Επιλογή Σελίδας

Του Zastro

Στις αρχές της δεκαετίας του ‘60, στην Tor Marancia στο Quartier Adreatino, ένα λιγομίλητο μελαχρινό αγόρι αναστάτωνε τη γειτονιά με μια μπάλα στα πόδια του.

Τ’ όνομά του ήταν Αγκοστίνο, οι κολλητοί τον φώναζαν «Άγκο» γιατί οι Ιταλοί και ειδικά οι ρομάνοι, συνηθίζουν να τα κόβουν τα ονόματα. Οι υπόλοιποι, το μικρό, τον φώναζαν «πρωταθλητή».

Εκεί, στο κατηχητικό του San Filippo Neri, όταν τους περνούσε όλους με τη μπάλα κολλημένη στο πόδι του, είχε γίνει ήδη «φίρμα», το πουλέν της σχολείου κι ας ήταν χαμηλών τόνων. Η «Αιώνια Πόλη» τότε ακόμη γεννούσε πρωταθλητές, δεν υπήρχε κορεσμός, εμπορευματοποίηση, «σχέδιο» στο ποδόσφαιρο.

Ο Άγκο δεν είχε τίποτ’ άλλο στο μυαλό του, κοιμόταν και ξυπνούσε με το ποδόσφαιρο, ονειρευόταν ότι έπαιζε στην αγαπημένη του Ρόμα, ότι όλο το Flaminio φωνάζει τ’ όνομά του και τον αποθεώνει.

Στη Ρόμα πήγε ενώ ήταν ακόμα παιδί, δεν είχαν ξαναδεί τόσο σπάνια τεχνική κατάρτιση στις ακαδημίες του συλλόγου. Πριν καν κλείσει τα 16, φόρεσε τη φανέλα της Magica, στα είκοσι ήταν κιόλας πρωταγωνιστής, στα 21 ηγέτης, στα 25 είχε γίνει αρχηγός. Σήκωσε πρώτος το scudetto στη Ρόμα του Φαλκάο, την ομάδα που ακόμη και σήμερα οι παλιοί romanisti θεωρούν την καλύτερη όλων των εποχών.

Ο μύθος λέει ότι το περιβραχιόνιο το έπαιρνε μαζί στο σπίτι, το φύλαγε σε ένα παλιό carillon και δεν άφηνε να το ακουμπάει κανένας, ούτε καν η μάνα του που τη λάτρευε.

Μπήκε πρώτος, φορώντας το περιβραχιόνιο σ’ εκείνον τον τελικό εναντίον της Λίβερπουλ στις 30 Μαΐου του 1984, στο Olimpico.

Αυτός ο τελικός ήταν όλη η Ρώμη σε μια ιστορία, όλη η πόλη σ’ έναν αγώνα, σ’ έναν τελικό. Για εκείνον, ήταν τ’ όνειρό του, η παιδική του φαντασίωση, όταν από νήπιο κλωτσούσε μια μπάλα και έλαμπαν τα μάτια του μόνο και στην ιδέα να παίξει στη Ρόμα.

Όταν ο Γκρόμπελαρ απέκρουσε το πέναλτι του Γκρατσιάνι, χαρίζοντας τον τίτλο στη Λίβερπουλ, η καρδιά του Άγκο μαύρισε, έγινε κομμάτια που δεν ξανακόλλησαν ποτέ.

Μετά την ήττα από τη Λίβερπουλ, σε εκείνον τον τελικό του ‘84, έφυγε. Ήταν η τελευταία του χρονιά, εκείνη που τον πλήγωσε πιο πολύ απ’ όλες. Πήγε στη Μίλαν, αργότερα στην Τσεζένα, στο τέλος στη Σαλερνιτάνα. Η καρδιά, όμως χτυπούσε ακόμα για τη Magica. Η Ρόμα ήταν ο έρωτάς του, το μοναδικό πράγμα στη ζωή του που έβγαζε τη μελαγχολία από μέσα του, το αντίδοτο στη μελαγχολία του.

Εκείνος ο τελικός είχε μείνει σαράκι στην ψυχή του, με κάθε ευκαιρία ξανάφερνε πίσω στο νου εκείνο το συναίσθημα, όταν πάτησε το χορτάρι στο Olimpico.

Κάθε φορά το φιλμ ήταν ακριβώς το ίδιο. Ούτε ένας μορφασμός, μια σύσπαση στο πρόσωπο, ένα μισό χαμόγελο, ένα νεύμα. Τίποτα. Γύρω του ο κόσμος καιγόταν, η αδρεναλίνη χτυπούσε κόκκινα, το γήπεδο ήταν έτοιμο να εκραγεί κι εκείνος ήταν συνοφρυωμένος, το βλέμμα του παγωμένο, είχε κατορθώσει και πάλι να τα κρύψει όλα μέσα του, να κλειδώσει σκέψεις και συναισθήματα στο βάθος του μυαλού και της ψυχής του.

Έσπασε μόνο όταν με την άκρη του ματιού είδε το πανό με το οποίο τον αποχαιρέτισαν οι οπαδοί: Ti hanno tolto la Roma ma non la tua curva. «Σου πήραν την Ρόμα, αλλά δεν θα σου πάρουν ποτέ την αγάπη από το πέταλο».

Χαμογέλασε και ύψωσε το βλέμμα στον ουρανό, σαν να λέει «ευχαριστώ». Σε εκείνο το «ευχαριστώ», σταμάτησε το δικό του ρολόι, ο δικός του χρόνος.

Είναι οκτώ το πρωί της 30ης Μαΐου του 1994, όταν ο Ντι Μπαρτολομέι, όχι πια ο Άγκο, όχι ο αρχηγός της Ρόμα που πήρε το πρωτάθλημα και έφτασε σε εκείνον τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, ξυπνάει για να ξεκινήσει τη μέρα του.

Μια μέρα συνηθισμένη, κανονική, τετριμμένη, μια μέρα σαν τις άλλες, όπως εκείνες ενός οποιουδήποτε ανθρώπου. Βγαίνει από το δωμάτιο σιωπηρά, προσεκτικά να μην ξυπνήσει την αγαπημένη του Μαρίζα, την αεροσυνοδό που συμπτωματικά είχε γνωρίσει τη χρονιά που η Ρόμα κατέκτησε το ιστορικό scudetto. Κατεβαίνει ράθυμα τα σκαλιά προς το σαλόνι, στο πανέμορφο παραδοσιακό αρχοντικό της οικογένειας στο San Marco Castellabate, ένα μικρό χωριό κοντά στο Salerno.

Ρίχνει ένα φευγαλέο βλέμμα στην ήρεμη θάλασσα και πηγαίνει στο γραφείο του. Ανοίγει το συρτάρι και βγάζει ένα περίστροφο. Είναι ένα 38άρι Smith&Wesson. Το κοιτάζει, το περιεργάζεται με απάθεια και με βλέμμα κενό. Το γεμίζει και απασφαλίζει, καθώς κατευθύνεται στη βεράντα, εκεί μπροστά στην ήρεμη θάλασσα. Μισοκλείνει τη μπαλκονόπορτα πίσω του, παίρνει μια βαθιά εισπνοή και το στρέφει επάνω του, ακριβώς στο μέρος της καρδιάς. Τραβάει τη σκανδάλη, πυροβολεί, μαύρο.

Φύσηξε ένας φευγαλέος αέρας, ακούστηκε ένας γδούπος από το σώμα του που σωριάστηκε στο πάτωμα. Το φως απ’ τον ήλιο να παιχνιδίζει στις κινούμενες κουρτίνες, το βαθύ κόκκινο του αίματος να πλημμυρίζει το μπαλκόνι. Ξάφνου ο ήλιος κρύφτηκε, ο ουρανός της Campania, σκοτείνιασε, ο αέρας έγινε πιο δυνατός.

Τον βρήκε η Μαρίζα, σε κατάσταση σοκ τηλεφώνησε στους carabinieri, προσπάθησε να διώξει το παιδί στους γονείς της. Η είδηση ταξίδεψε πολύ γρήγορα στο χωριό, στην πόλη, έφτασε στην πρωτεύουσα: «Ο Άγκο αυτοκτόνησε». Τι κι αν είχε περάσει καιρός, τι κι αν οι περισσότεροι τραγουδούσαν και φώναζαν συνθήματα για τους νέους τους ήρωες. Ο Άγκο ήταν πάντα ο αγαπημένος τους.

Ο χρόνος είναι ανελέητος, ο ήρωας του χτες είναι ένας ανώνυμος του σήμερα, στη Ρώμη όμως υπήρχε πάντα αυτό το αόρατο νήμα που ένωνε το παλιό με το νέο, η πεποίθηση ότι ο αρχηγός είναι πάντα εκεί, έστω μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά κι αν χρειαστεί θα επιστρέψει για να ξανακάνει τη Ρόμα μεγάλη. Δεν είναι φυσιολογική αυτή η ροή των πραγμάτων, ο χρόνος είναι αμείλικτος, μια δίνη δίχως αρχή και τέλος, αλλά είμαστε εκεί, η ιστορία είναι εκεί, οι αναμνήσεις, οι θύμησες, όλα.

Αν χρειαστεί, επιστρέφουμε στο παρελθόν για να θεραπεύσουμε το μέλλον. Ο Άγκο δεν κατόρθωσε να αντισταθεί, χάθηκε στον κυκεώνα του μεσοδιαστήματος, βυθίστηκε στο λίμπο, δεν άντεξε το «μετά», δεν ξέχασε ποτέ το πριν. Δεν έβγαλε ποτέ από μέσα του αυτά που τον βασάνιζαν, δεν εξωτερίκευσε ποτέ τα συναισθήματά του, δεν ήθελε ποτέ να μάθουν τις αδυναμίες του.

Πολλοί είπαν ότι δεν κατάφερε να μεταβολίσει την τεράστια αλλαγή στη ζωή του.

Από θεός και αγαπητός, σε βετεράνο, πρώην, τέως. Κανείς δεν βρέθηκε δίπλα του να του εξηγήσει ότι αυτή είναι η μοίρα των αθλητών, ότι όλοι έχουν ημερομηνία λήξης, ακόμα και οι πιο αγαπητοί, ακόμα και οι καλύτεροι. Όσο είσαι εκεί, κάτω από τους προβολείς της δημοσιότητας, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, το περιβάλλον σε προστατεύει. Μετά σε ξεχνάει.

Έτσι είναι ο αθλητισμός, το ποδόσφαιρο σε υψηλό επίπεδο. Όσο διαρκεί, σε κακομαθαίνει ή σε καλομαθαίνει, σε γεμίζει συναισθήματα, σε ανακηρύσσει πρωταγωνιστή μιας εικονικής πραγματικότητας. Όσο σκληρό και κυνικό κι αν ακούγεται, αυτήν την πραγματικότητα στην παίρνει πίσω μεμιάς, σε αφήνει ολομόναχο όταν σβήνουν τα φώτα της ράμπας.

«Είμαι ανάμεσα σε δύο κόσμους, αλλά δεν αισθάνομαι δικό μου κανέναν», είπε ο Tonio Kroger, ο ήρωας του Thomas Mann. Εκείνος ήταν καλλιτέχνης, καταδικασμένος να παραπλανεί και να αποπλανεί το κοινό του.

Καλλιτέχνες είναι και οι μεγάλοι ποδοσφαιριστές, πλανεύουν το κοινό που πάντα τους λατρεύει και εξιδανικεύει το παρελθόν, αλλά τους καταδικάζει να ζουν στο κενό μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος. Το παρόν πουθενά. Από τη μία οι αναμνήσεις και από την άλλη ο αδυσώπητος χρόνος που σιγά σιγά κάνει τα ανδραγαθήματα να ξεθωριάζουν.

 

Ο Άγκο δεν διαχειρίστηκε ποτέ το πέρασμα στην απέναντι όχθη, δεν κατόρθωσε από καλλιτέχνης του ποδοσφαίρου να γίνει εργάτης της ζωής. Ο άτρωτος, ο αρχηγός, η εμβληματική φιγούρα, έγινε κοινός θνητός, αποσύρθηκε μακριά από τον τόπο που λατρεύτηκε πολύ απλά γιατί δεν τον λάτρευαν όπως παλιά, όπως τότε, με τον μοναδικό τρόπο που έμαθε στη ζωή του.

Κι ας ήταν αντιήρωας κι ας ήταν μποέμ και κλειστός χαρακτήρας. Έφυγε και ασχολήθηκε με επιχειρήσεις, έψαχνε το thrill που έκαιγε την ψυχή του όταν έβγαινε στο χόρτο, αλλά δεν μπόρεσε να το βρει ποτέ.

Επέλεξε τη μοναχικότητά του, ανακάλυψε τις πιο σκοτεινές πτυχές του χαρακτήρα του, διάλεξε την αποστασιοποίηση και ήθελε να επιστρέφει κοντά σε εκείνους που τον αγαπούσαν μόνο όταν τους έλειπε. Κάθε χρόνο, όμως, τους έλειπε και λιγότερο, κάθε χρόνος στο μυαλό του έμοιαζε με δεκαετία.

Γινόταν ολοένα και πιο βαρύς, πιο ξένος με το χώρο. Και επέλεξε να πεθάνει, να κοιμηθεί για πάντα. Αυτό είναι. Να κοιμηθεί και να γλιτώσει από τον πόνο και τα χιλιαδυό δεινά που πλέον διαφέντευαν τη ζωή του και του κατέτρωγαν τις σάρκες. Επέλεξε να πεθάνει, να κοιμηθεί, μήπως ξαναονειρευτεί τη ζωή του, όπως την έζησε πριν τον καταστρέψει η Camorra όπως ψιθύριζαν όλοι τότε. Γιατί ειπώθηκε κι αυτό. Ότι τον σκότωσε η μαφία.

Δεν ξέρει κανείς, δεν θα μάθουμε ποτέ τις σχέσεις με το οργανωμένο έγκλημα, αν ποτέ υπήρξαν. Τα φημολογούμενα υπέρογκα χρέη σε κάποιον τοπικό αρχιμαφιόζο που τον πίεζε και απειλούσε την οικογένειά του, είναι μια άλλη εκδοχή για τα αίτια της αυτοκτονίας του.

Η κατάθλιψη από την αδυναμία του να διαχειριστεί το «μετά» η επικρατούσα άποψη. Είναι τρομερό αλλά στη Ρώμη ακόμα τον θυμούνται όλοι, δεν τον ξέχασαν ποτέ. Ίσως αυτό να ήθελε κι εκείνος, αλλά επέλεξε το χειρότερο δυνατό τρόπο για να μείνει ανεξίτηλος στην ιστορία της Ρόμα.

Η Μαρίζα μετά το σοκ βρήκε κι ένα σημείωμα στο συρτάρι του δωματίου τους: “mi sento chiuso in un buco” – «Αισθάνομαι κλεισμένος σε μια τρύπα».

Μελαγχολία, θλίψη, μοναξιά, συναισθήματα κενού. Έφυγε με μια υπέρμετρη ενοχή απέναντι σε όλους και όλα, απελπισμένος, αμίλητος. Ήθελε απλώς να έχει μια όμορφη τελευταία εικόνα, βγήκε να κοιτάξει τη θάλασσα, να αναπνεύσει το οξυγόνο που πίστευε ότι του στέρησαν. Τίτλοι τέλους. Μαύρο.

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This