Επιλογή Σελίδας

Του Γιώργου Καραμάνου

Ο Χεράρδ Ντερ Μπορχ είχε πάντοτε μία αγωνία, να μπορέσει να δημιουργήσει μία διαφορετική σχολή.

Να ξεχωρίσει, να μείνει στην ιστορία. Ως ο βασικός εκφραστής της «Χρυσής Εποχής» ή αλλιώς της «Ολλανδικής Αναγέννησης», επιχείρησε να εισβάλει στις ζωές των ανθρώπων. Άφησε στην άκρη τα τοπία των προγενέστερών του και εστίασε στις πιο προσωπικές στιγμές των ηρώων του. Περίεργοι φωτισμοί, στάσεις σώματος και οι πρωταγωνιστές πάντοτε απασχολημένοι με κάτι που έκαναν στην καθημερινότητά τους.

Κάπως έτσι κατάφερε να χτίσει το δικό του ρεύμα. Μόνο που αυτό τον οδήγησε κατά κάποιον τρόπο στη δική του καταστροφή.

Ασχολήθηκε τόσο πολύ στο να δώσει ζωή στα άψυχα πορτρέτα που ζωγράφισε, ώσπου τελικά έχασε τον εαυτό του. Ένα απύθμενο ταλέντο που πνίγηκε στην εσωστρέφεια και την κατάθλιψη. Ένα ιδιωτικό τραύμα που πολλές φορές καταλήγει να πληγώνει τους αρτίστες.

Τους κάθε είδους αρτίστες.

Και σε κανένα άλλο έργο του δεν αποτυπώθηκαν τόσο πολύ όλ’ αυτά τα συναισθήματα όσο στο πιο διάσημό του. «Η συνθήκη του Μίνστερ», η οποία απεικονίζει το τέλος της ισπανικής κατοχής της Ολλανδίας, περιλαμβάνει 77 ανθρώπους. Και μέσα σε αυτό το πλήθος κάπου βρίσκεται και το δικό του πρόσωπο. Είναι το πιο σκυθρωπό, μοναχικό, δείγμα του ότι η επιτυχία δεν είναι πάντα όπως τη βλέπουν οι υπόλοιποι απ’ έξω. Η επιτυχία έχει φθορά και μπορεί να οδηγήσει στη μοναχικότητα. Ή, ακόμα χειρότερα, στη μοναξιά…

Ακαδημία και τσιμέντα

«Το πρόβλημά μου από παιδί ήταν ότι, ενώ ήξερα ακριβώς τι ήταν αυτό που θα έκανα στη ζωή μου, με μπέρδευε ο τρόπος. Αν και μπήκα από πολύ μικρός στην ακαδημία του Άγιαξ, μετά τις προπονήσεις αυτό που με ενδιέφερε περισσότερο ήταν να πάω να παίξω στους δρόμους της Ουτρέχτης. Στην ακαδημία μαθαίναμε το ορθολογικό ποδόσφαιρο και αμέσως εγώ πήγαινα και τα χαλούσα όλα στα τσιμέντα της πόλης. Το παράδοξο ήταν ότι ήμουν ευτυχισμένος και με τις δύο συνθήκες. Τελικά αυτό που θα γινόταν ήταν μονόδρομος».

Είχε δίκιο. Τα πάντα είχαν μόνο μία πορεία για να ακολουθήσουν, αυτήν της κορυφής. Και στον «Αίαντα» το πιο έμπειρο stuff για να δουλεύει με πιτσιρικάδες τον ερωτεύτηκε από την πρώτη ματιά. Ήταν μόλις επτά ετών, όταν τον πήραν κοντά τους και η ανέλιξη ήταν ασυγκράτητη. Καθώς ανέλαβε ο θρύλος του club, Ντάνι Μπλιντ, δεν άργησε και η εισήγηση. Ήταν Νοέμβρης του 2002, όταν ο Ρόναλντ Κούμαν, χτυπημένος από πολλούς τραυματισμούς, στράφηκε στη Β’ ομάδα. «Είναι έτοιμος;», ρώτησε τον Μπλιντ. Εκείνος τού έγνεψε καταφατικά και τα πάντα ξεκίνησαν. Τον Απρίλιο της ίδιας σεζόν ήδη τοποθετούνταν βασικός στα προημιτελικά του Champions League απέναντι στη Μίλαν. Ήταν 19 ετών, όταν στο φινάλε του 2003-2004 βρέθηκε με εννέα γκολ και το βραβείο «Γιόχαν Κρόιφ», του κορυφαίου δηλαδή νεαρού παίκτη στο Πρωτάθλημα.

Ήδη είχε βρεθεί στην Εθνική των μεγάλων και είχε φτάσει μέχρι τα ημιτελικά του Euro 2004, σκοράροντας κιόλας δύο φορές στα προκριματικά. Το όνομά του είχε βρεθεί πλέον για τα καλά στο στόμα όλων των μεγάλων.

Όσο ζούσε κοντά στους δικούς του, δίπλα στους αγαπημένους φίλους και στο κορίτσι της καρδιάς του, μπορούσε να ανθίζει. Κάθε χρόνο επιβεβαίωνε ότι δεν υπήρχε ταβάνι. Έφτασε στο τέλος του 2006-2007 να είναι ο κορυφαίος παίκτης του Ολλανδικού Πρωταθλήματος, έχοντας σκοράρει 18 φορές και 22 γενικά στη σεζόν.

Οι προτάσεις κατέφθαναν σωρηδόν στα γραφεία του συλλόγου που ήξερε ότι είχαν γίνει οι ζυμώσεις. Άλλωστε, ήταν 23 ετών και η πολιτική του «Αίαντα» υπήρξε ανέκαθεν η πώληση στην καλύτερη δυνατή στιγμή, στην πιο συμφέρουσα τιμή.

Η Βαλένθια επέμενε, η Γιουβέντους ρώτησε και η Άρσεναλ έκανε μία κρούση. Κάνοντας όμως λίγη υπομονή, ήρθε η φαντασίωση. Τα 27 εκατ. ευρώ της Ρεάλ τον έστειλαν στο παιδικό του όνειρο. Εκεί τα πάντα θα ήταν όμορφα και τα πάντα θα κατέρρεαν.

Βότκα και τσιγάρο

Η ολλανδική τριάδα που ταξίδευε στην ισπανική πρωτεύουσα φαινόταν φανταστική. Άριεν Ρόμπεν και Ροΐστον Ντρέντε θα πλαισίωναν μαζί του τον Ρούουντ Φαν Νίστελροϊ. Στην πρώτη του εμφάνιση με τα λευκά έγινε αμέσως αγαπημένος της εξέδρας. Το νικητήριο γκολ που έβαλε κόντρα στην Ατλέτικο ήταν αρκετό. Πόσο μάλλον από τη στιγμή που στη δεύτερη εμφάνιση θα πρόσθετε δύο ακόμα στην εστία της Βιγιαρεάλ, με το ένα να είναι απευθείας φαουλάρα. Το σύνολο των εννέα τερμάτων και η κατάκτηση της La Liga ολοκλήρωναν τον αστερισμό.

Ένας φανταστικός playmaker με όλες τις αισθήσεις του κόσμου ανεπτυγμένες μέσα στο κεφάλι και το σώμα του. Εκπληκτική τεχνική, ένα vision χωρίς οριοθέτηση, το γκολ στην τσέπη, οι συστημένες εκτελέσεις των στημένων και μία μοναδική ευκολία να κάνει τους πάντες γύρω του καλύτερους. Το πακέτο είχε γίνει ήδη παγκόσμιας κλάσης.

Με αυτές τις περγαμηνές ταξίδεψε στο Euro 2008, όπου οι προσδοκίες για την ταλαντούχα φουρνιά των «Oranje» φάνηκαν αρχικά να επιβεβαιώνονται. Ο ίδιος ήταν το αφεντικό στη μεσοεπιθετική γραμμή και φρόντισε να σημειώσει το καλύτερο γκολ του τουρνουά, αφήνοντας άγαλμα των «Tζίτζι» Μπουφόν, σε εκείνο το εκκωφαντικό 3-0 επί της Ιταλίας, της βαρύτερης ήττας της από το 1983. Ακόμα ένα τρομερό βολέ στο 4-1 επί της Γαλλίας ήταν αρκετά ώστε να τον τοποθετήσουν στην All Star 11άδα της διοργάνωσης, παρά τον αποκλεισμό στους «16» από τη Ρωσία.  Άλλωστε, μέχρι το φινάλε εκείνος παρέμεινε πρώτος σε ασίστ.

Εκεί όμως που τα πάντα έμοιαζαν τέλεια, ξαφνικά διαλύθηκαν και αυτό οφειλόταν στα παλιά εσωτερικά δαιμόνιά του.

Την επόμενη σεζόν δεν ήταν καλά. Μόλις είχε χωρίσει και είχαν εμφανισθεί οι πιο βαθιές φοβίες του, εκείνες που είχαν να κάνουν με τη μοναξιά. Στις προπονήσεις δεν δούλευε, στα ματς σερνόταν και δικαιολογημένα βρέθηκε παραγκωνισμένος.

Ήταν ένα κοινό μυστικό ότι το ποδόσφαιρο δεν αποτελούσε πλέον την προτεραιότητα στη ζωή του. Δεν ήταν από τους τύπους που μπορούσαν να αντιμετωπίσουν δυναμικά τη μοναχικότητα. Έγινε από εκείνους που προσπαθούν να γεμίσουν το κενό με ό,τι φθηνό εμφανιστεί μπροστά τους. Άγνωστοι που έγιναν φίλοι της μίας βραδιάς, κορίτσια που του χάριζαν λίγη αγάπη για μία στιγμή, μπαρ, ξενύχτια, αλκοόλ και τσιγάρο.

Μάταια πάλευαν οι συμπατριώτες του να του μιλήσουν, Φαν Νίστελροϊ και Ρόμπεν επιχείρησαν πολλάκις να τον συνετίσουν. Να του θυμίσουν τις αρετές, τα ταλέντα του και το πού βρισκόταν. Δεν έπρεπε να το πετάξει στα σκουπίδια όλ’ αυτό. Εκείνοι έκαναν καλή ζωή και τον είχαν αφήσει απ’ έξω. Δεν τους ταίριαζε, δεν του έκαναν. Συνέχισε στην αυτοκαταστροφή.

«Ένα πράγμα δεν άντεξα ποτέ. Να είμαι μόνος μου στο σπίτι. Δεν μπορώ ακόμη να το διαχειριστώ και έχω αποδεχτεί ότι δεν θα το καταφέρω ποτέ. Είναι η αδυναμία μου και με χτύπησε πιο έντονα τότε. Ήμουν τόσο νέος. Μόλις 24 ετών και δεν είχα κανέναν. Καλούσα άγνωστο κόσμο στο σπίτι και περνάγαμε το βράδυ ανοίγοντας μπουκάλια βότκα. Τότε δεν καταλάβαινα ότι αυτό με διέλυε. Απλώς είχα ανάγκη να βρίσκομαι με κόσμο. Έβγαινα έξω και ξεχνούσα να γυρίσω. Κοιτάζοντας πίσω, είναι αυτό που με πληγώνει πιο πολύ και που μετανιώνω περισσότερο για την καριέρα, για τη ζωή μου. Ποιος ξέρει, άραγε, πού θα είχα φτάσει αγωνιστικά, εάν δεν ήμουν τόσο επιρρεπής;», θα ομολογήσει στην αυτοβιογραφία του.

Κορυφή και αδικία(;)

Στο μεγαλύτερο club του κόσμου, όπου η πίεση του να νικάς είναι μεγαλύτερη από οπουδήποτε αλλού, δεν υπήρχε χώρος για τέτοιος συμπεριφορές. Και ο Γουέσλι βίωνε ταυτόχρονα και τα δύο είδη μοναξιάς. αυτή που προέρχεται από τον εαυτό μας και αυτή που προέρχεται από τους άλλους. Έπρεπε να τον διώξουν. Η απόκτηση των Κριστιάνο Ρονάλντο, Καρίμ Μπενζεμά αλλά κυρίως του Κακά σήμανε την οριστική και αρκετά άδοξη αποχώρησή του.

Ήταν 25 ετών και η πορεία του έδειχνε να πηγαίνει προς τα κάτω. Ο Ζοσέ Μουρίνιο είδε την ευκαιρία και δεν την άφησε ανεκμετάλλευτη. Ένας τόσο υπέροχος παίκτης για μόλις 15 εκατ. ευρώ αποτελούσε αναμφίβολα ένα σούπερ deal. Και έτσι συνέβη. Του έδωσε το «10» και μία μέρα μετά τις υπογραφές τον έριξε στο ντέρμπι με τη Μίλαν. Εκείνος έκανε ματσάρα και η Ίντερ έριξε τέσσερα.

«Ήταν όλα ιδανικά. Ήμουν και πάλι ερωτευμένος με ένα κορίτσι που ήρθε μαζί μου και ήμουν και πάλι ερωτευμένος και με την μπάλα. Σε αυτά προστέθηκε και η συμπεριφορά του Μουρίνιο και το μείγμα έγινε εκρηκτικό», θα πει σε συνέντευξή του. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί όσα θα ακολουθούσαν… Οκτώ δικά του γκολ και 18 ασίστ σε όλες τις διοργανώσεις και τίτλοι παντού. Πρώτα ήρθε το Scudetto, ακολούθησε το Coppa Italia και μετά η κατάκτηση του Champions League.

Ο Ζοσέ τού έδωσε την εντολή να κινηθεί σε πιο deep-lying ρόλο και αυτό τον απογείωσε. Η ικανότητά του στο διάβασμα του παιχνιδιού, η πρώτη μπάλα από την άμυνα, οι κοντινές πάσες ή οι μεγάλες μπαλιές στα πλάγια σε Σάμουελ Ετό και Γκόραν Πάντεφ αλλά και η άμεση συνεργασία του με τον Ντιέγο Μιλίτο έδωσαν άλλη διάσταση στην έννοια της αντεπίθεσης.

Ήταν και πάλι τόσο παθιασμένος με το παιχνίδι που έπεφτε για πρώτη φορά στη ζωή του για τάκλιν και μετά γυρνούσε και ούρλιαζε εκστασιαμένα μαζί με τον προπονητή του. Έκανε την ομάδα τόσο ευέλικτη και τόσο εύρυθμα λειτουργική που στο πρώτο μισό της σεζόν γνώρισε μόνο δύο ήττες, στα παιχνίδια δηλαδή που εκείνος δεν έπαιξε.

Γκολ στα προημιτελικά με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας, δικό του γκολ που σήμανε την αντεπίθεση για το 3-1 επί της Μπαρτσελόνα στο Μιλάνο και ασίστ στο ένα από τα δύο γκολ του Τελικού. Και ήταν τέτοια η εμφάνισή του κόντρα στην Μπάγερν που παρά τα δύο χτυπήματα του Μιλίτο το βραβείο του MVP δόθηκε στον μαέστρο. Το ότι όλ’ αυτά συνέβησαν στο Santiago Bernabéu ήταν κάτι πολύ παραπάνω από μία απλή δικαίωση.

«Στο Μιλάνο ηρέμησα. Με ηρέμησε ο Μουρίνιο. Δεν μου απαγόρευσε τίποτα. Ερχόταν και μας έλεγε “Πουστ@ρ@δ@ς, αφού ξέρω ότι θα το κάνετε κρυφά. Οπότε κάντε το φανερά αλλά με μέτρο. Καπνίστε και πιείτε κρασί. Ντυθείτε και βγείτε βόλτα. Ξέρετε όμως το μέτρο σας. Πάμε πολύ καλά, μην τα διαλύσετε όλα”». Και ο Σνάιντερ το έκανε έτσι ακριβώς. Με το κορίτσι και τον Ζοσέ δίπλα του, δεν φοβόταν καμία μοναξιά.

Και κάπως έτσι έζησε ένα μοναδικό ταξίδι 67 ημερών. Τόση ήταν η διάρκεια της αχαλίνωτης ονείρωξης από το Scudetto έως και τον Τελικό του Μουντιάλ. Σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο που το πορτοκάλι της Ολλανδίας κουρδίστηκε και ξεκουρδίστηκε για τρίτη φορά στην ιστορία του αθλήματος.

Μία τόσο σπουδαία φουρνιά στην οποία ο καλύτερός τους ήταν εκείνος. Έχοντας νικήσει κάθε δαίμονα. Έχοντας αφήσει στην άκρη τις ανησυχίες και παραγνωρίζοντας επιδεικτικά τη λογική ότι όλα μας τα δεινά προέρχονται από το ότι δεν είμαστε ικανοί να καθίσουμε ήρεμα σ’ ένα δωμάτιο, μονάχοι, πήγε στη Νότια Αφρική και έστησε έναν εκλεπτυσμένα μπαλαδόρικο σαματά.

Καθώς οι «Oranje» έφτασαν να διεκδικούν στην παράταση την παγκόσμια κούπα απέναντι στην Ισπανία, ο Γουέσλι είχε ήδη καταχωρηθεί ως ο δεύτερος σημαντικότερος παίκτης του τουρνουά και αυτό, έχοντας σκοράρει πέντε φορές και ψηφιστεί MVP στα πέντε από τα επτά παιχνίδια της χώρας του στη διοργάνωση. Άπαντες πίστευαν ότι μετά την τριετία που το είχε καταφέρει ο Γιόχαν Κρόιφ η Χρυσή Μπάλα θα επέστρεφε στην Ολλανδία.

Ωστόσο, εκείνο ήταν απλώς ένα κομμάτι μίας παρατεταμένης εποχής κατά την οποία οι Λιονέλ Μέσι και Κριστιάνο Ρονάλντο έβαζαν από 40 γκολ και άλλαζαν θέσεις στην κορυφή. Ο Σνάιντερ δεν ήταν καν στην τριάδα. Βρέθηκε τέταρτος στην κατάταξη (Μέσι, Ινιέστα, Τσάβι) και ακόμα και ο Τσάβι απόρησε με αλτρουισμό «Δεν μπορώ να καταλάβω πώς είμαι εγώ μέσα και όχι εκείνος».

Πρώιμα και… αντίστροφα

Η αποχώρηση του Μουρίνιο για τη Ρεάλ Μαδρίτης σήμανε την ελεύθερη πτώση τόσο της Ίντερ όσο και του ίδιου. Κάπως επιβίωσε τον πρώτο χρόνο, αλλά είχε ανάγκη έναν προπονητή που να τον καταλαβαίνει και χωρίς τον Πορτογάλο οι ευαισθησίες του χαρακτήρα του ξέμειναν χωρίς συμπόνοια. Ακολούθησαν πολλοί τραυματισμοί, με τους δύο να είναι πολύμηνοι.

Κάπως έτσι στο τέλος του 2011-2012, με τους «Nerazzurri» να τερματίζουν στην έκτη θέση, ο Μάσιμο Μοράτι τού προσέφερε μεν επέκταση συμβολαίου αλλά με μείωση από τα 14.5 εκατ. ευρώ ετησίως στα έξι. Η άρνηση ήταν αναμενόμενη. Ο Σνάιντερ είχε χάσει την όρεξή του και ήξερε ότι έπρεπε να πάει αλλού για να την ξαναβρεί.

Το φλερτ άρχισε από σημαντικές ομάδες, με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ να μπαίνει στο κόλπο. Αρνήθηκε. Ο λόγος; Η γυναίκα του δέχθηκε καλή πρόταση από την Τουρκία. Η Γαλατάσαραϊ, η οποία του έδινε τα πάντα, είχε φροντίσει να διπλαρώσει πρώτα το κορίτσι και το κόλπο έπιασε. Έφυγαν μαζί τον Γενάρη του 2013 για την Κωνσταντινούπολη. Αποτέλεσε τεράστιο σοκ για όλους. Ο Σνάιντερ ήταν μόλις 28 ετών, αλλά φαινόταν ξεκάθαρα πως είχε χάσει το ενδιαφέρον του. Κυνηγούσε απλώς τα χρήματα και το έτερον ήμισυ.

Στην Τουρκία έμεινε τεσσεράμισι χρόνια και είχε σταθερά καλές εμφανίσεις αλλά και ορισμένες εκλάμψεις του πιο γλυκού ποδοσφαιρικού εαυτού του. Έβαλε γκολ σε νίκη επί της Ρεάλ αλλά και σε ήττα στη Μαδρίτη, με δικό του γκολ απέκλεισαν τη Γιουβέντους στους ομίλους, σκόραρε με την Άρσεναλ, ενώ πήρε και το μικρόφωνο για να τραγουδήσει στους χαμένους «Μην κλαις, “Φενέρ”».

Στο τέλος γέμισε την τροπαιοθήκη με οκτώ ακόμα ασημικά (δύο Πρωταθλήματα) και αποχώρησε το 2017 για τη Γαλλία. Στη Νις εμφανίστηκε μόλις σε πέντε παιχνίδια, έπαιξε καμιά 30αριά ακόμα σε μία διετία στην Αλ Γκαράφα του Κατάρ και το πήρε απόφαση. Ήταν 33 και είχε βαρεθεί, είχε πάρει κιλά και ήταν αργός σε όλα του. Όχι μόνο στα τρεξίματα αλλά και στη σκέψη. Δεν ήθελε άλλο. Δεν ήθελε από καιρό.

Ενδιάμεσα, το 2014, αν και ο Λουίς Φαν Χάαλ, αφού του αφαίρεσε το περιβραχιόνιο, του είχε πει ότι ίσως δεν τον έπαιρνε στο Μουντιάλ, τελικά όχι απλώς τον συμπεριέλαβε αλλά βρέθηκε να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην πορεία μέχρι τα ημιτελικά, στα οποία αστόχησε στη διαδικασία των πέναλτι (το ένα από τα δύο που έβγαλε ο Ρομέρο). Έκανε κάποιες εμφανίσεις και στα προκριματικά για το Euro 2016 και το Μουντιάλ του 2018, αλλά η χώρα του δεν προκρίθηκε.

Το κλείσιμό του δεν ήταν μεγαλειώδες, όπως θα του άξιζε, μα με την τιμή να λογίζεται ως ρέκορντμαν με το εθνόσημο (134 ματς/34 γκολ).

Φόβος

Τελικά η πορεία του στο χορτάρι ήταν παράξενη. Ένας πραγματικός αρτίστας, ένα κλασικό “10άρι” που ίσως να εμφανίστηκε στο παιχνίδι μία 10ετία ή μία 20ετία αργότερα απ’ ό,τι θα του ταίριαζε πραγματικά. Ακόμα όμως και στη σύγχρονη εποχή των εργαλείων που τρέχουν και υπηρετούν μηχανικά τα συστήματα, κατάφερε να επιφέρει την κομψότητα και να μπολιάσει με φαντασία τα μάτια μας και τις στιγμές.

Ένας μοναχικός τύπος και ένας υπέροχος καλλιτέχνης που, εάν μπορούσε να συμβαδίσει με τις υποχρεώσεις του επαγγελματία, η κληρονομιά του θα ήταν γιγαντιαία.

Όπως όμως και ο συμπατριώτης του, Χεράρδ Ντερ Μπορχ, ακολούθησε το δικό του μονοπάτι. Εκείνο που επιβεβαιώνει ότι η μοναξιά του ανθρώπου δεν είναι παρά ο φόβος του για τη ζωή. Και μπορεί κατά καιρούς να είναι ένα καλό μέρος για να επισκεφτείς, αλλά στο τέλος δεν είναι παρά ένα άσχημο μέρος για να μείνεις.

Και ο Γουέσλι Σνάιντερ, ο οποίος ακροβάτησε μόνος του σε ένα σκοινί, κάπως ξεχάστηκε εκεί πέρα για περισσότερο καιρό απ’ όσο θα ήθελε εκείνος. Περισσότερο απ’ όσο θα θέλαμε κι εμείς που σα να μην τον χορτάσαμε ποτέ…

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This