Επιλογή Σελίδας

Του Zastro

Το Maracanaço, η εντός έδρας απώλεια του τίτλου της παγκόσμιας πρωταθλήτριας από την Ουρουγουάη μέσα στο νεότευκτο Μαρακανά το 1950 δεν ήταν ένα απλό τραύμα για τη Βραζιλία.

Η εθνική ομάδα της χώρας δεν ξαναέπαιξε ποδόσφαιρο για σχεδόν δυο χρόνια, ξαναπάτησε δειλά χορτάρι τον Απρίλιο του 1952.

«Χάσαμε με τον πιο ταπεινωτικό τρόπο που μπορούσε να σκεφτεί ανθρώπινος νους, νιώσαμε όπως τα αδέσποτα μπάσταρδα σκυλιά που τα κλωτσάνε στο δρόμο», έγραψε ο δημοσιογράφος και «δραματουργικός» συγγραφέας της ιστορίας της Seleção, Νέλσον Ροντρίγκες.

Αυτή η μετατραυματική κατάσταση ονομάστηκε complexodevira-lata -το σύμπλεγμα του μπάσταρδου.

Ολόκληρος ο βραζιλιάνικος λαός έθεσε εκούσια εαυτόν σε θέση κατωτερότητας, εφηύρε επί της ουσίας ένα είδος αντι-νάρκισσου, φτύνοντας κατάμουτρα την ίδια του την εικόνα, δίχως να μπορεί να βρει ούτε προσωπικούς ούτε ιστορικούς λόγους αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης.

Δεν είναι (ήταν) απλή υπόθεση το ποδόσφαιρο στη Βραζιλία. Δεν είναι «το ομορφότερο δευτερεύον πράγμα στη ζωή», όπως είχε πει ο Λίνεκερ και επαναλαμβάνουμε σε κάθε ευκαιρία και στα μέρη μας.

Στη Βραζιλία της δεκαετίας του ’50, όλοι ζούσαν και πέθαιναν για το ποδόσφαιρο. Κυριολεκτικά.

Η ήττα με 4-2 στα προημιτελικά του Mουντιάλ του 1954 από την Ουγγαρία του Πούσκας ήταν εθνική καταστροφή. Όχι βιβλική όπως το Maracanaço, αλλά καταστροφή.

Κι όταν η εθνική ομάδα της χώρας έφτασε στη Σουηδία για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958, το πρωτεύον ήταν να αποφευχθεί η καταστροφή, δηλαδή οποιαδήποτε θέση εκτός από την πρώτη.

Το ταλέντο πολύ πλούσιο, η ομάδα γεμάτη αρτίστες.

Στον όμιλο διαλύει την Αυστρία, έρχεται ισόπαλη χωρίς σκορ με την Αγγλία και κερδίζει καθαρά τη Σοβιετική Ένωση του μεγάλου Γιασίν.

Δεν έχει δεχτεί καν γκολ και το επαναλαμβάνει στον προημιτελικό με την Ουαλία, την οποία καθαρίζει επίσης με συνοπτικές διαδικασίες.

Δέχεται τα δυο πρώτα γκολ σε ολόκληρο το τουρνουά στον ημιτελικό με τους Γάλλους. Με τη διαφορά ότι βάζει πέντε. Και προκρίνεται στον τελικό όπου δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο τους οικοδεσπότες και πολύ δυνατούς Σουηδούς, αλλά και τους δαίμονές της. Το φάντασμα του Μαρακανά.

Αυτό ήταν το πρώτο ματς στο οποίο η Βραζιλία έγινε αυτό που γνωρίζουμε όλοι σήμερα, τότε ξεκίνησε να χτίζεται ο μύθος, από εκεί ξεκίνησε το θαύμα της “Pentacampeon”, της ομάδας που έγινε συνώνυμο του ίδιου του σπορ και της χώρας που αγκάλιασε το ποδόσφαιρο περισσότερο από κάθε άλλη.

Σήμερα, φαντάζει φυσιολογικό, είναι δεδομένο ότι η Βραζιλία «είναι η Βραζιλία», κανένας ωστόσο δεν αντιλαμβάνεται ότι η ιστορία ολόκληρου του σπορ θα είχε γραφτεί διαφορετικά εάν το 1958 η Βραζιλία είχε ρίξει τόσο ταλέντο στο βάραθρο της αβύσσου ενός νέου Maracanaço.

Ο τελικός ξεκίνησε στις 15.00 ακριβώς και στις 15.04 η Βραζιλία είναι ήδη πίσω στο σκορ. Ο Νιλς Λίντχολμ έχει ξεσηκώσει το Råsunda Fotbollsstadion της Στοκχόλμης και ουδείς γνωρίζει τι κρύβεται πίσω από το ράθυμο περπάτημα του Ντιντί προς τη σέντρα με τη μπάλα αγκαλιά και το κεφάλι κάτω.

Ο Ζαγκάλο τρέχει προς το μέρος του, κάτι του φωνάζει, ο Ντιντί σηκώνει το χέρι και τον καθησυχάζει. Συνεχίζει να βαδίζει ράθυμα εκπέμποντας το μήνυμα: κανένας πανικός. Λίγο μετά το ημικύκλιο, πετάει τη μπάλα στον Βαβά και του ζητά απλώς να ακουμπήσει τη μπάλα στη σέντρα.

Λίγο πριν σφυρίξει ο διαιτητής, ο Ντιντί γυρίζει το βλέμμα στον Γκαρίντσα και γνέφει καταφατικά. Αυτό που ακολούθησε μοιάζει με έκρηξη ατομικής βόμβας.

Ο Βαβά ακουμπά την μπάλα, ο Ντιντί ξανακοιτάζει δίπλα του και διαπιστώνει ότι ο Γκαρίντσα έχει ήδη ξεκινήσει την κούρσα. Η μπαλιά του Ντιντί χαλάει το χτένισμα του Σουηδού ακραίου αμυντικού Άξμπομ και προσγειώνεται στο δεξί στραβό πόδι του Γκαρίντσα.

Αυτή η σπάνια περίπτωση ποδοσφαιριστή και ανθρώπου, ο Γκαρίντσα, ξεκινά ένα μοναδικό σλάλομ και διαλύει οτιδήποτε εμφανίζεται μπροστά, πίσω και δίπλα του.

Μπαίνει στην περιοχή, οι Σουηδοί είναι σαστισμένοι και εξουδετερωμένοι, υπάρχει και χώρος και χρόνος για οτιδήποτε, αλλά ακριβώς επειδή ο Γκαρίντσα ήταν η πιο παράλογη και εκτός λογικής ποδοσφαιρική ύπαρξη, επιλέγει ένα σουτ με το εξωτερικό στην κλειστή γωνία.

Η μπάλα καταλήγει στο εξωτερικό δίχτυ, τα συγκεκριμένα δευτερόλεπτα όμως πάγωσαν όλο το γήπεδο. Η Σουηδία προηγείται, αλλά είναι σαστισμένη και φοβάται. Έχει απέναντί της ταλέντο, αποφασιστικότητα, τρέλα, ένταση, θυμό, κίνητρο.

Δεν γίνεται να τα νικήσεις όλα αυτά μαζί, το ταλέντο όταν είναι ασυνείδητο και αρχέγονο δεν είναι αντιμετωπίσιμο, δεν έχει απαντήσεις. Και η Βραζιλία του ’58 ήταν μια ομάδα που όμοιά της δεν είχε ξαναεμφανιστεί ποτέ στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο.

Η ομοσπονδία της χώρας είχε επιστρατεύσει για πρώτη φορά ειδικούς επιστήμονες, η οργάνωση ήταν εξονυχιστικά ακριβής και επαγγελματική μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Εξετάστηκαν 25 διαφορετικές τοποθεσίες μέχρι να καταλήξουν στο ξενοδοχείο/αθλητικό κέντρο που επρόκειτο να διαμείνει η αποστολή.

Καθ’ όλη τη διάρκεια του τουρνουά, στο ξενοδοχείο δεν δούλεψε ούτε μια γυναίκα, οι Βραζιλιάνοι αξιωματούχοι επέμεναν μέχρι τελευταίας στιγμής με διάβημα στη σουηδική κυβέρνηση να κλείσει και μια παρακείμενη παραλία γυμνιστών, αίτημα που οι Σουηδοί βρήκαν παντελώς παράλογο και το απέρριψαν.

Η εθνική ομάδα είχε μαζί της παθολόγο, ορθοπεδικό, καρδιολόγο, οδοντίατρο, επικεφαλής ιατρό. Διέθετε personal trainer -επαναλαμβάνω, μιλάμε για το 1958- ψυχολόγους, «κατασκόπους» των αντιπάλων.

Ο Ζοάο Καρβαλιάες, ο ψυχολόγος της αποστολής, είχε συντάξει ειδικές εκθέσεις με τα προφίλ των ποδοσφαιριστών, μετά από συνεδρίες με τον καθένα ξεχωριστά.

Τα πορίσματα ήταν ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα, όπως ας πούμε εκείνο που απαγόρευε επί της ουσίας την ταυτόχρονη χρησιμοποίηση του ανώριμου και ανεύθυνου 17χρονου Πελέ με τον ασταθέστατο και επιρρεπή στο οτιδήποτε Γκαρίντσα.

Συγκεκριμένα, ο Γκαρίντσα είχε το χαμηλότερο σκορ σε εκείνα τα ψυχολογικά τεστ, συγκέντρωσε μόλις 38 στους 123 διαθέσιμους βαθμούς «καταλληλότητας».

Στην έκθεσή του, ο Καρβαλιάες ανέφερε ότι ο Γκαρίντσα είναι ακατάλληλος για οτιδήποτε, ότι το όριο για να προσληφθεί κανείς ως οδηγός λεωφορείου στο Σάο Πάολο είναι 40 βαθμοί και ο Γκαρίντσα δεν έπιασε ούτε αυτό.

Στο τελικό συμβούλιο και όταν ο εκλέκτορας της Βραζιλίας, Βισέντε Φέολα, είδε τις εκθέσεις πήρε τον λόγο και είπε: «Κύριε καθηγητά, είστε ένας λαμπρός επιστήμων, ο καλύτερος στη χώρα. Με συγχωρείτε όμως, από ποδόσφαιρο δεν καταλαβαίνετε γρι».

Πελέ και Γκαρίντσα, αγωνιζόμενοι μαζί σε 40 παιχνίδια από το 1958 μέχρι το 1966, είχαν 36 νίκες και 4 ισοπαλίες με την εθνική ομάδα. Δεν έχασαν ποτέ.

Στον τελικό, ο Φέολα επέλεξε ένα ασύμμετρο 4-2-4 με απόλυτη ελευθερία κινήσεων στον έξω-δεξιά Γκαρίντσα.

Την ισορροπία εξασφάλιζε η παρουσία του επονομαζόμενου “Formiguinha” Ζαγκάλο από την άλλη πλευρά, του ανθρώπου που διεύθυνε και κατεύθυνε τακτικά την ομάδα τόσο σε φάση κατοχής όσο και σε φάση άμυνας.

Ο Πελέ ήταν ο δεύτερος επιθετικός πίσω από τον τεχνίτη κυνηγό Βαβά, τον εξυπνότερο φορ της μεταπολεμικής ιστορίας.

Στα χαφ, δέσποζε η κορυφαία φυσιογνωμία του Ντιντί, με τον Ζίτο σε βοηθητικό ρόλο. Στο συγκεκριμένο Μουντιάλ, ο Ντιντί έπαιξε το ποδόσφαιρο του μέλλοντος.

Ο Ντιντί, ήταν ο μοναδικός σε εκείνη τη Βραζιλία που εκτός από το απρόβλεπτο μπορούσε να προσφέρει και το πραγματικό, το απτό, τη βεβαιότητα.

Φανταστείτε έναν μέσο «μαγνήτη», με τη μπάλα να καταλήγει σχεδόν πάντα επάνω του, ικανό να παίξει και χαμηλά και ψηλά την μπάλα, πρόθυμο να τη δώσει δίπλα του ή να προωθήσει το παιχνίδι με τριαντάρες και σαραντάρες πάσες ακριβείας.

Το τρομακτικό με τον Ντιντί, ήταν ότι μπορούσε να παίξει το ίδιο καλά και με το δεξί και με το αριστερό, ήξερε πότε να πασάρει στον κενό χώρο, πότε να τριπλάρει, πότε να ελέγξει το ρυθμό, να ανεβάσει ή να δώσει μέτρα στην ομάδα.

Εξ αιτίας ενός τραυματισμού δυο χρόνια πριν το Μουντιάλ της Σουηδίας, είχε εφεύρει κι έναν καινούριο τρόπο να χτυπάει τη μπάλα, οι Βραζιλιάνοι τον είχαν ονομάσει “folha seca” – «το νεκρό φύλλο».

Χτυπούσε τη μπάλα χαμηλά, από κάτω, με τα τρία εξωτερικά δάχτυλα του ποδιού. Η μπάλα έπαιρνε ύψος και ξαφνικά έπεφτε με τόσο γλυκό και αργό τρόπο, όπως πέφτουν τα φύλλα από το κλαδί του δέντρου το φθινόπωρο. «Νεκρό φύλλο – folha seca».

Στο κέντρο της άμυνας, ο πρωτάρης Ορλάντο, ένας στόπερ με έναν μήνα στην εθνική, ιδανικός να δέχεται τις οδηγίες του έμπειρου αρχηγού Ζιντεράλντο Μπελίνι, του μοναδικού ανθρώπου που υπάκουαν όλοι με σκυμμένο το κεφάλι στα αποδυτήρια.

Τερματοφύλακας έπαιζε ο κορυφαίος Βραζιλιάνος γκολκίπερ του 20ου αιώνα, ο Ζιλμάρ.

Το κρυφό όπλο εκείνης της ομάδας ωστόσο, ήταν οι δυο πλάγιοι μπακ, οι διόσκουροι Σάντος. Δεξιά ο Τζάλμα και αριστερά ο Νίλτον Σάντος.

Ήταν οι δυο πρώτοι ακραίοι μπακ στην ιστορία με εντολή να περνάνε τη σέντρα και να συμμετέχουν στο επιθετικό πλάνο, οδηγία και τακτικός νεωτερισμός που ουδέποτε είχε εμφανιστεί πριν τους αγώνες στα σουηδικά γήπεδα.

Αυτή η ομάδα ξόρκισε το φάντασμα του Maracanaço, αυτή η ομάδα βρέθηκε πίσω στο σκορ μόλις στο 4ο λεπτό, αυτή η ομάδα τα είχε όλα εκτός από ένα: τον προφήτη της, τον βασιλιά της.

Στο μυαλό του 17χρονου παιδιού, του ανώριμου παιδιού με την ανευθυνότητα στα κύρια χαρακτηριστικά στην έκθεση του προφίλ του, είναι μόνο η ανυπόφορη σκέψη ότι η Βραζιλία είναι πίσω στο σκορ.

Το σουηδικό πλεονέκτημα στο σκορ διήρκησε τέσσερα λεπτά στην «ποδοσφαιρική παρενόχληση» της Βραζιλίας. Και η βίαιη «παρενόχληση» συνεχίστηκε και μετά την ισοφάριση του Βαβά στο 8ο λεπτό, με κύριο εκφραστή και εκτελεστή τον απηνή και ανώριμο πρίγκιπα που εκείνη την ημέρα έγινε βασιλιάς, τον Έντσον Αράντες ντο Νασιμέντο «Πελέ».

Ο βασιλιάς δεν διαθέτει μόνο πρωτόγονη ορμή, το μεγάλο όπλο του είναι η χάρη. Το ατόφιο ταλέντο, το θεόσταλτο ταλέντο που δεν αποτυπώνεται στα ελάχιστα βίντεο που διασώζονται από εκείνη την εποχή, συνοψίζεται στο «ξεχασμένο» του δοκάρι στον τελικό.

Σέντρα του Τζάλμα, σπόντα του Βαβά στο ύψος της περιοχής με τη μπάλα να αναπηδά άναρχα.

Ο Πελέ δεν στοπάρει, δεν την αφήνει να ακουμπήσει ξανά το έδαφος. Με το δεξί «μυτάκι» την τσιμπάει και τη φέρνει μπροστά του αποφεύγοντας ταυτόχρονα τον αντίπαλο.

Πριν εκείνη ξαναπέσει στο έδαφος, έχει σηκώσει το βλέμμα, έχει σημαδέψει και ξέρει πόση δύναμη, πόσα φάλτσα και σε ποιο χρόνο πρέπει να τη χτυπήσει.

Τη βρίσκει με το αριστερό κουντεπιέ, είναι το τέλειο σουτ, το ιδανικότερο τελείωμα. Η μπάλα βρίσκει στη συμβολή και η γραμμικότητα της φάσης παραπέμπει σε αρχιτεκτονική γραμμή του μοντερνιστικού καλλιτεχνικού κινήματος.

Ο ποδοσφαιρικός νεοπλαστικισμός της Βραζιλίας είχε επιδράσεις από τον αγγλοσαξονικό κυβισμό και την πλατωνική αντίληψη περί τέλειων γεωμετρικών μορφών, ο Πελέ όμως πρόσθεσε τη λατινοαμερικανική χάρη και εφηύρε την αυθύπαρκτη και άυλη ιδέα του «περιττού». Του παράδοξου της ουσίας του περιττού.

Είναι αυτό που είτε αφήνει τον θεατή καθηλωμένο με το στόμα ανοιχτό είτε τον αναγκάζει να χειροκροτεί εκστασιασμένος, είναι το μακρόσυρτο «ωωω» που ξεφεύγει από όλα τα στόματα που βρίσκονται στο γήπεδο, όταν ένας ποδοσφαιριστής κάνει το «περιττό», το αναπάντεχο, αυτό για το οποίο πληρώνουμε εισιτήριο, εκείνο που μας αναγκάζει να παραχωρήσουμε ένα δίωρο από τον χρόνο μας για να παρακολουθήσουμε ένα παιχνίδι.

Λίγο μετά το ημίωρο, ο Πελέ πίσω από τη σέντρα με το εξωτερικό ανοίγει την αντεπίθεση. Ο Ζίτο απλώς την αφήνει δεξιά στον Γκαρίντσα.

Περνάει δυο και μπαίνει στην περιοχή, συρτή σέντρα στον Βαβά που απλώς τη σπρώχνει στα δίχτυα. Δίπλα του είναι ο Πελέ που σε ελάχιστα δευτερόλεπτα έχει βρεθεί σε θέση φορ και σαν βετεράνος παραμόνευε για την απειροελάχιστη περίπτωση που ο Βαβά λάθευε.

Η Βραζιλία έχει ανατρέψει το σκορ και στο δεύτερο ημίχρονο μπορεί να κάνει «συντήρηση». Όχι η Βραζιλία του ’58, όχι η Βραζιλία της ενθρόνισης του νέου βασιλιά.

Δέκα λεπτά από την έναρξη του δευτέρου ημιχρόνου και μετά από το πολλοστό ένα-δυο Βαβά και Ζαγκάλο, ο εκνευρισμένος Μπέργκμαρκ απομακρύνει τη μπάλα.

Τη σταματά η Enciclopédia της Μποταφόγκο, ο Νίλτον Σάντος, ο οποίος χωρίς χρονοτριβή έχει δει τον Πελέ να ορμάει στη μεγάλη περιοχή και βγάζει τη σέντρα στον κενό χώρο.

Ο φρουρός του Πελέ, ο θηριώδης Πάρλινγκ δεν ασχολείται δευτερόλεπτο με την πορεία της μπάλας, στοχεύει μόνο να σταματήσει με κάθε τρόπο τον πιτσιρίκο που έχει κάνει άνω-κάτω ολόκληρη την εθνική Σουηδίας σε τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου.

Προσπαθεί να τον κλωτσήσει, δεν τα καταφέρνει, η απέλπιδα προσπάθεια να τραβήξει τη φανέλα και να τον ρίξει κάτω στέφεται επίσης από αποτυχία, γιατί ο Πελέ είναι τόσο γρήγορος που ήδη έχει μπροστά του τον Γκούσταφσον.

Ο Σουηδός έχει κλείσει το οπτικό πεδίο, τα εκατοστά είναι ελάχιστα, δεν υπάρχει χώρος για σουτ, η λύση είναι να σπάσει η μπάλα δεξιά ή αριστερά, αλλά δεν υπάρχει συμπαίκτης.

Ο Πελέ τινάζει το γόνατο και την περνάει δυο μέτρα πάνω από το σώμα του δύσμοιρου Σουηδού. Τη στιγμή που η μπάλα προσγειώνεται, οι τάπες του Σουηδού είναι στο ύψος του μηρού του Πελέ, είναι ο μοναδικός τρόπος να τον σταματήσει, ένα πέναλτι που σήμερα θα σήμαινε και αυτόματη κόκκινη κάρτα.

Ο Πελέ ξανατινάζει το πόδι του από την αντίθετη πλευρά και αποφεύγει το τάκλιν-σφυρί του αντιπάλου του. Σε δέκατα του δευτερολέπτου, ισορροπεί σαν ακροβάτης και τη στιγμή που η μπάλα πάει να ακουμπήσει το έδαφος τη χτυπάει με το μυτάκι έχοντας ήδη φέρει το βάρος του σώματος μπροστά για να μην της ξαναδώσει ύψος.

Το 3-1 είναι ένα ποίημα χωρίς μέτρο, πέρα από κάθε κανονιστικό πλαίσιο.

Δυο λεπτά πριν τη συμπλήρωση των 70 λεπτών, ο Μάριο Ζόρζε Λόμπο Ζαγκάλο “la Formiguinha”, ο προπονητής της ομάδας του ’70, της καλύτερης Βραζιλίας όλων των εποχών, με μια ηρωική προβολή, κάνει το 4-1, δίνοντας διαστάσεις θριάμβου στη νίκη της Seleção.

Η Σουηδία όμως δεν παραιτείται και ο Άγκνε Σίμονσον την ξαναβάζει στο ματς. Πίσω στη Βραζιλία, ξυπνούν μνήμες, ο βραζιλιάνικος λαός πλημμυρίζει από τις μνήμες του Maracanaço, τρέμει στην ιδέα μιας νέας ανατροπής.

Η επέλαση του Χάμριν, δυο λεπτά μετά το δεύτερο γκολ της Σουηδίας, σκόρπισε προσωρινά τον πανικό, αλλά ο στιβαρός Μπελίνι ήταν εκεί και σαν σωστός αρχηγός απομάκρυνε το φόβο.

Ο τελικός της ενθρόνισης του βασιλιά όμως δεν έπρεπε να λήξει έτσι, δεν ήταν δυνατόν να τελειώσει με τους Βραζιλιάνους στο φόβο.

Τελευταία φάση. Ο Ορλάντο ελέγχει τη μπάλα, λίγο πίσω από τη γραμμή της σέντρας. Η μπαλιά είναι μια άτσαλη τριαντάρα, αλλά υπεραρκετή για τη στέψη.

Ο Πελέ τη σταματάει με το στήθος και γυρίζει πρόσωπο με το τέρμα. Βλέπει τον Ζαγκάλο που ανεβαίνει αριστερά και με τακουνάκι τη σερβίρει ακριβώς εκεί που την θέλει ο Formiguinha.

Ο Πελέ επιταχύνει και κάνει νόημα στο συμπαίκτη να του την ξαναδώσει. Η σέντρα του Ζαγκάλο είναι στο ιδανικό ύψος και ο Πελέ ανεβαίνει στον θρόνο.

Η ομοιότητα με το γκολ που πετυχαίνει, δώδεκα χρόνια αργότερα στον τελικό του Αζτέκα στην πόλη του Μεξικού, είναι ανατριχιαστική. Ίδιο ύψος, ίδιο στυλ, ίδια δύναμη, ίδια κεφαλιά με το τελευταίο του γκολ σε Μουντιάλ, στο ευλογημένο του ’70.

Δεν την βρήκε με το μέτωπο, τη χτύπησε με το κρανίο για να πάρει ύψος και να κάνει την καμπύλη που απαγορεύει στον τερματοφύλακα να αντιδράσει.

Το νοητό τόξο από το κρανίο του Πελέ γλείφει το δοκάρι και καταλήγει στα δίχτυα του Κάλε Σβένσον.

Ο υπεραθλητής Σίγκε Πάρλινγκ, ο μέσος της εθνικής Σουηδίας που διέπρεπε εκτός από το ποδόσφαιρο και στο χόκεϊ επί πάγου και στο Bandy (ένα άλλο χειμερινό σπορ που μοιάζει με το αγγλικό polo επί πάγου), χρόνια μετά θα δηλώσει αφοπλιστικά:

«Στο πέμπτο γκολ, μαγεύτηκα τόσο πολύ που μου βγήκε να χειροκροτήσω κι εγώ. Ήμουν βέβαιος ότι εκείνη τη στιγμή βιώναμε κάτι μοναδικό, κάτι πολύ μεγάλο για το παγκόσμιο ποδόσφαιρο».

Ο Πελέ έχει σκοράρει, αλλά κείτεται στο έδαφος, αποκαμωμένος από το μείγμα έντασης, κόπωσης και χαράς.

Είναι οριζόντια στο χορτάρι και δεν αντιλαμβάνεται σίγουρα ότι έχει σκοράρει πέντε γκολ σε ημιτελικό και τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου, στα 17 του χρόνια.

Τι νόημα έχει αλήθεια να ξανασηκωθεί μετά από ένα τέτοιο επίτευγμα;

Τι παραπάνω μπορεί να κατακτήσει ένα 17χρονο παιδί;

Ο Γάλλος διαιτητής Μορίς Γκιγκ σφυρίζει τρεις φορές, ο τελικός έχει μόλις τελειώσει.

Ο Πελέ βρίσκεται ακόμη στο έδαφος. Σπεύδουν να τον σηκώσουν ο Τζάλμα Σάντος με τον Γκαρίντσα, ο βασιλιάς ξεσπάει σε λυγμούς στην αγκαλιά του Γκαρίντσα.

Κλαίει ασταμάτητα, είναι εκείνο το ελεύθερο βρεφικό κλάμα, μια μίξη συναισθήματος, απελευθέρωσης, απεγνωσμένης προσπάθειας επικοινωνίας με τους γύρω.

Κλαίει μέχρι την απονομή στις αγκαλιές όλων όσοι βρέθηκαν κοντά του.

Κλαίει στο στέρνο του Ζιλμάρ, στην αγκαλιά του Ντιντί, στον ώμο του φροντιστή.

Ο βασιλιάς κλαίει.

Δεν μπορεί να σηκώσει το κεφάλι γιατί το στέμμα είναι πολύ βαρύ και αδύνατον να το συνηθίσει.

Η νιότη του σταμάτησε εκεί, στη Σουηδία, στην Στοκχόλμη, όταν αποχαιρέτισε τα χρόνια της αθωότητας.

Τα επόμενα χρόνια, θα κερδίσει τα πάντα, θα σκοράρει όσο κανείς άλλος, όμως δεν θα ξανακλάψει ποτέ έτσι, δεν θα επιτρέψει στον εαυτό του να ξαναγίνει ποτέ τόσο συναισθηματικός.

Ο Ζιντεράλντο Μπελίνι πήρε στα χέρια του το πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο που κατέκτησε η Βραζιλία, τότε ήταν ακόμα το Ζιλ Ριμέ. Το κρατούσε κοντά στο μέρος της καρδιάς και ήταν αδύνατον να φωτογραφηθεί ειδικά με τόσους θηριώδεις Σουηδούς να τον περιβάλλουν.

Ο Πελέ του φωνάζει να το σηκώσει όσο ψηλότερα γίνεται, τόσο ψηλά για να το δει ολόκληρη η Βραζιλία.

Η στιγμή που ο Μπελίνι σηκώνει το κύπελλο είναι η ίδια με αυτήν που παρακολουθούμε όλοι ακόμη και σήμερα, τότε καθιερώθηκε, τότε έγινε πρώτη φορά.

Αυτή η εικόνα έγινε άγαλμα στη είσοδο του Μαρακανά, αυτή η εικόνα ξόρκισε το Maracanaço των δεκάδων αυτοκτονιών και του δράματος ενός ολόκληρου λαού, αυτή η εικόνα συνοψίζει τη σημασία του ποδοσφαίρου για τους Βραζιλιάνους στο διηνεκές: ο αρχηγός της εθνικής να υψώνει στον ουρανό το Παγκόσμιο Κύπελλο.

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This