Επιλογή Σελίδας

Του Zastro

Σποκέιν, Ουάσιγκτον. Βραχώδη Όρη.

Αρχές της δεκαετίας του ’60, στο πρώιμο στάδιο της υποχώρησης του Μακαρθισμού και της άμβλυνσης του ψυχροπολεμικού κλίματος. Μια ήσυχη γειτονιά Καθολικών, στην πλειοψηφία τους Ιρλανδοί, Ρώσοι και Ιταλοί εμιγκρέδες. Σπίτια με αυλές, αμερικανικές σημαίες στο περβάζι, station wagon τακτικά παρατεταγμένα σαν κούτες στα ράφια.

Τη μονοτονία του τοπίου σπάει μια ταβέρνα απ’ εκείνες τις ρουστίκ, τα τυπικά dining που έχουμε δει (και μάθει) από τις ταινίες. Ο ιδιοκτήτης της, ο Τζακ, είναι το τυπικό δείγμα Αμερικανού πατριώτη, ένας γιάνκης επιτυχημένος για την εποχή και το κοινωνικό στάτους του. Παντρεμένος με την Κλέμεντιν Τζοσεφίν Φράι, μια πρώην νοσοκόμα που άφησε τη δουλειά στην κλινική της περιοχής για να αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι στα τέσσερα παιδιά τους. Τον Στιβ, τη Λιάν, τη Στέισι και τον Τζον.

Τίποτα απ’ όλα όσα συντάραξαν την αμερικανική κοινωνία και σφράγισαν τη σύγχρονη ιστορία των ΗΠΑ δεν άγγιζαν το Σποκέιν, πολλώ δε την οικογένεια Στόκτον. «The Land of the Brave» είναι το μότο του Τζακ. Το υιοθετούν τα παιδιά του, το υπηρετούν καθένα με τον τρόπο του. Ο μικρός Τζον μονάχα “παρεκκλίνει”, το ερμηνεύει κάπως διαφορετικά.

Παιδί εσωστρεφές, “σεβαστικό”, σχεδόν εκκεντρικό. Λιγομίλητο, βυθισμένο στις σκέψεις του, στην ουσία αφοσιωμένο στην παρατήρηση και ερμηνεία των δεδομένων γύρω του. Μεγαλώνοντας σε μια οικογένεια με ευρεία αθλητική κουλτούρα και παρακινούμενος από την ενασχόληση του μεγαλύτερου αδελφού του με το μπάσκετ, αποφάσισε να δοκιμάσει μόνος του.

Δεν πήγε στο γυμναστήριο, δεν κατέβηκε στο playground της περιοχής, δεν ζήτησε από πατέρα και αδερφό “να του δείξουν”. Πίσω αυλή, μια πορτοκαλί μπάλα και ντρίμπλες. Όχι σουτ, μόνο ντρίμπλες. Δεν υπήρχε εξήγηση για αυτήν τη συμπεριφορά του παιδιού. Δεν σούταρε, δεν ήθελε να στήσει ο πατέρας του μπασκέτα στο γκαράζ, δεν ζήτησε να παίξει με τον αδερφό του. Ήταν ευτυχισμένος απλώς να χτυπάει τη μπάλα στο έδαφος, απλώς με την αίσθηση του καουτσούκ να υπακούει και να επιστρέφει στην παλάμη του.

Σούφρωνε τα χείλη, σαν να περνάει το μήνυμα ότι δεν θέλει πολλά, άφηνε το βλέμμα να χαθεί και απλώς μπίσταγε τη μπάλα. Αυτό. Άγνωστο τι σκεφτόταν, περίεργο τι τον γέμιζε. Ήταν όμως χαρούμενος, κι ας μην το έδειχνε ποτέ.

Λένε ότι η προσωπικότητα του ανθρώπου διαμορφώνεται βία μέχρι τα πέντε του. Ο Τζον Χιούστον Στόκτον, όταν μπίσταγε τη μπάλα ανέκφραστος στο Σποκέιν, ήταν έξι ετών, παιδί της Α’ Δημοτικού. Ο τυπικός αθόρυβος “καλός” μαθητής, το παιδί που δεν δημιουργεί ποτέ πρόβλημα ούτε στο σχολείο ούτε στο σπίτι.

Ένα πράγμα ζήτησε από τον πατέρα του μεγαλώνοντας, να τον αφήσει να επιλέγει εκείνος. Μόνος επέλεξε το σχολείο του, το Gonzaga Prep, μόνος του αποφάσισε να ασχοληθεί με το μπάσκετ. Ήταν το μοναδικό πράγμα που έσπαγε τον πάγο μέσα του, το μοναδικό που του πρόσφερε ένα αδιόρατο σε όλους μας thrill, το οποίο αντιλαμβανόταν μόνο εκείνος.

Ξέρετε, πολλές φορές αρκεί να καταλαβαίνουμε εμείς τον εαυτό μας, κι ας μην μπορούν οι άλλοι. Είναι καθαρτικό, ακόμα και εξαγνιστικό, να υπάρχει μια εσωτερική γραμμή ισορροπίας, ένα όριο προσωπικού χαρακτήρα, ακόμα κι όταν το περιβάλλον σε θεωρεί απόμακρο, εκκεντρικό, “δύσκολο”.

Ο Τζον ήταν πολύ καλός στο μπάσκετ. Το ήξερε, δεν το διατυμπάνιζε, δεν έκανε ποτέ φιγούρα, ούτε καν για να “κερδίσει το κορίτσι” στο Λύκειο. Πράγματα και θαύματα έκανε στο σχολικό Πρωτάθλημα, κι ας μην τον βοηθούσε το σώμα του, κι ας μην είχε όψη αθλητή και δει μπασκετμπολίστα.

Όλα τα είχε τακτοποιημένα και συντεταγμένα στο μυαλό του, όλα τρόπον τινά δρομολογημένα. “Ο καλύτερος του σχολείου”, χωρίς να έχει πατήσει το πόδι του στο playground. Αδιανόητο. Την τελευταία του χρονιά πήρε την απόφαση, πήρε αγκαλιά τη μπάλα και πέρασε τη σιδερένια πόρτα στο γήπεδο της περιοχής.

Πήγε και κάθισε στο τσιμέντο της μπασκέτας που έπαιζαν οι “καλοί”, εννοείται στην πλειοψηφία τους μαύροι, άλλωστε όλο το γήπεδο είχε τη φήμη ότι είναι “μόνο για μαύρους”. Ναι, μην λησμονούμε ότι η αναφορά γίνεται με τα δεδομένα της Αμερικής των late ’70s, μιας χώρας δυσερμήνευτης, σκληρής, ενοχικής.

Ο Τζον μπήκε στο γηπεδάκι, διότι μέσα του είχε καταλάβει ότι ήρθε η ώρα να μετρήσει και να μετρηθεί. Περίμενε υπομονετικά τη σειρά του, στην είσοδό του ο χρόνος σταμάτησε. Μια παγωμένη σιωπή κατέβηκε μέσα στο γήπεδο, όταν μπήκε να παίξει. Ακολούθησαν κρυφά γελάκια, η ανομολόγητη κοροϊδία που νιώθεις, όταν αιωρείται ο καγχασμός τριγύρω.

Λόγω καταβολών πίστευε ότι είναι στο “γκέτο”. Πολύ σύντομα η αμφιβολία έφυγε, κανένα γκέτο δεν υπήρχε στο Σποκέιν, μόνο οι αντιλήψεις ήταν τοξικές, αλλά στο μπάσκετ υπάρχει δικαιοσύνη. Το γήπεδο είναι ο καθρέπτης και ο Τζον στο γήπεδο αισθανόταν υπέροχα. Εκείνη ήταν η πρώτης μορφής “εξωστρέφεια” στην καριέρα του, η επαφή με τα παιδιά στο “απαγορευμένο” γήπεδο.

Αγάπησε το αγνό, το “ωμό” μπάσκετ του Σποκέιν, αναλογίστηκε τα χαμένα χρόνια, τη διαδικασία στην οποία ανώφελα υπέβαλε τον εαυτό του. Για τα χαμένα χρόνια αρνήθηκε κάθε πρόταση από τα “καλά” κολλέγια. Είχαν ενδιαφερθεί η Μοντάνα, το Αϊντάχο, πολλά καλά πανεπιστήμια με πολύ αξιόλογα προγράμματα για να εξασφαλίσουν τις υπηρεσίας του.

Ο Τζον ήταν άτεγκτος: Γκονζάγκα. Το Πανεπιστήμιο της πόλης του, το ταπεινό, το “άγραφο” σε σχέση με τα υπόλοιπα. Σήμερα θα έμοιαζε με τρέλα ή θα παρέπεμπε απευθείας σε χαμηλή αυτοπεποίθηση, τότε ήταν περίπου κανόνας τα “δύσκολα” λευκά παιδιά να μην επιλέγουν τα κορυφαία προγράμματα. Το ίδιο έκανε και ο Λάρι, στην ίδια λύση κατέληξε και ο Τζον.

Εμφανίστηκε στον προπονητή των «Zags» με πλήρη συναίσθηση των δυνατοτήτων του. Αποδέχτηκε το garbage time του πρωτοετούς, φρόντισε να έχει διττή συνεισφορά στο ακαδημαϊκό κομμάτι. Συμφώνησε με τον καθηγητή της Ιστορίας να αυξήσει τους βαθμούς των συμφοιτητών του σύμφωνα με τις επιδόσεις του στο παρκέ σε κάθε ματς πριν τις εξετάσεις.

Έτσι έγινε δημοφιλής, με αυτήν την παράξενη συμφωνία με τον καθηγητή του. Κάθε χρόνο και καλύτερα και ψηλότερα και αρτιότερα. Ναι, άρτιος, αυτό τον χαρακτήριζε ως μπασκετμπολίστα ακόμα και από τα χρόνια του κολλεγίου. Ένας ισχνός λευκός play maker 185 εκατοστών, χωρίς μούσκουλα και εντυπωσιασμούς.

Διέθετε όμως απίστευτο έλεγχο της μπάλας, εκπληκτική ντρίμπλα και τρομερή διορατικότητα στην ανάγνωση καταστάσεων και το χρονισμό της πάσας. Δεν είναι θέμα δουλειάς αυτά, δεν είναι επίκτητα. Τα είχε. Το σουτ δουλεύεται, η άμυνα το ίδιο, η τακτική είναι θέμα αντίληψης και οξύνοιας και απ’ αυτά ο Στόκτον είχε και για χάρισμα.

Τέσσερα χρόνια βελτίωσης. Σκαλί-σκαλί, με απίθανη γραμμικότητα. Σαν να του είναι γραμμένο, σαν να πρόκειται για αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Στην τελευταία του χρονιά το όνομά του ήταν στα μπλοκάκια όλων των scouts των ομάδων του ΝΒΑ. Όχι για τους 20 πόντους μ.ο. ούτε για τις ασίστ. Για την ήρεμη δύναμη, για τις απύθμενες ικανότητας ηγεσίας, για την αντίληψη του παιχνιδιού.

Οι Μπούλντογκς δεν έφτασαν στο March Madness, αλλά το όνομα του Στόκτον ήταν πολύ ψηλά στην κλάση του ’84. Ο Μπόμπι Νάιτ τον κάλεσε στο “ράλι” των επιλαχόντων για την ομάδα των ΗΠΑ στους Αγώνες του Λος Άντζελες. Ογδόντα κεφάλια κλήθηκαν στην Ιντιάνα για εκείνη την προεπιλογή, στο τέλος έμειναν 20, μεταξύ των οποίων και ο Τζον.

Η ηρεμία και η συμπεριφορά του εξόργιζαν τον Νάιτ, ο οποίος ήθελε οπωσδήποτε να τσεκάρει τα όριά του. Δεν βγήκε ποτέ εκτός εαυτού, έχασε όμως την τελική έγκριση του Μπόμπι που του είπε επί λέξει «αν υπήρχε άλλος προπονητής, ίσως να ήσουν μέρος της ομάδας. Από την άλλη, αν υπήρχε άλλος προπονητής, ίσως να μην έφτανες ποτέ μέχρι εδώ».

Δεν το έφερε βαρέως ο Στόκτον. Μιλάμε για μια από τις γνωστές τρέλες του Νάιτ, από την ίδια ομάδα “κόπηκε” και ο Τσαρλς Μπάρκλεϊ «που φλυαρούσε ακούραστα». Σε εκείνη τη μάζωξη συνάντησε για πρώτη φορά τον άνθρωπο και συμπαίκτη που επρόκειτο να γίνει το alter ego του, τον Καρλ Μαλόουν.

Όταν οι Γιούτα Τζαζ τον επέλεξαν στο #16 του draft, το κοινό ήταν διχασμένο. Εκκεντρικός, άνευρος, πειθήνια ανένταχτος. Είναι τρομερό πως κρίνονται όλα από το περιτύλιγμα. Η όλη συζήτηση για το αν “κάνει” ή όχι διήρκησε έναν χρόνο. Το 1985 ήταν ήδη σημείο αναφοράς των Τζαζ, είχε μόλις έρθει στην ομάδα ο Καρλ που γνώρισε στο “ράλι” και ο τότε προπονητής, Λάιντεν, είχε πείσει έναν νεαρό ονόματι Τζέρι Σλόαν να τον υποστηρίξει στο τεχνικό τιμ.

Τότε μπήκε ο σπόρος, τότε ξεκίνησε ο μύθος της Γιούτα. Ο Τζον απλώς εξακολούθησε να ανεβαίνει ένα-ένα τα σκαλοπάτια. Παρατήρησε τον κόσμο του ΝΒΑ, διαχώρισε τη θέση του και από το showtime των Λέικερς και από το arrogance των Σέλτικς και απλώς έβαλε το τραίνο του Σολτ Λέικ Σίτι στις ράγες.

Όταν ο Σλόαν ανέλαβε ως πρώτος προπονητής το 1988, ο Τζον είχε κλείσει με 13.8 ασίστ μέσο όρο, εκτός από τους 15 πόντους και το εξωπραγματικό 57.4% σε ποσοστά ευστοχίας. Ήταν 25 χρόνων, έτοιμος παίκτης.

Τρεις κατάλληλοι άνθρωποι, στο κατάλληλο σημείο, την κατάλληλη στιγμή. Στόκτον, Μαλόουν, Σλόαν. Η Πολιτεία των Μορμόνων μόλις είχε βρει τα σημεία αναφοράς της επόμενης μπασκετικής εικοσαετίας.

Ανέβαινε το σκαλοπάτι ο Τζον, μαζί του ανέβαιναν και οι Τζαζ. Βελτιωνόταν το feeling με τον Μαλόουν, γινόταν απείρως πιο δύσκολο να τους αντιμετωπίσουν οι αντίπαλοι. Τον Καρλ τον είπαν «Mailman» («ταχυδρόμο»), επειδή παρέδιδε πάντοτε το γράμμα. Το γράμμα 9/10 όμως το είχε συντάξει και εμπνευστεί ο Τζον Στόκτον.

Οκτώ συνεχόμενες σεζόν αύξανε τους μέσους όρους στις ασίστ ο Στόκτον. Αδιανόητο, αλλά συνέβη. Κοντά 15 ασίστ μοίραζε σε κάθε παιχνίδι. Είναι 30 πόντοι. Αναλογιστείτε το μέγεθος, φανταστείτε την επίδραση στο ίδιο το παιχνίδι. Το όνομά του έγινε συνώνυμο του play maker, το παιχνίδι του ήταν το εγχειρίδιο των «κοντών».

Σε ένα κόσμο γεμάτο αθλητικότητα, υπερφυσικά προσόντα, σε έναν κόσμο γεμάτο Τζόρνταν και Μάτζικ, δημιουργήθηκε και μια κάψουλα “Στόκτον”. Λογιστής, αρχιτέκτονας, μηχανικός, μαέστρος, πείτε όπως θέλετε. Αυτός και η μπάλα, αυτός και το μυαλό του να τρέχει δυο και τρεις φάσεις μπροστά.

Το γραμμάτιο που άφησε απλήρωτο ο Μπόμπι Νάιτ το ’84 πληρώθηκε και με το παραπάνω το ’92. Dream Team. Κατά πολλούς η πρώτη και η μοναδική στο μπασκετικό σύμπαν. Δεν ήταν δυνατόν να μην συμπεριληφθεί σε εκείνη την διαστημική ομάδα ο “γεωμέτρης” της. Κινδύνεψε να χάσει τους Αγώνες στη Βαρκελώνη, όταν έπεσε άτσαλα επάνω στο πόδι του ο «MJ», αλλά ο Τζον υποσχέθηκε στον Τσακ Ντέιλι ότι θα προλάβει.

Η φανέλα με το «12» δεν γινόταν να λείψει από τη Βαρκελώνη. Ήταν ο μοναδικός που το χάρηκε με την ψυχή του, έφερε μαζί την οικογένεια. σε μια κατάσταση με 24ωρη φρούρηση, αστυνομικούς συνοδούς, μέχρι SWAT και μυστικές υπηρεσίες, ο Στόκτον βγήκε να βολτάρει στις ramplas με τη γυναίκα και τα παιδιά. Συνδύασε δουλειά με διακοπές. Έτσι είπε σε μια από τις πολύ σπάνιες δημόσιες τοποθετήσεις.

Ένας σταρ του διαμετρήματός του, με συμβόλαια εκατομμυρίων να τρέχουν και 10 συμπαίκτες συνώνυμα ροκ σταρ, ήθελε να διαχωρίσει τη θέση του και να παραμείνει στη σκιά. Νομίζω αυτό έκανε τελικά και στο παρκέ.

Επέλεγε την πάσα για να πέσουν τα φώτα αλλού, για να μην τον βαραίνει “το όλον” της αθλητικής βιομηχανίας.

Δύο Χρυσά μετάλλια πήρε με την Εθνική των ΗΠΑ, δεν είπε όχι ούτε στην Dream Team 2.0 τέσσερα χρόνια αργότερα. Δεν ήταν το ίδιο για κανέναν, εκτός από τον Τζον. Είπαμε, «The Land of the Brave» παιδικά χρόνια, άλλη κουλτούρα.

Σταθερό και συγκεντρωμένο βλέμμα, μοναδική ψυχραιμία, σχεδόν ψυχρότητα. Παρατηρήστε το φινάλε των δυο Τελικών τωνΑγώνων της Βαρκελώνης και της Ατλάντα. Οι ΗΠΑ κατακτούν το Χρυσό, απομένουν ελάχιστα δευτερόλεπτα. Τη μπάλα την έχει αυτός. Δεν την “παίζει”. Απλώς ντριμπλάρει περιμένοντας να εκπνεύσει ο χρόνος. Στο άκουσμα της κόρνας ούτε πανηγυρίζει, ούτε την πετάει στον αέρα, ούτε τίποτα. Βάζει τη μπάλα κάτω απ’ το μπράτσο, δίνει μερικά high five και συμπεριφέρεται σαν να τελείωσε το ματσάκι στο ανοιχτό του Σποκέιν.

Ο Τζόρνταν είπε κάποτε ότι, αν τον συναντούσε στο δρόμο και δεν ήξερε ποιος θα είναι, θα τον περνούσε για τραπεζικό υπάλληλο, το πιθανότερο είναι να μην έδινε καν σημασία. «Σιωπηλός ηγέτης», έτσι χαρακτηρίστηκε. Αθόρυβος, ένας ιδιοφυής οραματιστής που πέταξε κάτω από τα ραντάρ σαν στελθ.

Πρώτος πασέρ, πρώτος “κλέφτης”, χειρουργικός σουτέρ, αποτελεσματικός στο traffic με εκείνο το ντεμοντέ και διόλου “τηλεοπτικό” μπάσιμο με το lay up. Ένας μπασκετμπολίστας με το δικό του όραμα, τη δική του θεώρηση στο παιχνίδι, τη δική του απόφαση για τη θέση του στο πάνθεον.

Ξεπέρασε τον Μάτζικ, πολύ πριν αποσυρθεί από την ενεργό δράση, πολύ πριν γίνουν οι Τζαζ υπολογίσιμη δύναμη για τον τίτλο. Από την 1η Φεβρουαρίου του 1995 προσπέρασε τον Μάτζικ, δυο χρόνια πριν “παρασύρει” τη Γιούτα στους τελικούς. Στην εποχή των Μπουλς, στην εποχή του «MJ», στην εποχή που όλοι ξέραμε ποιος θα φορέσει στο τέλος το δαχτυλίδι, αλλά υπήρχε αυτός ο τύπος που μαζί με τον Μαλόουν φρόντισαν να βάλουν το σπόρο της αμφιβολίας.

Κανένας δεν έχει ξεχάσει το «Flu game», το «Shot» με την προσποίηση και το “ακούμπημα” στον Μπράιον Ράσελ. Το σουτ της απελπισίας μετά το έκανε ο Στόκτον. Αν είχε μπει εκείνο το σουτ, εκείνη η τελευταία “προσευχή”, θα είχε γευτεί το νέκταρ που τόσο εδικαιούτο και ο Στόκτον. Επί χρόνια το συνέλεγε και το αποθήκευε στην κυψέλη των Τζαζ, δυο δεκαετίες υπέμενε στωικά να ωριμάσουν οι συνθήκες και να γευτεί το μέλι.

Του το χρωστούσε το μπάσκετ, σε πολλούς χρωστάει το μπάσκετ, αλλά για μυριάδες λόγους δεν αποκαταστάθηκε η αθλητική τάξη. Στα 19 του χρόνια ως επαγγελματίας, από τα 22 μέχρι τα 41 του χρόνια, ήταν εκεί. 1.504 παιχνίδια, 15.806 ασίστ, πάνω από 10 (!) μέσος όρος καριέρας. Είναι ασύλληπτα τα νούμερα, έχω την αίσθηση ανεπανάληπτα.

Ο κορυφαίος όλων των εποχών. Τίτλο που κατέχει και στα κλεψίματα, αλλά πρόκειται για “δεύτερη”, μη διαφημιζόμενη κατηγορία. Αποσύρθηκε 2 Μαΐου του 2003, σε δυο ημέρες οι Τζαζ είχαν ονομάσει το δρόμο μπροστά από το Delta Center με το όνομά του. Μετά απέσυραν εννοείται και τη φανέλα με το «12», έγιναν και τα αποκαλυπτήρια του αγάλματός του, λίγο αργότερα μπήκε και στο Hall of Fame.

Το country boy κούρεμά του, το κοντό σορτσάκι του, ακόμα κι όταν το υπόλοιπο NBA υιοθέτησε αυτές τις τεράστιες βερμούδες, η old school συμπεριφορά, το “Κλιντ Ίστγουντ” συνοφρύωμα στα χείλη.

Ένας παίκτης άλλης εποχής, ένας ανομολόγητος σούπερ σταρ με ικανότητα να μας ταξιδεύει στο χωροχρόνο.

Σουλούπι και συμπεριφορά από το παρελθόν, μπάσκετ σε κάποιο από τα παρκέ του μέλλοντος.

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This