Επιλογή Σελίδας

Του Νίκου Παπαδογιάννη

Eίχα θυμώσει πολύ, όταν πέθανε ο Φίλιππος Συρίγος, στις 13 Οκτωβρίου 2013. Όχι για την άδικη μοίρα ούτε για κάποιον αδυσώπητο αόρατο θεό που «τον πήρε κοντά του». Δεν πιστεύω σε τέτοια.

Είχα θυμώσει, για τα ρεπορτάζ που προβλήθηκαν από τα κανάλια. Για τον τρόπο με τον οποίο προέβαλαν την είδησή οι συνάδελφοί μου. Οι «συνάδελφοί του».

Για τους ιδιωτικούς και δημόσιους σταθμούς –τους οποίους ο εκλιπών υπηρέτησε με πάθος και χωρίς φόβο- και για πολλές ιστοσελίδες πολιτικού περιεχομένου, ο Συρίγος ήταν απλά «η φωνή του μπάσκετ».

Πάει να πει, ένας γραφικός κυριούλης, που μιλούσε για κόκκινα γυαλιά και τίμιους γίγαντες. Ένας παράξενος, που έντυσε με απολαυστικές ατάκες και άναρθρες κραυγές το Ευρωμπάσκετ ’87.

Και όξω απ’ την πόρτα. Έτσι τον ξεπροβόδισαν. Έτσι τον αποχαιρέτισαν. Σαν να ήταν ένα sui generis νούμερο, όπως οι ίδιοι.

Και τι άλλο να έλεγαν; Ότι ο Συρίγος έκανε δημοσιογραφία;

Ότι ξεσκέπασε το σκάνδαλο «Κοκκαλισκάκη»; Ότι αντιστάθηκε εξαρχής στο εγχείρημα «Αθήνα 2004» και ξεβράκωσε τα πολυάριθμα σκάνδαλά του;

Ότι γνώριζε για το ατύχημα του Κεντέρη πριν αυτό συμβεί; Ότι μαχαιρώθηκε επειδή έκανε τη δουλειά του και έφτασε στο κατώφλι του Άδη;

Ότι τσακώθηκε ακόμα και με στενούς προσωπικούς φίλους προκειμένου να υπηρετήσει τη ρημάδα τη δουλειά του; Ότι δεν άφησε μέτωπο που να μην ανοίξει και λιθάρι που να μη σηκώσει;

Ότι έκανε την Ελευθεροτυπία (το αθλητικό τμήμα της και όχι μόνο) ορμητήριο ερευνητικού ρεπορτάζ και προοδευτικής σκέψης, σε πείσμα της δημοσιογραφικής κονσομασιόν;

Ότι δεν επέτρεψε σε κανέναν από τους συνεργάτες του να εργαστεί στο γραφείο Τύπου του «Αθήνα 2004» όταν σχεδόν όλοι οι διευθντάδες εξανδραποδίστηκαν επί πληρωμή;

Ότι έμπαινε άφοβος στο μάτι των χουλιγκάνων χωρίς να υπολογίζει κινδύνους και προσωπικό κόστος;

Ότι ήταν αναγκασμένος να κυκλοφορεί με σωματοφύλακα -τον έντιμο Γιάννη- επειδή εκεί έξω είχε μόνο εχθρούς;

Ότι κάθε τόσο τον έτρεχαν στα δικαστήρια, αλλά εκείνος έβγαινε σχεδόν πάντα νικητής;

Ότι φρόντισε να κρατήσει κρυφή την κηδεία του, για να μη πατήσει το πόδι του και να μη στείλει στεφάνι κανένας δημοσιοσχεσίτης κροκόδειλος;

Ο Φίλιππος Συρίγος δεν ήταν άγιος άνθρωπος. Σε καμία περίπτωση. Είχε πολλά ελαττώματα, ίσως περισσότερα από όσα έπιανε το γυμνό μάτι. Όπως όλοι μας. Εγώ έχω εκατό φορές περισσότερα. Και εσείς επίσης.

Ως δημοσιογράφος, όμως, άξιζε να αγιοποιηθεί. Διότι, σε εποχή γενικευμένης οσφυοκαμψίας, εκείνος επέμενε να ανεμίζει το μπαϊράκι του.

Πολλοί τον θεωρούσαν πράγματι γραφικό, όχι όμως επειδή έλεγε για τον Σαντσίς και για τον Σούμποτιτς, αλλά επειδή σκάλιζε κάθε πέτρα που του φαινόταν στραβοβαλμένη.

Μόνο γραφικοί τα κάνουν αυτά στην Ελλαδάρα. Και δακτυοδεικτούμενοι δοκιχώτηδες.

Προσωπικά αισθάνομαι τυχερός που μαθήτευσα και υπηρέτησα 25 χρόνια δίπλα του (1988-2013): ΕΡΤ, Τρίποντο, Μega, ANT1, Nova, πάνω απ’ όλα Ελευθεροτυπία.

Δεν ξέρω αν έγινα καλός ή κακός ή μέτριος δημοσιογράφος, έμαθα όμως ότι οφείλω να μη συμβιβάζομαι και να μη μπαίνω σε αυλές.

Ότι το ανάστημα δεν μετριέται με γραφεία Τύπου, υποκλίσεις και κρατικοδίαιτα πόστα, αλλά με την ανεξαρτησία και με το θάρρος της γνώμης.

Και ας το πληρώσω ακριβά. Που το πληρώνω. Ακριβά.

Σημειώστε ότι στα τελευταία χρόνια της ζωής του Συρίγου σχεδόν δεν μιλιόμασταν. Αλλά το λάθος δεν ήταν δικό του. Ο Φίλιππος ήταν, απλά, ο Φίλιππος. Το χέρι που με έθρεψε.

Στο τέλος της σύντομης ζωής του, ο Συρίγος χαιρετίστηκε από τους ασπόνδυλους ως ένας περιθωριακός που πάντα έκανε του κεφαλιού του. Αυτό χαρακτηρίστηκε κουσούρι, ενώ ήταν προτέρημα.

Πλασαρίστηκε μετά θάνατον ως ακίνδυνος, ενώ ήταν επικίνδυνος. Για τα παράσιτα του χώρου (της δημοσιογραφίας και του αθλητισμού), αλλά και για τον ίδιο του τον εαυτό.

Όπως μου έγραψε ο φίλος Μίλτος Πασχαλίδης, όταν του εξήγησα το άχτι μου: «Δεν θα μας κάνουν σαν τα μούτρα τους, τα μ**νιά». Συγγνώμη για την αθυροστομία, αλλά Συρίγος χωρίς βωμολοχίες δεν νοείται.

Κάθισα για πρώτη φορά δίπλα του σε τηλεοπτικό στούντιο όταν –στην εκπομπή του στην ΕΡΤ- κάναμε μία πρωταπριλιάτικη φάρσα: «Ο Άρης φέρνει τον Τομ Τσέιμπερς για το φάιναλ-φορ της Γάνδης».

Ο Φίλιππος δεν γνώριζε το μικρό μου όνομα και με προανήγγειλε με τρόπο αλησμόνητο: «Το ρεπορτάζ έχει ο συνάδελφος ο…., ο…., ο…., ο Παπαδογιάννης»! Αγνωστων λοιπών στοιχείων.

Όταν με ξαναείδε, μερικές εβδομάδες αργότερα στην ιδρυτική σύσκεψη του περιοδικού Τρίποντο, με θυμήθηκε αμέσως: «Πού είσαι, ρε μ**νάκι;» Το θεώρησα κοπλιμέντο. Όσους ο Συρίγος αντιπαθούσε, τους αγνοούσε.

Ελπίζω ότι είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει, δέκα χρόνια τώρα. Ο Φίλιππος Συρίγος ήταν μάλλον ο τελευταίος Έλληνας δημοσιογράφος. Δεν υπάρχει άλλος σαν αυτόν.

Πηγή: Gazzetta