Επιλογή Σελίδας

Του Αντώνη Οικονομίδη

To πρώτο μεταναστευτικό κύμα που κατέκλυσε την Ολλανδία καταγράφηκε αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Δεν άλλαξε, δεν θα μπορούσε να αλλάξει, την κοινωνική δομή, δεν περιλάμβανε μετανάστες από την Βόρεια Αφρική αλλά κυρίως προερχόμενους από τις αλλοτινές αποικίες του ολλανδικού βασιλείου.

Το δεύτερο προέκυψε από τα μέσα της δεκαετίας του ’60. Και αυτό, ναι, κυρίως είχε να κάνει με Μαροκινούς (και δευτερευόντως Τούρκους). Υπολογίζεται πως σε διάστημα μιας δεκαετίας έφτασαν στην Ολλανδία περίπου 50.000, στη συντριπτική τους πλειοψηφία άνδρες, οι οποίοι -προφανώς- ενίσχυσαν το εγχώριο εργατικό δυναμικό, καλύπτοντας τις τότε ανάγκες της πολυεπίπεδης ραγδαίας ανάπτυξης που είχε η χώρα, με άξονα τη ριζική αναδόμηση στο δίκτυο των υποδομών της.

Επίσης, όλη αυτή η εισροή δεν επηρέασε τη συνολική κοινωνική ματιά και αντίληψη. Προαιώνια ανεκτική, όχι κατ’ ανάγκη λόγω φιλελευθερισμού αλλά έστω σε επίπεδο κατοχύρωσης των δικαιωμάτων μέχρις εκεί που αυτά δεν καταπατούν ελευθερίες, η ολλανδική, εν μέσω και της απελευθέρωσης των 60s και των 70s, δεν επηρεάστηκε στο ελάχιστο από τη διαφορετικότητα της κουλτούρας της συγκεκριμένης φουρνιάς των μεταναστών.

Σε εκείνη βρέθηκε και ο Μοχάμεντ Ζιγές, ο οποίος το 1967 άφησε την Μπερκάνη, ένα χωριό Βέρβερων στο Βορειοανατολικό Μαρόκο, και μαζί με τους δύο μεγαλύτερους γιους του, τον Φαουζί και τον Χιτσάμ, έφτασαν στο Ντρόντεν, στην κεντρική Ολλανδία. Δεν ήταν στη Λιμβουργία όπου συγκεντρώθηκε το μεγαλύτερο μέρος των ομοεθνών του, αλλά και εκεί η παρουσία τους ήταν ξεχωριστή.

Διάλεξε να μείνει και να ζήσει εκεί, γιατί ήταν κοντά στο Άμστερνταμ, μια ώρα και κάτι δρόμο, όπου βρήκε δουλειά ως συγκολλητής μετάλλων. Δύο χρόνια μετά τη δική του άφιξη, η Ολλανδική Κυβέρνηση σύναψε σχετική διμερή συνθήκη με την αντίστοιχη του Μαρόκου, με την οποία ουσιαστικά διευκολυνόταν ακόμα περισσότερο η μετανάστευση.

Τόσο με ταξίδι καινούργιων μεταναστών, με τον χαρακτηρισμό των «εποχιακών εργατών», όσο και με τη διευκόλυνση όσων είχαν οικογένειες και τις είχαν αφήσει στην πατρίδα τους να μπορέσουν με λιγότερη γραφειοκρατία να τις φέρουν πλέον στη νέα.

Έτσι μετακόμισαν στο Ντρόντεν και η σύζυγος του Μοχαμέντ, Φατίχα, μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά τους. Μέσα σε 25 χρόνια, οι τρεις Μαροκινοί της φαμίλιας Ζιγές είχαν γίνει -ζωή να ‘χουν- 11, μιας και ο Μοχάμεντ και η Φατίχα απέκτησαν εννιά παιδιά, πέντε γιους και τέσσερεις κόρες.

Δείγμα της αλματώδους αύξησης της μαροκέν αποικίας και της εκπροσώπησής της στην Ολλανδία. Οι περισσότεροι, ειδικά οι δεύτερης (και πλέον οι τρίτης) γενιάς μετανάστες ενσωματώθηκαν. Οι ιδιαιτερότητες όμως της φυλής ήταν τόσο ευδιάκριτες, τόσο ξεχωριστές, που η γκετοποίηση -ακόμα και στο απλούστερο, χωροταξικά και όχι κατ’ ανάγκη κοινωνικά, εθνολογικά, οικονομικά- έμοιαζε και αποδείχτηκε αναπόφευκτη.

Το 98% των περίπου 450.000 Μαροκινών που πλέον ζουν στην Ολλανδία είναι Μουσουλμάνοι. Σε  μια κοινωνία που δεν διακρίνεται για την θρησκευτικότητά της, αλλά και όση και όπου βρίσκεται δεν παρουσιάζει χαρακτηριστικά τόσο έντονα όσα απαντώνται στο Ισλάμ, αυτό από μόνο του αρκεί για να ξεχωρίσει. Ακόμα και σήμερα οι διαφυλετικοί γάμοι δεν ξεπερνούν το 10% και αυτό με τις ευνοϊκότερες των στατιστικών.

Μόλις το 1/5 των Μαροκινών στην καταγωγή (σύμφωνα με στατιστικά των αρχών της δεκαετίας 2010-2020) έφταναν έστω στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Το αντίστοιχο ποσοστό για παράδειγμα στους γόνους Ιρανών ανερχόταν στο 50%. Αναντιστοιχία που προκαλεί ευδιάκριτη διαφοροποίηση, μιας και η πλειονότητα των νεαρών Μαροκινών, οι οποίοι δεν λαμβάνουν ή δεν ενδιαφέρονται για την εκπαίδευση, “ξεχωρίζει” και από τη μη ορθή χρήση της ολλανδικής γλώσσας.

Και ακόμα και αν δεν είναι η πλειοψηφία, η λεζάντα φτάνει για να μπει. Ειδικά με την σταδιακή αλλά εμφανέστατη μεταστροφή της ολλανδικής κοινωνίας τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Αυτή προσωποποιήθηκε στον Γκέερτ Βίλντερς, ο οποίος από μια γραφική, περιθωριακή, φιγούρα στα όρια της πολιτικής ζωής της χώρας έφτασε να την ορίζει κηρύττοντας μισαλλοδοξία.

Από το 1998 αδιάλειπτο μέλος του Kοινοβουλίου, αντιλήφθηκε τη διαφοροποίηση και την έκανε πολιτικό όχημα, ιδρύοντας το 2006 το κόμμα Partij voor de Vrijheid, δηλαδή το Κόμμα της Ελευθερίας. Ελευθερίας από τι και ποιους;

Στον πυρήνα του λόγου του, ο Βίλντερς έθεσε την αποισλαμοποίηση της Ολλανδίας. Συνέκρινε το Κοράνι με το Mein Kampf, ζητώντας την απαγόρευση του ιερού βιβλίου των Μουσουλμάνων στην Ολλανδία.

Υπεραμύνθηκε και επιδίωξε τον τερματισμό της μετανάστευσης περισσότερων Μουσουλμάνων στην Ολλανδία, απαίτησε να σταματήσει η κατασκευή νέων τζαμιών, δίνοντας ταυτότητα στην αυξημένη εγκληματικότητα και χαρακτηρίζοντάς την «τρομοκρατία του δρόμου».

Είχε απήχηση. Στην πρώτη εκλογική του απόπειρα, ο νέος πολιτικός φορέας το 2006 πήρε 6% και εννέα έδρες στο Kοινοβούλιο. Τέσσερα χρόνια αργότερα έλαβε 15.5% και 24 έδρες. Το 2012, με καμπάνια την αποχώρηση της Ολλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, έλαβε 10.1%, ανακτώντας ισχύ με την καταλυτική του συμμετοχή στην Κυβέρνηση μειοψηφίας που σχηματίστηκε το 2014 και δυνάμεις με την εκλογή Δημάρχων στις τοπικές εκλογές, αλλά και διεθνώς με την είσοδό του στο Ευρωκοινοβούλιο και το ταίριασμα με ανάλογης υφής πολιτικούς σχηματισμούς που ολοένα κέρδιζαν έδαφος (και στις χώρες τους και στις Βρυξέλλες), ενώ το 2017 το ποσοστό ανέβηκε και πάλι στο 13.1%.

Σταθερή, πρωτοπόρος, δύναμη της πολιτικής ζωής της Ολλανδίας, ξεκάθαρη αντανάκλαση του δομικού μετασχηματισμού της κοινωνικής αντίληψης της χώρας, η οποία ολοένα και περισσότερο περιόριζε την ανεκτικότητά της, εντείνοντας τις αντιθέσεις και ενισχύοντας τα κλισέ και τις τάσεις που ουσιαστικά τις διαμόρφωναν.

Ακριβώς λοιπόν στην ακμή της επιρροής της αντίληψης που πρέσβευε πολιτικά ο Βίλντερς, οι μαροκινής καταγωγής πολίτες στατιστικά καταγράφονταν πως είχαν πενταπλάσιες πιθανότητες εμπλοκής, έστω και ως ύποπτοι, σε παραβατική ποινικά συμπεριφορά σε σχέση με τους αυτόχθονες Ολλανδούς. 4.64% έναντι 0.83%.

Το ποσοστό για πιθανή έκνομη δράση αυξήθηκε από το 2.5% που απαντώταν στην πρώτη γενιά μεταναστών στο 7.4% στη δεύτερη. Ανεξαρτήτως ηλικίας έφτανε στο 7.8%, ενώ για τους Μαροκινούς μεταξύ 18 και 25 ετών ο ένας στους 10 θα είχε, σε κάποια στιγμή, θεωρηθεί τουλάχιστον ύποπτος για ποινικό αδίκημα, κάτι που θεωρήθηκε ως και η αιτία που ο δείκτης εγκληματικότητας στην Ολλανδία διπλασιάστηκε τη δεκαετία 2005-2015.

Και το στερνοπαίδι του Μοχάμεντ και της Φατίχα, ο Χακίμ, δεύτερης γενιάς Μαροκινός μετανάστης είναι. Το ότι είναι γέννημα θρέμμα Ολλανδός λεπτομέρεια που στο πλαίσιο της εποχής που μεγάλωσε δεν έκανε την παραμικρή διαφορά. Αυτήν ακριβώς τη συγκεκριμένη κοινωνικοπολιτική συγκυρία βίωσε στην εφηβεία του, αποτελώντας κομμάτι των προαναφερθέντων στατιστικών.

Όχι μόνο αυτών, όχι μόνο για μια φορά, όχι για μόνο έναν λόγο. Σε κάθε περίπτωση επιβεβαιώνοντας πλήρως, χωρίς την παραμικρή διάθεση να ξεφύγει από αυτά, όλα τα στερεότυπα με τα οποία ταυτίστηκε, πριν καλά-καλά μπορέσει να τα αντιληφθεί. Μόνη του διαφυγή, όπως αποδείχτηκε, το ποδόσφαιρο.

Και έτσι, με ταλέντο προφανώς αλλά κυρίως τύχη και μέριμνα που δεν είχε μεγαλώνοντας, κατάφερε να μην προστεθεί και σε άλλες, πολύ πιο ζωτικές και κολάσιμες, στατιστικές.

Δρόμος, καταχρήσεις και -πού και πού- μπάλα

Ό,τι έβλεπε, αυτό και έκανε. Τα μεγαλύτερα αδέρφια του, φτάνοντας με τον πατέρα τους στην Ολλανδία, προσπάθησαν να παίξουν ποδόσφαιρο επαγγελματικά. Αψείς, ατίθασοι, απροσάρμοστοι, δεν το κατάφεραν. Το μικρόβιο όμως πέρασε και στον βενιαμίν της οικογένειας. Η μπάλα προέκτασή του, μοναδικό ουσιαστικά μέσο έκφρασης και αποδοχής.

Για γράμματα ούτε λόγος.  Μπάλα μόνο. Στην αυλή του σχολείου, στην αλάνα, στον δρόμο μπροστά από το σπίτι, στα γηπεδάκια που είναι διασκορπισμένα παντού. Και εκεί ό,τι έβλεπε έκανε. Ξημεροβραδιαζόταν προσπαθώντας να ξεπατικώσει κινήσεις του Ροναλντίνιο, του Ζιντάν, του Ζλάταν. Και ο μπαγασάκος το κατάφερνε, κερδίζοντας φήμη από νωρίς για το ταλέντο του.

Τι να το κάνεις όμως; Στα 10 του μόλις βίωσε την απώλεια του πατέρα του, από μια σπάνια νευρομυοπάθεια. Αδύνατον να το διαχειριστεί, αδύνατον αποδείχτηκε και για την οικογένειά του να βρει αντιστάσεις. Τα μεγάλα του αδέρφια συστηματικά πια απέκτησαν προβλήματα με τον νόμο, μπαινοβγαίνοντας στη φυλακή, χωρίς να θέλουν και μπορούν να συνεισφέρουν οικονομικά με νόμιμους τρόπους.

Ό,τι έβλεπε, έκανε και αυτός. Παράτησε το σχολείο (ή τον παράτησε, μικρή σημασία έχει), παράτησε και την τοπική ομάδα στην οποία προσπαθούσε να μάθει συντεταγμένα ποδόσφαιρο. Και βγήκε, πού αλλού, στον δρόμο, γνωρίζοντας σιγά-σιγά, βήμα το βήμα, όλα όσα για τα οποία η φυλή του (που δεν γνώριζε, μιας και ελάχιστη επαφή είχε με την μητέρα πατρίδα των γονιών του) είχε στοχοποιηθεί.

Η φυλή και η μπάλα ήταν αυτές όμως που προσέφεραν τις μόνες εναλλακτικές. Στην τοπική ομάδα του Ντρόντεν γνώρισε τον Αζίζ Ντουφικάρ, επαγγελματία ποδοσφαιριστή στα νιάτα του, ο πρώτος μαροκινής καταγωγής που έφτασε να παίξει στην Eredivisie. Εκεί δούλευε ως εκπαιδευτής, προσπαθώντας και αυτός να δαμάσει εντός των τεσσάρων γραμμών τα λιοντάρια που ταΐζονταν από άλλα, εκτός αυτών των γραμμών.

Ο μικρός ήταν… ορισμός. Σε όλα. Και στο ταλέντο και στον ατίθασο χαρακτήρα αλλά και για το πλαίσιο της αποστολής που ο Ντουφικάρ (θεωρούσε πως) είχε αναλάβει. Όχι για να αναδείξει όμοιούς του, επαγγελματίες δηλαδή ποδοσφαιριστές, αλλά για να διασώσει ανθρώπους.

Παρότι ο Χακίμ ήταν πρότυπο ασυνέπειας, χωρίς την παραμικρή εμπιστοσύνη σε προγράμματα, ρουτίνες και οτιδήποτε προϋπόθετε ένα καλούπι ποδοσφαιρικό, παρότι η φήμη του στον δρόμο ολοένα και περισσότερο κέρδιζε αυτήν στο χορτάρι, εν τούτοις ο Ντουφικάρ κατάφερε να του κλείσει ένα δοκιμαστικό στη Χέρενφεϊν.

Το εντυπωσιακότερο δεν είναι πως το πέρασε με επιτυχία. Το εντυπωσιακότερο είναι πως… πήγε. Και έτσι, στα 14 του βρέθηκε σε άλλο τμήμα της ολλανδικής επαρχίας, σε τελείως διαφορετική λογική από αυτήν που άφηνε στο σπίτι του, σε ένα φυτωριακό τμήμα φημισμένο διεθνώς και, όπως προβλεπόταν, υπό την σκέπη μιας οικογένειας -ούτε σε σενάριο…- Αρμένιων μεταναστών, η οποία και συνεργαζόταν για τέτοιες ακριβώς περιπτώσεις (να φιλοξενεί δηλαδή παιδιά της ακαδημίας) με τα «Νούφαρα».

Δρόμος στο Ντρόντεν, δρόμος και στο Χέρενφεϊν. Μαροκινοί στο Ντρόντεν, Μαροκινοί και στο Χέρενφεϊν. Αδύνατον να τον κάνουν καλά τα μέλη της οικογένειάς του στο Ντρόντεν, πώς να το έκαναν αυτά της θετής του στο Χέρενφεϊν; Η τραμπάλα, στην οποία θαρρείς κλυδωνιζόταν, ασταμάτητη. Και όσο και αν το πλαίσιο έμοιαζε να ωθεί το ένα, “υγιές”, κομμάτι, η πραγματικότητα ήταν πως ολοένα και περισσότερο κόντευε να σπάσει. Μια και καλή.

Απροσάρμοστος, ανυπάκουος, κατρακυλούσε. Πίνει, καπνίζει, κυλάει στις ουσίες και τις γουστάρει τόσο που γίνεται βαποράκι για έξτρα χαρτζιλίκι και τσάμπα μυτιές. Πραγματικά θαύμα πώς σε αυτό το life style ταίριαζε, κολλούσε, παρέμενε η μπάλα. Το σαράκι, η ανόθευτη παιδική καψούρα περισσότερο εθιστικά από οτιδήποτε άλλο μάλλον.

Χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως και εκεί ήταν ακόλουθος του προβλεπόμενου πλαισίου. Ούτε καν. Στη χάση και στη φέξη τον έβλεπαν στις προπονήσεις και, σε όσες έκανε την τιμή να εμφανιστεί, στις περισσότερες σερνόταν, απότοκο της ανεξέλεγκτης ζωής που έκανε.

Ακόμα και έτσι όμως, ξεχώριζε. Όχι όμως τόσο ώστε να πάρει κάποιος από τη Χέρενφεϊν την ευθύνη να του κάνει επαγγελματικό συμβόλαιο. Αυτό έγινε μόλις στα 19 του, ηλικία που στην ποδοσφαιρική Ολλανδία δεν ξεκινάς, αλλά έχεις φτάσει ήδη. Αυτός έφτανε, συνεχώς, στο κρατητήριο, έχοντας ήδη προλάβει να κατηγορηθεί στην εφηβεία του για επιθέσεις, κατοχή ναρκωτικών και ένοπλες απειλές. 

Και έγινε αυτό το μικρό, πρώτο, επαγγελματικό συμβόλαιο, στην εσχατιά του περιθωρίου που μπορούσε να το κάνει, ουσιαστικά ως χάρη στον Μουσταφά Νακλί. Μαροκινός μετανάστης και αυτός, μετέτρεψε τη διέξοδο σε ευκαιρία, τον περιθωριοποιημένο άνθρακα σε θησαυρό, μέσω του ποδοσφαίρου. Έγινε ατζέντης, στοχεύοντας σε πελατεία μεταξύ των ταλαντούχων ομοεθνών του.

Ξεχώρισε τον Ζιγές λίγο πριν την ενηλικίωσή του και, ακριβώς αναγνωρίζοντας τις ιδιαιτερότητές του, τον ανέλαβε 24/7. Έγινε αυτός ο ελεγκτής που ποτέ δεν είχε νιώσει, προσπαθώντας να ισορροπήσει το βάρος της τραμπάλας.

Όταν η διέξοδος έγινε μονόδρομος

Με κάποιον τρόπο το κατάφερε. Ο Μάρκο Βαν Μπάστεν ήταν αυτός που έδωσε την πρώτη ευκαιρία στον, επαγγελματία πια, Ζιγές, καλοκαίρι του ’12. Όπως την προσέφερε, με τρία σερί παιχνίδια βασικός στο ξεκίνημα εκείνης της σεζόν στη Χέρενφεϊν, έτσι και την… εξαφάνισε, βγάζοντάς τον από την 11άδα για επτά μήνες.

Πλέον όμως, μετά από τόσα και τόσα που είχαν ορίσει τη μοίρα του και της είχαν ξεκάθαρα δώσει κατεύθυνση, δεν γινόταν να λοξοδρομήσει. Όταν, άνοιξη ’13 πια, μπήκε ξανά στην 11άδα των «Νούφαρων», δεν βγήκε ποτέ. Για την ακρίβεια, δεν βγήκε ποτέ για τις επόμενες επτά σεζόν του στην Eredivisie, παίζοντας σε τρεις διαφορετικές ομάδες και συνεχώς ανεβαίνοντας επίπεδο.

Μετά τη Χέρενφεϊν, ήρθε η Τβέντε και μετά ο Άγιαξ, με τον «Αίαντα» το καλοκαίρι του ’16 να δαπανά 11 εκατ. ευρώ για να τον πάρει στο Άμστερνταμ. Εκεί που για δεκαετίες έβγαζε φορτικότατο, επώδυνο, σκληρό μεροκάματο. Το «10» τον συνόδευσε τόσο στη φανέλα όσο και την προσέγγιση, μιας και οι επιδόσεις του -στην έτσι κι αλλιώς βολική για τέτοιες πασαρέλα του Ολλανδικού Πρωταθλήματος- σε γκολ και σε ασίστ εντυπωσιάζουν.

Την εποχή της κυριαρχίας στην κοινωνικοπολιτική ατζέντα της επιχειρηματολογίας του Κόμματος της Ελευθερίας θα ήταν μάλλον αδύνατον για έναν σαν και αυτόν, με το δικό του background, να διαλέξει -όταν κλήθηκε να το κάνει- την ολλανδική ποδοσφαιρική ταυτότητα (παρότι Ολλανδός πολίτης). Η ειρωνεία του timing της επιλογής του να φορέσει το εθνόσημο του Μαρόκου, τη δημοσιοποίησε το 2015, αυταπόδεικτη και μεγεθύνεται από την αναστάτωση που προκάλεσε στους κόλπους της Ολλανδικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας.

Οι επιτελείς της επιδόθηκαν σε ανένδοτο κατά του Μουσταφά Νακλί, ο οποίος κατηγορήθηκε για lobbying εκ μέρους των Αφρικανών ώστε να οδηγήσει τους μαροκινής καταγωγής πελάτες του (και όχι μόνο, μεταξύ αυτών ήταν και ο Νασίρ Μαζραουί) διεθνείς με τα «Λιοντάρια του Άτλαντα», αγνοώντας έτσι τους «Oranje» αλλά και τη θητεία που οι περισσότεροι εξ αυτών είχαν στις φυτωριακές ολλανδικές Eθνικές ομάδες.

Παράλληλα, κατά παράβαση των κανονισμών της FIFA, η Ολλανδική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία επιδίωξε να περάσουν νομοθεσία και πλαίσιο που θα υποχρέωνε τους γόνους μεταναστών, οι οποίοι και καλούνταν στα ολλανδικά αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα να διαλέξουν ποδοσφαιρικό διαβατήριο από την πρώτη στιγμή της οποιασδήποτε κλήσης τους σε εθνική ομάδα και όχι -όπως προβλέπεται- όταν κληθούν σε επίπεδο Aνδρών.

Την ώρα δηλαδή που το Ολλανδικό Kοινοβούλιο συζητούσε τρόπους ώστε να περάσει νομοθεσία -κατ’ αίτημα του κόμματους του Βίλντερς– που θα έθετε φραγμούς ως και στους ενδοφυλετικούς γάμους μεταναστών, η Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της χώρας προσπαθούσε -πάλι κατά παράβαση των διεθνών κανόνων (χωρίς εν τέλει να το πετύχει)- να… ολλανδοποίησει τους εξοστρακισμένους και ανεπιθύμητους κοινωνικά μετανάστες.

Παράλογο;

Λατρεύτηκε από την εξέδρα του Arena. Λατρεύτηκε και να… μισείται. Οι οπαδοί του Άγιαξ τον βάφτισαν «μάγο» για όσα έβλεπαν να κάνει στο γήπεδο, αλλά και επίσης -για όσα έκανε, δεν έκανε, έκανε υπερβολικά ή καθόλου- δεν δίσταζαν να τον αποδοκιμάζουν, χρεώνοντάς του την όποια αποτυχία, το οτιδήποτε αρνητικό, είτε σε αποτέλεσμα ορατό και απτό από την κοινή γνώμη είτε έστω σε κάτι που το… οσμίζονταν ως θέμα εσωτερικό στα αποδυτήρια.

«Σίγουρα, ο Ζιγές θα φταίει».

Τον είδαν να αποβάλλεται στο ευρωπαϊκό του ντεμπούτο (και μόλις στο δεύτερο παιχνίδι του με τη φανέλα του «Αίαντα»), βλέποντας δύο κίτρινες κάρτες σε διάστημα 24 λεπτών στο παιχνίδι με τον Παναθηναϊκό στην Αθήνα στην πρώτη αγωνιστική των ομίλων του Europa League το 2016, τον είδαν όμως να οδηγεί εκείνη τη σεζόν τον Άγιαξ στον Τελικό της διοργάνωσης και δύο χρόνια αργότερα να φτάνει δευτερόλεπτα από τον Τελικό του Champions League, στην τελευταία καταπληκτική φουρνιά των τετράκις Πρωταθλητών Ευρώπης που διαχειρίστηκε ο Έρικ Τεν Χαχ.

Από εκείνη όλοι σχεδόν οι συνοδοιπόροι του έφυγαν πρώτοι. Αυτός έμεινε για δύο ακόμα χρόνια στο Άμστερνταμ. Έχοντας δώσει το «10» στον Ντούσαν Τάντιτς, όταν ο Σέρβος εντάχθηκε στον Άγιαξ, δεχόμενος να αλλάξει θέση και να πάει στα δεξιά για να χωρέσουν όλοι, και τελικά αποχωρώντας για χάρη της Τσέλσι, λαμβάνοντας ως κατευόδιο την τρις διαδοχική αναγνώριση των οπαδών του «Αίαντα», οι οποίοι τον ψήφισαν διαδοχικά καλύτερο παίκτη της ομάδας στις τελευταίες του σεζόν (άλλες τόσες αναγορεύτηκε κορυφαίος της Eredivisie).

Άλλο θεριό οι «Μπλε», άλλο επίπεδο η Premier League. Πανηγύρισε το Champions League (2021, μαζί με Παγκόσμιο Συλλόγων και Ευρωπαϊκό Super Cup), αλλά στα χρόνια του στο Λονδίνο, κακά τα ψέματα, η καλύτερη στιγμή του ήρθε τον Νοέμβριο του 2022 στο… Παγκόσμιο Κύπελλο, οπότε και με το Μαρόκο έφτασε στην τετράδα, στην καλύτερη πορεία αφρικανικής ομάδας στην ιστορία του θεσμού.

Εμφανίσεις διαβατήριο για να διεκδικήσει έναν επωφελή δανεισμό στην Παρί, ο οποίος όμως χάλασε στο παρά πέντε της χειμερινής μεταγραφικής περιόδου παρά την ασφυκτική, πάντα οριακή σε επίπεδο συμπεριφοράς, πίεσή του προς τον νέο ιδιοκτήτη των Λονδρέζων, Τόντ Μπόελι. Μέχρι και μηνύματα που έστελνε στον Αμερικανό -κάθε άλλο παρά αρμόζοντα σε μια εργοδοτική σχέση…- για να προωθήσει, φορτικά, το deal διέρρευσαν, με τον ίδιο να θεωρείται υπεύθυνος αυτής της διαρροής, χωρίς ποτέ να το αρνηθεί.

Σιγά που θα τον ένοιαζε. Χρόνια μπάλας έχει αρκετά ακόμα μπροστά του. Οικονομικό θέμα δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει ξανά. Ούτε αυτός, ούτε τα παιδιά του (όταν κάνει), ούτε η πολυμελής φαμίλια του, την οποία και πλέον καθοδηγεί. Η εικόνα του, έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν τον απασχολούσε.

Ναι, δεν είναι όπως ήταν στα ατίθασα νιάτα του, αλλά έχει επιδεικτικά αγνοήσει δημοσιοσχετίστικα εργαλεία και PR-ιλίκια που θα αναδείκνυαν ένα διαφορετικό προφίλ από αυτό του, μόνιμα, κακού παιδιού.

Σταθερή, αμείωτη και πάντα γενναιόδωρη η στήριξή του στην οικογένεια του (επίσης γόνου μαροκινών μεταναστών) Αμπντελχάκ Νουρί, τον οποίο και είχε συμπαίκτη στον Άγιαξ. Τελείως άγνωστός του ο Λεόν Ντε Κόγκελ, με άσημη καριέρα, που τον έφερε στα 27 του να βγάζει το ψωμί του σε ομάδα των χαμηλότερων κατηγοριών της Ισπανίας. Ακόμα και αυτό όμως το έχασε, ύστερα από ένα αυτοκινητιστικό που είχε κατά τη διάρκεια διακοπών του στη Μάλτα. Καλά-καλά δεν ήταν σίγουρο αν θα μπορούσε να περπατήσει ξανά, για να το κάνει, έστω και με πατερίτσες, χρειάστηκαν θεραπείες και αγωγές που τον εξάντλησαν οικονομικά. Όταν το πρόβλημά του δημοσιοποιήθηκε, ο Ζιγές ήταν αυτός που έσπευσε να βοηθήσει.

Υπάρχουν κι άλλα. Άλλα καταγεγραμμένα, άλλα όχι. Όλα θα μπορούσαν, με την κατάλληλη αξιοποίηση από επαγγελματίες του είδους, να αλλάξουν τελείως την εικόνα του, η οποία -κακά τα ψέματα- επηρεάζεται από το παρελθόν του, από τη φήμη που αυτό τού κληροδότησε και την οποία όμως ποτέ δεν αποποιήθηκε.

Στις αρχές του 21ου αιώνα το Ινστιτούτο Verweij-Jonker δημοσίευσε μια μελέτη η οποία πραγματευόταν τα αίτια της ακόμη τότε απαρχής της περιθωριοποίησης των μαροκινών μεταναστών στην ολλανδική κοινωνία. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε σχηματικά αποδόθηκε με μια ατάκα που χαρακτήριζε τα όσα προέρχονταν, αφορούσαν και διαμόρφωναν την στάση ζωής των νεαρών μαροκινών.

«Στον δρόμο».

Εκεί ζούσαν, εκεί συναναστρέφονταν, εκεί μεγάλωναν, εκεί έκαναν τα πάντα. Καλά, κακά, νόμιμα ή παράνομα. Εκεί έπαιζαν ποδόσφαιρο, (από) εκεί έφευγαν για τη φυλακή.

Όλα, μα όλα, του δρόμου που μεγάλωσε, του δρόμου που έζησε, του δρόμου που ανδρώθηκε, τα ρούφηξε ως το μεδούλι ο Χακίμ Ζιγές. Ακόμα και με τα εκατομμύρια, τη φήμη και τη δόξα που πλέον πασπαλίζουν τη ζήση του, δεν θα μπορούσε ούτε και να πουλήσει πια κάτι άλλο από αυτό που είναι, από αυτό που έγινε.

Ποδοσφαιρικά και ανθρωπινά.

«Γιατί ο δρόμος ανατρέφει τα σκληρότερα παιδιά».

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This