Επιλογή Σελίδας

Του Γιάννη Φιλέρη

Στα 36 χρόνια που παίζεται το Final Four έχουν περάσει οι μεγαλύτερες προσωπικότητες του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Από το 1988 στη Γάνδη, μέχρι το 2002 στο Βελιγράδι, η λαμπερή ιστορία που θα συνεχιστεί φέτος στο Κάουνας (μια από τις πιο “μπασκετικές” πόλεις στην Ευρώπη) συνεχίζεται. Και τη γράφουν ,σπουδαίοι παίκτες, προπονητές, δαιμόνιοι παράγοντες, ακριβοδίκαιοι διαιτητές και φυσικά οι φίλαθλοι που γεμίζουν κάθε φορά το εκάστοτε γήπεδο-έδρα της κορυφαίας στιγμής κάθε χρονιάς.

Δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσει κανείς- μέσα από τόσους πολλούς υποψήφιους- ένα top 10, αφήστε που τέτοιες λίστες επιδέχονται την όποια υποκειμενική και αποδεκτή (γιατί ο καθένας έχει την άποψη του) ένσταση. Προσοχή. Δεν μιλάμε για τους κορυφαίους όλων των εποχών σε συλλογικό επίπεδο, αλλά τα πρόσωπα που έκαναν αίσθηση σε αυτή την πολύχρονη διαδρομή της διοργάνωσης, που αναδεικνύει παραδοσιακά τον πρωταθλητή Ευρώπης.

Αφήνω, όμως, κατά μέρος τους πολλούς προλόγους και προχωράω στη λίστα.

Οι προπονητές: Ζοτς και Μεσίνα

Ο Ντούσαν Ίβκοβιτς δεν ζει πια ανάμεσα μας, ο Μπόζα Μάλκοβιτς έχει αφήσει στο πόδι του την κόρη του Μαρίνα, που διαπρέπει στους πάγκους, ο Πίνι Γκέρσον κάνει αστεία στο σπίτι του, ο Ντέιβιντ Μπλατ χτυπήθηκε από μια σοβαρή ασθένεια. Η νέα γενιά των προπονητών (Λάσο, Ιτούδης, Αταμάν, Μπαρτζώκας, Πασκουάλ, Σφαιρόπουλος) έχει έρθει στο προσκήνιο, δυο όμως παραμένουν στην πρώτη γραμμή.

Σχεδόν συνομήλικοι, ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς και ο Έτορε Μεσίνα, εδώ και τρεις δεκαετίες κοουτσάρουν στο κορυφαίο επίπεδο. Τα ρεκόρ του Ζοτς παραμένουν ακατάρριπτα, έστω κι αν έχει να πάρει το τρόπαιο έξι χρόνια (από το 2017).

Οι εννιά τίτλοι, πέντε με τη δυναστεία του Παναθηναϊκού που ο ίδιος δημιούργησε και έναν με Παρτίζαν, Μπανταλόνα, Ρεάλ, Φενέρ, μιλάνε γι αυτόν καλύτερα από τον καθένα. Από το 1992 στην Παρτίζαν όταν ο Ντράγκαν Κιτσάνοβιτς τον έχρισε χεντ κόουτς μέσα σε ένα βράδυ (αν και όλοι όσοι τον παρακολουθούσαν με πρώτο και καλύτερο τον προφέσορα Άτσο Νίκολιτς ήξεραν ότι είχε μπροστά μια σπουδαία καριέρα στην προπονητική) μέχρι τώρα που στα 63 του επέστρεψε στην πρώτη του ομάδα και λίγο έλειψε να υπογράψει ένα έπος. Η πονηριά του Γιουλ, όμως, να “χαλάσει το μυαλό” του Κέβιν Πάντερ, συν τη στόφα της Ρεάλ, άλλαξαν τα δεδομένα της σειράς και το 0-2 έγινε 3-2.

Ο ένα χρόνο μεγαλύτερος Έτορε Μεσίνα ήταν αυτός που στη διάρκεια της παντοδυναμίας του Σέρβου, αμφισβήτησε -όσο μπορούσε- τα πρωτεία. Ο ίδιος σε μια παροιμιώδη δήλωση του στο Final Four του 2009, και ως κόουτς της ΤΣΣΚΑ Μόσχας, είχε παραδεχθεί τις δυσκολίες να νικήσει τον Ζοτς: “Όταν τελείωσε ο δεύτερος ημιτελικός (σ.σ Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός) με πήρε η συζυγός μου τηλέφωνο και μου είπε “την πατήσαμε”. Πάντα πίστευε ότι ο Ζέλικο είναι … καλύτερος”.

Ήταν 17 ετών ο Μεσίνα, όταν ο προπονητής του στη Ρέιερ Βενέτσια, Τονίνιο Ζόρτζι, του έδειξε το δρόμο: “Μεγάλος παίκτης δεν πρόκειται να γίνεις ποτέ, όπως σε βλέπω όμως να κοουτσάρεις τις μικρές ομάδες, έχεις μπροστά σου μια σπουδαία καριέρα κόουτς…”

Στα 29 του είχε πάρει την πρώτη Ευρωλίγκα (με τη Μπολόνια στον τελικό του 1998 κερδίζοντας την ΑΕΚ του Ιωαννίδη). Θα ακολουθούσαν άλλες τρεις (πάλι με την Κίντερ το 2001 στην πρώτη Ευρωλίγκα της σύγχρονης εποχής στη μοναδική σειρά τελικών που έχουν γίνει όλα αυτά τα χρόνια των F4 και δυο με την ΤΣΣΚΑ το 2006 και το 2008). Οι τέσσερις χαμένοι τελικοί (1999, 2002, 2007 και 2009, οι τρεις τελευταίοι από τον Παναθηναϊκό του Ομπράντοβιτς) δημιούργησαν το … πρόβλημα στην κυρία Μεσίνα.

Μετά την πενταετή παραμονή του στο Σαν Αντόνιο και στο ΝΒΑ (2014-19), επέστρεψε στην Ευρώπη αναλαμβάνοντας την Ολύμπια (Αρμάνι) Μιλάνου με την οποία επανεμφανίστηκε στο φάιναλ-φορ του 2021.

Ο Σάρας (μια κατηγορία μόνος του)

Ο Σάρας Γιασικεβίτσιους μπαίνει στο τοπ-10, όχι βέβαια ως προπονητής, αν και όπως το πάει θα το … πετύχει, κάποια στιγμή και αυτό, αφού φέτος θα κοουτσάρει για τρίτη φορά στο ραντεβού των κορυφαίων. Το 2018 έκανε την έκπληξη με τη Ζαλγκίρις, το 2021 (παίζοντας στον τελικό) και το 2022 εμφανίστηκε με την Μπαρτσελόνα.

Την ιστορία του, ωστόσο, ο Σάρας στα Final Four την έγραψε με την ιδιότητα του παίκτη. Ανακάλυψη του Σμάγκο Σάγκαντιν το καλοκαίρι του 1999, όταν ο προπονητής της Ολύμπια Λιουμπλιάνας, “έκλεβε εκκλησία” και πίσω από την πλάτη των μεγάλων κλαμπ έπαιρνε τον ιδιοφυή πλέι-μέικερ που μεγάλωσε με Μαρτσουλιόνις και Κουρτινάιτιτς αλλά είχε είδωλο τον Ντράζεν Πέτροβιτς.

Αμερικανοθρεμμένος (από το κολέγιο Μέριλαντ, αργότερα έπαιξε και στο ΝΒΑ με τους Ιντιάνα Πέισερς) δεν έμεινε πολύ στη Λουμπλιάνα αφού το 2000 μετακόμισε στη Βαρκελώνη για να φορέσει τη φανέλα της Μπάρτσα. Εκεί -παρέα με τον Ντέγιαν Μποντιρόγκα το 2003- πανηγύρισε την πρώτη του Ευρωλίγκα. Θα ακολουθούσαν άλλες δυο (συνεχόμενες) με την Μακάμπι και άλλη μία με τον Παναθηναϊκό στην πράσινη ντριμ-τιμ του 2009.

Οι αξεπέραστοι Έλληνες

Ο Νίκος Γκάλης ήταν μοναδικός, έχει ακόμα και τώρα που πάτησε τα 66 του χρόνια μερικά από τα ρεκόρ των σκόρερ στην ιστορία του F4. Κι ας έπαιξε μόλις στα τρία πρώτα, φορώντας τη φανέλα του Άρη. Ο Παναγιώτης Γιαννάκης έγινε ο πρώτος Έλληνας που σήκωσε το τρόπαιο (το 1996 με τον Παναθηναϊκό). Χρόνια αργότερα ο Θοδωρής Παπαλουκάς γινόταν ο αγαπημένος Τεό της ΤΣΣΚΑ στο ρεσιτάλ του 2006 όταν για πρώτη φορά μετά από 35 χρόνια ρωσική ομάδα κατακτούσε τον τίτλο της πρωταθλήτριας Ευρώπης.

Ο Φραγκίσκος Αλβέρτης, εν τω μεταξύ, στην μακρόχρονη καριέρα του, ξεπέρασε τους πάντες, σηκώνοντας πέντε (από τα έξι) τρόπαια του Παναθηναϊκού. Και από τους νεότερους γράφει μια μοναδική ιστορία ο Κώστας Σλούκας που ετοιμάζεται για το ένατο φάιναλ-φορ της καριέρας του (από το 2012 και μετά) έχοντας τρεις τίτλους και 16 αγώνες. Του χρόνου θα τον βάλουμε στο τοπ-10…

Μιλώντας, όμως, για Final Four, θα βάλουμε στους κορυφαίους τους δυο σούπερ-σταρ:

Ο Βασίλης Σπανούλης -όσο έπαιζε μπάσκετ- είχε μετατρέψει το φάιναλ-φορ σε προσωπική υπόθεση. Ακόμα και όταν στο τέλος η ομάδα του έχασε, όπως συνέβη με τον Ολυμπιακό το 2015 και το 2017, τα όσα έκανε στους ημιτελικούς με την ΤΣΣΚΑ έχουν γράψει ξεχωριστές στιγμές στην πολύχρονη διαδρομή των Final Four, όπου δύσκολα κανείς θυμάται τι έγινε στα ματς της πρώτης μέρας. Φυσικά ο Kill Bill ήταν πρωταγωνιστής και σε εκείνα που πήρε, ένα με τον Παναθηναϊκό το 2009 και δυο με τον Ολυμπιακό το 2012 και το 2013 όταν εκτός από το βαρύτιμο τρόπαιο της EuroLeague, έφυγε και με το βραβείο του πολυτιμότερου παίκτη.

Η σκηνή με τους αδερφούς Αγγελόπουλους να σηκώνουν τα χέρια ψηλά, μη πιστεύοντας κι αυτοί στο τρίποντο κρεσέντο του β΄μέρους, έχει μείνει αξέχαστη. Αλλά σάμπως μπορεί κανείς να ξεχάσει την πάσα στον Γιώργο Πρίντεζη για το ιστορικό καλάθι της νίκης στην επική ανατροπή του 2012, εναντίον της ΤΣΣΚΑ; Γενικά, το μεγαλείο του Σπανούλη δύσκολα θα ξεχαστεί έστω κι αν έχει ήδη ξεκινήσει την καριέρα του ως προπονητής…

Αν υπάρχει μια φωτογραφία που να εκφράζει καλύτερα τον Παναθηναϊκό των έξι ευρωπαϊκών τροπαίων είναι -χωρίς αμφιβολία- εκείνη του 2011 στο F4 της Βαρκελώνης. Ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς έχει ανοίξει χαμογελαστός την αγκαλιά του και περιμένει τον Δημήτρη Διαμαντίδη που σπεύδει να πανηγυρίσει με τον προπονητή του. Σα να ήξεραν αμφότεροι ότι εκείνη την στιγμή έκλεινε ένας ιστορικός κύκλος, με τον ΠΑΟ να ράβει το έκτο αστέρι στη φανέλα του.

Ένα χρόνο μετά έπαιξε για τελευταία φορά και σε ένα Final Four, το οποίο οι “πράσινοι” έχουν να δουν εδώ και μια δεκαετία. Ο 3D παραμένει μια από τις πιο εμβληματικές μορφές που είδαμε στην EuroLeague και στα Final Four. Είχε μάλιστα μια ξεχωριστή ικανότητα να παίζει καλά στους τελικούς, με αποκορύφωμα αυτόν του 2011 όταν με 16 πόντους και 9 ασίστ, υπέγραψε τη νίκη του Παναθηναϊκού επί της Μακάμπι, αναδείχθηκε MVP και έπεσε στην αγκαλιά του Ζοτς…

Ο ξεχωριστός Κάιλ Χάινς

Έχουν περάσει, βέβαια, δεκάδες Αμερικανοί, που θαυμάσαμε (και) στα φάιναλ-φορ. Ο Μπομπ Μακάντου ήταν η ατραξιόν στην πρώτη διοργάνωση το 1987 ένας θρύλος του ΝΒΑ, ο Ντομινίκ Γουίλκινς πανηγύρισε τον μοναδικό τίτλο της καριέρας του στο Παρίσι με τον Παναθηναϊκό. Υπήρξαν τεράστιοι σκόρερ όπως ο αείμνηστος Αλφόνσο Φορντ (ο οποίος πάντως δεν αγωνίστηκε σε F4) η εκρηκτικός Τζέι Αρ Χόλντεν που έγινε και … Ρώσος υπήκοος (δυο Ευρωλίγκες με την ΤΣΣΚΑ, Ευρωμπάσκετ με τη Ρωσία).

Ο Άντονι Πάρκερ της Μακάμπι ήταν ο ιδανικός παρτενέρ του Γιασικεβίτσιους. Θα μπορούσε κανείς να διαλέξει για το τοπ-10 και τον Μάικ Μπατίστ, που με τον Παναθηναϊκό κέρδισε τρία τρόπαια και έγινε αναπόσπαστο μέλος του κορμού της “πράσινης” δυναστείας.

Θα καταλήξουμε, ωστόσο, στον Κάιλ Χάινς, που σε διάρκεια και τίτλους τους ξεπέρασε όλους. Μπορεί να μη το φανταζόταν το 2008 όταν ο Αντρέα Τρινκιέρ τον κερνούσε ένα χάμπουργκερ για να τον πείσει να έρθει στην Ευρώπη και στην άσημη Βερόλι, στην Γηραιά Ηπειρο, ωστόσο, έγινε αυτό που δεν θα μπορούσε να κάνει ποτέ στο ΝΒΑ. Κορυφαίος.

Κατ’ αρχάς παίζει ακόμα μετρώντας από το 2010 και μετά τέσσερις ομάδες (Μπάμπεργκ. Ολυμπιακός, ΤΣΣΚΑ, Αρμάνι Μιλάνο) και 391 αγώνες στην Ευρωλίγκα. Το ζουμί: Από το 2012 μέχρι το 2019 έπαιζε διαρκώς στο Final Four (οκτώ συνολικά) κατακτώντας τέσσερις φορές το τρόπαιο (δυο με τον Ολυμπιακό και δυο με την ΤΣΣΚΑ). Άξιος…

Ισπανικό δίδυμο

Παλιότερα (πριν από τα Final Four) ένα τοπ-10 του άλλοτε Κυπέλλου Πρωταθλητριών θα γέμιζε από Ιταλούς και Ισπανούς. Οι Ιταλοί σχεδόν εξαφανίστηκαν από τον χάρτη. Κι οι Ισπανοί; Η Ρεάλ έκανε 20 χρόνια να πάρει τίτλο (από το 1995 στο 2015) ξαναβγαίνοντας στον αφρό και κερδίζοντας ένα ακόμα τρόπαιο το 2018. Η Μπαρτσελόνα έπρεπε να περιμένει το 2003 για να πανηγυρίσει για πρώτη φορά, επανέλαβε τον άθλο της το 2010 και από τότε … όλο φτάνει κοντά κι όλο απομακρύνεται.

Στην δεκάδα, πάντως, θα μπουν:

Ο Σέρχιο Γιουλ που έχει παίξει τα περισσότερα Final Four από κάθε άλλο συμπατριώτη του. Συνολικά οκτώ, καθώς ξεκίνησε το 2011 και έδωσε το παρών σε όλη την πορεία της Ρεάλ, που αναζητούσε την επιστροφή στα τρόπαια. Μεγάλωσε κι αυτός μαζί με την ομάδα του, ο Πάμπλο Λάσο τον μεταμόρφωσε σε ένα ηγέτη, που μιλούσε σε αποφασιστικές στιγμές με σήμα κατατεθέν τα … μανταρίνια. Τα τρίποντα δηλαδή, με τη μεγάλη καμπύλη.

Ο Γιουλ δεν είναι πάντα τόσο εύστοχος. Μπορεί όμως να βάλει τα πιο απίθανα καλάθια, ενώ όλα δείχνουν ότι θα του μείνει η μπάλα στα χέρια. Με τη Ρεάλ μετράει δυο Ευρωλίγκες (2015, 2018) και 191 πόντους σε Final Four…

Και ο Χουάν Κάρλος Ναβάρο. Μαζί με τον Ρούντι Φερνάντεθ οι Ισπανοί μπασκετμπολίστες που λατρέψαμε να μισούμε. Αλλά κι από την άλλη ένας αυθεντικός σκόρερ που αγωνίστηκε μια εικοσαετία στη Μπαρτσελόνα, πανηγυρίζοντας μαζί της δυο τρόπαια (το 2003 και το 2010). Στον πρώτο , ακόμα 23 ετών, είχε αφήσει τις πρωτοβουλίες σε Μποντιρόγκα, Φούτσκα και Γιασικεβίτσιους. Το 2010 όμως ήταν ο ηγέτης της Μπάρτσα και ο MVP του Final Four με 21 πόντους εναντίον του Ολυμπιακού.

Δύσκολα θα ξαναβγεί ένας τόσο χαρισματικός στην εκτέλεση σκόρερ, με τα … αδύναμα ποδαράκια και την τεράστια αποφασιστικότητα του. Έπαιξε συνολικά σε επτά Final Four και μέχρι να τον περάσει ο Βασίλης Σπανούλης ήταν και πρώτος σκόρερ της EuroLeague. Τώρα θα δώσει το παρών στο Κάουνας, με την ιδιότητα του τζένεραλ-μάνατζερ της Μπάρτσα…

Και δυο μύθοι από την “σχολή”

Η Γιουγκοσλαβία διαλύθηκε, αλλά η σχολή των πλάβι παρέμεινε ζωντανή για χρόνια. Μεταξύ μας δεν ξέρω αν έχει … διαλυθεί κιόλας. Θα μείνω σε δυο μεγάλα ονόματα από τα δεκάδες που μας συντρόφευσαν όλα αυτά τα χρόνια, αρκετοί βέβαια εδώ στην Ελλάδα.

Εν αρχή, ο Κούκοτς. Ο ανυπέρβλητος Κροάτης επικεφαλής της τρομερής παρέας από το Σπλιτ που στην τριετία 1989-91 σάρωσε τους τίτλους. Τριάντα δυο χρόνια μετά καμιά ομάδα δεν μπόρεσε να επαναλάβει αυτό το κατόρθωμα που έκαναν την Γιουκοπλάστικα έναν θρύλο. Ο Τόνι ήταν ένα χάρμα οφθαλμών, ένα ολόγραμμα από το μέλλον, καθώς βλέπαμε ένα παίκτη 2.07 να κατεβάζει την μπάλα με άνεση περιφερειακού. να σουτάρει τρίποντα και να δίνει ασίστ πίσω από την πλάτη του.

Αργότερα θα έπειθε κι αυτόν ακόμα τον Μάικλ Τζόρνταν ότι μπορούσε όχι μόνο να παίξει, αλλά και να πρωταγωνιστήσει στη δυναστεία των Σικάγο Μπουλς. Οι τρεις σερί τίτλοι της Γιουγκοπλάστικα με τον Κούκοτς να εχει μέσο όρο 15.5π ήταν ένα από τα πρώτα μπασκετικά κατορθώματα του. Θα προσπαθούσε και το 93 με τη Μπενετόν Τρεβίζο, αλλά έπεσε πάνω στη Λιμόζ του … άλλοτε προπονητή του, Μπόζα Μάλκοβιτς…

Και μετά ο Ντέγιαν Μποντιρόγκα. Ένας από τους δυο-τρεις καλύτερους Ευρωπαίους που δεν έπαιξε ποτέ στο ΝΒΑ. Η απόκτηση του το 1999 από τον Παναθηναϊκό ήταν σχεδόν εφάμιλλη με εκείνη του Ομπράντοβιτς, καθώς ο “Ντέκι” ήταν ο πρώτος και απαράμιλλος ηγέτης της “πράσινης” δυναστείας. Πρωταγωνιστής και στα δυο Final Four της Ευρωλίγκας που κέρδισε ο ΠΑΟ (Θεσσαλονίκη 2000, Μπολόνια 2002) επανέλαβε το ίδιο και με την Μπαρτσελόνα στον πρώτο τίτλο των Καταλανών στη διοργάνωση.

Το περίμεναν χρόνια οι Μπλαουγκράνα και ο Σέρβος στη θεωρία πόιντ-γκαρντ, επί της ουσίας ένας παίκτης που μπορούσε να καλύψει όλες τις θέσεις της πεντάδας δεν τους απογοήτευσε. Στα τρία νικηφόρα Final Four της καριέρας του πρόλαβε να σημειώσει 115π (μ.ο 19.1). Αν προσθέσουμε και τους 49π που σκόραρε στο αντίστοιχο της Σουπρολίγκα το 2001, τότε η σούμα μας βγάζει 164π (μ.ο 20.1). Σπουδαίος.

Συν τοις άλλοις ο Μποντιρόγκα αντικατέστησε και τον άνθρωπο που τα τελευταία 20 χρόνια είχε συνδέσει το όνομα του με την μετεξέλιξη της Euroleague. Για πρώτη φορά μετά το 2002 στη Μπολόνια δεν θα δούμε τον Τζόρντι Μπερτομέου καθώς στο Κάουνας το ρόλο του άλλοτε παντοδύναμου εγκέφαλου της διοργάνωσης θα εκτελούν ο πρώην “πράσινος” σταρ (πρόεδρος) και ο Αμερικανός Μάρσαλ Γκλίκμαν (εκτελεστικός διευθυντής).

Πηγή: Sport 24

Pin It on Pinterest

Shares
Share This