Επιλογή Σελίδας


Του Νίκου Παπαδογιάννη

Όταν άναψαν για πρώτη φορά τα φώτα στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, τον περασμένο Οκτώβριο, ο Ολυμπιακός έμοιαζε με ένα στοίχημα διαρκίας. Η αποστρατεία του ηγέτη Βασίλη Σπανούλη, την ίδια ώρα που ο υπαρχηγός Γιώργος Πρίντεζης ζούσε το λυκόφως της καριέρας του, ήταν μία συνθήκη πολύ πιο περίπλοκη από ότι φαινόταν στο γυμνό μάτι.

Ωστόσο, το έμπειρο μάτι έβλεπε δύο πολύ σημαντικά πλεονεκτήματα. Ο Ολυμπιακός του 2021-22 είχε δύο πρόσωπα κλειδιά σε καίριες θέσεις, να μοιράζονται τη μπαγκέτα του μαέστρου χωρίς φόβο και με πολύ πάθος. Ένα δικό του παιδί υψηλότατης κλάσης στο παρκέ, ένα δικό του παιδί υψηλότατης κλάσης στον πάγκο.

Με τον Κώστα Σλούκα να φοράει χωρίς να δυσκολεύεται τα στενά παπούτσια του Βασίλη Σπανούλη και με τον Γιώργο Μπαρτζώκα να χτίζει απερίσπαστος την ομάδα με υλικά της αρεσκείας του, ο Ολυμπιακός βρισκόταν αμέσως αμέσως δύο γιγάντια βήματα πιο μπροστά από τον ακυβέρνητο σε όλα τα επίπεδα «αιώνιο αντίπαλό» του.

Ο Παναθηναϊκός δεν είχε ούτε πράσινο Σλούκα ούτε πράσινο Μπαρτζώκα. Το σκέλος της διοικητικής σταθερότητας το αφήνω προς το παρόν στην άκρη, διότι έχει αναλυθεί μέχρι ναυτίας.

Το θείο δώρο για τον Ολυμπιακό ήταν η εκτόξευση του Σάσα Βεζένκοφ, ο οποίος κάποτε -όχι πολύ παλιά- βρέθηκε με το ένα πόδι έξω από το ΣΕΦ ως υπεράριθμος. Όταν ο Βούλγαρος καβάλησε το κύμα και έγινε all-Euroleague, ένας Πρίντεζης για τον 21ο αιώνα, το σημαντικότερο κομμάτι του μισοφτιαγμένου παζλ έπεσε στη θέση του.


Για τον Ουόκαπ και τον Φαλ, γύρω από τον οποίο οικοδομήθηκε το αμυντικό θηρίο με την κόκκινη προβιά, ουδέποτε υπήρχε αμφιβολία, άσχετα αν αμφότεροι εμφανίστηκαν ανώτεροι του αναμενομένου.

Ο Τάιλερ Ντόρσεϊ έδωσε το απρόβλεπτο που πάντοτε είναι απαραίτητο, ο ΜακΚίσικ έμεινε για να τρυπάει άμυνες σαν πολιορκητικός κριός, ο Μάρτιν με τα σκαμπανεβάσματά του ενσάρκωσε το «plan B» στη θέση του σέντερ, ο Λαρεντζάκης έγινε ένεση πάθους, ο Ζαν Σαρλ ένας μπαλαντέρ για πρόσθετη αθλητικότητα και ο Μπαρτζώκας είχε στα χέρια του το μικρό αριστούργημα που ονειρευόταν.

Χωρίς να σπάσει τον κουμπαρά, χωρίς να ρίξει πιστολιές στα τυφλά και χωρίς να επικαλείται το φάντασμα του Σπανούλη σε κάθε αναποδιά. Το μόνο που ζητούσε στις προσευχές του ήταν υγεία. Aπό αυτή την άποψη, ο Ολυμπιακός στάθηκε τυχερός, αφού απέφυγε τους σοβαρούς τραυματισμούς που τον ταλαιπώρησαν τα προηγούμενα χρόνια.

Τον ρυθμό που χρειαζόταν τον έβρισκε με τους αγώνες πρωταθλήματος, που έδιναν την ευκαιρία στους μπουκωμένους παίκτες να ξεμπουκώνουν και στους κουρασμένους να ξεκουράζονται. Kαι αυτή η συζήτηση, όμως, έχει σχεδόν εξαντληθεί. Έχει πάει μέχρι τέλους, αν προτιμάτε.

Η κατάκτηση του εγχώριου νταμπλ ήταν σχεδόν νομοτελειακή, αφού η διαφορά με τον «αιώνιο αντίπαλο» αποδείχθηκε χαώδης. Οι αριθμολάγνοι θα τη φωτογραφίσουν στο 7-0 που συμπλήρωσε ο Ολυμπιακός απέναντι στον άσπονδο εχθρό του τους τελευταίους έξι μήνες της σεζόν, σε τρία διαφορετικά μέτωπα.

Δεν χρειάζεται, όμως, να γυρίσουμε τόσο πίσω για να καθρεφτίσουμε την απόσταση που χωρίζει τις δύο ομάδες. Αρκεί να επιστρατεύσουμε τα dvd των τελικών και να παρακολουθήσουμε τα τρία πεντάλεπτα όπου ο Ολυμπιακός σκόρπισε χάος και σκοτάδι στο πέρασμά του.

Το πρώτο ματς ξεκίνησε με σκορ 23-4. Στο δεύτερο, οι «κοκκινοι» το γύρισαν από το -16 με σερί 20-0 στις αρχές της γ’ περιόδου. Και το τρίτο, το αποψινό κρίθηκε με το κρεσέντο που μετέτρεψε το 32-35 σε 55-38. Μέσα σε δεκαπέντε λεπτά, ο «Πρίγκηπας του Σκότους» σκέπαζε το καλάθι του με κουρτίνα και αξιοποιούσε αυτή την υπεροχή με σπριντ που άφηναν τον αντίπαλο λαχανιασμένο στη σκόνη.

Το έχω γράψει κάμποσες φορές, ότι ο Ολυμπιακός δημιουργεί ομορφιά σκορπίζοντας πρώτα την ασχήμια, για να μουντζουρώσει τα μούτρα του αντιπάλου του. Οι «κόκκινοι» πατάνε το γκάζι όταν κάνουν τον άλλον να αγκομαχάει. Προσέξτε και τι συνέβη στο αποψινό ματς.

Στο 15ο λεπτό, ο Ολυμπιακός είχε 54% ευστοχία εντός παιδιάς, 7/9 βολές και μόλις 2 λάθη. Και όμως …έχανε, επειδη ακριβώς υστερούσε στην άμυνα, ελλείψει των φορτωμένων από νωρίς με φάουλ Ουόκαπ και Φαλ. Ο αγώνας κρίθηκε όταν κατέφτασαν από τον πάγκο με ασφυκτικά γεμάτες τις μπαταρίες οι ίδιοι περίπου παίκτες που έκριναν και τον τελικό του Κυπέλλου (το ματς που ξεκλείδωσε την ομάδα, σύμφωνα με όσα είπε ο Σάσα Βεζένκοφ): ο έβδομος, ο όγδοος, ο ένατος.

Ο Λαρεντζάκης τελείωσε το ημίχρονο με συντελεστή +16, ο Ζαν Σαρλ με +17, ο ΜακΚίσικ με +11, ο ενοχρηστρωτής Σλούκας με +16. Στο ίδιο -κρίσιμο- διάστημα, ο Γιώργος Βόβορας επέλεξε να δώσει μια ανάσα στον ηφαιστειώδη Νέντοβιτς, ο οποίος μάλιστα ήταν χρεωμένος με 2 προσωπικά φάουλ.

Όταν αποσύρθηκε ο μοναδικός φορτσάτος γκαρντ που έπαιρνε τις κατά κανόνες σωστές αποφάσεις, ο ακυβέρνητος Παναθηναϊκός έχασε τα αυγά και -ιδίως- τα καλάθια. Οι ομάδες πήγαν στα αποδυτήρια με το ματς ουσιαστικά τελειωμένο.

Εάν ο Παναθηναϊκός βρήκε το κουράγιο να κατεβάσει τη διαφορά από τους 19 πόντους στους 10 και να κρατήσει τον Ολυμπιακό σε ένα δεκάλεπτο αφλογιστίας (5/18 σουτ, 0 βολές, 8 πόντοι), το οφείλει στον εγωισμό παικτών όπως ο Παπαγιάννης και ο Παπαπέτρου. Οι λεγεωνάριοι που γνώριζαν ότι αύριο θα είναι άνεργοι κατέθεσαν τα όπλα πολλή ώρα πριν γίνει η απονομή του τροπαίου του πρωταθλητή Ελλάδας 2021-22. Ο Ολυμπιακός αμφιβάλλω αν έχει έστω έναν παίκτη που να έχει μηδενικές πιθανότητες παραμονής στην ομάδα.

«Είμαστε τυχεροί που υπήρχε ένα χρονικό διάστημα ανασυγκρότησης μετά το Βελιγράδι και πριν τους τελικούς», είπε ο Γιώργος Μπαρτζώκας, καθ’ ύλην αρμόδιος για να μετρήσει τον σφυγμό των αποδυτηρίων. Ίσως εκεί χάθηκαν οι τελευταίες ελπίδες του Παναθηναϊκού για τον τίτλο.

Εφ’ όσον οι δύο ομάδες στήθηκαν στην αφετηρία δίχως να υπάρχει χάντικαπ μεταξύ τους, ήταν ζήτημα σχεδόν διαδικαστικό να ξεχωρίσουν οι αμνοί από τα ερίφια. Ας μη ξεχνάμε, ότι την τελευταία χρονιά που ο Παναθηναϊκός έμεινε δίχως εγχώριο τρόπαιο (2002) φορούσε το στέμμα του πρωταθλητή Ευρώπης. Τότε, όμως, τον περίμενε ο Ολυμπιακός με τα νύχια ακονισμένα τρεις μέρες μετά το θαύμα της Μπολόνια. Και από πίσω η ΑΕΚ, έτοιμη να αρπάξει τα λάφυρα.

Φέτος, οι «ερυθρόλευκοι» άγγιξαν ένα νέο τρεμπλ επιπέδου 1997, σε μία χρονιά που υποτίθεται ότι θα ήταν μεταβατική, με βασικό στόχο το ανέφελο ξημέρωμα της επόμενης μετά τον Σπανούλη ημέρας.

Απόψε κατέβηκε από το παλκοσένικο και ο Γιώργος Πρίντεζης, πρωταθλητής και κυπελλούχος, με μάτια γεμάτα συγκίνηση και πρόσωπο όχι συννεφιασμένο, αλλά φωτεινό. Και ο ουρανός του Φαλήρου πάνω από το ΣΕΦ παραμένει ανέφελος.

Πηγή: Gazzetta