Επιλογή Σελίδας

Επιμέλεια, Γιώτα Κουνάλη

Πάει, έφυγε ο παππούς“, θρηνούσε η ανιψιά που τον γηροκομούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ήταν 26 Μαρτίου του 1940 στο Μαρούσι και ο 75χρονος παππούς δεν ήταν άλλος από τον Σπύρο Λούη, τον Ολυμπιονίκη. Ο πρώτος νικητής του Μαραθωνίου στη σύγχρονη ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων, ο άνδρας που έτρεξε από τον Μαραθώνα στο Καλλιμάρμαρο για να κερδίσει την αγαπημένη του, ο ντροπιασμένος πολίτης, ο νερουλάς που έζησε για λίγα 24ωρα σαν βασιλιάς. 

Έφυγε για να συναντήσει την Ελένη του, τη γυναίκα για χάρη της οποίας πραγματοποίησε το κατόρθωμα της ζωής του. Ευτυχώς, δεν πρόλαβε να δει τους Ιταλούς και τους Γερμανούς να του χτυπάνε την πόρτα για να γνωρίσουν τον ήρωα των Ολυμπιακών Αγώνων, ούτε τα ελληνόπουλα να πεινάνε.

Ο Σπύρος Λούης έφυγε από τη ζωή τρεις ημέρες πριν από την 44η επέτειο του Ολυμπιακού θριάμβου του. Τη μια και μοναδική φορά που έτρεξε στην επονομαζόμενη σήμερα κλασική διαδρομή, την οποία χάραξε ο διάδοχος του, ο μεγάλος Έλληνας Στέλιος Κυριακίδης, ο οποίος τον είχε επισκεφθεί στο σπίτι του για να του αποδώσει τιμές.

Την 29η Μαρτίου λοιπόν, την 5η μέρα των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896, οι εκπρόσωποι της καλής κοινωνίας των Αθηνών πήγαν από τις 10 το πρωί στο στάδιο, για να προλάβουν να καθίσουν σε μια θέση κοντά στον Βασιλιά Γεώργιο και τον διάδοχο Κωνσταντίνο. Ήταν η μέρα της διεξαγωγής του Μαραθωνίου.

Ακριβώς όπως και το 2004 η μικρή Αθήνα ζούσε τη φρενίτιδα των Ολυμπιακών Αγώνων. Οι Έλληνες σηκώθηκαν από τα κρεβάτια τους εκείνο το πρωινό με την ελπίδα πως ένας δικός τους αθλητής θα φώναζε “νενικήκαμεν”.

Στις 13 Αυγούστου του 490 π.χ. οι Αθηναίοι υπό τον στρατηγό Μιλτιάδη νίκησαν τους Πέρσες στον Μαραθώνα. Ένας Αθηναίος οπλίτης που δεν ήταν βέβαια ο Ολυμπιονίκης Φειδιππίδης, αρματωμένος ήδη, ανέλαβε να ανακοινώσει στην πόλη των Αθηνών το μήνυμα της νίκης. 

Εικάζεται πως περνώντας από ένα σημείο οι χωρικοί του φώναξαν “Σταμάτα, σταμάτα!” Η περιοχή αυτή ονομάστηκε Σταμάτα. Δεν σταμάτησε, συνέχισε το δρόμο του και σε ένα άλλο σημείο σταμάτησε για να πάρει ανάσα. Προφανώς του είχε βγει η ψυχή στο τρέξιμο και η περιοχή βαφτίστηκε “Ψυχικό”. Όταν έφτασε στην πόλη, έπεσε κάτω από την εξάντληση και την ώρα που ξεψυχούσε, ψέλλισε τη λέξη “νενικήκαμεν” δηλαδή “νικήσαμε”. Άγνωστο αν κηδεύτηκε με τιμές αυτός ο ήρωας, αν θάφτηκε στον Τύμβο του Μαραθώνα ή η σωρός του κλείστηκε σε έναν απλό τάφο μπροστά στη γιορτή για την ολοκληρωτική νίκη εις βάρος των Περσών.

Έτσι όταν το 1894 αποφασίστηκε να αναβιώσουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες με την πραγματικά φτωχή Ελλάδα να αναλαμβάνει ομόφωνα τη διοργάνωση, η παρέα του βαρόνου Πιέρ ντε Κουμπερτέν στοχαζόταν και έγραφε ποιήματα. Ο Γάλλος λόγιος Μισέλ Μπραλ πρότεινε τη δημιουργία ενός νέου αγωνίσματος, του Μαραθωνίου που θα αναβίωνε τη διαδρομή του Αθηναίου οπλίτη, θα τιμούσε τη μνήμη του. Ο Κουμπερτέν το δέχθηκε και ο Μπραλ προσφέρθηκε να καλύψει με δικά του χρήματα τη δημιουργία ενός βαρύτιμου ασημένιου τροπαίου, το οποίο θα έπαιρνε ο νικητής.

Στο… χορό μπήκαν και οι Αθηναίοι μικροεπιχειρηματίες της εποχής.  Επιδίδονταν σε συναγωνισμό και μέσω των εφημερίδων έταζαν λαγούς με πετραχήλια στον υποψήφιο νικητή. Δωρεάν κοστούμια από τα καταστήματα ένδυσης, δωρεάν ξυρίσματα εφ’ όρου ζωής από τους κουρείς, δωρεάν διαμονή σε ξενοδοχεία γύρω από τη Διονυσίου Αεροπαγίτου. Στο παιχνίδι μπήκαν σύντομα και οι “εθνικοί ευεργέτες”, οι οποίοι έκαναν μεγάλα δημόσια έργα δίχως να πληρώνουν φορολογία στο δύσμοιρο ελληνικό κράτος. Ο Γεώργιος Αβέρωφ θα έδινε μεγάλο χρηματικό ποσό και το χέρι της κόρης του στο νικητή, ο σοκολατοποιός Σπυρίδων Παυλίδης έταζε το βάρος του χρυσού Ολυμπιονίκη σε σοκολάτα!

“Εθνική υπόθεση” λοιπόν ο Μαραθώνιος και αρκετοί Αθηναίοι δήλωσαν συμμετοχή στους προκαταρκτικούς αγώνες. Η ρομαντική Ελένη σκέφτηκε πως αν ο καλός της, ο Σπύρος Λούης που κουβαλούσε νερό με τη σούστα του, συμμετείχε και κέρδιζε, ίσως να τους επέτρεπαν οι γονείς της να παντρευτούν.

Απελπισμένος ο ερωτευμένος 24χρονος Μαρουσιώτης πήγε στις εγγραφές τρεις μέρες μετά.  Προσπάθησε να πείσει τον αθλητίατρο να του επιτρέψει τη συμμετοχή. Όχι μόνο δεν είχε σύλλογο και δεν γνώριζε τη διαδρομή, αλλά παραδέχθηκε πως δεν είχε τρέξει ποτέ στη ζωή του. Πες πες υπέκυψε ο αθλητίατρος, ο Λούης που περπατούσε ώρες καθημερινά για να φέρει νερό, τερμάτισε δεύτερος στον αγώνα των 1000 μέτρων. Η συμμετοχή του απορρίφθηκε.

Οι φωνές του ξεσήκωσαν τον τόπο και απέσπασαν την προσοχή του αφέτη, του ταγματάρχη Παπαδιαμαντόπουλου. “Τι θες εσύ εδώ;”, ρώτησε θυμωμένος τον Λούη, οι δυο τους γνωρίζονταν, καθώς ο Λούης είχε υπηρετήσει κοντά του τη στρατιωτική του θητεία. Ο Λούης εξήγησε το πρόβλημα του και τότε ο Παπαδιαμαντόπουλος είπε στον αθλίατρο πως ο αθλητής είχε μεγάλη αντοχή“Από τους Αμπελόκηπους τον έστελνα για τσιγάρα στο Σύνταγμα και επέστρεφε σε είκοσι λεπτά”.

Έτσι ο Λούης έγινε δεκτός και αγωνίστηκε στο δεύτερο προκαταρκτικό αγώνα λίγες εβδομάδες μετά. Τερμάτισε πέμπτος. Νικητής στον πρώτο προκαταρκτικό αγώνα και πρώτος νικητής στο Μαραθώνιο ήταν ο κορυφαίος δρομέας της εποχής, ο Χαρίλαος Βασιλάκος.

Τελικώς, μόλις 25 παρουσιάστηκαν για να τρέξουν στο Μαραθώνιο, οδηγήθηκαν με κάρο στο χωριό και πέρασαν τη νύχτα εκεί. Έτσι λοιπόν στις 29 Μαρτίου σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο (10 Απριλίου 1896 για το γρηγοριανό) οι συμμετέχοντες στον πρώτο Μαραθώνιο στήθηκαν στην εκκίνηση. Ο Παπαδιαμαντόπουλος έδωσε την εκκίνηση και τους 25 δρομείς (σύμφωνα με τη ΔΟΕ) από την Ελλάδα, τη Γαλλία, την Αυστραλία και την Ουγγαρία μεταξύ άλλων ξεκίνησαν το μακρύ δρόμο.

Στον αγώνα συνέβησαν αρκετά αδιανόητα πράγματα για τη σημερινή εποχή, απόλυτα λογικά όμως στις πρώτες διοργανώσεις των Ολυμπιακών Αγώνων. Μέχρι το Πικέρμι ο “χάλκινος” Ολυμπιονίκης στα 1.500 μέτρα, ο Αλμπέν Λερμιζιό προηγούνταν του Αυστραλού Φλακ, του Ούγγρου Κέλνερ και τριών Ελλήνων, ανάμεσα τους και ο Μαριουσιώτης Λαυρέντης. Στο Πικέρμι οι κάτοικοι του χωριού πρόσφεραν κρασί, νερό και ξερό ψωμί στους συμμετέχοντες, αν και περιποιήθηκαν περισσότερο τους Έλληνες. Ο Λούης βρισκόταν ανάμεσα στους τελευταίους όταν έφτασε στο Πικέρμι και είδε το κάρο με τους συναθλητές του που εξαντλημένοι, είχαν ήδη εγκαταλείψει. Ενημερώθηκε για τη μεγάλη διαφορά και είπε με σιγουριά “δεν πειράζει, θα τους περάσω όλους“.  Στο 23ο χιλιόμετρο ανέβηκε τρίτος ο Βασιλάκος που συνήθιζε να πηγαίνει τρέχοντας από το Φάληρο στο Σύνταγμα, γιατί ο τσιγκούνης θείος του δεν του έδινε χρήματα για το εισιτήριο. Τελικά, μια μέρα συναγωνίστηκε με το τραμ και το νίκησε!

Στο Χορτάτη (Παλλήνη) ο Λερμιζιό προηγούνταν με μεγάλη διαφορά του Αυστραλού Έντουιν Φλακ. Ζούσε και σπούδαζε στο Λονδίνο και είχε ήδη κατακτήσει τρία μετάλλια (χρυσό στα 800 και στα 1.500 μέτρα και το χάλκινο στο διπλό του τένις). Ο Λερμιζιό που πέθανε την ίδια χρονιά με τον Λούη σταμάτησε και δέχθηκε την κορδέλα του νικητή. Η συνέχεια θα ήταν διαφορετική. Εξαντλημένος ο Λερμιζιό εγκατέλειψε στο 32ο χιλιόμετρο, τον είχε προσπεράσει νωρίτερα ο Φλακ. Στη δεύτερη θέση είχε ανέβει ως εκ θαύματος ο Λούης με τους χωρικούς να δημιουργούν έναν κύκλο γύρω του, τρέχοντας και εκείνοι για να συγκρατήσουν τον Έλληνα. Στο 33ο χιλιόμετρο ο Λούης προσπέρασε τον Φλακ και μέχρι το 36ο βρισκόταν 20 βήματα μπροστά του. Η κατάταξη ήταν Λούης, Φλακ, Κέλνερ, Βασιλάκος, Μπελόκας. Στους Αμπελόκηπους ο Φλακ εγκατέλειψε και μεταφέρθηκε σε ημιλιπόθυμη κατάσταση στο νοσοκομείο σε ένα από τα κάρα που μετέφεραν το γιατρό και τη νοσοκόμα. Στη Ριζάρη ο Λούης έγινε δεκτός με ενθουσιασμό. Ορισμένοι ποδηλάτες έφυγαν μπροστά για να ενημερώσουν τους διοργανωτές στο στάδιο πως είχαμε καθαρό νικητή. Ένας είπε πως προηγούνταν ο Φλακ προς μεγάλη απογοήτευση του κοινού που αγωνιούσε για τον Έλληνα και δεν έκανε καμιά σημασία στους αθλητές που συμμετείχαν στον τελικό του ύψους άνευ φοράς.

Το κοινό κινητοποιήθηκε όταν ο βασιλικός αγγελιοφόρος πλησίασε τον Βασιλιά Γεώργιο, ενημερώνοντας τον για τον πρώτο, τον Έλληνα! Αρκετά λεπτά προτού μπει ο Λούης στο στάδιο μια ανατριχίλα είχε διατρέξει τους 70.000 θεατές. Απόλυτη σιγή επικράτησε όταν εισήλθε ο Λούης στο στάδιο. Ηλιοκαμένος με τα ρούχα του να έχουν γεμίσει σκόνη και τον ιδρώτα να τρέχει από το πρόσωπο του, είδε δίπλα του να τρέχουν ορισμένοι άνδρες. Ήταν ο διάδοχος Κωνσταντίνος και ο πρίγκιπας Νικόλας, μια βασιλική συνοδεία για τον νέο “βασιλιά” των Ελλήνων.

Ο Λούης διέσχισε τη γραμμή του τερματισμού και έπεσε πάνω στην αγκαλιά του συγκινημένου και ίσως πιο αγαπητού Έλληνα βασιλιά, του Γεωργίου. Το κοινό τον σήκωσε στα χέρια, του έριξαν στους ώμους την ελληνική σημαία. Ο χρόνος του ήταν δύο ώρες, 58 λεπτά και 50 δευτερόλεπτα! Είχε βελτιώσει το ατομικό του ρεκόρ κατά 20 λεπτά!

Είναι ο Λούης ο νικητής του Μαραθωνίου δρόμου. Βαίνει κατάκοπος μεν, αλλ όχι μέχρις εξαντλήσεως, τροχάδην δια του προς το δεξιόν σκέλος στίβου, παρακολουθούμενος υπό των μελών της επιτροπής και των εφόρων ανευφημούντων. Ο διάδοχος και ο βασιλόπαις Γεώργιος σπεύδουσι και συντρέχουσι μετ’ αυτού ένθεν και ένθεν. Ο Βασιλεύς, ότε ο δρομεύς έφθασε προ της σφενδόνης και προσκλίνει χαιρετών, εγείρεται και σείει επι πολλήν ώραν ενθουσιωδώς μετά ζωηράς συγκινήσεως το ναυτικόν του πηλίκιον. Τινές των υπασπιστών του ορμώσιν, αναγκαλίζονται τον δρομέα και τον ασπάζονται. Οι δύο βασιλόπαιδες, προσερχομένου και του πρίγκηπος Νικολάου υπανεγείρουσι τον νικητήν ως εν θριάμβω. Οι επίσημοι ξένοι χειροκροτούσι συγκεκινημένοι.

Τι έγινε κατά την ώραν εκείνην εις το Στάδιον η γραφίς αδυνατεί να περιγράψη. Ηδη ο ναύτης ο εντεταλμένος την ανύψωσιν των σημαιών του ιστού, ευθύς ως είδε τον αριθμόν 17, ον έφερεν επι του στήθους ο νικητής δρομεύς, έσπευσεν να σημειώση αυτόν και να αναπετάση την Ελληνικήν σημαίαν, ης η θέα εξαγείρει θύελλαν ενθουσιασμού. Δονείται ο αήρ απο τας νικητηρίους κραυγάς. Πίλοι ρίπτονται εις τον αέρα, σείονται μανδήλια, σείονται ελληνικαί σημαίαι, κεκρυμμέναι μέχρι της στιγμής εκείνης εις τα άδυτα των κόλπων. Ολόκληρος λαός έξαλλος πανηγυρίζει την νίκην του. Το πλήθος απαιτεί δια επιτακτικών κραυγών και αι μουσικαί ανακρούουν τον εθνικόν ύμνον. Η στιγμή είναι ιερά και απέναντι του μεγαλείου αυτής και οι παρευρισκόμενοι ξένοι κατανύσσονται και εις ποικίλας γλώσσας αντηχούν αι υπέρ της Ελλάδος επευφημίαι“.

Λίγα λεπτά αργότερα τερμάτισε ο Βασιλάκος σε τρεις ώρες, έξι λεπτά και τρία δευτερόλεπτα. Δύο Έλληνες είχαν τερματίσει πρώτοι στο Μαραθώνιο. Τρίτος τερμάτισε ο Σπύρος Μπελόκας  και τέταρτος ο Ούγγρος Γκιούλα Κέλνερ. Η ουγγρική ομάδα κατέθεσε ένσταση γιατί ο Μπελόκας είχε ξαποστάσει, ακουμπώντας σε κάρο ή κατά άλλους είχε ανέβει σε κάρο για λίγα χιλιόμετρα. Ο Κέλνερ πήρε το χάλκινο μετάλλιο και έτσι η Ελλάδα έχασε το απόλυτο στα μετάλλια.

Ποτάμια δακρύων συγκίνησης χύθηκαν κατά την απονομή και την ανάκρουση του εθνικού ύμνου. Φορώντας τα μοναδικά καλά ρούχα του, ο ντυμένος τσολιάς Λούης παρέλαβε το βαρύτιμο τρόπαιο από τον Μπραλ. Έσφιξε εκατοντάδες χέρια και προσκλήθηκε στο παλάτι. Στο πλευρό του ήταν η Ελένη, το χέρι της οποίας ήταν το μοναδικό που ζήτησε μαζί με ένα γαϊδουράκι και ένα κάρο για να μπορεί να μεταφέρει τα πιθάρια με το νερό. Δεν… βολεύτηκε σε καμιά δημόσια θέση, ούτε τιμητικά στον ελληνικό στρατό. Έζησε στο Μαρούσι με την Ελένη και τα παιδιά τους. Δεν έτρεξε ποτέ ξανά.

Η νίκη του αμφισβητήθηκε ακόμα και εκείνα τα χρόνια. Συγκλονισμένος ο Βασιλάκος απόρησε πως ήταν ο Λούης ο νικητής, αφού δεν τον είχε δει να τον περνάει μέσα στον αγώνα.  Σύμφωνα με το γιο του πρώτου βαδιστή στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού, ο Βασιλάκος ρώτησε τον Λούη στα αποδυτήρια μετά τον αγώνα πως μπόρεσε και έκανε κάτι τέτοιο και πως θα έπρεπε να ζήσει με τις τύψεις του.  Το βιβλίο “ο Χαρίλαος Βασιλάκος και η αμφιλεγόμενη πρωτιά του Σπύρου Λούη” του Ντόναλντ-Γεωργίου Μακφαίηλ (εκδόσεις Αδούλωτη Μάνη) αμφισβητεί την πρωτιά του Μαρουσιώτη. Να τον βοήθησε ο ταγματάρχης Παπαδιαμαντόπουλος; Να έκοψε δρόμο μέσα από τα χωράφια; Να το κουκούλωσε το παλάτι, όταν μαθεύτηκε τι είχε γίνει; Δεν θα ήταν η πρώτη φορά. Πάντως ο 20χρονος Βασιλάκος δεν κατήγγειλε το γεγονός σε μια λαμπρή μέρα για την Ελλάδα, συνέχισε να κάνει αθλητισμό, αποφοίτησε από τη Νομική σχολή, εργάστηκε 40 χρόνια ως τελώνης και έκανε σημαντική περιουσία. Πέθανε το 1964.

Ο Σπύρος Λούης επέστρεψε στο χωριό του και απασχόλησε το 1926 ξανά τον ελληνικό Τύπο. Κρίθηκε ένοχος για πλαστογραφία στρατιωτικών εγγράφων και μπήκε στη φυλακή. Δέκα χρόνια μετά πραγματοποίησε την τελευταία δημόσια εμφάνιση του. Συνοδεύοντας την ελληνική ομάδα, αυτή τη σπουδαία φουρνιά αθλητών που χάθηκε εξαιτίας των δύο Παγκόσμιων Πολέμων και της  κατοχής, μπήκε στο Ολυμπιακό στάδιο του Βερολίνου ντυμένος τσολιάς, κρατώντας ένα κλαδί ελιάς το οποίο πρόσφερε στον Αδόλφο Χίτλερ. Δύο χρόνια μετά του απονεμήθηκε τιμητική σύνταξη από το Δήμο Αμαρουσίου και το 1940 έκλεισε για πάντα τα μάτια.

Ο τάφος του με τους πέντε ολυμπιακούς κύκλους βρίσκεται στο νεκροταφείο του Αμαρουσίου και αποτελεί… αξιοθέατο για τους τουρίστες. Οι ίδιοι άνθρωποι που επισκέπτονται το Ολυμπιακό στάδιο, οι ίδιοι που φωτογραφίζονται δίπλα στη λεωφόρο Σπύρου Λούη και το άγαλμα του. Η πόλη που τόσο αγάπησε και δόξασε, το Μαρούσι, έχει στην είσοδο της το άγαλμα του από το 2008, διοργανώνει αγώνες στη μνήμη του, ενώ στο κτίριο της παλιάς ΕΥΔΑΠ δίπλα στον ηλεκτρικό σταθμό φιλοξενείται το λαογραφικό μουσείο “Σπύρος Λούης”. Φιλοξενεί προσωπικά αντικείμενα, ανάμεσα τους και ορισμένες συγχαρητήριες επιστολές για τη νίκη του από ολόκληρο τον κόσμο. Οι φάκελοι είναι σχισμένοι γιατί κλέφτες έμπαιναν στο σπίτι του για να κλέψουν τα γραμματόσημα που έχουν μεγάλη αξία, αφού χρονολογούνται από το 1896.

Ο Σπύρος Λούης υπήρξε ο πρώτος σταρ στην ιστορία των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων.  Η κεντρική λεωφόρος έξω από το Ολυμπιακό στάδιο του Μονάχου φέρει το όνομα του, ενώ η ιστορία του συγκίνησε και το Χόλιγουντ που γύρισε την κακή είναι η αλήθεια ταινία, “Συνέβη στην Αθήνα” το 1964 στην ελληνική πρωτεύουσα με πρωταγωνίστρια το σύμβολο του σεξ, Τζέιν Μάνσφιλντ.

Τα ενθύμια της νίκης του, της καριέρας του που κράτησε ένα 24ωρο, είναι διασκορπισμένα. Ο εγγονός του, ο Σπύρος Λούης αναγκάστηκε να πουλήσει το ασημένιο κύπελλο του Μπραλ το 2012 για να βοηθήσει την οικογένεια του. Τελικά το βαρύτιμο τρόπαιο θα παραμείνει επί ελληνικού εδάφους, καθώς το αγόρασε σε δημοπρασία το  Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Εκτίθεται στο Μουσείο της Ακρόπολης και το 2016 θα μεταφερθεί στο κέντρο πολιτισμού του ιδρύματος, το οποίο χτίζεται στις Τζιτζιφιές.

 “Τι κάθεσαι, Λούη;” φέρεται να του φώναξε ένας έφιππος αξιωματικός, όταν τον είδε να εξαντλείται. “Τρέχα και μας πήρανε την νίκην οι ξένοι” , του είπε σύμφωνα με το φύλλο της 31ης Μαρτίου της “Εστίας”. Ο Σπύρος έγινε… Λούης για να μη χάσει το κορίτσι του, την Ελένη. Και έγινε θρύλος…

Πηγή: Sport 24

Pin It on Pinterest

Shares
Share This