Επιλογή Σελίδας

Του Αντώνη Οικονομίδη

Συντακτικά γίνεται, λέγεται. Εννοιολογικά όμως όχι. Το τέλειο δεν μπορεί να γίνει τελειότερο.

Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Το τέλειο είναι η ακμή, το τέλος του ορίζοντα, το ταβάνι. Δεν έχει περισσότερο, δεν έχει μακρύτερο, δεν έχει ψηλότερο. Και δεν νοείται, πέραν της εννοιολογικής ακροβασίας, καμία προσπάθεια ρεαλιστικής επιδίωξης. Οπουδήποτε και ολούθε.

Η Μπαρτσελόνα το τέλειο το πέτυχε το 2009, κατακτώντας τα πάντα που θα μπορούσε ομάδα να κατακτήσει σε μια χρονιά. Δεν της ξέφυγε τίποτα. Δεν έχασε τίποτα. Τόσο σπάνιο, τόσο ανεπανάληπτο.

Θα έπρεπε να το περιμένουν στη Βαρκελώνη. Πως νομοτελειακά, μοιραία, όχι απλώς ματαιοπονούσαν στην προσπάθεια επανάληψης, στην επιδίωξη τους να κάνουν το τέλειο τελειότερο, αλλά πως αυτό το σημείο ακριβώς θα σηματοδοτούσε και την σταδιακή πτώση της ομάδας που σημάδεψε το πρώτο κομμάτι του 21ού αιώνα.

Η ποιότητα, η μοναδικότητα των όσων φόρεσαν τα «blaugrana» σε αυτό το διάστημα, των όσων αποτέλεσαν κομμάτι τους, εγγυήθηκε πώς μια διαδικασία, η οποία σε κανονικές συνθήκες γίνεται πολύ γρηγορότερα (και πολύ γρήγορα), παρατάθηκε για κοντά μια δεκαετία, με τους Καταλανούς να παραμένουν σταθερά στην κορυφογραμμή.

Αυτός που μάλλον το κατάλαβε έγκαιρα ήταν ο Πεπ Γκουαρντιόλα, αποχωρώντας από τη Βαρκελώνη το καλοκαίρι του 2012. Το προηγούμενο, είχε ζητήσει απαιτητικά, επισταμένως, δύο ποδοσφαιριστές. Τον έναν τον ήξερε, τέκνο της Καταλούνια ο Σεσκ Φάμπρεγας, ο οποίος και επαναπατρίστηκε.

Ο άλλος, από την πρώτη στιγμή που ξεμύτισε στο Campionato, όλοι, μα όλοι, τον κατηγοριοποίησαν με… υλικό Μπαρτσελόνα, τον τοποθέτησαν κομμάτι ταιριαστό στο αγωνιστικό παζλ των «Blaugrana», τον φαντάστηκαν (και φαντασιώθηκαν) μόνο μες στο Camp Nou, πουθενά αλλού.

Μέχρι και το κατάλληλο παρατσούκλι είχε. «El Niño Maravilla» τον αποκάλεσαν οι πατριώτες του στη Χιλή. Το παιδί-θαύμα. Είπαμε όμως. Το τέλειο δεν μπορεί να γίνει τελειότερο. Πεπερασμένο το όριο, μοιραία η πορεία από την στιγμή που φτάσουμε σε αυτό.

Και ο Αλέξις Σάντσες αποτέλεσε, υλοποιώντας την προδιαγεγραμμένη του κατάληξη πατώντας στο «Camp Nou» το καλοκαίρι του ’11, κεφάλαιο χαρακτηριστικό, το οποίο -αναδρομικά πλέον, με την γνώση της συντέλειας- και μνημονεύεται σχετικά από τους καταγραφείς της πορείας της Μπαρτσελόνα.

Μα και για τον ίδιο, η συνειδητοποίηση πως η αρένα του Camp Nou, ειδικά την εποχή που την πάτησε, χωρίς καν να έχει συμπληρώσει τα 23 του χρόνια, με μόλις δύο ευρωπαϊκού επαγγελματικού ποδοσφαίρου, δεν είναι μόνο ο τόπος ανάδειξης τάλαντου και απογείωσης σε ύψη δυσθέωρητα. Αυτά είναι για ελάχιστους, μετρημένους στην ιστορία. Οι περισσότεροι, ακόμα και οι καλύτεροι, συνθλίβονται.

Γιατί δεν μπορούν να γίνουν οι καλύτεροι για την Μπαρτσελόνα…

Ξυπόλητος

Ο μόνος που αρνήθηκε εκείνο το καλοκαίρι ν’ ακολουθήσει το κύμα και να συνταχθεί με τις αλαλάζουσες εκτιμήσεις για τη δυναμική της τριπλέτας ΜέσιΒίγια-Σάντσες ήταν ο… προφήτης, Μαρσέλο Μπιέλσα.

Ο «τρελός», αυτός που καθιέρωσε 19 χρόνων παιδάκι τον Σάντσες στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της πατρίδας του, αυτός που τον ανέδειξε ουσιαστικά και τον λάνσαρε αμέσως με την ενηλικίωσή του ως έτοιμο για να περάσει τον Ατλαντικό, λίγο πριν αποχωρήσει από την τεχνική ηγεσία της Χιλής, δεν το έκρυψε και το ξεστόμισε.

«Καλά θα πάει και αυτό. Θα ανακαλύψει πως ο καλύτερος του κόσμου είναι ο Μέσι και πως ποτέ δεν θα γίνει σαν και αυτόν». Τόσο απλά, τόσο ξεκάθαρα, τόσο… Μπιέλσα. Ο ενορατικός στην προκειμένη περίπτωση «loco» δεν λάθεψε. Τον ήξερε σαν κάλπικη δεκάρα.

Πάνω του, στον διαολεμένο του ρυθμό, στην ταχύτητα σπρίντερ που είχε με ή χωρίς την μπάλα, στην ικανότητα του να πατάει κάθε σπιθαμή γηπέδου από το κέντρο και μπροστά, πάντα με ποδοβολητό που ένιωθαν, άκουγαν ακόμα και οι θεατές και δύναμη που σε καμία περίπτωση δεν προϊδέαζε το παρουσιαστικό και η σωματοδομή του, έχτισε την καλύτερη Χιλή όλων των εποχών.

Με τον Μπίελσα εκλέκτορα η «Roja» δεν κέρδισε τίποτα, αλλά με το ποδόσφαιρο, τη φιλοσοφία, τα συστατικά, τους παίκτες και τη νόρμα του Μπίελσα κατέκτησε τα μόνα Copa America της ιστορίας της, διαδοχικά, πρώτα το 2015 και στη συνέχεια, έναν χρόνο μετά, το επετειακό, το Copa América Centenario, της Εκατονταετίας.

Φυσικά με τον Σάντσες μπροστάρη, σημείο αναφοράς, απόλυτα αναγνωρίσιμη -πλέον- φιγούρα, μεταξύ των κορυφαίων. Μην ψάχνετε ταύτιση με θέση και ρόλο. Επιθετικός. Έτσι απλά. Πιτσιρίκι τον αποκαλούσαν «σκίουρο». Πήγαινε παντού, σκαρφάλωνε δέντρα και στέγες, υπερπηδούσε φράκτες, έμπαινε σε αυλές, οπουδήποτε και με όποιον τρόπο για να κυνηγήσει μπάλες που είχαν χαθεί από το παιχνίδι της αλάνας.

Λες και πάσχιζε να το δικαιολογήσει και ως επαγγελματίας. Πάντα πίσω από μια μπάλα. Άλλοτε να την κυνηγάει, άλλοτε να την οδηγεί, άλλοτε να την ελέγχει. Πατέρα δεν θυμάται. Η μητέρα του, καθαρίστρια, όπου έβρισκε, σε ό,τι έβρισκε. Ακόμα και στο σχολείο όπου πήγαινε. Κρυβόταν, όταν ερχόταν για να δουλέψει. Παιδιάστικα, ντρεπόταν. Γι’ αυτό. Το ότι έπλενε και αυτός αυτοκίνητα για λίγα κέρματα, ίσα-ίσα για να τσοντάρει στο μεροκάματο, ούτε που τον απασχολούσε.

Το ότι έπαιζε ποδόσφαιρο παντού και πάντα ξυπόλητος δεν τον ένοιαζε, μα να τον δουν τα άλλα πιτσιρίκια με τη μάνα του την καθαρίστρια, ναι, παιδιάστικα τον ενοχλούσε, δεν το ‘θελε. Γρήγορα όμως, ακριβώς έτσι, ακριβώς με το να παίζει ασταμάτητα ποδόσφαιρο, ξεπέρασε τα όρια της Τοκοπίγια, της γενέτειρας του, ένα χωριό ανθρακωρύχων (δουλειά που θα έκανε νομοτελειακά και ο ίδιος, αν δεν είχε ξεφύγει), καταμεσής της ερήμου Ατακάμα, με όλη την κοινότητα ως ένα κάποιο σημείο να στηρίζει τη φαμίλια.

Δύσκολα χρόνια μα ταιριαστά για το βιοτικό επίπεδο της περιοχής, τα περιέγραψε ο ίδιος πολύ αργότερα με ένα ντοκιμαντέρ για το ξεκίνημα της ζωής του (που χρηματοδότησε) αλλά και της εξέλιξης που αυτή τελικά είχε μέσω του ποδοσφαίρου, με τον αγγλικό ιδιωματισμό «From Rags to Riches», σε κυριολεκτική δηλαδή μετάφραση «από τα κουρέλια στα πλούτη».

Στα 15 του πήρε το πρώτο του ζευγάρι εξάταπα. Του το χάρισε ο δήμαρχος της Τοκοπίγια. Κάτι Reebok ήταν, τα οποία και με το που τα φόρεσε βάλθηκε να καταστρέψει, χοροπηδώντας ασταμάτητα από τη χαρά του (αλλά και από την προσπάθεια να τα συνηθίσει). Στα 17 του έγινε επαγγελματίας, μετακομίζοντας στην Κομπρελόα και έναν χρόνο αργότερα η πρωτοπόρος του scouting -ειδικά εκείνη την εποχή- Ουντινέζε “ξεκλείδωσε” την αναπτυσσόμενη αγορά της Χιλής, αγοράζοντάς τον έναντι 3 εκατ. ευρώ.

Οι «Zebrette» φρόντισαν για την εξέλιξή του αλλά και για το τεστάρισμα δυνατοτήτων και προοπτικής. Ακολούθησαν δύο δανεισμοί, πρώτα στην Κόλο Κόλο και μετά στη Ρίβερ Πλέιτ. Δεν τα “έσπασε”, μα όσα χρειαζόταν να δείξει για να περάσει τον Ατλαντικό, τα έδειξε. Τρία χρόνια στο «Friuli», κάθε ένα καλύτερο από το προηγούμενο. Το παραγωγικότερο όλων δικό του (12 γκολ, 2010-2011) συνέπεσε με την τρίτη θέση της Ουντινέζε στη Serie A, προκαλώντας τον χορό μνηστήρων.

Ίντερ, Γιουβέντους, Τσέλσι. Είπαμε όμως. Έδειχνε, έμοιαζε, ήταν πλασμένος, γεννημένος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του ποδοσφαιρικού καλουπιού της Μπαρτσελόνα.

Κατηγορία Τσιγκρίνσκι και ο Βενγκέρ

Οι Καταλανοί έχουν ονοματίσει καταστάσεις σαν κι αυτή που βίωσε την πρώτη του σεζόν στα «blaugrana». Νωπό τούς ήταν άλλωστε, αφού δύο χρόνια νωρίτερα είχαν υποδεχτεί μετά πολλών βαΐων και κλάδων μια παράταιρη στο άκουσμα και μόνο προσθήκη, αυτή του Ντμίτρο Τσιγκρίνσκι.

Σε μια ντουζίνα παιχνίδια όλα και όλα κρίθηκε ο Ουκρανός. Αξιολογήθηκε, δικάστηκε, καταδικάστηκε. Έγινε ο δέκτης της οπαδικής αντίδρασης, η «σακούλα» (όπως λένε στην Βαρκελώνη) των -δικαίων ή αδίκων, σημασία δεν έχει- συλλογικών αποδοκιμασιών, ο φταίχτης των πάντων, ο υπεύθυνος για κάθε λάθος, δικής του ή όχι ευθύνης.

Δεν είναι τυχαίο πως άλλη χρονιά μετά την πρώτη του ο «Τσίγκρι» δεν άντεξε στη Βαρκελώνη, δεν είναι τυχαίο πως έκτοτε κάθε ένας που η εξέδρα γρήγορα είτε στοχοποιούσε είτε δεν έβλεπε αμέσως (ποια πίστωση χρόνου και υπομονή, όσα συνοδευτικά ανέφερε η συστατική επιστολή του οποιουδήποτε που πατούσε στο «Camp Nou») έμπαινε στην κατηγορία «Τσιγκρίνσκι».

Και ο Σάντσες ήταν αν όχι ο πρώτος αλλά από τους πρώτους αυτής της λίστας. Δεν ήταν ότι δεν έπαιζε καλά. Ήταν ότι δεν έπαιζε όπως περίμεναν άπαντες να παίξει. Και πλέον τους έφταιγαν όλα. Ότι διάλεξε -θρασύτατα- το «9», ότι δήλωσε -στην παρουσίασή του κιόλας- πως ήθελε να μοιάσει στον Ρονάλντο (τον… ορθόδοξο), βλασφημώντας μάλιστα λέγοντας πως αυτόν θεωρεί καλύτερο όλων των εποχών. Όχι τον Μέσι. Στο “σπίτι” του. Στις μέρες του.

Δεν ήταν ότι δεν τον στήριζαν. Όπου στέκονταν και όπου βρίσκονταν τόσο ο Γκουαρντιόλα (αλλά και οι διάδοχοί του στον πάγκο, Τίτο Βιλανόβα και Τάτα Μαρτίνο) όσο και οι συμπαίκτες του (από Πικέ και Τσάβι μέχρι τον ίδιο τον Μέσι) τον αποθέωναν. Δεν είναι πως δεν έκανε νούμερα και αριθμούς. Έκανε.

Αλλά -διαπιστώθηκε πως- ήταν γήινος. Και για τέτοιους χώρος στην Μπαρτσελόνα των… εξωγήινων δεν υπήρχε. Δεν είναι τυχαίο πως η παραγωγικότερη σεζόν του (και η μόνη στην οποία η Μπαρτσελόνα κατέκτησε τη La Liga, προφανώς κάτι που έπαιξε τον ρόλο στο συλλογικό θυμικό και κριτική) ήταν η τελευταία του (2013-2014), όταν δηλαδή στο παλκοσένικο είχε προστεθεί, παίρνοντας θέση στη μαρκίζα δίπλα-δίπλα στον Μέσι, ο Νεϊμάρ.

Με ένα ουσιαστικά Πρωτάθλημα, ένα Κύπελλο και ένα Ισπανικό Super Cup (μένουν έξω τα όσα κατέκτησε, όντας μερικές εβδομάδες μόνο στη Βαρκελώνη), πρακτικά ταυτίστηκε με μια από τις χειρότερες εποχές της Xρυσής εποχής των Καταλανών. Προφανώς δεν (τον) βοήθησε στο πόρισμα, αυτονόητη η πώληση, παραδόξως για τα πεπραγμένα της Μπαρτσελόνα επικερδής, με τον Αρσέν Βενγκέρ να πληρώνει 43 εκατ. ευρώ για να τον πάρει στο «Λονδίνο».

Έψαχνε ο Αλσατός μια σπίθα, κάτι επιπλέον για να τονώσει την Άρσεναλ, είτε καλύπτοντας το χάντικαπ που ήδη έμοιαζε να δημιουργείται είτε να την κρατήσει -στα δικά του ύστατα στα ηνία της- στον αφρό, διευκολύνοντας έτσι την ομαλή και πάντα σε πρωταγωνιστικό επίπεδο μετάβαση στην επόμενη, χωρίς τον ίδιο, μέρα των «Κανονιέρηδων».

Ο Χιλιανός βοήθησε αναντίρρητα. Σε τρεισήμισι σεζόν στο «Emirates» είχε μέσο όρο ένα γκολ ανά δύο παιχνίδια (στη Βαρκελώνη αυτός ήταν περίπου ένα γκολ ανά τρία). Δεν έφτανε όμως για να αντιστρέψει τη φυσική ροή των πραγμάτων. Έζησε ή έστω κράτησε την Άρσεναλ στις τελευταίες της αναλαμπές. Στην τρίτη θέση της πρώτης του σεζόν (αλλά στο -12 από την κορυφή), στην δεύτερη της δεύτερης (αλλά χάνοντας το Πρωτάθλημα από τη Λέστερ) και στα δύο Κύπελλα (2015 και 2017).

That’s all folks. Λίγα προφανώς δεν ήταν, συνυπολογίζοντας το υπό διαμόρφωση τότε αλλά ευκρινές πλέον στάτους της Premier League και τη θέση της Άρσεναλ σε αυτό.

Ήταν όμως λίγα για τον ίδιο τον Σάντσες, ο οποίος είχε μετατραπεί σε εθνικό ήρωα με τις διαδοχικές κατακτήσεις των Copa America και αναζητούσε στάτους ανάλογο και σε συλλογικό επίπεδο.

Ό,τι είχε υποστεί στη Βαρκελώνη, το λησμονούσε κάθε φορά στη «Roja». Με δικό του α λα Πανένκα πέναλτι είχε έρθει ο πρώτος τίτλος Πρωταθλήτριας Νότιας Αμερικής, με τον ίδιο MVP της διοργάνωσης είχε υπογραφτεί ο δεύτερος, ολοκληρώνοντας το καλύτερο διάστημα της ιστορίας της Χιλής με τον Τελικό (χαμένος κόντρα στη Γερμανία) του Κυπέλλου Συνομοσπονδιών το καλοκαίρι του 2017.

Άτιμος χρονισμός

Η κολλητή παρέα με τον Ποντόλσκι και τον Καθόρλα δεν του φτάνει. Η βίλα στα προάστια του Λονδίνου δεν τον χωράει. Η αυξημένη με βρετανικά πλέον συλλογή του από super cars (λάτρης, συχνά πυκνά με περιστατικά και ενέργειες που δεν το δικαιολογούν, της ταχύτητας) δεν τον ικανοποιεί. Ψάχνεται ο ίδιος πλέον να φύγει, σηκώνει μπαϊράκι ζητώντας Μάντσεστερ.

Του περνάει και τέλη Ιανουαρίου του ’18 μετακομίζει βορειότερα στο Νησί. Η ειρωνεία, μα και το ρεζουμέ, αλλά και η υπογράμμιση της επαγγελματικής του καριέρας;

Είχε την ευκαιρία, τη δυνατότητα να διαλέξει. Γιουνάιτεντ ή Σίτι, στον πάγκο της οποίας βρισκόταν αυτός που τον είχε πιστέψει και τον είχε πάρει στην Μπαρτσελόνα, ο Πεπ Γκουαρντιόλα. Διαλέγει τα κόκκινα. Μπίνγκο. Και πάλι, όπως αποδείχτηκε, λάθος.

Όχι γιατί ο ίδιος το έκανε, αλλά γιατί ο χρονισμός, το καταραμένο timing ήταν το χειρότερο δυνατό για να κάνει τη συγκεκριμένη επιλογή. Η δίνη στην οποία είχε για τα καλά μπει η Γιουνάιτεντ τον καταπίνει, όπως τόσους και τόσους αυτά τα χρόνια, και έτσι, μόλις ενάμιση χρόνο μετά, χωρίς κανείς να έχει καταλάβει την παρουσία του στο «Θέατρο των Ονείρων», φεύγει και επιστρέφει άρον-άρον στην Ιταλία.

Δυναμική δεν άλλαξε στην Ίντερ, τουλάχιστον όμως βρήκε ρόλο στους «Bianconeri» και, αποτελώντας μέρος του rotation, χωρίς όμως ποτέ να λογίζεται βασικός, συνέβαλε στην κατάκτηση του scudetto το 2021.

Σαφές πλέον ότι το ταυρί που έβλεπε τοίχο και απλώς κατέβαζε το κεφάλι, πήγαινε καταπάνω του και περνούσε από μέσα, διαλύοντάς τον, δεν υπάρχει. Εδώ και καιρό μάλιστα. Σαφέστερο ότι η καριέρα του ήταν γεμάτη από “what ifs”, από διαφορά φάσης.

Αλλού βρισκόταν αυτός, αλλού οι ομάδες του, το περιβάλλον στο οποίο εντασσόταν. Σπάνια, σπανιότατα, συνταίριαξαν.

«Rincón del Diablo»«Η Γωνιά του Διαβόλου» λένε οι πατριώτες του τον τόπο όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε.

Και, κατά πως φαίνεται, από τον… «έξω από εδώ» δεν πρέπει να γλύτωσε. Σε όποια γωνιά του κόσμου και αν βρέθηκε, εκεί, σε κάθε στροφή της πορείας του, θαρρείς πως και τον περίμενε, γράφοντας στα κιτάπια του, μόνιμα, χρωστούμενα που ποτέ δεν μπόρεσε να πληρώσει.

Πηγή: Athletes’ Stories