Επιλογή Σελίδας

Του Zastro

Δεν υπάρχει άλλο «προσωπικό ομαδικό άθλημα μονάδων» όπως η ποδηλασία.

Ο αθλητής στην αρχή ενδόμυχα και κατόπιν μηχανικά, μετατρέπει το ποδήλατο σε προέκταση του εαυτού του, γίνεται ένα με τον εξοπλισμό του, φροντίζει σαν παιδιά του τα αξεσουάρ.

Το ποδήλατο τροφοδοτεί τους δικούς του μύθους, ακολουθεί ένα δικό του γραμμικό μονοπάτι εκ διαμέτρου αντίθετων προορισμών για περισσότερο από έναν αιώνα και παρά την πρόοδο σε όλους τους τομείς της ζωής μας, δεν έπαψε ποτέ να φλερτάρει με το θάνατο…

Trompelamort” – Ο Πλανευτής του Χάρου

Ο Μεγάλος Πόλεμος ισοπέδωσε σχεδόν τα πάντα στην Ευρώπη. Το ποδήλατο επιβίωσε στα ερείπια, βοήθησε να επανέλθουν οι τσαλακωμένες ψυχές, χρησίμευσε σαν αντίδοτο στην παράκρουση μιας κατάστασης που ο κόσμος δεν ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει.

Το 1947, τον πρώτο Γύρο της Γαλλίας μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον κέρδισε ένας άνθρωπος που είχε κάνει σιωπηρή συμφωνία με το θάνατο, ένας άνθρωπος που συνθηκολόγησε με ατυχήματα και αποτυχίες επειδή έτσι επέτασσε η εποχή του.

Ήταν ένας άνθρωπος καχεκτικός, μετά βίας ξεπερνούσε τα 160 εκατοστά, αντικειμενικά άσχημος, με μεγάλα πεταχτά αυτιά και ένα πρόσωπο αποκρουστικά πονηρό. Χαρακτήρας δύσκολος, κακές συμπεριφορές, αθυρόστομος, αλλά με πείσμα που θα σκάλωνε και μουλάρι.

Μετά το χάος του πολέμου όμως, ούτε η εξωτερική εμφάνιση είχε πια τόση σημασία, ούτε το σταριλίκι. Η θέληση, το πείσμα, η δύναμη του απρόβλεπτου ήταν τα κύρια ζητούμενα.

Τον είπαν “Tetedecuir” (το δερμάτινο κεφάλι), “Trompe-la-mort” (Πλανευτή του χάρου), “Le nain jaune” (Κίτρινο νάνο) και “Biquet” (νεαρό τράγο που στη γαλλική αργκό είναι κάτι σαν το ισπανικό cabròn που σε «κώδικα» έχει και θετική χροιά), αλλά ο Ζαν Ρομπίκ, εκτός από τον πιο απρόβλεπτο νικητή στην ιστορία του Grande Boucle, ήταν ο καταλληλότερος ήρωας χωρίς κάπα μετά τον πόλεμο.

Το κοινό ανέκαθεν λάτρευε τους κατατρεγμένους, έλκεται από τους αντιήρωες, συμπαθεί τα αουτσάιντερ. Είναι μια αγνή και προβλέψιμη ανθρώπινη αντίδραση, η οποία στο -άσχημο- πρόσωπο του Ρομπίκ βρήκε την τέλεια εφαρμογή.

Ο Ζαν είχε ήδη δυο σοβαρά ατυχήματα που τον έφεραν ακόμα πιο κοντά στο κοινό. Δυο σφοδρές πτώσεις στο Παρίσι-Ρουμπαί, κάταγμα στο κρανίο, βαριά διάσειση, αφόρητοι πόνοι κι όμως ο Ρομπίκ τερμάτισε. Ασυναίσθητα, αλλά τερμάτισε.

Στη δεύτερη πτώση, το κεφάλι άνοιξε, η αιμορραγία και η ρινορραγία ήταν συνεχείς και αδιάκοπες με αποτέλεσμα ο αντιήρωας να μην είναι σε θέση με το ένα χέρι να κρατάει το μαντήλι και με το άλλο το ποδήλατο.

Οι γιατροί του συνέστησαν να σταματήσει το ποδήλατο γιατί την επόμενη φορά η πτώση θα ήταν θανατηφόρα, με δική του ευθύνη να ξανανέβει στη σέλα μόνο και μόνο αν προστατεύσει το κεφάλι του με κάποιο κράνος.

Τότε βγήκε το «δερμάτινο κεφάλι» επειδή ο Ρομπίκ επέλεξε ένα περίεργο δερμάτινο κράνος και αποφάσισε να το φορέσει και να τρέξει στο Γύρο της Γαλλίας. Καθαρό αουτσάιντερ, οι Γάλλοι πόνταραν τα πάντα στον Le Roi Ρενέ Βιετό, τον αγαπημένο όλων των φίλων του σπορ.

Ο Ρομπίκ δεν είναι καν μέλος της εθνικής ομάδας, συμμετέχει σαν ένας από τους εκατό που είναι απαραίτητοι για να συμπληρωθεί ο απαιτούμενος αριθμός των συμμετεχόντων.

Παίρνει το πιστοποιητικό ως μέλος της τοπικής ομάδας της δυτικής Γαλλίας, πριν φύγει από το σπίτι, δίνει ένα φιλί στη μοναδική γυναίκα που δέχτηκε να τον παντρευτεί και της υπόσχεται ότι θα γυρίσει με το κίτρινο μπλουζάκι στο ποδηλατοδρόμιο του Parc des Princes.

Η Ρεϊμόντ έγνεψε απλώς καταφατικά, ούτε εκείνη δεν πίστευε ότι ο σύζυγός της μπορούσε να κερδίσει το Γύρο της Γαλλίας, αλλά δεν ήθελε να τον στενοχωρήσει.

Ο Πλανευτής του Χάρου ξεκίνησε άσχημα. Αν ήταν φαβορί, θα λέγαμε «ράθυμα», γιατί όλοι θα στοιχημάτιζαν στην αντεπίθεση. Με τον Ρομπίκ όμως δεν ασχολείτο κανένας. Επιβεβαιώνει τα προγνωστικά και μένει αρκετά πίσω, δεν πτοείται όμως ούτε λεπτό.

Σε μια διακοπή, γράφει στη μάνα του: «Μάνα, πες τους ότι εμένα το ηθικό μου είναι στα ύψη και θα τους περάσω».

Την τελευταία εβδομάδα, αρχής γενομένης από την ετάπ της Λουσόν, κάνει υπεράνθρωπο αγώνα και τους περνάει έναν-έναν σαν σταματημένους. Αφήνει πίσω τα «τέρατα» στις κορυφές των Πυρηναίων Πεϊρεσούρντ, Ασπέν, Τουρμαλέ, Αμπίσκ και προσπερνάει τον Μπραμπιλά. Κανένας δεν μπορεί να τον ακολουθήσει στο ρυθμό που δίνει στις αναβάσεις, αλλά παραμονεύουν για την κατάβαση.

Ο Ρομπίκ πρέπει να εφεύρει την υπέρβαση στην υπέρβαση. «Διορθώνει» τον καφέ και το τσάι του με Calvados για να τιμήσει τη Νορμανδία.

Μια ετάπ πριν το φινάλε, έχει κατορθώσει να μείνει δεύτερος πίσω από τον Πιέρ Μπραμπιλά, έναν Ιταλό που γεννήθηκε στην Ελβετία και μεγάλωσε στη Γαλλία.

Η διαδρομή είναι Καέν – Νορμανδία. Το φαβορί Βιέτο τον «έλιωσαν» τα Πυρηναία, ο καλύτερος της επίσημης επιλογής της ομοσπονδίας, ο Εντουάρντ Φαχλάιτνερ είναι τέταρτος.

Το «δερμάτινο κεφάλι» έχει θέσει σε επεξεργασία το σατανικό του σχέδιο. Η ειρωνεία της τύχης ήθελε και το όνομα της ομάδας του να είναι “Génial Lucifer” – «ο μεγαλοφυής διάβολος».

Χρόνια μετά, ο μύθος λέει ότι οι Γάλλοι βοηθήθηκαν ακόμα και από μοτοσικλέτες, με την ανάβαση στο λοφίσκο του Bonsecours να γίνεται υπόθεση των δυο, αφού ο -ούτως ή άλλως- αντιπαθής και «ξένος» Μπραμπιλά βγαίνει από το κάδρο μένοντας πίσω.

Θρυλείται ότι σε εκείνη τη μικρή ανάβαση έγιναν και κρυφά deal, με το «δερμάτινο κεφάλι» να προτείνει στον Φαχλάιτνερ 100 χιλιάδες φράγκα, προκειμένου να τον βοηθήσει να κερδίσει.

Την ετάπ του Παρισιού την κερδίζει ο Λουσιέν Τεσιέρ, την κίτρινη φανέλα τη φοράει για πρώτη φορά στη ζωή του ο Ρομπίκ που παραμένει πρώτος στη γενική βαθμολογία. Προπορεύτηκε την πιο κρίσιμη, την πιο κατάλληλη στιγμή, το πώς το έκανε παραμένει μέχρι σήμερα ανεξιχνίαστο.

Για να εκπληρωθεί η προφητεία, απέμενε μόνο να δωρίσει την «maillot jaune» στην εκκλησία της Αγίας Άννας στο Auray στη Βρετάνη, την προστάτιδα όλων των Βρετόνων.

Ο Ζαν Ρομπίκ ήταν ο μεγάλος νικητής του 34ου γύρου της Γαλλίας, ένας Γάλλος μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια, ο πρώτος μετά τον «Μεγάλο Πόλεμο» και πιθανότατα η μεγαλύτερη «φωτοβολίδα» μέχρι τότε, αφού τις επόμενες σεζόν δεν έκανε τίποτε το αξιομνημόνευτο.

Η Γαλλία και ο κόσμος της ποδηλασίας άλλωστε ξεκίνησε να χορεύει σε ρυθμούς Λουιζόν Μπομπέ, ο Ρομπίκ έμπαινε στα μονόστηλα των εφημερίδων μονάχα για τους απανωτούς τραυματισμούς: κατάγματα στο χέρι, δυο φορές στην κλείδα, στην ωμοπλάτη, στο μηρό και προίκα ένας μετατοπισμένος σπόνδυλος.

Προσπάθησε να ξαναγίνει επίκαιρος δηλώνοντας «συζητήσιμα» πράγματα, όπως ότι χάνεται στις προπονήσεις και στους αγώνες στα Πυρηναία, προκειμένου να μένει μακριά από το σπίτι και την ανυπόφορη σύζυγο.

Τα έλεγε γελώντας, κατά βάθος είχε ήδη ξεκινήσει ο θρήνος μέσα του. Τη γυναίκα του, τη Ρεϊμόντ την είχε γνωρίσει στην κλινική του Αμιάν, είχαν μαζί τρία παιδιά, μια συμβίωση όχι και τόσο ήπια που επιβεβαιώθηκε και στην τεράστια μάχη του διαζυγίου τους.

Η Ρεϊμόντ τον κυνήγησε μέχρι τελικής πτώσεως, του τα πήρε όλα, συμπεριλαμβανομένης της μπρασερί στο Montparnasse, της μοναδικής πηγής εσόδων του μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση.

Ο Ρομπίκ κατέληξε να ζει σε μια ταβέρνα, τον βοηθούσε ένας παλιός συναθλητής, ο Γιουτζίν Λετέντρ που ουσιαστικά τον λυπόταν. Το «δερμάτινο κεφάλι» κυνηγούσε το μεροκάματο κάνοντας ακόμα και την ατραξιόν στο τσίρκο, είχε πιάσει πάτο.

Ξεχάστηκε απ’ όλους. Ο άνθρωπος που έγινε σύμβολο της ελεύθερης Γαλλίας, ο πρώτος μεταπολεμικός νικητής, ο «κίτρινος νάνος» που αποθέωνε μια ολόκληρη χώρα ανασύρθηκε από τα κιτάπια της ιστορίας πάλι εξ αφορμής του Γύρου της Γαλλίας το 1980.

Σημειολογικά, είχε κερδίσει ένας Ολλανδός τότε, ο Γιόοπ Ζούτεμελκ και οι διοργανωτές έκαναν έναν μεγάλο δείπνο στο ξενοδοχείο “Le Gonfalon”. Εκατόν δέκα πορσελάνινα σερβίτσια για υψηλούς προσκεκλημένους, μεταξύ των οποίων και ο Λετέντρ.

Ο Γιουτζίν πείθει το «δερμάτινο κεφάλι» να εμφανιστεί, να πάρει μια μικρή χαρά, λίγες σταγόνες ζωής στο μοναδικό ξέφωτο από τη λήθη που τον περιέβαλε. Ο Ζαν πείθεται, παίρνει τη σύντροφό του κι εμφανίζεται. Βλέπει τους παλιόφιλους, είναι εκεί ακόμα και ο Μπραμπιλά, ένα πολύ ωραίο reunion.

Η εικόνα ήταν όμορφη, σε μια γωνία οι βετεράνοι να θυμούνται τα παλιά, να ξεθάβουν παλιές ιστορίες, χαμόγελα, ευφορία. Το κακό όμως ήταν ότι όσο κουβέντιαζαν και γελούσαν, έπιναν. Ο Ρομπίκ, ούτως ή άλλως, έπινε ένα μπουκάλι Calvados στην καθησιά του, τούτη τη φορά ήταν και συναισθηματικά φορτισμένος.

Μετά τα μεσάνυχτα, σε κατάσταση μέθης, κατευθύνονται όλοι προς τα δωμάτιά τους στο ξενοδοχείο. Το δωμάτιο του «τράγου» είναι το 6. Χτυπάει, αλλά η φιλενάδα του δεν ανοίγει. Υπέθεσε ότι κοιμήθηκε, ειδοποίησε τον υπάλληλο του ξενοδοχείου να του ανοίξει.

Η κοπέλα δεν ήταν στο δωμάτιο, ο «τράγος» μετατράπηκε σε ταύρο εν υαλοπωλείο. Σε έξαλλη κατάσταση, ξεκίνησε να χτυπάει και να ανοίγει πόρτες άλλων δωματίων μέσα στη νύχτα. Την βρήκε στο δωμάτιο ενός άλλου σε κατάσταση να μην μπορεί να του ψελλίσει καν «δεν είναι αυτό που νομίζεις».

Το ξενοδοχείο ήταν στο Germigny-L’Eveque, κοντά στο Meaux, στα βορειοανατολικά του Παρισιού, ο Ρομπίκ ήθελε να φύγει μέσα στη νύχτα για το Παρίσι, ενώ όλοι τον παρακαλούσαν να ηρεμήσει και να μην οδηγήσει στην κατάσταση που ήταν.

Ανένδοτος έβαλε το κεφάλι κάτω από το νεροχύτη, άρπαξε την παλιά του publicist Λιανόρ Σανιέ για συνοδηγό και πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου για να φύγει. Την τελευταία προσπάθεια να τον σταματήσει την έκανε ο μεγάλος του αντίπαλος το 1947, ο Ρενέ Βιέτο. Ο Ρομπίκ όμως δεν άκουγε τίποτα. Μπήκε στο Audi 100 και έφυγε για Παρίσι.

Στο ύψος του Claye-Souilly καρφώθηκε σε ένα φορτηγό με πινακίδες Λουξεμβούργου με τέτοια σφοδρότητα που το πτώμα του δεν ήταν εύκολα αναγνωρίσιμο στο νεκροτομείο. Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι πήρε μαζί του και την άμοιρη Σανιέ.

«Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε οριστικά όταν ο Ρομπίκ μπήκε νικητής στο Parc des Princes», έγραψε υπερβάλλοντας ο συγγραφέας και σεναριογράφος Αλφόνς Μπουντάρντ.

Τόσα πολλά σήμαινε για τη Γαλλία ο «Πλανευτής του Χάρου».

Η ανήσυχη ψυχή του Λουίς Οκάνια

«Η αξία του ηττημένου δίνει δόξα στο νικητή». Ακόμα και οι καλύτεροι, αν δεν έχουν ανταγωνισμό, εάν δεν έχουν αντίπαλο δέος, δεν ανακαλύπτουν ποτέ τις πραγματικές τους δυνατότητες.

Μερικές φορές μάλιστα, επειδή το κοινό ενστικτωδώς παίρνει το μέρος του αδύναμου, τα underdogs καταλήγουν πιο συμπαθή και το αουτσάιντερ ξεπερνά τον πρωταθλητή στο ηθικό μέρος της ιστορίας, ειδικά στα ατομικά αθλήματα μόχθου όπως είναι η ποδηλασία.

Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της παραπάνω διαπίστωσης είναι ο αντίπαλος του μεγαλύτερου ποδηλάτη όλων των εποχών, του Βέλγου Έντι Μερξ, επονομαζόμενου και «κανίβαλου».

Μοιάζει με ευφάνταστο σενάριο από ταινία, είναι από τις ιστορίες που ξεπερνούν το στενό πλαίσιο του αθλητικού γίγνεσθαι, είναι η ιστορία του Λουίς Οκάνια.

Γεννήθηκε το 1945 στο Priego, ένα απομακρυσμένο χωριό στην εξίσου απομακρυσμένη επαρχία Cuenca, στην κεντρική Ισπανία, με τις πολλές μεσέτες (τις χαρακτηριστικές ξηρές πεδιάδες της Ιβηρικής χερσονήσου) και τα επιβλητικά βουνά με τα απότομα ρέματα από τα οποία ξεπροβάλλουν περήφανα και γραφικά χωριά γεμάτα μυστικά και ψέματα.

Έκτο παιδί ενός φανατικού «κόκκινου» που εκείνες τις δύσκολες εποχές του φρανκισμού πολύ δύσκολα θα άντεχε στην μικρή κοινωνία του χωριού, η οικογένειά του υποχρεώθηκε να μεταναστεύσει εσωτερικά στο βορρά, να μετοικήσει στην Καταλονία και στη συνέχεια τις κορυφές των Πυρηναίων, στο Gers, την αρχαία Gascony, τη γη της ατελείωτης υπαίθρου και του φουά γκρα για τους έχοντες.

Πολλοί είχαν κάνει εκείνη τη διαδρομή ειδικά τις πρώτες δύσκολες εποχές του καθεστώτος Φράνκο, κανείς δεν ήταν γεννημένος για να κάθεται στη σέλα και να κάνει πετάλι, όπως ο Χοσέ Λουίς Οκάνια.

Έμεινε στην ιστορία με το μεσαίο όνομα, εκείνο που κληρονόμησε από τον πατέρα του μαζί με την τραγική του τύχη. Τον φώναζαν «ο σπανιόλος του Mont-de-Marsan», από τα 12 δούλευε στο ξυλουργείο του πατέρα του, στο οποίο πηγαινοερχόταν με το ποδήλατο.

Στην αρχή ήταν ένα μέσα μεταφοράς, μια διευκόλυνση, σιγά σιγά εξελίχθηκε σε διέξοδο, ένα όχημα ελευθερίας. Πολύ γρήγορα τον πρόσεξαν από τον τοπικό σύλλογο, αλλά ο πατέρας δεν ήθελε να ακούσει για αθλητισμό και ποδήλατο. Στους πρώτους αγώνες έτρεξε με ψευδώνυμο, φοβόταν ότι εάν το μάθει ο Λουίς ο πρεσβύτερος θα τον τιμωρήσει με το χειρότερο δυνατό τρόπο.

Το ταλέντο του Οκάνια το διέγνωσε μια καταπληκτική φιγούρα ονόματι Πιέρ Σεσκουτί, πολεμιστής με τις Διεθνείς Ταξιαρχίες κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου και αιχμάλωτος σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και ένας από τους λίγους που μπήκαν στο μπούνκερ του Χίτλερ μετά το θάνατό του.

Παρασημοφορήθηκε από τον Ντε Γκωλ και όταν τον ρώτησαν τι του έμεινε από το μπούνκερ του Φύρερ απάντησε «αμέτρητα μπουκάλια καλό κρασί, αν έμενα εκεί μέσα θα έκανα το πιο ακριβό μεθύσι της ζωής μου». Για τέτοιον τύπο μιλάμε.

Ο Σεσκουτί πήρε τον Οκάνια υπό την προστασία του, του άρεσε αυτό το δύστροπο παιδί με το απίστευτο ταλέντο επάνω στο ποδήλατο. Του βρήκε δουλειά -πάντα ως ξυλουργός- του πλήρωνε το δωμάτιο που έμενε, πάνω απ’ όλα έπεισε τον πατέρα του να επιτρέψει τρεις επαγγελματικές προπονήσεις την εβδομάδα.

Στη μοναδική βιογραφία που κυκλοφορεί για τον Οκάνια, γραμμένη από τον Κάρλος Αρίμπας γίνεται συγκεκριμένη αναφορά στους λόγους που ο Ισπανός έγινε επαγγελματίας. Ο βασικότερος λόγος ήταν ότι υπήρξε παροιμιωδώς φιλοχρήματος, σε βαθμό εμμονής στη σχέση του με τα χρήματα.

Ο θυμός, ο χαρακτήρας, η αυταπάρνηση, ήταν παρεπόμενα, όλα προϊόντα καταβολών, φτώχειας και ιδιότυπου οικογενειακού περιβάλλοντος, σε αντίθεση με τον Ζακ Ανκετίλ (το είδωλό του) ή τον μεγάλο αντίπαλο, Έντι Μερξ.

Εδώ που τα λέμε, αν δεν ήταν στη μέση ο «κανίβαλος», ο Ισπανός δεν θα είχε κατακτήσει μόνο ένα Tour και μια Vuelta στην καριέρα του, απλούστατα λόγω περιστάσεων. Όπως όλα στη ζωή, η αλήθεια κρύβεται στις λεπτομέρειες.

Η πτώση στο Ballon d’Alsace στο Grande Boucle του 1969 είναι το πρώτο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Έπεσε άσχημα, αλλά συνέχισε αιμόφυρτος, μέσα στη λάσπη και τον κουβάλησαν ουσιαστικά οι συναθλητές στον τερματισμό.

Το πιο διάσημο επεισόδιο ωστόσο, εκτυλίχθηκε δυο χρόνια αργότερα, όταν με επτάμισι λεπτά προβάδισμα στη γενική, έπεσε πολύ άσχημα «εντός έδρας», στο «δικό του» Mont-de-Marsan, εξ αιτίας μια τρομακτικής καταιγίδας και μιας πλημμύρας που τον έστειλε απευθείας σε έναν τοίχο στην κατάβαση του Col de Menté.

Από εκείνο το ατύχημα και μετά, ο Οκάνια αποκαλούσε τον Μερξ “El Puta”, λόγω της κακοτυχίας του -και ναι, είναι αυτό που καταλαβαίνετε.

Ο “Puta” θριαμβεύει το 1969, το ’70, το, ‘71, το ’72. Τέσσερεις τίτλοι σερί, όλοι κόντρα στον λυσσασμένο Οκάνια που έβρισκε τρόπο να είναι εκεί ακόμα και με κατάγματα, με το αίμα να τρέχει ποτάμι απ’ τις πληγές. Οι μάχες ειδικά στα Πυρηναία θεωρούνται ακόμα και σήμερα κάτι σαν το “el classico”, είναι ό,τι πιο σκληρό έχει να επιδείξει η ποδηλασία μεταπολεμικά.

Όταν ο Οκάνια κατέκτησε τον πολυπόθητο τίτλο το 1973 ήταν γεμάτος οργή, λυσσασμένος επειδή ο Μερξ ήταν απών, γιατί ήθελε να προετοιμαστεί για τη Vuelta.

Κέρδισε με 15 λεπτά και έξι ετάπ διαφορά από τον δεύτερο Μπερνάρντ, αλλά η επίγευση ήταν πικρή, γιατί όπως είπε και ο ίδιος ήταν μια «μοναχική νίκη».

Ο Λουίς επηρεάστηκε σε τέτοιο βαθμό που οι επόμενες νίκες του συνολικά μετρώνται στα δάχτυλα του ενός χεριού με επίσης διάφορα περιστατικά κακοτυχίας, πολλές πτώσεις και τραυματισμούς που ειδικά στην περίπτωση του σκύλου (!) που πετάχτηκε ξαφνικά στο δρόμο του και τον έβγαλε εκτός πορείας, να αγγίζουν τα όρια της δεισιδαιμονίας.

Ο Οκάνια, παρά το γεγονός ότι ήταν ο δεύτερος Ισπανός μετά τον Μπαχαμόντες που κέρδισε το Grande Boucle, πάντοτε αντιμετωπιζόταν απ’ όλους σαν «ξένος», ακόμα και από την ίδια του την πατρίδα που δεν τον κάλεσε ποτέ να τρέξει πχ με τη σημαντικότερη ομάδα της χώρας την Kas και η μοναδική αξιοσημείωτη παρουσία με ισπανική ομάδα ήταν η Fagor, το μακρινό 1968.

Οι Γάλλοι αντίθετα, θεωρώντας τον διάδοχο του Ανκετίλ τον κάλεσαν ήδηαπό το 1970 στη θρυλική Bic (η εταιρεία με τα στιλό και τα μελάνια) των τίτλων. Είχε τεθεί επί τάπητος ακόμα και το σενάριο να γίνει νατουραλιζέ, πριν καν επινοηθεί ο όρος στο χώρο του αθλητισμού και μάλιστα με την ευλογία του κολοσσού της Bic, αλλά ο Λουίς ήταν πολύ περήφανος και αισθανόταν πάντοτε Ισπανός.

Ήταν σκληρός και ανεξέλεγκτος χαρακτήρας ο Οκάνια, όταν πια δεν μπορούσε να συνεχίσει τον πρωταθλητισμό σε επίπεδο από τους τραυματισμούς και δοκίμασε το χαρτί του αθλητικού διευθυντή, έγινε αντιληπτό πόσο δύστροπος και περίεργος ήταν. Δυο χρόνια παρεξηγήσεων, ασυνεννοησίας, τσακωμών μέχρι ξυλοδαρμού και πλήρους απομυθοποίησης.

Τότε, έγινε γνωστή και η φιλασθένειά του που φρόντιζε να κρύβει κάτω από το χαλί της κακοτυχίας και της δεισιδαιμονίας. Ο Λουίς ήταν ήδη άρρωστος και δεν ήταν μόνο η φυματίωση και η πνευμονία που γνώριζαν οι ειδικοί.

Όταν από το ατύχημα του 1972 έχασε το ένα του μάτι, οι γιατροί του ανακοίνωσαν ότι πάσχει και από ηπατίτιδα C, πιθανότατα από κάποια μολυσμένη βελόνα στις δεκάδες μεταγγίσεις αίματος που χρειάστηκε να κάνει.

«Με αφήνει το συκώτι μου, έχω ελάχιστο δρόμο ακόμα μπροστά, σε λίγο τερματίζω», είπε ένα βράδυ στους φίλους του στο Mont-de-Marsan.

Αναπόφευκτα, έχασε τον εαυτό του, μέχρις σε σημείο να συνταχθεί με το Front National του Ζαν Μαρί Λεπέν, δηλώνοντας «μετανοιωμένος». Ποιος; Ο γιος του φυγόδικου Λουίς, του ηττημένου «κόκκινου» στον ισπανικό εμφύλιο που δεν άντεχε τον Φράνκο, μέλος του Εθνικού Μετώπου, «επειδή θα προσφέρει ηρεμία».

Ακόμα και τα παιδιά του, ίσως να μην τον κατάλαβαν ποτέ, ίσως πάλι πίσω από την κλειστή πόρτα του σπιτιού να έγιναν πράγματα που δεν ήξερε κανείς.

Ο γιος του Ζαν Λουί τον καιρό της τρομερής κόντρας με την Μερξ είχε δηλώσει στον Τύπο ότι υποστηρίζει το Βέλγο, «γιατί ο μπαμπάς όλο πέφτει».

Η απάντηση του Λουίς ήταν να του πάρει σκύλο και να τον ονομάσει Μερξ. Ναι, έδωσε στο σκυλί που πήρε δώρο στο γιο του το όνομα της νέμεσής του.

Με τη Ζοσιάν, τη γυναίκα του, επίσης οι σχέσεις «συζητήσιμες». Πολλά τα ατοπήματα, πολλές οι παρασπονδίες του, από φρεκοπαντρεμένοι ακόμα. Το μεγαλύτερό του πρόβλημα ωστόσο παρέμεναν οι αμπελώνες στο Caupenne-Armagnac, όπου αποφάσισε σε εξήντα εκτάρια γης να κάνει παραγωγή του ομώνυμου λικέρ.

Κι αυτό το έριξε στη δεισιδαιμονία, του έφταιγε ο καιρός, απέδιδε τις χαμένες σοδιές στα άρρωστα σταφύλια, στη δηλητηριασμένη γη. Ό,τι είχε κερδίσει σε τόσα χρόνια καριέρας, κάθε δεκάρα που μάζευε χωρίς να ξοδεύει το παραμικρό σε οτιδήποτε κινδύνευε να πάει χαμένη για αυτό το χωράφι.

Όταν τον είδαν να καθαρίζει τα τζάμια της τζάγκουαρ με την κίτρινη φανέλα του νικητή από το Tour, όλοι κατάλαβαν ότι δεν είναι «απλώς εκκεντρικός», αλλά το πράγμα είναι σοβαρό. Κανείς ωστόσο δεν μπορούσε να φανταστεί αυτό που επακολούθησε.

Στις 19 Μαΐου του 1994, ο 49χρονος Λουίς Οκάνια πίνει ότι αλκοολούχο υπήρχε στο σπίτι, παίρνει την καραμπίνα του, κάθεται στην πολυθρόνα του σαλονιού του και στηρίζει το πηγούνι στην κάννη.

Δεν δίστασε να πατήσει τη σκανδάλη, όπως δυο μέρες νωρίτερα, όταν είχε συμβεί το ίδιο σκηνικό και η Ζοσιάν είχε καλέσει την αστυνομία για τον αποτρέψει.

Είχαν αποδώσει το περιστατικό στο μεθύσι του και το κάλυψαν όλοι «για να μην γίνει θέμα». Αυτό μας κατατρέχει ως κοινωνία, ο θόρυβος και το «σκάνδαλο», η εικόνα που χαλάει προς τα έξω και η απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας του καθενός.

Το πεπρωμένο του ανθρώπου είναι ο χαρακτήρας του, έλεγε ο Ηράκλειτος. Ο Οκάνια ήταν ένας τιτάνας επάνω στη σέλα, αλλά ένας πολύ δύσκολος άνθρωπος, υπερβολικός σε όλα του.

Είχε μια χωρητικότητα αέρα στους πνεύμονες άνω των 7 λίτρων, αισθανόταν τα βουνά σπίτι του, άντεχε τις πτώσεις και παρότι άρρωστος επάνω στο ποδήλατο ήταν υπέρ το δέον ανθεκτικός.

Ο Μερξ, με τα χρόνια, προσπάθησε να τον καταλάβει, όταν αντιλήφθηκε την οικονομική αδυναμία του, φρόντισε με τρόπο να τον βοηθήσει αγοράζοντας αμέτρητα μπουκάλια από το -κακό- Armagnac του.

Η Ζοσιάν μίλησε και για τις ευαισθησίες του, δημοσιοποίησε τους πίνακες ζωγραφικής του, εξιστόρησε την πατρική σχέση του ανδρός της με τον Σεσκουτί, είπε ότι ο Λουίς δεν ήταν μόνο η λερωμένη κίτρινη μπλούζα που καθάριζε το τζάμι στο αυτοκίνητο, αλλά και η νικητήρια ιδρωμένη μπλούζα που έκανε δώρο στον άνθρωπο που του έδειξε τον μοναδικό δρόμο για να πρωτεύσει.

Γιατί, έστω και για λίγο, ο Λουίς ήταν πρώτος.

Πηγή: Athletes’ Stories

Καμία προσευχή για τους πεθαμένους – μέρος 1ο

Pin It on Pinterest

Shares
Share This