίντεο. Με το κόκκινο λέιζερ στα χέρια και το δηλητήριο στην άκρη της γλώσσας τα έβαζε με όσους δεν ακολουθούσαν το πλάνο του. Μια φορά αποκαλούσε σε όλο το βίντεο τον θηριώδη Χιθ Έβανς με άλλο όνομα. Ήταν ενοχλημένος από τις δαντελένιες κινήσεις που επιχειρούσε στο χορτάρι. Όποτε αναφερόταν σε εκείνον τον έλεγε “Γκέιλ Σέιερς” χρησιμοποιώντας το όνομα ενός παίκτη που παίζει στην ίδια θέση, αλλά είναι 30 κιλά ελαφρύτερος. Χωρίς να αλλάξει ούτε μια φορά έκφραση, κλείνοντας το λογύδριο του λέγοντας “μπορείς σε παρακαλώ να περάσεις κάποιον από πάνω”; Φρόντιζε τα σχόλια του να είναι σύντομα και καυστικά. Όπως το “συγγνώμη, αυτόν εδώ τον πληρώνουμε για αμυντικό”;
Όσοι έχουν συνεργαστεί μαζί του ορκίζονται ότι έχει φοβερή αίσθηση του χιούμορ. Αρκεί βέβαια το σχόλιο να έχει άλλον αποδέκτη. Αυτή είναι μια βασική υποσημείωση. Δύσκολο να το πιστέψει κανείς, βλέποντας την εικόνα του λακωνικού και ανέκφραστου προπονητή που μπροστά από το μικρόφωνο σε κάνει να πιστεύεις ότι μισεί εκ βαθέων τους δημοσιογράφους, ή οποιαδήποτε ανάγκη για επικοινωνία. Συνήθως λέει κάτι σαν “καλή νίκη” και “προχωράμε στο επόμενο παιχνίδι”. Όταν τον ρωτούν λεπτομέρειες εξηγεί ότι “δεν είναι ώρα για αναλύσεις”, ενώ πολλές φορές όταν δεν του αρέσει η ερώτηση απλά κοιτάει επίμονα, χωρίς να ανοίγει το στόμα του. Δεν χρειάζεται κάτι παραπάνω.
Παράλληλα, όμως, δεν έχει εκθέσει ποτέ δημόσια κάποιον παίκτη του. Θεωρεί ότι όσα γίνονται στα στενά όρια της οικογένειας των Πάτριοτς μένουν εκεί. Παράλληλα, είναι νόμος ότι τίποτα δεν φεύγει από το προπονητήριο. Ούτε καν το χαρτί του scouting report. “Αν δεις ένα χαρτί κάτω, το σηκώνεις, το σκίζεις και το πετάς” λέει ο άγραφος νόμος.
Οι εγκαταστάσεις της ομάδας είναι γεμάτες από γνωμικά, που συχνά δεν έχουν σχέση με τον αθλητισμό. Έχουν σχέση, όμως, με όσα πιστεύει ο Μπέλιτσικ. Και οι παίκτες το καλύτερο που έχουν να κάνουν είναι να γνωρίζουν το νόημα αυτών των εκφράσεων. Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος μ’ αυτόν. Αν πετύχει κάποιον στον διάδρομο μπορεί να τον ρωτήσει τι γράφει η πινακίδα από πάνω του. Και καλό είναι να ξέρει. “Μπορεί να τον πετύχεις πάνω από τις ομελέτες, να σε ρωτήσει κάτι και να μιλάτε για μισή ώρα” μαρτυρά ένας πρώην συνεργάτης του. Λέγεται, ότι οι παίκτες ακολουθούν μια συγκεκριμένη διαδρομή. Οι άλλες πόρτες είναι κλειστές. Και η διαδρομή εκείνη τυγχάνει να περνάει μπροστά από το γραφείο του, που έχει θέα το πάρκινγκ. Έτσι ώστε τίποτα να μην του ξεφεύγει.
Η προπονητική του φιλοσοφία είναι απλή: θέλει να πάρει αυτό που είναι καλός ο αντίπαλος και να το εξαφανίσει. Δεν νοιάζεται τόσο πολύ για το σύνολο, όσο για το άτομο. Δεν θέλει να σταματήσει την αντίπαλη ομάδα, αλλά τους καλύτερους παίκτες του αντιπάλου, μια ιδέα που χτίστηκε στα θεμέλια της τακτικής σκέψης του από τα χρόνια που πέρασε δίπλα στον Μπιλ Παρσέλς στους Τζάιαντς. Η διαφορά, όμως, είναι ότι θα κάνει αυτό που χρειάζεται. Όποιο κι αν είναι το κόστος. Ακόμη κι αν χρειαστεί να βάλει τέσσερις αμυντικούς να κυνηγούν έναν receiver. “Όλοι θέλουν να κερδίσουν. Δεν θέλουν, όμως, όλοι να προετοιμαστούν για να κερδίσουν” όπως λέει για τον Μπέλιτσικ, ο θρυλικός Μάικ Σιζέφσκι. Για τον προπονητή των Πάτριοτς καμία λεπτομέρεια δεν είναι μικρή. Τίποτα δεν είναι ασήμαντο. Όλα μετράνε. Για αυτό και αντιμετωπίζει κάθε παιχνίδι σαν να ‘ναι τελικός. “Παρουσιάζει την τελευταία ομάδα σαν να είναι η καλύτερη και τον χειρότερο παίκτη, σαν να είναι ο μεγαλύτερος σταρ. Ορκίζομαι ότι κάποιες φορές νομίζω πως τα βίντεο που βλέπουν οι παίκτες τα σκηνοθετεί ο Τζορτζ Λούκας” λέει γελώντας ένας πρώην βοηθός του.
Η εβδομάδα κυλάει με πολλά meetings και πολύ βίντεο. Τη Δευτέρα οι προπονητές θα μιλήσουν για τις αδυναμίες του αντιπάλου και την τακτική και συνήθως οι συναντήσεις τους θα τελειώσουν με τον Μπέλιτσικ να λέει “και δεν θέλω να κάνουμε την ίδια συζήτηση την Κυριακή”, μασκαρεύοντας έτσι το “φροντίστε να γίνει αυτό που θέλω” που εννοούσε. Παράλληλα απαιτεί από τους παίκτες του να ξέρουν ακόμη και την παραμικρή λεπτομέρεια. Στα καυτά ραντεβού της Παρασκευής, όπως αποκαλούνται, θα πάρει το χαρτί του scouting και θα αρχίσει τις ερωτήσεις. Τι κάνει ο ένας, τι κάνει ο άλλος, τι κάνει η ομάδα στα τελευταία δευτερόλεπτα, πως σκέφτεται ο προπονητής της άμυνας. Και όλοι πρέπει να ξέρουν.
Γενικά “πρέπει να ξέρουν”. Οι λεπτομέρειες δεν είναι λεπτομέρειες για ον Μπέλιτσικ. Πέρα από τις πληροφορίες του αντιπάλου και τις φράσεις που βρίσκονται διάσπαρτες στο προπονητήριο, απαιτεί περισσότερα. Συχνά ρωτάει τους παίκτες το όνομα της συζύγου ενός συμπαίκτη. Ή άλλες λεπτομέρειες για τη ζωή του. Και ξανά για φούτμπολ. Ο παλιός του παίκτης, Ματ Κασέλ, θυμάται ότι: “στη ρούκι χρονιά μου με χτύπησαν από ένα corner blitz οι Τζάιαντς. Την επόμενη χρονιά θα παίξουμε απέναντι τους στην προετοιμασία και έρχεται και με ρωτάει: “τι front τους αρέσει να φέρνουν στο corner blitz”; Είχα διαβάσει την περασμένη μέρα ότι είναι “over” και έτσι του είπα. Μετά όμως γύρισε στον Μπρέιντι. “Τομ” του είπε; Τι τους αρέσει; “Under”. Ο Τομ είχε δίκιο. Και μου λέει τότε: Πρέπει, δηλαδή, να στείλω στη μητέρα σου γράμμα που να λέει “Κυρία Κασέλ, συγγνώμη που σας ενημερώνουμε ότι ο γιος σας σκοτώθηκε λόγω βλακείας”.
Το μεγάλο όπλο του Μπέλιτσικ είναι η σταθερότητα και η συνέπεια, στοιχεία που πηγάζουν από τον χαρακτήρα του. Δεν αλλάζει συχνά την ομάδα του, αλλά χτίζει πάνω στους ανθρώπους. Τα πρώτα του χρόνια στους Πάτριοτς έβαζε τα θεμέλια και τώρα απολαμβάνει το αποτέλεσμα. Καταλαβαίνεις πόσο σημαντικός είναι για την ομάδα, από αυτά που λένε οι ίδιοι οι παίκτες. Τα λόγια τους περιέχουν τα δικά του λόγια. Μεταφέρουν λέξη-λέξη τη νοοτροπία του. “Επωφελείται από τη συνέχεια και τη συνέπεια της ομάδας. Οι παίκτες του διδάσκουν την κουλτούρα που έχει χτίσει εκεί” αναλύει ο Μάικ Σιζέφσκι.
Λόγω πόλης είχε ιδιαίτερη σχέση με τους Σέλτικς και τον Ντοκ Ρίβερς, όταν βρισκόταν ακόμη στον πάγκο της ομάδας. Ο ένας μιλούσε συχνά στην ομάδα του άλλου. “Θυμάμαι είχα μπει στα αποδυτήρια τους και ο Τομ Μπρέιντι κάθε μπροστά-μπροστά και σημειώνει όλα όσα λέω. Ταράχθηκα. Είναι ο ΤΟΜ ΜΠΡΕΪΝΤΙ!” και εξηγεί το σημαντικό: “αν κοουτσάρεις τους παίκτες και οι παίκτες κοουτσάρουν ο ένας τον άλλον, τότε έχεις πετύχει κάτι σπουδαίο”.
Αντίστοιχη διαδρομή είχε κάνει κι ο Μπέλιτσικ. Είχε μπει στα αποδυτήρια των Σέλτικς τη χρονιά που πήραν τον τίτλο. Περπάτησε πάνω-κάτω, τους κοίταξε στα μάτια και είπε: “κλωτσήστε τον πισινό τους”. Μόνο αυτό και επικράτησε χαλασμός.
Η μόνη στιγμή που αφήνει το ανέκφραστο προσωπείο του είναι όταν απολαμβάνει τη μουσική των Pink Floyd και του Bon Jovi, ο οποίος συχνά-πυκνά επισκέπτεται την ομάδα. Όλες τις υπόλοιπες ημέρες παραμένει απόμακρος και κρύος. Ο άμεσος συνεργάτης του, Κερκ Φέρεντζ, θυμάται την άβολη στιγμή που κάθισε μπροστά του για συνέντευξη πριν πάρει τη θέση. “Δεν άλλαξε έκφραση ούτε μια στιγμή. Σαν να μιλούσα σε τοίχο. Δεν συνδεθήκαμε καθόλου. Γύρισα σπίτι νιώθοντας ότι έχω χάσει τη δουλειά. Κι όμως με πήρε μετά ένας κοινός μας φίλος μου και μου είπε: “του άρεσες”. Και του απάντησα: “έχει έναν περίεργο τρόπο να το δείχνει”.
Η αμερικάνικη έκφραση αναφέρει ότι αυτός που θέλει να πετύχει “σπρώχνει τον φάκελο”. Ο Μπιλ Μπέλιτσικ δεν αφήνει ούτε έναν φάκελο στην ησυχία του. Έχει εμμονή με τη νίκη και την επιτυχία και θα κάνει ότι περνάει από το χέρι του για να κερδίσει. Και για αυτό έχει δεχτεί αρκετά πυρά. Για παράδειγμα το 2007 είχε πληρώσει το πρόστιμο-μαμούθ (500.000 δολαρίων) επειδή οι Πάτριοτς μαγνητοσκοπούσαν κρυφά τα σινιάλα των αντιπάλων κατά τη διάρκεια του αγώνα. Το NFL, γνωρίζοντας τον βαθμό του ελέγχου που έχει στην ομάδα, συνέδεσε το συμβάν με τον προπονητή και εκείνος υποχρεώθηκε να εκδώσει μια απολογητική ανακοίνωση προς την ομάδα και τον κόσμο, χωρίς όμως να καταδικάσει ή να μετανιώσει για την πράξη του.
Το δεύτερο “σκάνδαλο” (2015) είχε τίτλο “deflagate”. Ακολούθησε το προηγούμενο (Spygate) κατά 8 χρόνια. Οι Πάτριοτς κατηγορήθηκαν ότι ξεφούσκωναν τις μπάλες, δίνοντας ένα σημαντικό πλεονέκτημα στον Τομ Μπρέιντι, ο οποίος πλήρωσε το μάρμαρο. Έτσι, όμως, είναι ο “τρόπος του Μπέλιτσικ”, ο οποίος δέχεται να στρώσει το δρόμο προς τον στόχο του πάνω σε οτιδήποτε. Για αυτό και η συζήτηση για την υστεροφημία του έχει μπόλικες γκρίζες ζώνες. Εσχάτως και κόκκινες ρεπουμπλικανικές γραβάτες. Έγινε καλός, ακριβώς γιατί είναι τόσο κακός. Και θεωρείται κακός, επειδή είναι τόσο καλός.
Πηγή: Sport 24