Επιλογή Σελίδας

Του Zastro

Στις 25 Μαΐου του 1983 η Αθήνα ετοιμάζεται σε πυρετώδεις ρυθμούς να υποδεχθεί, για πρώτη φορά στο νεόδμητο Ολυμπιακό Στάδιο, το μεγάλο τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών.

Το «Σπύρος Λούης», όπως αρέσκοντο οι περισσότεροι να το αποκαλούν εκείνα τα χρόνια, είχε εγκαινιαστεί μόλις επτά μήνες πριν, φιλοξενώντας το Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Στίβου σε απόλυτα γιορτινή ατμόσφαιρα.

Η Ελλάδα ζούσε τα πρώτα χρόνια της «αλλαγής», η φρέσκια κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ απενοχοποιούσε μια βαθύτατα καταπιεσμένη κοινωνία και ο αθλητισμός είχε περάσει σε πρώτο πλάνο από το Υπουργείο Νέας Γενιάς και Αθλητισμού με επικεφαλής τον Κώστα Λαλιώτη και πανταχού παρόντα το Γενικό Γραμματέα Αθλητισμού, Κίμωνα Κουλούρη.

Ήδη, από το 1978 και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, όταν ξεκίνησε η κατασκευή του μοναδικού ουσιαστικά μεγάλου σταδίου της χώρας, ο αθλητισμός αποτελούσε το κύριο όραμα της κυβέρνησης Καραμανλή, προκειμένου να περάσει το μήνυμα ότι η Ελλάδα βγήκε οριστικά από το τούνελ και απεμπόλησε τα ολοκληρωτικά κατάλοιπα μιας πολιτικής που προήγαγε μόνο τις ποδοσφαιρικές επιτυχίες των συλλόγων για να είναι ικανοποιημένο το πόπολο.

Λίγα χρόνια αργότερα, παρόντος του Προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Καραμανλή, αλλά και του Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, η Αθήνα φιλοξενούσε μια πολύ μεγάλη και σημαντική διοργάνωση για τον κλασικό αθλητισμό με στόχο κάποια στιγμή να ξαναβρεθεί σε θέση να φέρει τους Ολυμπιακούς Αγώνες πίσω στη χώρα μας.

Η Αθήνα αγκάλιασε με πρωτοφανή ζέση το Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, 80 χιλιάδες κόσμος συνέρρευσε στην Καλογρέζα και βρέθηκε μπροστά στο πρώτο ελληνικό αθλητικό «θαύμα», το χρυσό μετάλλιο της Άννας Βερούλη στο ακόντιο, με μια εξαιρετική βολή στα 70,02 μέτρα.

Μαζί της στο βάθρο, ακόμη μια Ελληνίδα, η Σοφία Σακοράφα, η οποία κατέκτησε το χάλκινο μετάλιο, επιτρέποντας στους Έλληνες να πανηγυρίσουν μια τεράστια επιτυχία, που έγινε συνώνυμο του νέου μεγάλου αθλητικού κέντρου της χώρας.

Η επιτυχία των Ελληνίδων ακοντιστριών, επισκίασε προς στιγμήν ακόμη και το πρωτάθλημα ποδοσφαίρου της χώρας, η Σακοράφα φωτογραφιζόταν στην Ακρόπολη, ο Πρωθυπουργός υποδεχόταν και τις δύο αθλήτριες στο σπίτι του στο Καστρί και, γενικότερα, κυριαρχούσε μια ελιτίστικη ατμόσφαιρα που έθετε το ποδόσφαιρο σε δεύτερη μοίρα.

Ώσπου η UEFA ανακοίνωσε ότι ο τελικός της κορυφαίας της διοργάνωσης θα διεξαχθεί κι αυτός στην Αθήνα.

Η μεγάλη μάζα του κόσμου πολύ γρήγορα ξέχασε το εορταστικό κλίμα και το μεσομακροπρόθεσμο στόχο της ανάληψης των Ολυμπιακών Αγώνων και το ποδόσφαιρο επέστρεψε στην κορυφή του ενδιαφέροντος, παρά τις έμμεσες κατηγορίες πολιτικών και παραγόντων ότι είναι διεφθαρμένο και υπέρ το δέον «λαϊκό».

Εκείνος ο Μάιος του ’83 είχε ακόμη πολύ ψωμί και στο εγχώριο πρωτάθλημα και στο κύπελλο και όλοι είχαν κάτι να περιμένουν από τη σεζόν.

Τρεις ημέρες πριν το μεγάλο τελικό του Ολυμπιακού Σταδίου, και ενώ στην Αθήνα καταφθάνει εν μέσω αποθέωσης η μεγάλη Γιουβέντους του Τζιάνι Ανιέλι, το παιχνίδι που απασχολεί κοινό και Τύπο είναι το ντέρμπι. Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός στην Λεωφόρο.

Το μεσημέρι της Κυριακής 22 Μαΐου του 1983, η Λεωφόρος γεμίζει από νωρίς. Θυμάμαι, ακόμη και σήμερα, το κλίμα και την ατμόσφαιρα στα πέριξ του γηπέδου, τα δεκάδες αυτοσχέδια περίπτερα με τα κασκόλ, τις σημαίες, τα καροτσάκια με τα «βρώμικα» και την ανυπομονησία στο βλέμμα όλου του κόσμου.

Είναι ένα ντέρμπι που -όπως επιτάσσει η ιστορία των δύο ομάδων- έχει εξελιχθεί σε «μητέρα των μαχών», χωρίς να υπάρχει βαθμολογικό ενδιαφέρον. Έχει μετατραπεί σε «εθνικό ζήτημα», χωρίς να υπάρχει προφανής λόγος.

Στο γήπεδο δεν πέφτει καρφίτσα, οι λιγοστοί οπαδοί του Ολυμπιακού είναι στις θέσεις τους, κάτω από το παλιό ρολόι της 6-7, και εκείνοι του Παναθηναϊκού στο υπόλοιπο γήπεδο έχουν δημιουργήσει μια ιδιαίτερα καυτή ατμόσφαιρα.

Τα μεγάφωνα ανακοινώνουν τις ενδεκάδες, χειροκροτήματα και ιαχές σκεπάζουν τους Αμπελόκηπους και ελάχιστοι δίνουν σημασία στο γεγονός ότι μετά από τέσσερις μήνες επιστρέφει στην ενδεκάδα του Ολυμπιακού ο Βισέντε Εσταβίγιο. Ο Ουρουγουανός διεθνής επιθετικός από το Melo που είχε τραυματιστεί -ειρωνία της τύχης- στο ντέρμπι του πρώτου γύρου στο Καραϊσκάκη.

Ο μυστακοφόρος Ουρουγουανός χαρίζει την τελευταία δυνατή ανάμνηση στους φίλους του Ολυμπιακού και ουσιαστικά το παιχνίδι της Λεωφόρου είναι το «κύκνειο άσμα» του με την ερυθρόλευκη. Το γκολ του έρχεται εντελώς κόντρα στη ροή του αγώνα, αφού ο Παναθηναϊκός είχε την υπεροχή.

Το σκορ δεν αλλάζει μέχρι το τέλος και οι παίκτες του Ολυμπιακού με αυτό το πολύτιμο «διπλό», εκτός του ότι αποτινάσσουν από πάνω τους την αμφισβήτηση, «κλειδώνουν» την κατάκτηση του τέταρτου σερί πρωταθλήματος και 24ου στην ιστορία του συλλόγου.

Τα απόνερα του ντέρμπι δεν διήρκησαν πολύ, διότι πλησίαζε η μεγάλη Τετάρτη του τελικού.

Το κέντρο της Αθήνας είχε γεμίσει με Γερμανούς και Ιταλούς φιλάθλους που λιάζονταν και έπιναν μπίρες στην Ομόνοια.

Η μαύρη αγορά των εισιτηρίων έδινε και έπαιρνε και άπαντες έστρεψαν την προσοχή τους στο πρώτο μεγάλο παιχνίδι που θα φιλοξενούσε το «καμάρι» της Ελλάδας, το νεόδμητο Ολυμπιακό Στάδιο των Αθηνών.

Το παιχνίδι όπως αναμενόταν είχε εξελιχθεί σε κοινωνικό γεγονός και ο ερχομός του Avvocato Τζιάνι Ανιέλι, με το ιδιωτικό του αεροπλάνο στην Αθήνα, είχε προσδώσει και τον απαιραίτητο τόνο glamour στη συνάντηση.

Η Αθήνα κινείτο σε ρυθμούς τελικού από πολύ νωρίς το πρωί.

Οι περισσότεροι Αθηναίοι υποστήριζαν τη Γιουβέντους, θαμπωμένοι από τα φανταχτερά ονόματα της ομάδας του Τορίνο.

Ο Τζιοβάνι Τραπατόνι είχε την τύχη να διαχειρίζεται ένα ρόστερ αστέρων, αποτελούμενο από τους πρωταθλητές κόσμου στο Μουντιάλ του ’82, Τζοφ, Σιρέα, Τζεντίλε, Καμπρίνι, Ρόσι, Ταρντέλι και ασφαλώς τους δύο ξένους της Βέκια Σινιόρα, τον Πολωνό διεμβολιστή Ζμπίγκνιεφ Μπόνιεκ και τον απόλυτο σταρ του τελικού, τον Γάλλο αρτίστα Μισέλ Πλατινί.

Ο Πλατινί αντιμετωπίστηκε σαν βασιλιάς στην Αθήνα, η λάμψη του ήταν μοναδική και το στυλ του γοήτευε τους πάντες. Κατά την άφιξη της Γιούβε στο αεροδρόμιου του Ελληνικού, πάνω από 3.500 κόσμου στριμώχτηκαν για να τον δουν να κατεβαίνει με το ράθυμο στυλ του τα σκαλιά του αεροπλάνου της Alitalia, φορώντας τα σκούρα γυαλιά του και αποπνέοντας την αύρα του ξεχωριστού.

Ο Πλατινί ήταν για τον τελικό του ’83 ότι ο Ρονάλντο για τον τελικό στο Κίεβο, το 2018.

Απέναντι στη Γηραιά Κυρία, το «στρατιωτικό» Αμβούργο του Έρνστ Χάπελ, που επέστρεφε μετά από επτά μήνες στον τόπο του εγκλήματος και στο γήπεδο απ’ όπου ουσιαστικά ξεκίνησε η πορεία του στον τελικό της διοργάνωσης.

Τα ονόματα στη διάθεση του μύθου της προπονητικής δεν υπολείπονταν σε αξία των αντιπάλων τους, απλώς δεν ήταν τόσο φανταχτερά και τόσο διαφημισμένα όπως οι Ιταλοί.

Ούλι Στάιν, Μάνφρεντ Κάλτζ, Βόλφγκανγκ Ρόλφ, Χόλγκερ Χιερόνυμους, Φέλιξ Μάγκατ και οι δύο της δύναμης κρούσης: ο κατ΄εξοχήν Γερμανός εξ όψεως και εξ ορισμού αρχηγός Χορστ Χρούμπες και ο δαιμόνιος Δανός Λάρς Μπάστρουπ.

Το Αμβούργο ήταν το αουτσάιντερ και ο Χάπελ έδειχνε απόλυτα ικανοποιημένος μ’ αυτό.

Το «Σπύρος Λούης» ήταν κατάμεστο και γιορτινό όταν ο Ρουμάνος διαιτητής Νικολάε Ραϊνέα και οι δύο αρχηγοί Ντίνο Τζοφ και Χορστ Χρούμπες αντάλλασσαν τα καθιερωμένα αναμνηστικά πριν την έναρξη.

Η Αθήνα ζούσε την πρώτη μεγάλη ποδοσφαιρική της διοργάνωση.

Ο καιρός «ελληνικός», ζεστός αλλά κατάλληλος για ποδόσφαιρο αφού η UEFA είχε ορίσει ορθά την έναρξη στις 21:15.

Ο Τζιάνι Ανιέλι κομψός και αριστοκρατικός όπως πάντα, κάθεται στην πρώτη σειρά της θύρας των επισήμων με Έλληνες πολιτικούς και επιχειρηματίες να τον περιβάλλουν.

Δίπλα του ο πρόεδρος της Γιουβέντους, Τζαμπιέρο Μπονιπέρτι, ο ζωντανός θρύλος της ομάδας του Πιεμόντε.

Ο άνθρωπος που φόρεσε μόνο τη ριγωτή ασπρόμαυρη φανέλα στην καριέρα του και (τότε) πρώτος σκόρερ όλων των εποχών με 182 γκολ.

Είναι μόλις το ένατο λεπτό και ο τελικός έχει ήδη ανάψει.

Το HSV εξακολουθεί να επιτίθεται προς την εστία των σαστισμένων Ιταλών και παραλίγο να διπλασιάσει τα τέρματά του όταν το βολέ του Καλτς θα σταματήσει πάνω στο απλωμένο πόδι του Ζίμπι Μπόνιεκ λίγο πριν περάσει τη λευκή γραμμή.

Ο Χάπελ έχει «κλειδώσει» τον Πλατινί, το Αμβούργο κυριαρχεί. Η Γιουβέντους προσπαθεί να αντιδράσει, ο ασφυκτικά πιεζόμενος Πλατινί φθάνει κοντά στο γκολ όταν μετά τη σέντρα του Τζεντίλε θα απογειωθεί και με το κεφάλι θα αναγκάσει τον Στάιν σε μια ακόμη απόκρουση.

Η Γιούβε έχει περάσει στην αντεπίθεση και προσπαθεί να φέρει το ματς στα ίσια. Βολέ του Καμπρίνι και νέα εντυπωσιακή απόκρουση του Στάιν, ο Γερμανός κίπερ είναι σε μεγάλη βραδιά.

Οι «Ζέβρες» συνεχίζουν στον ίδιο ρυθμό και στο δεύτερο ημίχρονο, νέο σουτ του Καμπρίνι και πάλι ο Στάιν σε κόρνερ.

Το ΟΑΚΑ κραυγάζει Juve-Juve, αλλά ο Χάπελ έχει στήσει αριστοτεχνικά το Αμβούργο που απειλείται μόνο με μακρινά σουτ.

Ο Πλατινί θα ζητήσει πέναλτι σε μια σύγκρουσή του με τον Στάιν που ο Ρουμάνος ρεφ αρνείται να καταλογίσει και από εκείνο το σημείο η νευρικότητα κυριεύει την Κυρία.

Το Αμβούργο ξαναπαίρνει τον έλεγχο του αγώνα και αν ο Τζοφ δεν εκτινασσόταν στη δεξιά γωνία του, θα είχε κάνει και το 2-0 στο πολύ ωραίο πλασέ του Γκρο.

Η Γιουβέντους δεν ξαναεμφανίζεται στα γερμανικά καρέ στο τελευταίο δεκάλεπτο και αποκαμωμένη παρακολουθεί το HSV να παραδίδει μαθήματα τακτικού ποδοσφαίρου.

Ο Μάγκατ παραλίγο να βάλει το κερασάκι στην τούρτα του τελικού, όταν μετά από φανταστικό ένα-δύο με τον νεοεισελθέντα Φον Χέεζεν θα πλασάρει ελάχιστα πάνω από το οριζόντιο δοκάρι, αλλά η ετυμηγορία του 28ου τελικού του Κυπέλλου Πρωταθλητριών δεν μπορεί πλέον να αλλάξει…

Το Αμβούργο κατακτά το μεγάλο Κύπελλο, εκείνο «με τα αυτιά» που αποτελεί τη μέγιστη καταξίωση σε συλλογικό επίπεδο για οποιονδήποτε ποδοσφαιριστή.

Το τελικό σφύριγμα βρίσκει τους Γερμανούς να πανηγυρίζουν σαν μικρά παιδιά στο ταρτάν του Ολυμπιακού Σταδίου, που αποδείχτηκε για δεύτερη φορά ιδιαίτερα φιλόξενο για την ομάδα του Χάπελ.

Ο Χρούμπες κάνει σαν μικρό παιδί κρατώντας το Κύπελλο στα χέρια και ο Μάγκατ το υψώνει περήφανα στον αττικό ουρανό κάνοντας το γύρο του θριάμβου με τους συμπαίκτες του.

Ο τελικός είχε ένταση, κρίθηκε νωρίς αλλά χάρισε πολλές συγκινήσεις και αρκετές μεγάλες στιγμές κατά τη μεγαλύτερη διάρκειά του.

Η Αθήνα στον πρώτο τελικό της ιστορίας του νεόδμητου Ολυμπιακού Σταδίου της, στάθηκε στο ύψος της και επιβράβευσε το μεγάλο αουτσάιντερ γκρεμίζοντας το φανταχτερό φαβορί.

Ακόμα και σήμερα ο Ρομπέρτο Μπέτεγκα εξιστορεί ότι ήταν μια νύχτα “maledetta”, καταραμένη.

Μια νύχτα που δεν θα την ξεχάσει ποτέ.

Πηγή: Athletes’ Stories

 

Pin It on Pinterest

Shares
Share This