Επιλογή Σελίδας

Του Νίκου Παπαδογιάννη

Ο Ολυμπιακός ήταν ανώτερος και κατέκτησε το πρωτάθλημα απόλυτα δίκαια, με τρόπο που δεν αφήνει κανένα περιθώριο για τρίτες σκέψεις και αμφιβολίες. Αν οι πρώτοι δύο τελικοί ήταν αμφίρροποι, οι επόμενοι δύο έστειλαν κάθε κατεργάρη στον πάγκο του: 75-52 ο ένας, 63-35 ο άλλος, σαν να βλέπεις ομάδα Euroleague αντιμέτωπη με ομάδα Eurocup. Ή λιοντάρια εναντίον χριστιανών.

Oι «πράσινοι» έδωσαν όλο τους το είναι για να αμφισβητήσουν τα προγνωστικά, αλλά το ρεζερβουάρ τους είχε καύσιμα μόνο για δύο 40λεπτα. Οι «κόκκινοι» βρήκαν τον εαυτό τους μόλις άρχισε να παίζεται μπάσκετ αντί για αντάρτικο κατενάτσιο και ξεφορτώθηκαν τον ενοχλητικό παρείσακτο, όπως η γάτα που καπακώνει το ποντίκι από την ουρά και διασκεδάζει μαζί του.

Το φινάλε των τελικών έγραψε 3-1, «a gentleman’s sweep» όπως θα έλεγαν στο ΝΒΑ, κάπως τιμητικό για τον ηττημένο, αρκούντως ξερό για τον νικητή, που στο τέλος της ημέρας θα γκρινιάζει για τρεις χαμένες ημέρες από τις διακοπές του. Άλλο τίποτε να γράψω για μπάσκετ, συγγνώμη αλλά δεν βρίσκω. Απορώ πού βρήκα το κουράγιο να συντάξω και αυτές τις τρεις παραγράφους.

Τα μάτια μου τσούζουν από τα καπνογόνα, τα μυαλά μου πονάνε από την κακοποίηση του αθλητισμού, τα δάχτυλα μου αρνούνται να ασχοληθούν περισσότερο με τρίποντα, ασίστ και ριμπάουντ. Το καλύτερο που θα μπορούσε να συμβεί στους τελικούς θα ήταν να μη ξεκινήσουν καθόλου. Ας δινόταν το τρόπαιο με βάση τη βαθμολογία της κανονικής περιόδου, να περισώσουμε όλοι ό,τι έχει απομείνει από την αξιοπρέπεια ενός πρωταθλήματος-κουρελή.

Ώρες ώρες, απορώ με τους μπασκετμπολίστες, που επιμένουν να υπογράφουν σε ελληνικές ομάδες αντί να πάνε να ζήσουν κάπου όπου τουλάχιστον θα πηγαινοέρχονται στη δουλειά χωρίς να φοβούνται τον ακρωτηριασμό, χωρίς να ακούνε με ποιον πηδιέται η μάνα τους, χωρίς να βρίσκονται στο έλεος κακοποιών και χωρίς να σιχτιρίζουν την ώρα και τη στιγμή που τους γέννησε αθλητές και ταυτόχρονα Έλληνες. Τα χρώματα της φανέλας δεν έχουν πια καμία σημασία. Στον αθλητισμό μας, όλα τα χρώματα είναι γκρίζο.

Κάπως έτσι, χωρίς χορδές και χωρίς όργανα, οι τελικοί της ντροπής έφτασαν στο τέλος τους. Το μπάσκετ που είδαμε σε αυτόν τον πόλεμο των 11 ημερών ήταν άθλιο με εξαίρεση το αποψινό ρεσιτάλ του Ολυμπιακού, αλλά αυτό είναι έλασσον και άλλωστε ουδείς δικαιούται να απαιτεί ποιότητα στο φινάλε μίας σεζόν που για τους περισσότερους είχε διάρκεια 10,5 μηνών.

Όλα τα υπόλοιπα τα θλιβερά είναι που μας στέρησαν κάθε ίχνος ευχαρίστησης και μας έκαναν να ψάχνουμε στο ζάπινγκ τους τελικούς του ΝΒΑ ή της Ισπανίας ή της Γαλλίας ή της Τουρκίας ή της Γερμανίας ή και το Ευρωμπάσκετ Γυναικών που άρχισε.

Το φεστιβάλ του ανεξέλεγκτου χουλιγκανισμού -με την ανοχή και ενίοτε ευλογία των διοικήσεων- που οδήγησε αμφότερους τους φιναλίστ στο εδώλιο και στην (ήδη επιεικέστατη) τιμωρία. Τα καπνογόνα, οι κροτίδες και οι απειλές για τη σωματική ακεραιότητα.

Η ρητορική οχετού από τους κακομαθημένους οπαδούς στα social media. Ο δύσοσμος υπόνομος των συνθημάτων και των πανό. Το μίσος και η παράνοια. Η στρεψοδικία και η αήθεια. Η προπαγάνδα και οι στοχοποιήσεις. Τα νταούλια από την οπαδική «δημοσιογραφία» και η μεσαιωνική κάλυψη από την κρατικοδίαιτη τηλεόραση. Η απέραντη διαιτητολαγνεία, με αναλύσεις και ισχυρισμούς που προσβάλλουν όχι μόνο τη μπασκετική γνώση, αλλά και τη νοημοσύνη.

Και όλα αυτά, για ένα χιλιομπαλωμένο πάπλωμα που αποκτά όλο και περισσότερες τρύπες και δεν αρκεί για να ζεστάνει κανέναν από τους παγωμένους παρατηρητές, που διψούν για κανονικό αθλητισμό. Η τελευταία πράξη του δράματος ήταν ένας θλιβερός τελικός που δεν έπρεπε να ξεκινήσει καν, αφού συνέπεσε με την κήρυξη τριήμερου εθνικού πένθους. Τη μέρα που η Ελλάδα έπρεπε να θρηνεί τη χαμένη ανθρωπιά της, θρηνεί τον πεθαμένο αθλητισμό της.

Ήταν ζήτημα στοιχειώδους ευαισθησίας να αναβληθεί το ματς. Από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές. Δεν χρειαζόταν καν κυβερνητική οδηγία για να μείνουν σβηστά τα φώτα. Αλλά ποιος την έχασε τη ρημάδα την ευαισθησία για να τη βρουν ο ΕΣΑΚΕ, ο Παναθηναϊκός και ο Ολυμπιακός; Mία ανακοινωσούλα, ένα σκάρτο λεπτό σκάρτης σιγής και όξω απ’ την πόρτα.

«Ένας αγώνας μπάσκετ δεν αποτελεί εορταστική εκδήλωση», ήταν η επίσημη δικαιολογία άνωθεν. Μπορεί να είναι και η μοναδική σωστή κουβέντα που ακούστηκε τις τελευταίες μέρες. Ποιος νυχτωμένος αιθεροβάμων θα τολμήσει να χρησιμοποιήσει τη λέξη «φιέστα» για όσα ζούμε κάθε χρόνο τέτοιες μέρες;

Και, εδώ που τα λέμε, ποιο πένθος και ποιο εθνικό; Πόσοι συνέλληνες εκεί έξω πενθούν στ’ αλήθεια τον τραγικό χαμό των -πιθανότατα εκατοντάδων- μεταναστών στο ναυάγιο της Πύλου; «Καλά να πάθουν που πνίγηκαν!», ξεσπαθώνουν οι Παντελήδες που φοβούνται αλλοίωση του ρημαδο-μπολιτιζμού μας. «Ας έμειναν στις πατρίδες τους να πολεμήσουν!»

Γιατί λοιπόν να χαμηλώσει η Πολιτεία τις σημαίες όταν ο πολίτης χασκογελάει ή χύνει δάκρυα κροκοδείλια; Όταν κοιτάζεις κατάματα το τέρας και δεν τρομάζεις, έχεις γίνει ίδιος με αυτό. Οι μισάνθρωποι που σέρνουν τον τόπο από τη μύτη ήταν επόμενο να μας βάλουν να παίξουμε και μπάσκετ. Έτσι, για να έχουν κάτι να διακόψουν οι κακοποιοί των κερκίδων και να βγάλουν το άχτι τους. Καληνύχτα, λοιπόν, και καλή τύχη.

Πηγή: Gazzetta