Επιλογή Σελίδας

Του Γιάννη Φιλέρη

Υπάρχουν δυο ήδη επιτυχημένων κόουτς. Εκείνοι των οποίων η καριέρα ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένη απ΄όταν έπαιζαν μπάσκετ και έπεσαν νωρίς στα βαθιά της προπονητικής δουλεύοντας στο υψηλότερο επίπεδο κι οι άλλοι, οι οποίοι για να φτάσουν στην ελίτ, πήραν τον δρόμο από την αρχή, ανεβαίνοντας σιγά-σιγά τα σκαλιά και την ανηφόρα προς την κορυφή.

Ο Γιώργος Μπαρτζώκας ανήκει, σίγουρα, στη δεύτερη κατηγορία. Για να φτάσει εκεί που βρίσκεται, πλέον, για να ανακηρυχθεί κορυφαίος προπονητής στην Ευρώπη (τρίτη φορά στην καριέρα του, δεύτερη συνεχόμενη) εργάζεται σχεδόν 35 χρόνια ξεκινώντας από τις ομάδες των Βορείων Προαστείων – με πρώτη εκείνη της Πεύκης. Αρχικά στις ακαδημίες και εν συνεχεία στην ανδρική ομάδα, με σουπερ σκόρερ τον τωρινό συνεργάτη του Γιώργο Μποζίκα, που τότε σάρωνε τα γήπεδα της ΕΣΚΑ πριν πάρει μεταγραφή για τον Ιωνικό ΝΦ (και κάνει το ιστορικό 7/7 τρίποντα εναντίον του Άρη το 2002)

Το μπάσκετ το αγαπούσε από μικρό παιδί, όταν ψήλωσε απότομα και άφησε το ποδόσφαιρο για την πορτοκαλί μπάλα. Στο πολιτικό της Νομικής μπήκε (αποφοιτώντας από το Βαρβάκειο) περισσότερο για να ικανοποιήσει τους γονείς του, αφού μέσα του ήξερε ότι στο άθλημα που είχε λατρέψει θα αφιέρωνε τη ζωή του.

Δεν είχε ακόμα συμπληρώσει τα 27 του χρόνια ο Μπαρτζώκας όταν άφηνε οριστικά τα γήπεδα, με δεύτερο χιαστό μέσα σε τέσσερα χρόνια. Είχε ήδη κουρέψει το μακρύ μαλλί της ροκ εφηβείας του, έβαζε τελεία στην αθλητική καριέρα του που θα μπορούσε να έχει πολύ μεγαλύτερη διάρκεια αν δεν τον πρόδιδαν τα γόνατά του και αποφάσιζε να συνεχίσει επαγγελματικά αυτό που ήδη είχε ξεκινήσει στις ομάδες των υποδομών.

Εκεί, όπου όπως λένε το ασκησιολόγιο του στην προπόνηση ήταν πολύ διαφορετικό από τα συνηθισμένα και στόχευε στην εμπέδωση των βασικών του μπάσκετ, σε ντρίπλα, πάσα και σουτ.

Κάπως έτσι ξεκινούσε μια άλλη καριέρα, ένα βήμα έξω από τις τέσσερις γραμμές του γηπέδου, και στην πρώτη θέση του πάγκου. Ο νεαρός Μπαρτζώκας θα έφτιαχνε το όνομα του χρόνο με το χρόνο, ομάδα με ομάδα, κατηγορία με κατηγορία.

Μπορεί να μη φανταζόταν ότι κάποια στιγμή θα έφτανε να κοουτσάρει την ομάδα που αγαπούσε από μικρός, θαυμάζοντας το Νίκο Αναστόπουλο και πηγαίνοντας (μαζί με τον Σταύρο Ελληνιάδη) στην υποδοχή του Λάγιος στο Δημαρχείο του Πειραιά, εμπλούτιζε ωστόσο τις γνώσεις και τις εμπειρίες του, χτίζοντας ομάδες αλλά και κάνοντας πρωταθλητισμό στις μικρότερες κατηγορίες.

Στη σχολή Γιαννάκη

Όταν ο Παναγιώτης Γιαννάκης τον συμπεριέλαβε στο προπονητικό επιτελείου της ομάδας στην οποία υπήρξε ένας σπουδαίος σκόρερ και ριμπάουντερ, ο κόουτς πλέον Μπαρτζώκας που ταυτόχρονα ήταν και διευθυντής του κλειστού γηπέδου στον Άγιο Θωμά, έμπαινε σε μια άλλη διαδικασία. Στα 38 του χρόνια σκεφτόταν την καριέρα του από τα τοπικά πρωταθλήματα και τις μικρές κατηγορίες, στο επαγγελματικό πρωτάθλημα.

“Ο Γιαννάκης, που ήταν προπονητής στην ομάδα, ήθελε έναν τέταρτο βοηθό. Τότε ήταν υπερβολή να υπάρχει 4ος βοηθός. Είχα αυτόν το ρόλο για τρία χρόνια και ήταν κάτι που φυσικά με βοήθησε πολύ, γιατί άρχισα να κάνω πράγματα στο μπάσκετ που δεν έκανα ως πρώτος προπονητής. Επίσης με βοήθησε πάρα πολύ στο να δω σφαιρικά το άθλημα και να καταλαβαίνω τους συνεργάτες μου τώρα, αναφορικά με το τί ‘τραβάνε’ και ποια είναι η διαδικασία. Το Μαρούσι έκανε εκείνα τα χρόνια πορεία πρωταθλητισμού…” δήλωσε πέρσι στο ηλεκτρονικό περιοδικό του Ολυμπιακού, για το “σχολείο Γιαννάκη”

Τρία χρόνια μετά ο παιδικός του φίλος και κουμπάρος του, Γιώργος Μαλάκος, πρόεδρος στην Ολύμπια Λάρισας, του τηλεφώνησε να πάρει το δρόμο για τη Θεσσαλία. Όπως αποκάλυψε πέρσι στον Βασίλη Σκουντή ο Μαλάκος, η απάντηση του κόουτς “Μπι” στην κλήση ήταν αυθόρμητη: “Για βοηθός του Αλεξανδρή. Δεύτερος ε;”

Ο πρόεδρος της εξαιρετικής θεσσαλικής ομάδας τον… ταρακούνησε: “Τι δεύτερος ρε; Πρώτος προπονητής!”Η παρότρυνση του γείτονα (έμεναν στην ίδια πολυκατοικία στο Μαρούσι) και συμμαθητή του τον έφερε στο προσκήνιο. Πολλοί πίστευαν ότι είναι ένας ρούκι κόουτς. Για την Α1, ναι ήταν. Πίσω του, όμως, υπήρχε η τριβή και τα ένσημα μιας πολύχρονης προιπονητικής δραστηριότητας, η θητεία δίπλα στον Γιαννάκη και μια σχεδόν “επαναστατική” οπτική για το μπάσκετ.

Στην Ολύμπια τελικά δεν έγινε βοηθός, αλλά διαδέχθηκε τον Βαγγέλη Αλεξανδρή και έδειξε σαν έτοιμος από καιρό να καθιερωθεί στο κορυφαίο επίπεδο. Εκεί βρήκε τον 21χρονο Γιώργο Πρίντεζη τον οποίο οι “ερυθρόλευκοι” είχαν δανείσει στην Ολύμπια για να πάρει αγώνες, ενώ νωρίτερα στο Μαρούσι είχε συναντήσει για πρώτη φορά τον Βασίλη Σπανούλη. Ο Ολυμπιακός θα τους ένωνε και τους τρεις στην θριαμβευτική πορεία της σεζόν 2012-13 και στην κατάκτηση της δεύτερης συνεχόμενης EuroLeague από τους Πειραιώτες.

Στη Λάρισα κάθισε τρία χρόνια έφερε παίκτες όπως ο Ματ Γουόλς και ο Στέφεν Αριγκμπάμπου, αλλά όταν στην αποχαιρετιστήρια συνέντευξη του ρωτήθηκε ποιος ήταν ο καλύτερος ξένος της τριετίας ανέφερε τον Κόρεϊ Μπέλσερ, που διακρινόταν περισσότερο για την αυταπάρνηση του μέσα στο γήπεδο και τις σπουδαίες αμυντικές αποστολές που αναλάμβανε.

“Στον καλύτερο προπονητή που είχα ποτέ” ήταν η αφιέρωση του Αμερικανού γκαρντ (την επόμενη σεζόν έπαιξε στον Άρη, ενώ όταν αποχώρησε από τα γήπεδα έγινε και προπονητής) γραμμένη πάνω σε ένα χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου. Αλλά και ο Αριγκμπάμπου που τον ακολούθησε -μετά την Ολύμπια- και στο Μαρούσι, όταν σταμάτησε την καριέρα του, του ζήτησε να τον πάρει βοηθό σε οποιαδήποτε ομάδα πήγαινε να δουλέψει.

Οι ψαγμένες επιλογές του σε ξένους που αργότερα θα έκαναν θραύση και στην EuroLeague, αλλά και το οργανωμένο μπάσκετ που έπαιξε η Ολύμπια μπαίνοντας δυο χρονιές στα playoffs και παίρνοντας ευρωπαϊκό εισιτήριο χαρακτήρισαν την παραμονή του στη Λάρισα.

Από τη Λάρισα στον Πειραιά

Ο Μπαρτζώκας είχε ξεκινήσει εντυπωσιακά την πορεία του σαν πρώτος προπονητής. Και τη συνέχισε τα επόμενα χρόνια, είτε στο Μαρούσι με το οποίο εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην EuroLeague πλησιάζοντας μια επική πρόκριση στους “8” και ανακηρύχθηκε -για πρώτη φορά- προπονητής της χρονιάς στην Ελλάδα, είτε στον Πανιώνιο, με τον οποίο κατέκτησε την 3η θέση το 2012, πίσω από τους δυο “αιώνιους”.

Τα δείγματα γραφής του ήταν πλέον πολλά. Ο Τζαμόν Γκόρντον, ο Τζον Ντίμπλερ δικές του ανακαλύψεις. Μαζί του έπαιξαν σπουδαίο μπάσκετ ο Τσιάρας, ο Καϊμακόγλου, ο Γιάνκοβιτς.

Ο Ολυμπιακός στην στροφή που έκανε το καλοκαίρι του 2012 όταν αποχωρίστηκε τον κόουτς-τοτέμ Ντούσαν Ίβκοβιτς και ταυτόχρονα (λόγω των οικονομικών συνθηκών) εξορθολόγιζε το ύψος του μπάτζετ, έβρισκε στο πρόσωπο του ένα ιδανικό, όπως αποδείχθηκε, συνεχιστή για να παραμείνει η ομάδα στην κορυφή.

Η σαρωτική εμφάνιση του Ολυμπιακού στον τελικό κόντρα στη Ρεάλ στο Λονδίνο ολοκλήρωσε μια χρονιά όπου ο Μπαρτζώκας έδωσε ολοκληρωτικές απαντήσεις στα όποια ερωτηματικά υπήρχαν στο ξεκίνημα μιας σεζόν, το τελείωμα της οποίας τον βρήκε με το βραβείο Αλεξάντερ Γκομέλσκι στα χέρια του μαζί με την αναμνηστική μινιατούρα του Κυπέλλου της EuroLeague στα χέρια του. Όσο θαυματουργός ήταν ο τίτλος του 2012 στην Κωνσταντινούπολη, άλλο τόσο θαύμα ήταν η διατήρηση του στα γραφεία του συλλόγου το 2013…

Μέσα σε εφτά χρόνια ο Μπαρτζώκας είχε διανύσει μια συναρπαστική διαδρομή από τη Λάρισα ως την Ο2 Αρένα του Λονδίνου και έχοντας αναλάβει την ομάδα της καρδιάς του, ζούσε ημέρες θριάμβου και ευδαιμονίας. Η αλήθεια είναι ότι η επόμενη διετία δεν εξελίχθηκε όπως ο ίδιος περίμενε, άσχετα αν συνέχιζε να κάνει “σοφές” επιλογές ξένων παικτών όπως ο Ματ Λοτζέσκι, ο Μπράιαντ Ντάνστον και ο Οθέλο Χάντερ.

Η απώλεια των εγχώριων τίτλων, οι τραυματισμοί και το περίφημο παιχνίδι του Κυπέλλου με τον Παναθηναϊκό, η ήττα στο οποίο ήταν αφορμή για μια επεισοδιακή υποδοχή της ομάδας στο ΣΕΦ, τον απορρύθμισαν. Ο προπηλακισμός του από τους οπαδούς της ομάδας τον σημάδεψε, έθιξε και τον επαγγελματισμό του αλλά κυρίως την αξιοπρέπεια του.

Η αλήθεια είναι πως έφυγε φουρκισμένος από τον Πειραιά, όπως έχει παραδεχθεί για αρκετό καιρό δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τους αγώνες του Ολυμπιακού, δύσκολα φανταζόταν τον εαυτό του ξανά στο ΣΕΦ και έβαζε πλώρη για το εξωτερικό, πηγαίνοντας στο… εξωτικό Κράζνοσταρ.

Το αριστούργημα της “Λόκο”

Η καταπληκτική Λοκομοτίβ Κουμπάν ίσως είναι το προπονητικό του αριστούργημα καθώς τροφοδότησε το ευρωπαϊκό μπάσκετ με αστέρια όπως ο Μάλκομ Ντιλέινι, ο Άντονι Ράντολφ, ο Κρις Σίγκλεντον (αλλά και ο Ράιαν Μπρόκχοφ) φτάνοντας μέχρι το Final Four του Βερολίνου και χάνοντας στις λεπτομέρειες του ημιτελικού εναντίον της λαμπερής ΤΣΣΚΑ Μόσχας.

Λίγους μήνες αργότερα, ο ατζέντης του δεχόταν τηλεφώνημα από την Μπαρτσελόνα. Ένα από τα μεγαλύτερα κλαμπ της Ευρώπης τον καλούσε να αναλάβει τις τύχες της, μετά την αποχώρηση του Τσάβι Πασκουάλ: “Η τιμή ήταν πολύ μεγάλη, όπως και το όνομα της Μπάρτσα. Πίστευα ότι πάω σε ένα οργανισμό, όπου τα πάντα θα δούλευαν στην εντέλεια” εξομολογήθηκε αργότερα.

Συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Οι υπόγειες διεργασίες στο μάνατζμεντ της καταλανικής ομάδας και οι τραυματισμοί δεν του επέτρεψαν ποτέ να δικαιώσει τις προσδοκίες. Πρώτα απ’ όλα τις δικές του. Πριν από τέσσερα χρόνια στο περιθώριο του Final Four της Βιτόρια, σε ένα ωραίο εστιατόριο στο Μπιλμπαο, συζητούσαμε για την εμπειρία της Βαρκελώνης της οποίας έγινε μόνιμος κάτοικος, παρά την αποχώρηση του από τους “μπλαουγκράνα”:

Με το που υπέγραψα, έμαθα ότι φεύγουν Τόμας Σατοράνσκι και Άλεξ Αμπρίνες. Δηλαδή οι δυο πιο ταλαντούχοι παίκτες, πάνω στους οποίους μπορούσαμε να χτίσουμε την ομάδα. Μετά, αποδεκατιστήκαμε από τους τραυματισμούς. Ζητούσα δυο-τρεις μεταγραφές, που δεν έγιναν ποτέ…”

Στο Παλαού Μπλαουγκράνα έκανε μια ακόμα προφητική συνάντηση. Με τον Σάσα Βεζέκνκοβ. Όπως με τον Σπανούλη στο Μαρούσι και τον Πρίντεζη στην Ολύμπια Λάρισας. Το πεπρωμένο…

Η Ρωσία τον περίμενε ξανά, αυτή τη φορά μια δουλειά στα περίχωρα της Μόσχας και η Χίμκι με την οποία έφτασε στους “8” της EuroLeague αλλά και διεκδίκησε την πρώτη θέση στη λίγκα VTB

Για τις παλιές αγάπες να μιλάς

Στη Χίμκι ο Μπαρτζώκας κάθισε 20 μήνες. Αποχώρησε τον Ιανουάριο του 2019. Ένα χρόνο αργότερα ερχόταν ξανά στον Ολυμπιακό. Ίσως να μην το είχε σκεφτεί ποτέ το 2014, έξι χρόνια μετά, ωστόσο, η πρόταση των Αγγελόπουλων που επιχειρούσαν την ολική αναδιοργάνωση της ομάδας τον βρήκε έτοιμο να ξαναμιλήσει για τις παλιές αγάπες.

Μέσα σε τρία χρόνια ο μπαρουτοκαπνισμένος, πλέον, προπονητής, έχοντας συλλέξει μοναδικές εμπειρίες, κατάφερε παρουσιάσει μια κορυφαία ομάδα κερδίζοντας τη γενική αναγνώριση. Μαζί ήρθαν και οι εγχώριοι τίτλοι που τόσο του έλειψαν στην πρώτη του θητεία στον Ολυμπιακό, ένα εντυπωσιακό σερί κόντρα στον Παναθηναϊκό και η αίσθηση ότι οι “ερυθρόλευκοι” βρήκαν τον κατάλληλο κόουτς που θα τους έβγαζε οριστικά από τα αδιέξοδα.

Δεν ήταν εύκολο, καθώς η ομάδα προερχόταν από την ηθελημένη απουσία στις εγχώριες διοργανώσεις και δυο παίκτες, ιστορικά σύμβολα (Σπανούλης και Πρίντεζης) βρίσκονταν στο τέλος της ένδοξης διαδρομής τους. Μαζί με τους Αγγελόπουλους σχεδίασε και υλοποίησε μια εξαιρετική και χωρίς κλυδωνισμούς μετάβαση στην επόμενη μέρα, με τον Ολυμπιακό να γίνεται ξανά πρωταγωνιστής και να παίζει σύγχρονο, όμορφο και ολοκληρωτικό μπάσκετ.

Ο Μπαρτζώκας γίνεται ο πρώτος προπονητής στην EuroLeague που κερδίζει δυο φορές το βραβείο Γκομέλσκι και μαζί με τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς μοιράζεται τα περισσότερα τέτοια έπαθλα (συνολικά τρία) από τους υπόλοιπους προπονητές του κορυφαίου επιπέδου. Δεν του χαρίστηκε τίποτε σε αυτή την πολύχρονη διαδρομή από το τοπικό πρωτάθλημα της Αθήνας, μέχρι την EuroLeague. Τα κέρδισε με τη δουλειά του, την επιμονή του και τον ξεχωριστό τρόπο με τον οποίο σκέφτεται…

Πηγή: Sport 24

Pin It on Pinterest

Shares
Share This