Επιλογή Σελίδας

Του Γιώργου Καραμάνου

«Πίναμε τον καφέ μας ήσυχα σε μία παραλία λίγο έξω από την Αθήνα, όταν μας πλησίασε μία γερασμένη γυναίκα. Ήταν τσιγγάνα που έλεγε τη μοίρα.

Μας ρώτησε εάν θα θέλαμε να μας διαβάσει το φλιτζάνι. Εγώ δεν γνώριζα καθόλου ελληνικά, αλλά η σύζυγος του Ροβέρτο Γκαραμάχο, με τον οποίον ο άντρας μου έπαιζε μαζί στον Παναθηναϊκό, της απάντησε ότι δεν θέλαμε. Ωστόσο, μου άρεσε η ιδέα και τελικά της δώσαμε τον καφέ. Της ζήτησα να μου πει μόνο τρία πράγματα για τη ζωή μου. Δεν την ήξερα, δεν την είχα ξαναδεί ποτέ. Ούτε εκείνη ήξερε ότι ήμουν η γυναίκα του Χουάν Ραμόν Βερόν.

Το πρώτο όμως που ξεστόμισε με έκανε να ανατριχιάσω. “Θα κάνεις τρεις γιους. Και ο πρώτος θα γίνει τόσο ξακουστός που το αστέρι του θα λάμπει για πάντα”».

Ήταν το 1973, η Σεσίλια Πορτέλα μόλις 19 ετών και ο Χουάν Σεμπάστιαν Βερόν δεν βρισκόταν ούτε καν σαν ιδέα στην σκέψη της. Μόνο που η τσιγγάνα μάγισσα ήξερε. Και έτσι συνέβη…

Είναι 9 Μαρτίου του 1975. Ένα Peugeot 404 τρέχει δαιμονισμένα στους δρόμους της Λα Πλάτα με κατεύθυνση το μαιευτήριο. Ο μετέπειτα προπονητής του Ντιέγκο Μαραντόνα και της Αργεντινής του 1986, Κάρλος Μπιλάρδο, έχει δώσει μικρή άδεια στον Χουάν Ραμόν. «Σε δύο ώρες πρέπει να είσαι πίσω, ακούς»; Σε τρεις ξεκινούσε το μεγάλο ντέρμπι της πόλης με τη Χιμνάσια και το αστέρι της Εστουδιάντες δεν γινόταν να απουσιάζει.

Ο Μπιλάρδο ήταν πολύ προστατευτικός μαζί του, όπως θα έκανε μελλοντικά και με τον Μαραντόνα. Σε βαθμό μάλιστα τέτοιο που το πρωί δεν άφησε να τον ξυπνήσουν από τον βαθύ ύπνο του για να του ανακοινώσουν τα σπουδαία. Του τα είπε, αφού ξύπνησε μόνος του. Η Σεσίλια είχε γεννήσει τον πρωτότοκο. Εκείνον που θα αναλάμβανε να συνεχίσει και να επεκτείνει τον θρύλο των Βερόν στην Εστουδιάντες.

Η «Μάγισσα» είχε πλέον έτοιμο το «Μαγισσάκι» της και κάπου στην Ελλάδα εκείνη η τσιγγάνα έτριβε τα χέρια της για την εκπλήρωση της προφητείας…

Μάγισσα και Μαγισσούλα

Παραδόξως, ο πατέρας δεν ήθελε αρχικά ο γιος του να ακολουθήσει τα βήματά του. «Πάντοτε του έλεγα να σπουδάσει και, όταν τα παράτησε, στεναχωρήθηκα», θυμάται ο Χουάν Ραμόν. Μόνο που ο μικρός είχε το μικρόβιο. Τα γονίδια δεν γινόταν να νικηθούν. Η κληρονομιά στα κύτταρα, στο αίμα, παντού, όρισε το μονοπάτι.

Ήταν μόλις 4 ετών, όταν ο μπαμπάς τον είχε στον πάγκο σε ένα φιλικό κι εκείνος έβρισε τον διαιτητή, με τον τελευταίο να του δείχνει την κόκκινη κάρτα. Άπαντες γέλασαν, εκτός του μπαμπά. Το βαρύ όνομα που κουβαλούσε δεν επέτρεπε να γίνονται αστεία με τον κανακάρη του. Του πέταξε τις μπάλες που είχε σπίτι, αλλά η μαμά Σεσίλια του έδινε μία στα κρυφά και τον άφηνε να την κλωτσάει στους τοίχους. «Κάποια στιγμή τον είδα κι εγώ. Και κατάλαβα. Το παιδί αυτό έπρεπε να παίξει ποδόσφαιρο και εγώ έπρεπε να το αποδεχτώ»!

Η Εστουδιάντες αποτέλεσε μονόδρομο. Εκεί στα χνάρια του μπαμπά. Η «Bruja» («Μάγισσα») είχε τοποθετήσει τον πήχη τόσο ψηλά που δεν φαινόταν να υπάρχει πιθανότητα να τον αγγίξει. Ο Χουάν Ραμόν υπήρξε ένας μύθος για το αργεντινικό ποδόσφαιρο. Εκείνος ήταν που οδήγησε τους «Φοιτητές» σε τρία διαδοχικά Copa Libertadores (1968-1970) και στη θρυλική επικράτηση επί της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του Τζορτζ Μπεστ στο Διηπειρωτικό του 1968.

Υπήρξε κάτι το φανταστικό, όπως έμαθαν και στην Ελλάδα, χαζεύοντάς τον με τη φανέλα του Παναθηναϊκού (1972-1975). Εκείνος ήταν σαν ξωτικό. Καθώς κάλπαζε στο αριστερό φτερό της επίθεσης, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τι θα κάνει. Το αναπάντεχο, το λιγότερο συνηθισμένο, το ξαφνικό, αυτά ήταν που τον έκαναν να δείχνει σαν τον μάγο της φυλής. Πώς θα γινόταν λοιπόν να τον φτάσει;

Ο Σεμπάστιαν δεν του έμοιαζε σχεδόν καθόλου. Σε τίποτα στυλιστικό, αγωνιστικό. Είχαν όμως κάτι κοινό, την τρέλα, το πάθος, την ένταση, έναν ασυμβίβαστο πόθο για τη νίκη. Στα 18 του, όταν του έδωσαν συμβόλαιο στους μεγάλους, η αρχική σκέψη ήταν πως συνέβη με μέσο. Και η πρώτη του χρονιά εκεί δεν το διέψευσε. Το timing ήταν το χείριστο, όπως και η σεζόν που οδήγησε στον υποβιβασμό. Για εκείνον ωστόσο, αυτό του έδωσε χώρο να κινηθεί, να παίξει, να διακριθεί.

Στις κακοτράχαλες σκληρές αλάνες της Β’ Αργεντινής το 19χρονο αγόρι βγήκε μπροστά, την πήρε από το χέρι και την οδήγησε στην επιστροφή στα σαλόνια. Πλέον για τους διψασμένους οπαδούς ήταν ξεκάθαρα ο γιος του μπαμπά του. Το «παιδί της Μάγισσας», η «μικρή Μαγισσούλα», η «Brujita».

Τα διαπιστευτήρια είχαν δοθεί και στην αρχική παρουσία του στη μεγάλη κατηγορία παρατέθηκαν με ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία, οδηγώντας την Μπόκα Τζούνιορς να τον κάνει δικό της. Και αυτό μάλιστα συνέβη με τις δημόσιες ευλογίες του Ντιέγκο Μαραντόνα.

Ξόρκια στο Calcio

Μισή σεζόν στο Bombonera στάθηκε υπεραρκετή. Στη Σαμπντόρια είχαν χρόνια που αναζητούσαν τον διάδοχο του θρυλικού Βραζιλιάνου, Τονίνιο Σερέζο, και δεν το κατάφερναν. Όταν λοιπόν έδειξαν στον Σβεν Γκόραν Έρικσον το βίντεο για τον νεαρό που ήθελαν να του πάνε στη Γένοβα, είπε αμέσως το ναι. Η αλήθεια είναι πως η «Ντόρια» τον αγόρασε για αμυντικό μέσο, αλλά ο Σουηδός τεχνικός υπήρξε ο αναμορφωτής του.

Εκείνος ήταν που του έδωσε την μπαγκέτα του μαέστρου και ο Σεμπάστιαν μεταμορφώθηκε σε έναν μέσο που τα είχε όλα. Μπορούσε να γλιστρήσει για τάκλιν με την ίδια ευκολία που μοίραζε διαγώνιες 40άρες ή περνούσε κρυφές κάθετες στην αντίπαλη περιοχή. Περισσότερο όμως ήταν ο σχεδόν δικτατορικός τρόπος που διαφέντευε το παιχνίδι, που έκανε το Calcio να τον λατρέψει από την πρώτη στιγμή του εκεί.

Δύο εξαιρετικές χρονιές στη Γένοβα θα τον στείλουν συστημένο στην 11άδα της Εθνικής Αργεντινής για το Μουντιάλ της Γαλλίας, όπου θα βρεθεί στη δεύτερη καλύτερη 11άδα του τουρνουά. Το ίδιο όμως θα συμβεί και σε μία ανερχόμενη δύναμη, η οποία έτρεξε να τον τοποθετήσει σαν ιδανικό κομμάτι που έλειπε σε ένα παζλ που θα μεταμορφωνόταν σε κάτι ουτοπικό. Είχε φτάσει η ώρα για τη «Μικρή Μάγισσα» να εξαπολύσει το πρώτο σπουδαίο ξόρκι.

Σε εκείνο το μοναδικό σύνολο που είχε στήσει στην Πάρμα ο Αλμπέρτο Μαλεζάνι τον τοποθέτησε μπροστά από τον Ντίνο Μπάτζο και ο Αργεντινός φρόντισε να κερνάει διαρκώς τους Ερνάν Κρέσπο, Φαουστίνο Ασπρίγια, Ενρίκο Κιέζα. Μαζί με τους Λιλιάν Τιράμ, Νέστορ Σενσίνι, Φάμπιο Καναβάρο, Αλέν Μπογκοσιάν και Αλεσάντρο Νέστα, έμοιαζαν ασταμάτητοι.

Το τέλος της διαδρομής του 1998-1999 θα τους βρει εγχώρια με το Κύπελλο Ιταλίας και την παρθενική πρόκριση στο Champions League. Πάνω απ’ όλα με το Κύπελλο UEFA, έχοντας μοιράσει παντού τριάρες και εξάρες και βέβαια το χορταστικό 3-0 επί της Μαρσέιγ στον Τελικό.

Η επιτυχία έφερε ακόμα έναν προβιβασμό καριέρας. Ο Έρικσον τον κάλεσε και πάλι κοντά του. Αυτή τη φορά στη γαλάζια πλευρά της Ρώμης. Πήγε για 18 εκατ. ευρώ, σοβαρό νούμερο για την εποχή. Μόνο που εκεί βρήκε ένα περίεργο εμπόδιο.

Μαρξιστής δηλωμένος ο ίδιος, έχοντας εκφράσει πολλάκις τις αριστερές πεποιθήσεις του, εξαγρίωνε τους οπαδούς με το μεγάλο τατουάζ του Τσε Γκεβάρα. Υπήρξαν στιγμές που τον γιουχάρισαν ακόμα και σε αγώνα. Δεν έδινε σημασία.

Τουναντίον, ξεκίνησε ονειρικά με την κατάκτηση του Super Cup Ευρώπης κόντρα στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Έχοντας στο πλευρό του τους Πάβελ Νέντβεντ, Ντιέγο Σιμεόνε, Ματίας Αλμέιδα, Σέρτζιο Κονσεϊσάο, Ντέγιαν Στάνκοβιτς, δημιουργήθηκε μία από τις κορυφαίες όλων των εποχών μεσαία γραμμή.

Εκείνο το αδιανόητα γεμάτο ρόστερ δεν γινόταν να μην τα σαρώσει όλα. Το 2000 η Λάτσιο πήρε το Νταμπλ και ο Βερόν έκανε την καλύτερη σεζόν της καριέρας του, σκοράροντας οκτώ γκολ. Στο φινάλε, οι οπαδοί που τον έβριζαν υποκλίθηκαν. Τα μεγάλα ακροδεξιά κεφάλια της εξέδρας τον πλησίασαν και φίλησαν τον Τσε Γκεβάρα.

Ένας γαμ@@@να φανταστικά αποτυχημένος παίκτης

Η «Μαγισσούλα» πλέον είχε περάσει στη σφαίρα του μεταφυσικού. Το παιχνίδι του δεν είχε το φαντεζί του Ρικέλμε ή τον εκλεπτυσμό του Αϊμάρ, αλλά εμπεριείχε μία ιδιαίτερη ισορροπία. Ήταν λες και επρόκειτο για το αποτέλεσμα δύο δυνάμεων. Αν και θεωρητικά, όταν δυο δυνάμεις είναι απολύτως και πάντα ίσες, τότε η ισορροπία θα προκαλέσει την ακινησία, στην περίπτωσή του παρήγαγαν ένα αποτέλεσμα εναλλασσόμενης υπεροχής. Λες και το παίξιμό του ήταν αυτό που συνέβαινε ανάμεσα σε μία εισπνοή και μία εκπνοή.

Όλα τα παραπάνω ο Σερ Άλεξ Φέργκιουσον τα δούλευε στο κεφάλι του. Τον είχε βάλει στο μάτι από το Super Cup. Και κάποια στιγμή είδε την ευκαιρία. Η έρευνα για ψεύτικο ιταλικό διαβατήριο έκανε τον Βερόν persona non grata στη χώρα. Τότε ο «Φέργκι» εμφανίστηκε με ένα τρελό πακέτο. Ο Σέρτζιο Κρανιότι, ο οποίος άρχιζε να έχει οικονομικές δυσκολίες, δεν μπόρεσε να πει όχι στα 32 εκατ. ευρώ που εμφανίστηκαν στο τραπέζι.

Η πιο ακριβή μεταγραφή στην ιστορία του αγγλικού ποδοσφαίρου είχε μόλις πραγματοποιηθεί.

«Εννοείται ότι δεν θα έχω κανένα πρόβλημα προσαρμογής στην Premier League», θα δηλώσει εξ αρχής και θα σπεύσει να το επιβεβαιώσει άμεσα. Ο Σεπτέμβριος του 2001 είναι εκπληκτικός. Καθώς θα σκοράρει τέσσερεις φορές και θα μοιράσει δύο ασίστ, θα ψηφιστεί MVP του μήνα στο Νησί. Ο συμπαίκτης του, Νίκι Μπατ, ο οποίος είναι τιμωρημένος και τον παρακολουθεί από την εξέδρα να ενορχηστρώνει ένα τρελό come back με την Τότεναμ, θα δηλώσει ενδεικτικά μετά το ματς: «Είναι ό,τι πιο ιδιαίτερο έχω δει. Και είναι εντυπωσιακό να τον παρακολουθείς από απόσταση. Νομίζω ότι δεν θα ξαναπαίξω ποτέ βασικός».

Μόνο που αυτό δεν θα έχει συνέχεια. Ο Σερ Άλεξ παλεύει να χωρέσει τους πάντες. Ακόμα και το αγαπημένο του και άκρως πετυχημένο 4-4-2 θα μετατρέψει σε 4-5-1. Κιν, Σκόουλς, Μπέκαμ, Γκιγκς και μπροστάρης ο Βερόν. Οι πέντε στο κέντρο θεωρητικά δημιουργούν τρόμο. Όχι όμως και στο χορτάρι.

Ο ρυθμός του παιχνιδιού είναι εξουθενωτικά ταχύς και ο Βερόν Σεμπάστιαν δεν προλαβαίνει να κρατήσει λίγο την μπάλα στα πόδια του όπως του αρέσει και τον βολεύει. Έπειτα από τρία χρόνια η Άρσεναλ θα τους πάρει το Πρωτάθλημα. Οι ερωτήσεις στον Σερ Άλεξ γίνονται με μανιώδη τρόπο. Κάποια στιγμή θα εκραγεί με σπάνιο τρόπο. «Ο Βερόν είναι ένας γαμ@@@να φανταστικός παίκτης και εσείς όλοι γαμ@@@νοι ηλίθιοι». Ωστόσο, εκείνος δεν θα τον επιβεβαιώσει αγωνιστικά. Μόνο στο Champions League, όπου το τέμπο τού είναι πιο γνώριμο, θα αποδώσει.

Το καλοκαίρι είναι μουντιαλικό και νιώθει ότι μπορεί να διαφύγει απ’ όλα αυτά. Ο Μαρσέλο Μπιέλσα τού δίνει το περιβραχιόνιο, αλλά όχι μόνο η Αργεντινή, με μία εκπληκτική φουρνιά παικτών, θα βαλτώσει ανέλπιστα στα γήπεδα της Ασίας αλλά ο ίδιος θα κατηγορηθεί από τους συμπατριώτες του ως «προδότης». Παίζει σε αγγλικό club και η Αγγλία θα τους αφήσει να ξεμείνουν στον όμιλο. Είναι πραγματικά ανύπαρκτος στο γήπεδο, κάνοντας ίσως το χειρότερο ματς της ζωής του. Όλα πάνε από το κακό στο χειρότερο.

Τραυματισμοί και απουσία ρυθμού θα τον θέσουν εκτός. Δύο χρόνια έμεινε στο Old Trafford και έπρεπε να αποχωρήσει. Παρά την επιστροφή της ομάδας στην κορυφή, είναι εξόφθαλμα παράταιρος. «Δεν καταφέραμε ποτέ να επικοινωνήσουμε και να συνεργαστούμε πραγματικά», θα πει λίγα χρόνια αργότερα ο Πολ Σκόουλς. «Δεν κάναμε καλή προετοιμασία τα καλοκαίρια», θα ακουστεί σκόρπια η δικαιολογία του Αργεντινού.

Είναι καλοκαίρι του 2003 και ο Ρόμαν Αμπράμοβιτς, ο οποίος μόλις έχει αναλάβει την Τσέλσι, θα προσφέρει διέξοδο. Η Γιουνάιτεντ θα τον πουλήσει με τα μισά απ’ όσα τον απέκτησε. Ο Κλαούντιο Ρανιέρι τον πιστεύει, αλλά και πάλι οι τραυματισμοί δεν τον αφήνουν να παίξει.

Οι «Times» θα τον τοποθετήσουν στις χειρότερες μεταγραφές στην ιστορία του αγγλικού ποδοσφαίρου.

Με αυτό συμφωνεί και ο Ζοσέ Μουρίνιο που αναλαμβάνει τους «Μπλε» το 2004 και του ζητάει να βρει ομάδα. Η Ιταλία θα τον υποδεχτεί εκ νέου. Ο δανεισμός στην Ίντερ δεν θα πάει τόσο καλά. Τις μισές φορές θα βρίσκεται στα πιτς. Ακόμα και έτσι όμως θα πανηγυρίσει ετεροχρονισμένα το Scudetto του 2006, καθώς θα αφαιρεθεί από τη Γιουβέντους εξαιτίας του «Calciopoli».

Κάπου εκεί θα ολοκληρωθεί η ευρωπαϊκή περιπέτειά του. Είναι 31 ετών και νιώθει ότι έφτασε η ώρα να εκπληρώσει εκείνο το πεπρωμένο που κουβαλάει στην ψυχή του.

Πεπρωμένο…

Μπόκα και Ρίβερ τον πλησιάζουν, μα δεν γίνεται να απαρνηθεί την ομάδα της καρδιάς του. Και δεν θα επιστρέψει απλώς στην Εστουδιάντες αλλά θα το κάνει με τον πιο μεγαλειώδη τρόπο που έχει δει ο ποδοσφαιρικός πλανήτης ποτέ σε επιστροφή.

Αρχικά θα δώσει χρήματα για το προπονητικό κέντρο και στη συνέχεια θα φτάσει ακόμα και στον Πρόεδρο της Αργεντινής ώστε να κινήσει τις εργασίες για να ανακαινιστούν οι εξέδρες του γηπέδου. Και αφού τα κάνει αυτά, έχοντας προπονητή τον άπειρο και κολλητό του, Ντιέγο Σιμεόνε, οδηγεί το 2007 το club στο πρώτο Πρωτάθλημα έπειτα από 23 χρόνια.

Από την Εθνική έχει μείνει εκτός Μουντιάλ, αλλά θα κληθεί πίσω για το Copa America του 2007, όπου θα φτάσει μέχρι τον χαμένο Tελικό από τη Βραζιλία.

Το καλύτερο όμως εξακολουθεί να τον περιμένει. Το πεπρωμένο που πρέπει να συναντήσει για να ολοκληρωθεί το ξόρκι. Αυτό που του έριξε από γεννησιμιού του ως προίκα η «Μάγισσα». Ο πατέρας του που το 1968 σημείωσε τρία γκολ στον τριπλό Τελικό του Libertadores κόντρα στην Παλμέιρας.

Το 2009, με τον Αλεχάνδρο Σαμπέγια στον πάγκο, έκαναν το απίθανο. Αυτό που δεν περίμενε κανείς.

Έχοντας 0-0 στη Λα Πλάτα, πήγαν και πήραν το μεγάλο τρόπαιο στο Μπέλο Οριζόντε με 2-1 επί της Κρουζέιρο. «Ο γιος μου με ξεπέρασε. Αυτό μπορώ να σας το ομολογήσω πλέον με σιγουριά. Όχι ως πατέρας προς γιο αλλά ως απλός οπαδός της Εστουδιάντες», θα ψελλίσει δακρυσμένος ο Χουάν Ραμόν. «Είχα πει ότι θα έδινα όσα κέρδισα στην καριέρα μου γι’ αυτό που ζήσαμε μαζί».

Πλέον ο Σεμπάστιαν είναι ολοκληρωμένος. Η «Μαγισσoύλα» έχει μετατραπεί σε κανονική «Μάγισσα». Στα 34 του θα ψηφιστεί για δεύτερη διαδοχική φορά κορυφαίος ποδοσφαιριστής στη Νότια Αμερική.

Θα παίξει μέχρι τα 39 του. Ενδιάμεσα (2010) ο Μαραντόνα θα τον πάρει στο Μουντιάλ της Νότιας Αφρικής, αλλά χωρίς να του δώσει μεγάλη συμμετοχή. Από εκεί θα αποχωρήσει οριστικά πλέον από το εθνικό καθήκον με 72 συμμετοχές και εννέα γκολ.

Παρά τα προβλήματα όμως αντέχει. Το 2010 καθαρίζει ακόμα ένα Πρωτάθλημα Αργεντινής. Θα αποσυρθεί το 2014, αλλά η τρέλα που κουβαλάει για το παιχνίδι και για το club θα τον επαναφέρουν για μία ύστατη παράσταση, καθώς ο σύλλογος αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα. «Θα γυρίσω να παίξω. Αρκεί οι οπαδοί να αγοράσουν το 65% των διαρκείας». Θα τον ακούσουν, θα γεμίσουν το γήπεδο και θα τον δουν στα 41 του να αγωνίζεται σε πέντε αναμετρήσεις του Copa Libertadores.

Θα το κάνει όπως πάντα, εκπέμποντας κάτι φωτεινό. Αν και το γηρασμένο ποδοσφαιρικά κορμί δεν μπορεί να ακολουθήσει τις εντολές, το παιχνίδι του μέχρι το τέλος θα εξακολουθήσει να υπακούει στον δικό του διπλό νόμο, να έλκει και να ακτινοβολεί. Να μαγνητίζει σε μία νοητική αισθητική, εκπέμποντας μία σπάνια μαγνητική δύναμη. Αυτό που έκανε δηλαδή σε όλη του την πορεία στο χορτάρι.

Και παράλληλα να έχει μία ευλογία. Αυτή που του κλώθησαν οι μοίρες. Λες και στην αφήγηση της ιστορίας του το σύμπαν υπήρξε στην αφή σαν ένα τεράστιο ταχυδακτυλουργικό κόλπο. Λες και πέταξε πάνω σε ένα μαγεμένο χαλί ή ένα σκουπόξυλο. Λες και εκείνη η τσιγγάνα μάγισσα κάποτε σε μία ελληνική παραλία να ήξερε πραγματικά να διαβάζει τον καφέ…

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This