Του Νίκου Παπαδογιάννη
Οφείλω να ομολογήσω, αγαπητοί μου αναγνώστες, ότι έχω σοκαριστεί. Είμαι 56 χρονών στα 55, έχω δει από κοντά 29 φάιναλ-φορ με το φετινό, βλέπω μπάσκετ από το πρωί μέχρι το βράδυ και μερικές φορές στον ύπνο μου, αλλά αυτό που συνέβη στο τρίτο δεκάλεπτο του ημιτελικού ανάμεσα στον Ολυμπιακό και στη Μονακό στη μπασκετούπολη Κάουνας, τέτοια ισοπεδωτική ισοπέδωση, δεν το έχω ξαναματαδεί.
Αναζητώντας ένα μέτρο σύγκρισης για να εκφράσω με παρομοιώσεις και μεταφορές την έκπληξη και το σοκ μου, διέπραξα νοερά την υπέρτατη ιεροσυλία: σκέφτηκα την ορίτζιναλ Ντριμ-Τιμ του 1992, στην πόλη του Σάρας. ΗΠΑ-Ανγκόλα θύμιζε ξαφνικά το ματς. ΗΠΑ-Κούβα. Άντρες με παιδιά. Λιοντάρια εναντίον χριστιανών. Εφτά εναντίον τεσσάρων.
Δεν προσπαθώ φυσικά να πω ότι ο Ολυμπιακός της 19ης Μαΐου 2023 έπαιξε όπως η παρέα του Τζόρνταν και του Μάτζικ, διότι το βλέπω το ταβάνι της Ζαλγκίριο Αρένα που τρέμει και είναι έτοιμο να πέσει και να με πλακώσει. Αυτό που λέω είναι ότι ουδέποτε άλλοτε έχουν δει τα μάτια μου τέτοιο μπάσκετ απόλυτου τρόμου, τέτοια απόλυτη κυριαρχία ομάδας απέναντι σε αντίπαλο κατά τεκμήριο ισοδύναμο. Με αφετηρία, μάλιστα, όχι το μηδέν-μηδέν, όχι κάποιο προβάδισμα που θα γινόταν εφαλτήριο εκτόξευσης, αλλά το -12 της ανάπαυλας και μία εικόνα στο όριο του αποκαρδιωτικού.
Από τα πρώτα κιόλας λεπτά του ημιτελικού, όταν χάνονταν σίγουρα λέι-απ, σίγουρες πάσες και ακόμα πιο σίγουρες βολές, θυμάμαι να σκέφτομαι και να ψιθυρίζω στους διπλανούς μου ότι «ο Ολυμπιακός πάει για ήττα με 20 πόντους». Η άμυνα της Μονακό έμοιαζε με δάσος γεμάτο ψηλά κλαδιά, οι «ερυθρόλευκοι» τράκαραν στους κορμούς των δέντρων και έκαναν γκελ, όλες οι θεωρίες που ήθελαν τους Μονεγάσκους να αποτελούν κρυπτονίτη για τους Πειραιώτες δικαιώνονταν μπροστά στα μάτια μας.
Ναι, ο Ολυμπιακός δεν είχε την αθλητικότητα και τον δυναμισμό και τα ελατήρια της Μονακό. Όχι, ο Ολυμπιακός δεν το άντεχε το βρωμόξυλο. Ναι, το «πρέπει» που ένιωθαν στον σβέρκο τους οι παίκτες του Μπαρτζώκα ήταν τελικά πιο ισχυρό από το ειδικό τους (και από το γενικό τους) βάρος. Όχι, δεν θα έχουμε ελληνική ομάδα στον κυριακάτικο τελικό και θα περιμένουμε τα αποτελέσματα των εκλογών χωρίς αθλητικό άγχος. Ναι, όχι, ναι, όχι, ίσως, όχι ρε γαμώτο…
«Το γαμώτο ήταν αυτό που μας πείσμωσε και μας έκανε να μπούμε διαφορετικοί στο δεύτερο ημίχρονο», έλεγε στη μικτή ζώνη ο Κώστας Παπανικολάου. Ναι, οκέι, στα λόγια το ένιωθα κι εγώ, το ένιωθε κι ο κόσμος, που είχε παγώσει άσχημα στις εξέδρες. Αυτό που συνέβη στο 15λεπτο της ανάπαυλας αμφιβάλλω αν υπακούει στους κανόνες της λογικής και του μπάσκετ.
Το πρώτο καλό σημάδι ήταν η συμμετοχή και των πέντε βασικών του Ολυμπιακού στο 5-0 με το οποίο ξεκίνησε η γ’ περίοδος: ο Γουόκαπ τροφοδότησε τον Βεζένκοβ για το κάρφωμα, ο Κάνααν έκλεψε τη μπάλα, ο Παπανικολάου πέτυχε γκολ-φάουλ από ασίστ του Φαλ: 34-41 από 29-41 μέσα σε πενήντα δευτερόλεπτα, όχι με τυχαία γεγονότα, αλλά με το μπάσκετ που έφερε τον Ολυμπιακό μέχρι εδώ. Η εξέδρα ξαναμπήκε στο κόλπο. Άλλος ημιτελικός, ξαφνικά. Εν ριπή κατάπληκτου και αποσβολωμένου οφθαλμού.
Ο Τζέιμς, πολύ καλός στο πρώτο μέρος, σήκωνε τα μάτια και έβλεπε τον -να μη τα ξαναλέμε- κορυφαίο αμυντικό της χρονιάς να του κρύβει τον ορίζοντα με μούσκουλα. Ξεκούραστος ο Γουόκαπ χάρη στα φάουλ τον καθήλωσαν στον πάγκο σε ολόκληρο σχεδόν το πρώτο ημίχρονο, διάβαζε το παιχνίδι με πεντακάθαρο μυαλό και άρχισε να μοιράζει δώρα σαν Έλληνας γκαρντ: 7 ασίστ σε ένα δεκάλεπτο. Ο Παπανικολάου σκόραρε από τη γωνία. Ο Βεζένκοβ από την κορυφή. Οι έξι χιλιάδες χόρευαν.
«Μερντ», μουρμούρισαν οι Μονεγάλλοι, αντικρύζοντας για πρώτη φορά την κόκκινη πλάτη. Όσα μάζεψαν στο σακούλι σε ένα ημίχρονο σχεδόν τέλειου στα δικά τους μάτια μπάσκετ χάθηκαν μέσα σε ένα εξάλεπτο. Πώς να διαχειριστεί πρωτόπειρη σε φάιναλ-φορ ομάδα τέτοια νίλα; Εδώ είναι που μέτρησαν τα παραπανίσια χιλιόμετρα του Παπανικολάου, του Σλούκα και των άλλων μπαρουτοκαπνισμένων με τις κόκκινες φανέλες.
Μία μίνι κρίση ναρκισσισμού ξεπεράστηκε με ένα τάιμ-άουτ και ο Ολυμπιακός πάτησε αδυσώπητα το γκάζι, για να ρίξει τη Μονακό στον παραπλεύρως ποταμό. Τα αυγά, τα πασχάλια και κυρίως τα καλάθια χάθηκαν. Ο ίδιος Ολυμπιακός που έδειχνε να μην αντέχει τα κορ-α-κορ αίφνης έπαιζε άμυνα γρυλλίζοντας και δεν χάριζε ούτε κάστανο. Το τρίτο δεκάλεπτο, της παράνοιας, ξεκίνησε με σερί 14-0 και ολοκληρώθηκε με νέο σερί 13-0, με ιντερλούδιο ένα δωράκι του Γουόκαπ στο Οκομπό.
«Η τρίτη περίοδος ήταν τρομακτική», μου έλεγε μακριά από τις κάμερες ο Παναγιώτης Αγγελόπουλος. Όταν μοιράστηκε ο λογαριασμός, ο Ολυμπιακός είχε γράψει στο κοντέρ 27 πόντους με 8/9 δίποντα, 3/6 τρίποντα, 10 ασίστ και 0 λάθη. Η άμοιρη Μονακό 1/14 σουτ εντός παιδιάς, μηδεμία βολή και 4 λάθη, έλαβον 2 πόντους σε 18 κατοχές. Οι παίκτες του Ομπράντοβιτς, που επί μία ώρα ονειρεύονταν τελικό, κύπελλο, αφορολόγητα πριμ και παράσημα από τον Αλβέρτο παραδόθηκαν πολύ πριν μηδενιστεί το χρονόμετρο του ημιτελικού.
Το ξαναγράφω όπως το νιώθω και όπως το έγραψα εκείνη την ώρα στο live του Gazzetta: «27-2 ρε μαλάκα! Βάλε μπιπ στο ρε». Βάλε μπιπ παντού, εδώ που τα λέμε. Δεν ήταν κατάλληλο για ανηλίκους το θέαμα. Πώς να μην αισθάνεται παντοδύναμος ο Ολυμπιακός μετά από αυτό; «Μπορεί ο ημιτελικός να ολοκληρωθεί με τον Λούντζη στο παρκέ», προφήτευσα την προηγούμενη μέρα. Και ένιωσα πολύ περήφανος, όταν δικαιώθηκα.
Κάπως έτσι, σε εκείνο το ματς που οι εξ ημών βιαστικοί λέγαμε ότι πήγαινε για συντριβή, ο Ολυμπιακός πρόσθεσε άλλο ένα πετράδι στο περιδέραιο των αλησμόνητων ημιτελικών του. Μόνο που το θύμα δεν ήταν αυτή τη φορά η ΤΣΣΚΑ. Γέλιο που θα έκανε κάπου στη Μόσχα ο Βατούτιν, βλέποντας τη Μονακό του Μάικ Τζέιμς να παθαίνει τα ίδια που υπέστησαν ξανά και ξανά τα δικά του παιδιά! Ένας Σπανούλης έλειπε και ένας Πρίντεζης, για να δέσει το γλυκό. Ποιος φανταζόταν αλήθεια ότι ο Ολυμπιακός θα έφτανε σε έναν ευρωπαϊκό τελικό (και παρ’ ολίγον σε δύο) στα πρώτα χρόνια του απογαλακτισμού από τα τοτέμ της προηγούμενης δεκαετίας;
Πηγή: Gazzetta