Του Zastro
Ο 40χρονος γιος του τσαγκάρη από το Fusignano, ενός γραφικού χωριού έξω απ’ τη Ravenna, ήταν ένας εξαιρετικά περίεργος τύπος.
Κανείς δεν τον είχε ξανακούσει στο ποδόσφαιρο, δεν είχε παρελθόν και οι ιδέες του ήταν τουλάχιστον «συζητήσιμες», αν όχι τρελές.
Ακόμα και ο «θείος Φέστερ», όπως είναι το παρατσούκλι του ΑντριάνοΓκαλιάνι στην Ιταλία, είχε αμφισβητήσει ευθέως την απόφαση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι να στηρίξει σε εκείνον τον άνθρωπο το τεράστιο πρότζεκτ της Μίλαν.
Ο Αρίγκο Σάκι δεν συμφώνησε αμέσως. Χρειάστηκε να τον καλέσει ο Σίλβιο στη βίλα του στο Arcore, να φάνε μαζί, να του υποσχεθεί επί της ουσίας ότι θα έχει carta blanca να πορευτεί όπως θέλει στο αγωνιστικό κομμάτι.
Κάπως έτσι, το μπαράζ για την έξοδο στην Ευρώπη στο Comunale του Τορίνο με τη Σαμπντόρια, ήταν το τελευταίο παιχνίδι στη νεότερη ιστορία της Μίλαν που η ομάδα έπαιξε man to man και όχι ζώνη.
«Το μπαράζ με τη Σαμπ ήταν το τελευταίο ματς ενός ποδοσφαίρου μιας άλλης εποχής, ήταν το τελευταίο παιχνίδι της Μίλαν σε αργό ρυθμό. Στο εξής, θα δείτε κάτι άλλο. Ερωτήσεις;».
Έτσι, ξεκίνησε τις δηλώσεις του ο νέος προπονητής της ομάδας, Αρίγκο Σάκι, όταν παρουσιάστηκε στις 3 Ιουλίου του 1987.
Δίπλα του, στεκόταν χαμογελαστός αλλά αμίλητος ο Μπερλουσκόνι. Μόνο όταν διέγνωσε ότι οι δημοσιογράφοι ήταν έτοιμοι να κατασπαράξουν τον Σάκι, πριν καν διαβεί την πόρτα του Milanello, είπε επί λέξει ότι έκλεισε το μοναδικό προπονητή που πάσχει από την παράνοια της νίκης.
Οι υποδείξεις του Αρίγκο στις μεταγραφές είναι λίγες, αλλά αυστηρές. Κάρλο Αντσελότι από τη Ρόμα, το δίδυμο Μπιάνκι και Μούσι από την Πάρμα και τρεις ξένοι.
Πιο γνωστός και ακριβός ο Ρουντ Γκούλιτ από τη Φέγενορντ και αμέσως μετά ο Κλάουντιο Μπόργκι από την Αρχεντίνος Τζούνιορς.
Τελευταία επιλογή προς έκπληξη των υπερφίαλων Ιταλών δημοσιογράφων, ήταν ένας ελεύθερος (με ρήτρα γηγενούς) σέντερ φορ από τον Άγιαξ. Το όνομά του ήταν Μάρκο Φαν Μπάστεν.
Ο Σάκι, στην πρώτη ομιλία στους παίκτες, εξηγεί ότι θα παίζουν μόνον όσοι λιώνουν στην προπόνηση και όσοι κατανοούν το επαναστατικό του 4-4-2. Συμπεριφέρεται στους παίκτες αυταρχικά, οι τρόποι του είναι γκροτέσκοι, ξένοι με το χώρο του ποδοσφαίρου. Τόσο που ο αρχηγός Φράνκο Μπαρέζι ζητά ακρόαση από τον Γκαλιάνι και προειδοποιεί ότι «ο τσαρλατάνος θα μας καταστρέψει τις καριέρες και τα κορμιά μας».
Μέσα σε αυτό κλίμα αμφισβήτησης, η Μίλαν ξεκινάει ασθμαίνοντας τη σεζόν.
Κερδίζει μόνο την Πίζα, αποκλείεται πολύ άσχημα από την Εσπανιόλ στο UEFA και ο κόσμος είναι έτοιμος να σταυρώσει τον Σάκι.
Αντιπροσωπεία των οργανωμένων ζητάει και βλέπει τον ίδιο τον Μπερλουσκόνι, ζητώντας την κεφαλή του Αρίγκο επί πίνακι. Ο Σίλβιο κάνει πράξη αυτό που υποσχέθηκε σε εκείνο το δείπνο στο Arcore και το ξεκόβει: «ο Σάκι θα μείνει, εσείς δεν ξέρω πόσο θα μείνετε».
Η ομάδα σιγά σιγά συνέρχεται, βγάζει πράγματα στο χορτάρι, ολοκληρώνει τον πρώτο γύρο στη δεύτερη θέση, κυνηγάει τη μεγάλη Νάπολι του θεού.
Πρωτομαγιά του 1988, στο κατάμεστο San Paolo, η Μίλαν του «τσαρλατάνου» κερδίζει 3-2 τη Νάπολι, αποδίδοντας εξωπραγματικά «ανανεωτικό» ποδόσφαιρο.
Είναι το ενδέκατο πρωτάθλημα στην ιστορία της ομάδας, το πρώτο μετά το 1979, το παρθενικό στη νέα εποχή. Είναι η γέννηση της μεγάλης Μίλαν.
Ο Σάκι πλέον έχει το ελεύθερο να κινηθεί όπως θέλει, στο δίδυμο Γκούλιτ – Φαν Μπάστεν προσθέτει τον Φρανκ Ράικαρντ, τον οποίο μετατρέπει από κεντρικό αμυντικό στον αμυντικό χαφ που θα διδάξει τη θέση για την επόμενη δεκαετία.
Στο συμβούλιο με Μπερλουσκόνι και Γκαλιάνι συμφωνεί ότι το πρωτάθλημα δεν είναι αρκετό και η Μίλαν πρέπει να στοχεύει πάντα στην κορυφή της Ευρώπης.
Ο Σίλβιο ζητάει τη μεγάλη κούπα, εκείνη με τ’ «αυτιά» που θα προσδώσει στο σύλλογο και το πρεστίζ και την αίγλη.
Ο Αρίγκο ζητάει μόνο να μην αλλάξει πολύ η ομάδα, να παραμείνουν οι παλιοί, εκείνοι που έχουν αφομοιώσει τους νεωτερισμούς και την πολυπλοκότητα της έννοιας να παίζουν στο χώρο καλύπτοντας τετραγωνικά στο γήπεδο.
Το σημείο G στην ευρωπαϊκή καταξίωση της Μίλαν, όπως την γνωρίζουμε σήμερα, ήταν η ρεβάνς στο κοχλάζον Maracana του Βελιγραδίου, το φθινόπωρο του 1988.
Ο Αστέρας είχε πάρει ένα πολύτιμο 1-1 στο Σαν Σίρο και του ήταν αρκετό και ένα ισόπαλο χωρίς σκορ αποτέλεσμα. Μπροστά σε 120 χιλιάδες φανατισμένους (τότε) Γιουγκοσλάβους, και απέναντι σε μια τρομερή ομάδα, η Μίλαν λυγίζει σε ένα πρωτόγνωρο τοπίο στην ομίχλη με ένα γκολ του Ντέγιαν Σαβίτσεβιτς.
Όσο το παιχνίδι συνεχιζόταν, η ομίχλη ολοένα και πύκνωνε, σε βαθμό να μην αναγνωρίζονται ούτε καν οι φανέλες των ποδοσφαιριστών. Το ματς μέσα σε απίστευτη ένταση και αμφισβήτηση διεκόπη και, όπως όριζαν τότε οι κανονισμοί, ξαναέγινε από την αρχή, από το 0-0.
Ο επαναληπτικός της ρεβάνς τελειώνει ισόπαλος 1-1, ο Σαβίτσεβιτς αστοχεί στο κρίσιμο πέναλτι και η Μίλαν προκρίνεται στη ρώσικη ρουλέτα.
Η Μίλαν, μετά τη στενωπό του Βελιγραδίου, απελευθερώθηκε, εντυπωσίασε όλη την ποδοσφαιρική Ευρώπη με το εμφατικό 5-0 απέναντι στην Ρεάλ στο San Siro και ολοκλήρωσε την εποποιΐα της στον τελικό της Βαρκελώνης εναντίον της Στεάουα με το σαρωτικό 4-0.
Λένε ότι το πρώτο είναι το πιο γλυκό και παραμένει αξέχαστο.
Στην περίπτωση της Μίλαν, το πρώτο άνοιξε την όρεξη για τα επόμενα, αποτέλεσε το φωτεινό φάρο για τη δημιουργία μιας ομάδας πολύ πάνω από τα ευρωπαϊκά στάνταρτς που με το παιχνίδι της καθόρισε το ίδιο το ποδόσφαιρο και επηρέασε την εξέλιξή του.
Το πρόβλημα όμως ήταν το γεγονός ότι η Μίλαν έπαψε για τους πολλούς να είναι «του Μπερλουσκόνι» και έγινε η Μίλαν «του Σάκι».
Έτσι γίνεται το απίστευτο και σε μία σεζόν που ο Σάκι κατέκτησε το ευρωπαϊκό super cup εναντίον της Μπάρσα, το Διηπειρωτικό στο Τόκιο με τους Κολομβιανούς της Ατλέτικο Νασιονάλ και το δεύτερο συνεχόμενο κύπελλο πρωταθλητριών στη Βιέννη με την Μπενφίκα θεωρείται αποτυχημένος.
Ο αποκλεισμός στο κύπελλο από την Γιούβε και η απώλεια του scudetto από την Νάπολι του Μαραντόνα κάθισαν στο λαιμό του Μπερλουσκόνι, πιο πολύ όμως τον ενοχλούσε αυτό το μόνιμο «η Μίλαν του Σάκι».
Η Μίλαν έπρεπε να συνδεθεί με τον ιδιοκτήτη και πατρόνο της, η Μίλαν ήταν μόνο του Μπερλουσκόνι.
Τον Φεβρουάριο του 1991, ο Αρίγκο ξαναπηγαίνει στο Arcore, αυτή τη φορά είναι πνιγμένος στο άγχος, σκυθρωπός και σκοτεινιασμένος. Ζητάει «ένα διάλειμμα», παραιτείται.
Ο Μπερλουσκόνι τον ακούει σιωπηλός και φοβούμενος ότι μπορεί να τον προδώσει και να πάει στη Γιουβέντους του ανακοινώνει ότι η παραίτηση είναι αποδεκτή, αλλά θα παραμείνει στο payroll και θα θεωρείται νομικά προπονητής και υπάλληλός της Μίλαν.
Η ομάδα συνεχίζει με τον μέχρι πρότινος βοηθό του Αρίγκο, τον Φάμπιο Καπέλο. Το μοτίβο είναι το ίδιο, το ποδόσφαιρο είναι το ίδιο, άλλωστε δεν υπήρχε κανένας λόγος να αλλάξει μια πετυχημένη συνταγή.
Η ντροπιαστική απόφαση της αποχώρησης στον ημιτελικό του πρωταθλητριών στο Velodrome με την Μαρσέιγ, ήταν ουσιαστικά το κύκνειο άσμα της εποχής Σάκι στον οργανισμό Μίλαν.
Σηματοδότησε το τέλος μιας ιδιαίτερης σχέσης που πέρασε από πολλά κύματα, αλλά με την ασφάλεια της απόστασης δεκαετιών, είναι παραπάνω από βέβαιο ότι, χωρίς τον «παρανοϊκό» Αρίγκο Σάκι, η Μίλαν δεν θα είχε γίνει ποτέ μια από τις πιο επιτυχημένες ομάδες όλων των εποχών στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.
Όχι επειδή κατέκτησε τίτλους και κύπελλα.
Επειδή άλλαξε το ίδιο το σπορ.
Πηγή: Athletes’ Stories