Του Νίκου Παπαδογιάννη
Tη μέρα μετά τη γρονθοπατινάδα μεταξύ Μπουρούση-Παππά, μέσα Αυγούστου στην Αθήνα, ο Κώστας Μίσσας κάλεσε τους τρεις συνεργάτες του σε έκτακτη σύσκεψη, στο δωμάτιό του στο Κάραβελ.
«Μάγκες, δεν πάει άλλο, τους είπε. Έχουμε τρεις επιλογές. Καθίστε κάτω να τις συζητήσουμε, να δούμε τι θα κάνουμε».
Η πρώτη επιλογή, ήταν να υποβάλει όλο το τιμ την παραίτησή του και να αποδράσει από το πανηγύρι των ζουρλών. «Τα παρατάμε και φεύγουμε και ας καούν τα κάρβουνα».
Η δεύτερη, ήταν η αποπομπή ορισμένων παικτών (δύο ή τριών) που θεωρούνταν υπαίτιοι για τη διαρκή αναστάτωση. «Να πάμε στο Εurobasket με τους υπόλοιπους και με όσους άλλους υπάρχουν διαθέσιμοι».
Ο τρίτος δρόμος προς το Ελσίνκι ήταν αυτός που τελικά θεωρήθηκε προτιμότερος. «Να τους θέσουμε προ των ευθυνών τους, να ανασκουμπωθούμε, να πάμε στο Εurobasket και όπου μας βγάλει. Έπειτα, παίρνουμε το καπελάκι μας και φεύγουμε σαν κύριοι».
Η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Δεν ήταν μόνο οι μπουνιές ανάμεσα στους δύο επί σειρά μηνών συμπαίκτες και φίλους, για ασήμαντη μάλιστα αφορμή (ένα πείραγμα που διαιωνιζόταν, σχετικά με πρόσωπο που δεν ζει πια) και μπροστά σε δεκάδες ξένους.
Είχε προηγηθεί ο καυγάς του Βελιγραδίου με πρωταγωνιστές τους Παπανικολάου-Αγραβάνη, άλλα μικρότερης σημασίας περιστατικά, αλλά και ένα γενικότερο κλίμα που κυμαινόταν μεταξύ της αδιαφορίας και της αναίδειας.
«Δεν σέβονται ούτε τα άσπρα μαλλιά του Μίσσα ούτε τις χαρές που έζησαν μαζί στις μικρές εθνικές ομάδες ούτε τίποτε», μου είπε για τη συμπεριφορά ορισμένων παικτών άνθρωπος που έζησε την ομάδα από κοντά.
Κάποιος τρίτος μου μίλησε για «την Εθνική των κακών παιδιών». Μα, δεν ήταν πάντοτε έτσι; «Ε, όχι δα…».
Το κλίμα στην αποστολή θα ήταν σχεδόν υποφερτό αν έμενε έξω από τις τέσσερις γραμμές του παρκέ. Ωστόσο, οι προπονήσεις ήταν πολλές φορές υποτυπώδεις.
Στα ενδότερα της ομάδας έγινε ανέκδοτο μία άσκηση τεσσάρων παικτών όπου όλοι πήγαν από την πρώτη στιγμή σε λάθος θέση. Και οι τέσσερις!
Βρε μπας και το έκαναν επίτηδες; Το ίδιο σκέφτηκε και ο Μίσσας.
Όταν λοιπόν μάζεψε τους παίκτες για να τους μιλήσει, τους έκανε μία απλή ερώτηση. «Ξέρω ότι μπορείτε. Θέλετε; Δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι θέλετε…».
Κάποιοι ανασκουμπώθηκαν, άλλοι συνέχισαν να ξύνονται.
«Πότε μαρκάρουμε το πικ εντ ρολ σωστά και πότε λάθος. Το ίδιο πράγμα, μία το κάνουμε όπως πρέπει και μία ανάποδα», μου έλεγε μια μέρα, στο ξεκίνημα του τουρνουά, ο ίδιος ο Μίσσας.
«Μάλλον, είναι θέμα αυτοσυγκέντρωσης», ήταν ο ευσεβής πόθος που κατέθεσα. Μάλλον, είχα δίκαιο.
Η φωνή που μέτρησε περισσότερο στα αποδυτήρια, ίσως η μοναδική ισχυρή αυτό το δίμηνο, ήταν του Γιώργου Πρίντεζη.
«Μάγκες, ακούστε. Παράτησα το νεογέννητο παιδί μου και τη γυναίκα μου για δύο μήνες, για να έρθω να παίξω την Εθνική. Από σήμερα κομμένες οι μαλακίες. Θα συμμαζευτούμε και θα πάμε να παίξουμε σαν ομάδα».
Αυτή τη φορά, δεν ξυνόταν κανείς. Με όλο τον σεβασμό στον Γιάννη Μπουρούση των 7 σερί Ευρωμπάσκετ, ο Πρίντεζης ήταν ο πραγματικός αρχηγός της ομάδας, αυτός που ενέπνεε τον σεβασμό.
Η παρέμβασή του ήταν αυτό που λέει η ταινία, η οργή ενός υπομονετικού ανθρώπου.
«Σήμερα κάναμε, επιτέλους, μία καλή προπόνηση», είπε κάποιος. «Προπονησάρα», συμφώνησε ο ντυμένος στα μπλε ωτακουστής.
Αλλά αυτό συνέβη την παραμονή του Ευρωμπάσκετ στο Ελσίνκι. Το χαμένο έδαφος του Αυγούστου ήταν αδύνατο να καλυφθεί μέσα στην τούρλα των αγώνων.
Τα προβλήματα χημείας και ασυνεννοησίας έκαναν την ομάδα να κουτουλάει στον πρώτο γύρο, ενώ τα πόδια βάρυναν όταν συσσωρεύτηκαν τα λεπτά των βασικών.
Όταν ο Μίσσας αποφάσισε να βγάλει μπροστά τους 5-6 έμπειρους και να τους παραδώσει τα κλειδιά της ομάδας, έχασε μεμιάς τους υπόλοιπους. Αυτό ήταν το μεγάλο του σφάλμα.
Οι βασικοί έπαιξαν πολύ καλά στους αγώνες με Πολωνία, Λιθουανία και Ρωσία, αλλά οι αποξενωμένες ρεζέρβες πατούσαν με το ένα πόδι στην Πόλη και με το άλλο στην Αθήνα.
Είναι πάντως αλήθεια, ότι η ατμόσφαιρα βελτιώθηκε αισθητά όταν η ομάδα ταξίδεψε στο Εurobasket. Βοήθησε προφανώς και η αλλαγή της περιρρέουσας ατμόσφαιρας.
Ένα βράδυ στην Αθήνα, οι παίκτες έλαβαν άδεια για να πάνε μια βόλτα, υπό τον όρο να επιστρέψουν στη 1, το αργότερο. Εκείνη την ώρα, όμως, τα περισσότερα κρεβάτια ήταν ακόμη άδεια.
Δύο λεβέντες επέστρεψαν γύρω στις 7 το πρωί και έπεσαν πάνω σε έναν αγουροξυπνημένο βοηθό προπονητή, που κατέβαινε νωρίς νωρίς για πρόγευμα.
Όλοι συμφωνούν ότι είναι γελοίο μέτρο ο έλεγχος των κινήσεων όταν μιλάμε για άνδρες 25 και 30 και 35 ετών, στο ΝΒΑ μάλιστα είναι αδιανόητο τέτοιο πράγμα, αλλά το ελάχιστο που περιμένει κανείς είναι υπευθυνότητα και αυτοπειθαρχία.
Ακόμα και μετά τις απανωτές ήττες, στο Ελσίνκι, δεν υπήρχε ορατή γκρίνια, πέρα από πταίσματα όπως το ποστάρισμα του Αγραβάνη στο Instagram.
Μικρές παρασπονδίες όπως η δήλωση του Θανάση περί «ψυχής» αντιμετωπίστηκαν με τον ενδεδειγμένο τρόπο και με αυτόματο πιλότο, όπως αρμόζει σε έμπειρη ομάδα.
Στην Κωνσταντινούπολη, η ομάδα εμφανίστηκε σαν μία γροθιά, εάν μου επιτρέπετε το κλισέ. Η συσπείρωσή της ήταν ορατή διά γυμνού οφθαλμού στο παρκέ, δίχως να εξαιρούνται από αυτήν οι, λογικά δυσαρεστημένοι, παίκτες του πάγκου.
«Απορώ για ποιο λόγο ακούγεται ότι το κλίμα είναι κακό», μου είπε μία μέρα εμπιστευτικά, μέσα στο τετραήμερο των ηττών, ο Θανάσης Αντετοκούνμπο.
«Σε καμία περίπτωση δεν είμαστε τόσο χάλια. Το φοβερό είναι ότι όλα πέφτουν στους ώμους αυτού του ανθρώπου. Και είναι τελείως άδικο. Δεν έχω συναντήσει πιο καλόβολο και συνεννοήσιμο προπονητή».
Ο Κώστας Μίσσας στεκόταν πέντε μέτρα παραπέρα και έκανε δηλώσεις στους δημοσιογράφους.
«Ακόμα και στην ομάδα του 2005, οι έριδες και οι εγωισμοί ήταν καθημερινό φαινόμενο», μου υπενθύμισε ένας από τους λίγους έμπειρους της αποστολής.
Τα ίδια και το 2006, το 2007, το 2008, προσθέτω εγώ, εξίσου παλιοσειρά που έχει δει πολλά ταξιδεύοντας τρεις δεκαετίες με την Εθνική.
Σημειωτέον ότι ο Μίσσας βρίσκεται στις Εθνικές ομάδες από ηλικία 16 ετών. Στις 15 Αυγούστου έκλεισε τα 64.
Τότε, βέβαια, έκανε κουμάντο στα αποδυτήρια ο Γιαννάκης και έξω από αυτά έστηναν οχυρώματα οι μακαρίτες Κολοκυθάς και Συρίγος.
Ο Βασιλακόπουλος ήταν παρών από την αρχή ως το τέλος και δεν απέφευγε όλους τους αγώνες που θα μπορούσαν να σημάνουν πρόωρο αποκλεισμό.
Αλλά, τι λέω; Μήπως απουσίαζε ο Βασιλακόπουλος από τον άτυπο πρωινό καφέ όπου οι πέντε «σοφοί» περνούσαν τον Γιαννάκη γενεές δεκατέσσερις, την παραμονή του αγώνα με το Ισραήλ στο Βελιγράδι;
Ή μήπως ήταν άλλος Τσαγκρώνης αυτός που πανηγύριζε τον αποκλεισμό της Εθνικής το 2003 στη Στοκχόλμη επειδή αντιπαθούσε τον Ιωαννίδη;
Στα κοστούμια της φετινής ομάδας, υπήρχε αισθητά λιγότερος παραγοντισμός και αισθητά μικρότερο ειδικό βάρος.
«Το λάθος μας ήταν ότι δεν μιλήσαμε, τη μέρα που ο μεγάλος είπε ότι δεν χρειαζόμαστε προπονητή», μου ψιθύρισε χαμηλόφωνα στο αυτί ένας από τους τέσσερις διεθνείς που ήταν παρόντες στην εκδήλωση με το ελικόπτερο.
Η ΕΟΚ απαξίωσε με τον τρόπο της τον εθνικό προπονητή που τελικά επέλεξε και τώρα τον προσθέτει στον μακρύ κατάλογο των εξλιαστήριων θυμάτων.
Με όλη την αγάπη και στον σεβασμό στον Μίσσα, ο οποίος βγήκε κερδισμένος από αυτή την υπόθεση με το θάρρος και την ευελιξία του, η παρουσία του στον πάγκο ήταν σύμπτωμα ασθένειας, όχι βέβαια του ίδιου, αλλά της Ομοσπονδίας.
Όταν αναθέτεις την Εθνική Ανδρών σε έναν σχεδόν παροπλισμένο προπονητή και μάλιστα από το μεσαίο ράφι είναι σαν να φέρνεις από την Αθήνα απροπόνητο τον Γαλακτερό, να τον ντύνεις πρόχειρα με αθλητική στολή και να του ζητάς να βάλει 25 πόντους σε προημιτελικό Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος.
Και να του ζητάς και τα ρέστα όταν αστοχήσει στο τελευταίο σουτ.
Ο Μίσσας αισθάνεται δυσαρεστημένος με τον Γιάννη Αντετοκούνμπο. Θεωρεί ότι ο Γιάννης τον πούλησε στα μισά του δρόμου και τον άφησε ξυπόλητο στα αγκάθια.
Αυτό βεβαίως σημαίνει ότι ο Μίσσας δεν πιστεύει τις δικαιολογίες του παίκτη, τουλάχιστον όχι απόλυτα.
Εάν θέλετε τη γνώμη μου, άσχετα με τους κωμικούς λεονταρισμούς της ΕΟΚ, ο Γιάννης έγινε πιο δεκτικός στις πιέσεις των Μπακς μόλις είδε σε τι είδους τρελάδικο είχε μπλέξει.
Καλώς ή κακώς, πίστευε -ως ρομαντικός και αιθοερβάμων- ότι θα δούλευε υπό τις οδηγίες ενός πρωτοκλασάτου προπονητή, σε επαγγελματικές συνθήκες.
Τα χειμωνιάτικα καμώματα της Ομοσπονδίας, τα καμώματα αλλά και τα ζηλόφθονα βλέμματα πολλών συμπαικτών, η επιλογή Μίσσα, το γλιστερό παρκέ του «Τόφαλος» και τα ήξεις-αφίξεις όλων των πλευρών σχετικά με το ταξίδι στην Κίνα έκαναν το γόνατό του να πονάει πολύ περισσότερο.
Το άτυπο απαγορευτικό των Μιλγουόκι Μπακς ήταν σχεδόν ανακουφιστικό για τον νεαρό άσο, ο οποίος ένιωθε ενοχλήσεις και έτρεμε την πιθανότητα σοβαρού τραυματισμού, ο οποίος θα τον καθιστούσε υπόλογο απέναντι στους εργοδότες του.
«Κάνε ό,τι θέλεις, αλλά με δική σου ευθύνη», του έλεγαν ξανά και ξανά οι Μπακς, ανήμποροι βάσει κανονισμών να του κόψουν τον δρόμο.
Το δίλημμα ήταν ανήθικο και ο Γιάννης πήρε τη σωστή απόφαση. Δεν ξέρω όμως τι θα αποφάσιζε, εάν ζούσε μία ειρηνική περίοδο προετοιμασίας, υψηλών προδιαγραφών και φιλοδοξιών, μέσα σε καλό κλίμα.
Ο τραυματισμός του ήταν υπαρκτός, αλλά ουδόλως σοβαρός. Κάπως έτσι, χάσαμε τζάμπα το μετάλλιο.
Κατά τη γνώμη μου, το Εurobasket του 2017 και όσα συνέβησαν τους μήνες που ακολούθησαν το -ακόμη ανεξήγητο- διαζύγιο με τον Φώτη Κατσικάρη αποτελούν το ναδίρ της διοίκησης της Ομοσπονδίας και το ιδανικό επιχείρημα για όσους ζητούν την αποχώρησή της.
Φαίνεται ότι αρκετοί ένδοξοι παλαίμαχοι ενδιαφέρονται να συμμετάσχουν μελλοντικά στα κοινά, αλλά αυτό είναι μόνο μία κουβέντα, στείρα και ανούσια. Έπεα πτερόντα.
Πηγή της ΕΟΚ διαρρέει ότι ένας τουλάχιστον από τους επώνυμους «μνηστήρες» προσφέρθηκε να αναλάβει καίριο πόστο, όχι όμως ως εθελοντής άμισθος παράγοντας όπως θεσμικά είθισται, αλλά σε ρόλο έμμισθου μάνατζερ, με παχυλή αμοιβή.
Είτε αληθεύει η πληροφορία είτε όχι, το θέμα σηκώνει συζήτηση, η οποία ξεκινάει από το «αίσχος, απαράδεκτον» και καταλήγει στο «γιατί όχι;»
Εγώ τείνω προς το δεύτερο. Η ΕΟΚ σπαταλάει λεφτά για λιγότερο χρήσιμα πράγματα.
Οι επόμενες αρχαιρεσίες της Ομοσπονδίας προγραμματίζονται για το 2020. Και οι τωρινοί άρχοντες δεν σκοπεύουν να αποχωρήσουν οικειοθελώς, ακόμα και αν ο επίδοξος διάδοχος είναι ολόκληρος Γκάλης. Ιδίως τότε.
Το θέμα του διαδόχου του Μίσσα είναι φλέγον, αφού η επόμενη επίσημη υποχρέωση είναι σε δύο μήνες, με ντε φάκτο αποκλεισμένους από την Εθνική τους παίκτες του Ολυμπιακού, του Παναθηναϊκού, των άλλων ομάδων της Εuroleague, τους NBAers και τα κολεγιόπαιδα.
Με άλλα λόγια, ο νέος προπονητής θα πρέπει να φτιάξει ομάδα με παίκτες από την ΑΕΚ, τον Άρη, τον ΠΑΟΚ και τις λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις, κάτι σαν Εθνική Ελπίδων αν όχι Απελπισίας.
Οι αποχρώσεις ενδείξεις ανέβαζαν στο πάλκο των μέχρι προ τινος Ομοσπονδιακό Ηλία Παπαθεοδώρου, μέχρι που ακούστηκε μία γελοιότητα (από τις πολλές), ότι η ΕΟΚ δεν θέλει, λέει, να πάρει προπονητή από τις μεγάλες ομάδες.
Ο Παπαθεοδώρου εργάζεται στον ΠΑΟΚ, τον οποίο δεν θα αποκαλούσε εν έτει 2017 μεγάλη ομάδα στο μπάσκετ ούτε ο Μπάνε Πρέλεβιτς.
Αν όμως είναι να δώσει το «πρασινοκόκκινο» βιτριόλι τη θέση του στα μικροδηλητήρια της Θεσσαλονίκης με θύμα ξανά την Εθνική, ας λείπει το βύσσινο.
Δεν αποκλείεται βέβαια να υπάρχουν άλλοι λόγοι. Πάντοτε υπάρχουν άλλοι λόγοι όταν μιλάμε για την αυλή Βασιλακόπουλου.
Ειδάλλως δεν θα ψάχναμε 11 μήνες για προπονητή. Θα είχαμε εξαρχής τον Γιαννάκη ή τον Πεδουλάκη. Ή τον Σούλη Μαρκόπουλο, του οποίου το όνομα θα επιστρέψει στο προσκήνιο σύντομα.
Το αυτί μου έπιασε και το όνομα του επί τετραετία ασίσταντ Θανάση Σκουρτόπουλου, αλλά δεν είμαι βέβαιος ότι το έδαφος είναι εύφορο. Τέσσερα χρόνια σχέσης με την ΕΟΚ μπορούν να βλάψουν ανήκεστα την υγεία.
Είναι άραγε μεγάλη ομάδα ο Φάρος Λάρισας, όπου θα εργαστεί φέτος ο ικανός τεχνικός; Τι λέει ο Τσαγκρώνης, τώρα που ανήκει στην tout noblesse του ευρωπαΪκού μπάσκετ και συγχρωτίζεται με τους Κιριλένκο και τους Σαμπόνις;
Πηγή: Gazzetta