Επιλογή Σελίδας

Του Zastro

“Enfant terrible” είναι μια γαλλική έκφραση που αναφέρεται στα αναιδώς ειλικρινή παιδιά, τα οποία λένε ενοχλητικά -πλην όμως αληθή- πράγματα μπροστά στους γονείς τους.

Με τα χρόνια, έχει ενσωματωθεί στις εσωτερικές διαλέκτους της τέχνης, της μόδας, της μουσικής, των περισσότερων δημιουργικών τεχνών και αφορά συνήθως ένα «τρομερό παιδί» που εμφανίζεται ως ασυνήθιστα επιτυχημένο, παρά το γεγονός ότι είναι εντυπωσιακά ανορθόδοξο, καινοτόμο και πρωτοποριακό.

Ο ακριβής ορισμός, όπως αναφέρεται στο λεξικό της Οξφόρδης, είναι «ένα παιδί που με τις παρατηρήσεις του φέρνει σε αμηχανία τους μεγαλύτερούς του – μτφ. ένα πρόσωπο που θέτει σε κίνδυνο τους συνεργάτες ή την κοινωνική ομάδα του, χρησιμοποιώντας ανορθόδοξο λόγο και συμπεριφορά – σε χαλαρή μετάφραση, το πρόσωπο που λειτουργεί εντελώς μη συμβατικά».

Στο επίσημο DVD της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, με τίτλο “Eric The King”, πίσω στο 1994, υπάρχει ένα ολόκληρο κεφάλαιο αφιερωμένο στο “enfant terrible”.

Ο Καντονά είναι καθισμένος σε ένα άβολο σκαμπό, σε ένα θεοσκότεινο φόντο, με ελάχιστο φως να διαγράφει τη φιγούρα του και μονάχα έναν προβολέα να πέφτει στο πρόσωπό του. Δεν φαίνεται τόσο παιδί, δείχνει πιο πολύ άντρας. Τα μαλλιά του είναι χτενισμένα προς τα πίσω, με τα λίτρα απ’ το τζελ να έχουν δημιουργήσει αυτά τα άτυπα «αυλάκια» εξ αιτίας της απόστασης που έχουν τα «δόντια» στη χτένα.

Φοράει ένα ανοιχτό καφέ σακάκι με μαύρο γιλέκο και το έχει συνδυάσει με ένα γαλάζιο πουκάμισο και μια ανεκδιήγητη βιολετί γραβάτα. Στην κάμερα, βγαίνει όπως ένας άξεστος χωρικός που υποχρεώθηκε να «ντυθεί καλά», προκειμένου να εξασφαλίσει χρηματοδότηση για τις καλλιέργειές του.

Μιλάει σε πολύ ήρεμο και σίγουρο τόνο, στη μητρική του γλώσσα, με το ενοχλητικό voice-over της αγγλικής μετάφρασης να μην αφήνει τον τηλεθεατή να αποκρυπτογραφήσει πλήρως την εναλλαγή της ειρωνείας στο λόγο του.

Σηκώνει το φρύδι, φουσκώνει τα ρουθούνια και με την ένρινη προφορά λέει: «Ο περφεξιονισμός, η τελειομανία, δεν διδάσκεται. Είναι μια εσωτερική ανάγκη που λαμβάνει το χαρακτήρα υποχρέωσης. Τι είναι η τέχνη; Η τέχνη είναι αυθορμητισμός».

Ο δημοσιογράφος ενεός, ο Ερίκ αντιλαμβάνεται το άβολο της στιγμής και συνεχίζει: «Θα σου δώσω μερικά παραδείγματα. Ο ηθοποιός διαρκώς αναζητά τρόπους να πει την ατάκα, όπως το παιδί που λέει για πρώτη φορά μια καινούρια λέξη. Ο ζωγράφος ψάχνει εναγωνίως την απόλυτη ελευθερία στην κίνηση του χεριού του. Ο συγγραφέας προσπαθεί συνεχώς να ξεφύγει από τις ιδέες του προηγούμενου βιβλίου του για να μην μείνει εγκλωβισμένος στο αδιέξοδο».

Φέρτε στο νου τη σουρεαλιστική αυτόματη γραφή, όπου η σκέψη εκφράζεται ελεύθερα και αυτόματα, χωρίς εμπόδια και περιορισμούς από κανόνες λογικής και ηθικής, εκεί που η έμπνευση είναι ασυνήθιστη και σε άμεση επαφή με το υποσυνείδητο.

Το ποδόσφαιρο είναι από τις πιο συνδυαστικές τέχνες, ενώνει τον αυθορμητισμό με την αποτελεσματικότητα, τη σκληρή δουλειά με το ταλέντο. Στις υψηλότερες βαθμίδες της έκφρασής του, εκπλήσσει, απογειώνει συναισθήματα, γεφυρώνει το αυθόρμητο με το κανονιστικό.

Ο Καντονά ξεφυσάει. Κάνει αυτό το νευρικό τίναγμα επάνω στο σκαμπό, ίδιον των ανήσυχων έως ανισόρροπων ανθρώπων. Βλέπει απέναντί του στην οθόνη ένα φλας ενός πολύ σκληρού τάκλιν από ένα αδιάφορο παιχνίδι με τη Νόριτς. Οι τάπες του παπουτσιού του σηκωμένες και στραμμένες στο γόνατο του αντιπάλου του, ενώ έχει το χρόνο να μαζέψει το πόδι του, το προτάσσει.

Είναι ένα τάκλιν αψυχολόγητο, αχρείαστο, τόσο βάναυσο όσο το σουρεαλιστικό τάκλιν που έκανε στον Μισέλ Ντερ Ζακαριάν σε ένα συνηθισμένο Οσέρ-Ναντ, το 1988.

Παρά τα λίγα διαθέσιμα pixels της εποχής, είναι ξεκάθαρο στην έκφρασή του ότι βρίσκεται σε τρανς, ότι για δέκατα του δευτερολέπτου μεταφέρθηκε κάπου αλλού, μακριά από το γήπεδο.

Βλέπει τη φάση και σμίγει τα φρύδια, μαζεύει τα χείλη, προσπαθεί να συγκρατήσει τον εαυτό του για να μην πει κάτι τόσο προκλητικό που θα αναγκάσει το σκηνοθέτη να διακόψει τη ροή.

«Δεν θα είχα αυτό το πάθος, αυτή τη φωτιά που θέλει να βγει από μέσα μου, αν μερικές φορές δεν έκανα ζημιά και στον εαυτό μου και στους γύρω μου. Πιο πολύ βλάπτω τον εαυτό μου, έχω όμως επίγνωση ότι βλάπτω και τους άλλους. Το ξέρω ότι απογοητεύω πολλούς, υπάρχουν όμως και εκείνοι που με καταλαβαίνουν και αντιλαμβάνονται ότι δεν θα μπορούσα να είμαι αυτό που είμαι, δίχως να εξωτερικεύω και τις δυο όψεις του εαυτού μου».

Ο δημοσιογράφος (ξανα)παραμένει σιωπηλός. Το πολλοστό κενό δευτερολέπτων. Εμφανίζεται ο Φέργκιουσον για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, λέει αστειευόμενος ότι τον έχει προειδοποιήσει να αποφεύγει τα τάκλιν για να μην στερεί την ομάδα από το ταλέντο του.

Ήταν παρών σε εκείνη την παραγωγή ο Φέργκι. Καθόταν διακριτικά εκτός πλάνου και παρενέβαινε, όπου το έκρινε σώφρον. Φορούσε ένα γκρι κασκόλ με τα αρχικά του ραμμένα και γυρνούσε νευρικά το δάχτυλό του γύρω από το στεφάνι ενός ποτηριού ουίσκι. Ήταν ένας πολύ διαφορετικός Σερ Άλεξ από το στερεότυπο που έχουμε συγκρατήσει στο θυμικό μας.

Πολύ πιο ανθρώπινος, πιο γήινος, με την αύρα του ανθρώπου που ηρέμησε μέσα του, επειδή επιτέλους κατέκτησε το στόχο. Αργότερα, έβγαλε κι εκείνος τα σκοτεινά στοιχεία του χαρακτήρα του, μιλούσε πολύ άσχημα στους ποδοσφαιριστές, κλείδωνε τα αποδυτήρια και έβγαινε εκτός εαυτού.

Σίγουρα, οι περισσότεροι θυμούνται την έκρηξη και την εκσφενδόνιση του παπουτσιού που έσκισε το φρύδι του Ντέηβιντ Μπέκαμ, το 2003, όταν πια ο Φέργκιουσον και η ίδια η Γιουνάιτεντ ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό σε σχέση με μια δεκαετία νωρίτερα.

Όσο μιλάει ο Φέργκι, ο σκηνοθέτης επιλέγει να ξαναδείξει τη φάση από το ξεκίνημά της, με μεγαλύτερη προσοχή στις λεπτομέρειες. Ο παίκτης της Νόριτς είναι ο Ίαν Κάλβερχαουζ, ένας ψηλός και ντελικάτος άνδρας, απ’ εκείνους που παρακαλούν οι πεθερές να κάνουν γαμπρό τους. Έχει τραβήξει τη φανέλα του Καντονά και έχουν πέσει αμφότεροι στο έδαφος.

Ο Κάλβερχαουζ σηκώνεται σαν να μην συμβαίνει τίποτα και συνεχίζει το παιχνίδι. Ο Καντονά σεληνιάζεται, τινάζεται από το έδαφος και κλωτσάει εν ψυχρώ τον αντίπαλο και στα δυο γόνατα σωριάζοντάς τον ξανά στο χορτάρι.

Ο διαιτητής σφυρίζει το φάουλ, ο Κάλβερχαουζ έχει πάρει τη μπάλα και κάνει το λάθος να σηκώσει το δάχτυλο με τρόπο δασκαλίστικο στον Ερίκ. Ένα πατρικό «μην το ξανακάνεις» που οδηγεί τον Καντονά στο να παραμείνει ακίνητος μπροστά του, ενώ μέσα του έχει ξεσπάσει το χάος.

Ο διαιτητής αντιλαμβάνεται ότι εάν βγάλει κάρτα και δεν σβήσει τη φωτιά αφήνοντας το παιχνίδι στη ροή του, οι κάρτες θα αλλάξουν χρώμα, θα γίνουν κόκκινες και το ματς θα τιναχτεί στον αέρα.

Όλοι οι άνθρωποι με τη νοοτροπία του νικητή έχουν έντονο χαρακτήρα και αλλόκοτες αντιδράσεις μπρος στο φάσμα της ήττας, παρεμβαίνει ο Φέργκιουσον.

Ο Καντονά γυρίζει το βλέμμα του στον προπονητή του. «Δεν χρειάζεται να δικαιολογήσουμε τίποτα. Δεν έχω τύψεις για το παραμικρό από αυτό που είδαμε στην οθόνη. Είμαι αυτός που είμαι και μέρος του εαυτού μου είναι και αυτές οι αντιδράσεις. Το πρόβλημα είναι ότι πρέπει να βρω την ισορροπία μεταξύ του εαυτού μου και των αντιδράσεών μου. Έχω προσπαθήσει στο παρελθόν να τις αποβάλλω εντελώς, έπαψα όμως να είμαι ο ίδιος στο παιχνίδι μου, χάθηκα. Νομίζω όμως ότι θα βρω τη δύναμη να το ελέγξω».

Διακοπή. Ο Φέργκιουσον υψώνει το ποτήρι και πίνει μια γουλιά από το malt του, ο Ερίκ σηκώνεται από το σκαμπό και κοιτάζει γύρω του μονολογώντας. Είναι 100% εκτός της περσόνας που κάνει ένα βίντεο για τους οπαδούς της ομάδας του, βρίσκεται κάπου αλλού.

Έχει αλλάξει το φως στα μάτια του, η έκφρασή του είναι πιο φωτεινή και δεν είναι ευθύνη των προβολέων από το σετ. Σκύβει το κεφάλι και του ξεφεύγει και ένα ελαφρύ μειδίαμα. «Νομίζω ότι έχω βρει τη λύση, δεν το ξέρετε αλλά την έχω βρει». Ψάχνει με το βλέμμα τον κάμερα-μαν μπροστά του. Είναι μια τόσο μεγάλη στιγμή ειλικρίνειας που αναζητά το πρώτο πρόσωπο μπροστά του, η κίνηση του σώματος μπορεί να είναι μόνο ευθεία, όπως ευθύς είναι και ο λόγος του.

Η ανάγκη να πείσει το πρόσωπο απέναντί του είναι τόσο μεγάλη που διαπερνά και τον τηλεθεατή. Η κάμερα γράφει κι ας μην ήταν προγραμματισμένο για να ενταχθεί στο υλικό, αφού το DVD έπρεπε να είναι μια συρραφή από γκολ, φάσεις, στιγμές στη σεζόν. Ο Ερίκ γελάει, είναι η στιγμή που έχει επεξεργαστεί στο μυαλό τη σκέψη του και είναι απόλυτα ικανοποιημένος από την εξήγηση που δίνει στον εαυτό του.

Κλείνει το μάτι στον κάμερα-μαν, είναι σαφές πως έχει αποφασίσει ότι δεν χρειάζεται, δεν πρέπει να εξηγήσει τίποτα on camera, δεν αφορά κανέναν άλλον, εκτός από τον ίδιο.

Ο Φέργκιουσον ρουφάει ακόμη μια γουλιά ουίσκι βυθισμένος στην πολυθρόνα του και είναι βέβαιος ότι όλα πλέον θα κυλήσουν ομαλά. Έτσι κι έγινε. Το αφιέρωμα ολοκληρώθηκε στα συνήθη πλαίσια, πέρασαν από τις οθόνες οι στιγμές, τα γκολ, οι πάσες, οι πανηγυρισμοί. Κανείς από το συνεργείο δεν κατάλαβε τίποτα, εκτός από τον κάμερα-μαν που κοίταξε βαθιά στα μάτια ο Καντονά και τον ίδιο το Φέργκιουσον που διαχειριζόταν αυτόν τον χαρακτήρα επί μήνες και ήξερε πολύ καλά ότι και η επόμενη έκρηξη δεν θα καθυστερήσει πολύ.

Τον Αύγουστο του ιδίου έτους, ο Καντονά τιμωρείται με τρεις αγωνιστικές μετά από μια παρόμοια έκρηξη σε ένα φιλικό με τους Ρέηντζερς της Γκλασκώβης. Ο Φέργκιουσον στη μεικτή ζώνη αναφέρει ότι ο ποδοσφαιριστής του κατευθύνεται από μια εσωτερική ανάγκη που τον μετατρέπει σε τιμωρό της αδικίας όπως ο ίδιος την αντιλαμβάνεται.

Νοήματα και καταστάσεις πολύ δύσκολες για τον κόσμο του ποδοσφαίρου που έχει μάθει να λειτουργεί σε συγκεκριμένο κανονιστικό πλαίσιο και υπό συγκεκριμένες νόρμες.

Η «απάθεια» του Φέργκι και η ανοχή του στις παραβατικές συμπεριφορές του Καντονά, έχουν εξοργίσει τους αντιπάλους, οι οποίοι με κάθε αφορμή δεν χάνουν την ευκαιρία να εξωθήσουν τον Καντονά στην επόμενη έκρηξη.

Ο Νιλ “Razor” Ράντοκ, τότε κεντρικός αμυντικός της Λίβερπουλ, σε ένα παιχνίδι μέσα Σεπτεμβρίου, δεν σταματά να τον προκαλεί και να τον εκνευρίζει. Του επιτίθεται λεκτικά, τον χτυπά εκτός φάσης, του κατεβάζει τον -αγαπημένο για τον Ερίκ- υψωμένο γιακά στη φανέλα κάθε φορά που τον έχει πλάτη σε κάποιο κόρνερ ή φάουλ.

Ο Καντονά τον περιποιείται με ένα πολύ σκληρό τάκλιν από πίσω, αλλά δεν αρκείται σε αυτό. Το ματς τελειώνει και τον περιμένει στην είσοδο των αποδυτηρίων. Ο Ράντοκ καθυστερεί να μπει στα αποδυτήρια επίτηδες και ο Φέργκιουσον προλαβαίνει να ξανασβήσει τη φωτιά.

Η Γιουνάιτεντ κερδίζει το δεύτερο συνεχόμενο Charity Shield, αλλά στο Τσάμπιονς Λιγκ μετά από τέσσερις αγωνιστικές οι βαθμοί είναι μόλις πέντε. Η ομάδα αγωνίζεται χωρίς τον Ερίκ, εξαιτίας της τιμωρίας του από την προηγούμενη σεζόν στην Κωνσταντινούπολη, στη νύχτα που η Γιουνάιτεντ έζησε την κόλαση του «Αλί Σάμι Γεν» και ο Καντονά αποχώρησε από το γήπεδο συνοδεία αστυνομικών.

Τον Νοέμβριο, ένα παιχνίδι πριν λήξει η τιμωρία, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ αντιμετώπιζε τη Μπαρτσελόνα του προσωπικού ειδώλου του Ερίκ, του Γιόχαν Κρόιφ. Οι Καταλανοί σκόρπισαν τους Άγγλους με ένα επιβλητικό 4-0, θέτοντας εν αμφιβόλω ακόμα και βασικές σταθερές του οικοδομήματος Φέργκιουσον.

Η Γιουνάιτεντ, παρά την επιστροφή Καντονά, χάνει και από την Γκέτεμποργκ στη Σουηδία και επί της ουσίας αποκλείεται από τον όμιλο. Οι TIMES κυκλοφορούν με κεντρικό άρθρο του αξιοσέβαστου Ροντ Χιούζ και ρωτούν ευθέως το κοινό: «Μήπως είναι ο καιρός να πούμε au revoir στον αυθάδη Καντονά;».

Η πίεση είναι τεράστια, η ομάδα εκτός των άλλων βρίσκεται και στη δεύτερη θέση πίσω από τη Νιούκαστλ στο πρωτάθλημα, έχοντας τέσσερις ήττες.

Στις 25 Ιανουαρίου του 1995, στο Selhrust Park του Λονδίνου, ο Καντονά αποβάλλεται ξανά, αφού κλωτσάει εν ψυχρώ τον αμυντικό της Κρίσταλ Πάλας, Ρίτσαρντ Σον, ενώ απλώς έτρεχαν μαζί, ο ένας πλάι στον άλλον.

Ο σχολιαστής αναρωτιέται από μικροφώνου αν η πολλοστή αψυχολόγητη ενέργεια οφείλεται σε κάτι που ειπώθηκε ή αν είναι απλώς μια ακόμη αχαρακτήριστη αντίδραση, επειδή ο αντίπαλος τον μάρκαρε στενά.

Μετά την κάρτα, όλοι οι ποδοσφαιριστές της Κρίσταλ Πάλας τον έχουν περικυκλώσει, ενώ οι συμπαίκτες του προσπαθούν να χτίσουν ένα άτυπο τείχος γύρω του, προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα. Κάποιος αντίπαλος κλωτσάει τη μπάλα από μακριά στο στομάχι του. Δεν αντιδρά. Έχει τα χέρια στη μέση και μοιάζει να απορεί για την απόφαση του διαιτητή να τον αποβάλει.

Με αργά βήματα, κατευθύνεται προς την έξοδο, κατεβάζει το γιακά από τη φανέλα και κουνάει το κεφάλι δεξιά-αριστερά. Στο μέσον της διαδρομής σταματά σαν να περνούν χίλιες σκέψεις απ’ το μυαλό του. Ο διαιτητής εξακολουθεί και έχει το χέρι υψωμένο μέχρι να βγει από τον αγωνιστικό χώρο, τον πλησιάζει ο Άντι Κόουλ που με τις φλέβες πεταμένες τον καθυβρίζει. Ο Φέργκιουσον στο φόντο απαθής και αδιάφορος, ο Καντονά με ύφος συνοφρυωμένο και απειλητικό, έτοιμος να εκραγεί.

Ένα μέλος του προπονητικού επιτελείου, ο Νόρμαν Ντέιβις, τον αγκαλιάζει για να τον συνοδεύσει στα αποδυτήρια, αλλά ο Ερίκ είναι ήδη εκτός εαυτού. Απελευθερώνεται με μια απότομη κίνηση και ξαφνικά αρχίζει να τρέχει προς την εξέδρα. Απογειώνεται με το ένα πόδι τεταμένο και το άλλο διπλωμένο σε ορθή γωνία πίσω του όπως οι πειθαρχημένοι τζουντόκα. Τα χέρια του είναι απλωμένα, σαν να κρατούν έναν φανταστικό μανδύα, όλο το σκηνικό μοιάζει βγαλμένο από τον πρώτο Batman του Νόλαν.

Προσγειώνεται στο επάνω μέρος μιας διαφημιστικής πινακίδας που σημειολογικά γράφει “McDonald’s” και για μερικά δευτερόλεπτα ισορροπεί επάνω στο μεταλλικό βραχίονα που στηρίζει τις πινακίδες και παίζει το ρόλο του «φράχτη» μεταξύ θέσεων και αγωνιστικού χώρου.

Είναι εγκλωβισμένος και ανήμπορος, αλλά κινείται σαν τρελός, φέρτε στο νου την αντίδραση μιας χελώνας όταν την γυρνάς ανάποδα. Ακόμα και ευρισκόμενος σε εκείνη τη θέση, σου δίνει την εντύπωση ότι προσπαθεί να κλωτσήσει με το δεξί, αδιαφορώντας αν θα χτυπήσει μια ηλικιωμένη κυρία με ανοιχτόχρωμο παλτό που παρακολουθεί με ανοικτό το στόμα και έκπληκτα μάτια όλη τη σκηνή.

Ο Καντονά ορθώνεται ξανά στα πόδια του και πλέον είναι μια ανάσα από το στόχο του. Είναι ένας ξανθός τύπος με ένα μαύρο μπόμπερ μπουφάν που δέχεται τουλάχιστον δυο «γεμάτα» ντιρέκτ από το δεξί χέρι του σεληνιασμένου Γάλλου.

Όταν τον απομακρύνουν, ελάχιστοι έχουν συνειδητοποιήσει σε τι σκηνικό έγιναν αυτόπτες μάρτυρες.

Την επομένη μέρα, ο Αρχηγός της Βρετανικής Αστυνομίας δηλώνει ευτυχής που αποφεύχθηκε σύρραξη και πιθανόν μια γενικευμένη εξέγερση, αφού δεν είχε περάσει καν μήνας από τα εκτεταμένα επεισόδια μεταξύ των οπαδών της Τσέλσι και της Μίλγουολ, επεισόδια που κατέστειλε μετά κόπων και βασάνων η έφιππη αστυνομία.

Ανοίγει άμεσα εισαγγελική έρευνα, δυο οπαδοί έχουν υποβάλλει μηνύσεις τόσο εναντίον του Καντονά, όσο και του Πολ Ινς, ο οποίος κινήθηκε στο σημείο της επίθεσης και κραύγαζε στην εξέδρα να μπουκάρει στο γήπεδο για να «μετρηθούν σαν άντρες».

Οι εφημερίδες έχουν ήδη ξετρυπώσει ότι ο ξανθός τύπος με το μπόμπερ μπουφάν που έφαγε την καρατιά στο στήθος είναι ο Μάθιου Σίμμονς, ένας εικοσάχρονος με ποινικό μητρώο και φιλο-φασιστικές τάσεις στο παρελθόν. Είχε ληστέψει ένα βενζινάδικο και είχε ξυλοκοπήσει τον υπάλληλο με καταγωγή από τη Σρι Λάνκα με την αντλία, μέχρις του σημείου να μείνει αναίσθητος.

Ο Σίμμονς πουλάει την ιστορία του στη Sun, φωτογραφίζεται με γυμνό στέρνο για να φαίνεται το σημάδι από την κλωτσιά του Καντονά και δίνει τη δική του εκδοχή. Λέει ότι είχε βρεθεί τυχαία στις μπροστινές σειρές, ότι ήθελε να πάει στην τουαλέτα και εξ αιτίας της φάσης και της κόκκινης κάρτας παρέμεινε στο σημείο και απλώς είπε «πήγαινε τώρα να κάνεις το ντουσάκι σου» στον Καντονά. Αυτήκοες μάρτυρες τον διέψευσαν, ο Σίμμονς φέρεται να είπε «άντε γ@μησου τώρα και πήγαινε στη Γαλλία, μπάσταρδε Γάλλε, πουτ@νας γιε».

Όλο το διάστημα του επικοινωνιακού και μη χαμού στην Αγγλία, ο Καντονά είχε φύγει για διακοπές στη Γουαδελούπη με τη σύζυγό του Ιζαμπέλ, η οποία ήταν και έγκυος στη δεύτερη κόρη τους, την Ζοζεφίν.

Εξήγησε αργότερα ότι η πρώτη του ενστικτώδης αντίδραση ήταν να απομακρυνθεί, του δημιουργήθηκαν άμεσα τάσεις φυγής. Πολύ γρήγορα καθάρισε το μυαλό του και πήρε την πρωτοβουλία να λύσει αυτό το θέμα προτάσσοντας την υπερηφάνεια και κατά κάποιον τρόπο την τιμή του. «Θα τα αντιμετωπίσω όλα με το κεφάλι ψηλά, είναι γελασμένοι αν θεωρούν ότι θα με ξεκάνουν τόσο εύκολα».

Ένας ρεπόρτερ τον ξετρυπώνει στη Γουαδελούπη, τον φωτογραφίζει ενώ παίζει μπάσκετ με ένα μαγιό με την αμερικάνικη σημαία και ένα καπέλο των Γιάνκις στο κεφάλι. Φωτογραφίζει και την έγκυο Ιζαμπέλ που κάνει ηλιοθεραπεία λίγα μέτρα πιο δίπλα, αναίτια και ανερυθρίαστα επιλέγει μια λεζάντα που κάνει και τα πιο ήρεμα πνεύματα να αγανακτήσουν. «Κυοφορεί το παιδί του τραμπούκου».

Ο Καντονά επιστρέφοντας, βρίσκει το αυτοκίνητό του βανδαλισμένο στο πάρκινγκ του αεροδρομίου. Είναι η τελευταία φορά που οδηγεί το συγκεκριμένο Audi.

Διαβάζει στην Daily Mail τη μαρτυρία του 28χρονου Μπρους Μίλιγκτον, ενός αυτόπτη μάρτυρα που χαρακτηρίζει το σκηνικό σαν σεκάνς από το Mortal Combat. Από κάτω η εφημερίδα σε κόκκινο πλαίσιο και με μεγάλα γράμματα έχει τυπωμένη μια αγγελία: «Γνωρίζεις τον οπαδό που επιτέθηκε στον Καντονά; Τηλεφώνησέ μας στο τάδε νούμερο – αμοιβή εγγυημένη».

Συν τω χρόνω, γίνονται γνωστές όλες οι λεπτομέρειες. Η ηλικιωμένη γυναίκα δίπλα στον Σίμμονς είναι η Κάθυ Τσέρτσμαν, μια μάνατζερ ξενοδοχείου που ελάχιστα πριν το συμβάν φαίνεται σε φωτογραφίες και βίντεο να γελάει με την καρδιά της. Καλείται σε τηλεοπτικά πλατό, δίνει αμέτρητες συνεντεύξεις σε διάφορα έντυπα, λέει στο κοινό ότι ο σύζυγός της που δουλεύει στις ΗΠΑ, της τηλεφωνεί και λένε κομπορρημονώντας ότι έγινε πιο διάσημη από τη Λαίδη Ντι στην Αμερική.

Άφηνε να εννοηθεί ότι, πριν την επίθεση του Καντονά, γελούσε για κάτι που είχε πει ο Σίμμονς, χρόνια αργότερα θα λύσει το μυστήριο ο γιος της, ο Στιβ. Η μητέρα του γελούσε απλώς διότι ένας άλλος φίλαθλος που καθόταν κοντά της, φοβόταν ότι θα φανεί στην κάμερα και θα τον δει το αφεντικό του στη δουλειά, όπου είχε δηλώσει ασθενής για να πάει να δει το ματς.

Κατά τη διάρκεια όλου αυτού του κίτρινου οργασμού από μέρος του Τύπου, ο Καντονά είναι κλεισμένος στο σπίτι, με ρεπόρτερ και κάμερες να έχουν κατασκηνώσει έξω από το σαλόνι του, με προβολείς και φώτα στον κήπο, στο γκαράζ, στην πίσω αυλή, παντού.

Ήταν αδύνατη ακόμα και η σκέψη αποσυμπίεσης, μηχανικά έβγαινε κάθε πρωί να πάει για προπόνηση. Φορούσε κάποιες συμβατές με την ψυχολογία του μπλούζες, με αστραπές, κεραυνούς, κρανία και σκαθάρια.

Στο ρεπό, πήγε στη μπουτίκ της ομάδας, αγόρασε μια φανέλα με τ’ όνομά του και βγήκε στο δρόμο να δει την αντίδραση του κόσμου. Οι περισσότεροι απλώς στρέφουν τα βλέμματα επάνω του, οι πιο πιτσιρικάδες τον προκαλούν και του φωνάζουν βαριές κουβέντες. Εκείνος, όμως, δεν αντιδρά.

Του τηλεφωνεί ο πατέρας του από τη Μασσαλία, του μεταφέρει ότι τον επισκέφτηκε ένας Άγγλος ρεπόρτερ, μπήκε στην αυλή χωρίς την άδειά του και για να τον διώξει τον απείλησε με την καραμπίνα. «Ήρθε με αυτό το μαραφέτι, ένα τριχωτό μικρόφωνο που έμοιαζε με λαγό. Εγώ τους λαγούς τους τρώω με την καραμπίνα», είπε στο γιο του και σίγουρα δεν έκανε τα πράγματα καλύτερα.

Πίσω, στο Ηνωμένο Βασίλειο, όλοι σχεδόν ζητούν την κεφαλή του Καντονά επί πίνακι. Το αίτημα είναι παλλαϊκό: ισόβιος αποκλεισμός, να μην ξαναπαίξει ποδόσφαιρο ποτέ στη ζωή του. Από το μοιραίο ματς κιόλας και μετά την αποβολή του, οι οπαδοί της Κρίσταλ Πάλας τραγουδούσαν αυτάρεσκα “Oh, oh, he‘ll never play again”. Ο Μπράιαν Κλαφ, ο θρύλος της Φόρεστ που δεν φημιζόταν ακριβώς για το ιδιαίτερο και το γκροτέσκο του χαρακτήρα του, δήλωσε σε μια συνέντευξη ότι «κανονικά πρέπει να του κόψουν τ’ @ρχίδια και να εξαφανιστεί από την Αγγλία».

Η πάντα μετριοπαθής και μετρημένη γαλλική L’ Équipe βγήκε με πρωτοσέλιδο “Indéfendable” – μη υπερασπίσιμος, ανυπεράσπιστος, αν προτιμάτε.

Ο θρυλικός Gérard Ejnès, στο editorial, είναι δηκτικότατος: «Ένα τέλος γεμάτο δάκρυα και θυμό. Ένα τέλος που το περιμέναμε όλοι και ντροπιάζει εκείνους που του εμπιστεύθηκαν το περιβραχιόνιο της εθνικής ομάδας, έναν χρόνο πριν».

Ο Καντονά έχει βρεθεί στη δίνη του κυκλώνα, η ηπιότερη κριτική στην πατρίδα του προέρχεται από τις αγαπημένες αναγωγές στην ψυχολογία των συμπατριωτών του, οι οποίοι κάνουν λόγο για θυμό που είναι μια κραυγή αγωνίας, μια απεγνωσμένη κλήση σε βοήθεια και αντίδραση που είναι μια παραδοχή κατωτερότητας επειδή είναι απαίδευτος.

H La Provence στη Μασσαλία τον οικτίρει, «δεν μας ενδιαφέρει η τελευταία τρέλα του Καντονά, δεν θα λείψει σε κανέναν μας, είναι για λύπηση», η France Soir κυκλοφορεί με τίτλο «Σας θερμοπαρακαλούμε φίλοι μας Βρετανοί, κρατήστε τον, δεν τον θέλουμε πίσω».

Ο πρόεδρος της γαλλικής Ομοσπονδίας, Κλωντ Σιμονέ, σε συνέντευξη Τύπου ανακοινώνει ότι ο Καντονά δεν είναι πλέον αρχηγός της εθνικής και κατά συνέπεια και μέλος της

Μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι «η σοβαρότητα και η βαναυσότητα των εικόνων που ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο κάνουν πολύ δύσκολο να παραμείνει σεβαστό και το γαλλικό ποδόσφαιρο στο σύνολό του».

Ελάχιστοι κρατούν ουδέτερη στάση, ακόμα λιγότεροι προσπαθούν να ψάξουν τα αίτια της αντίδρασης του Καντονά.

Όταν ξεκίνησαν οι πρώτοι ψίθυροι για το ποιόν του Σίμμονς, όταν βγήκαν στην επιφάνεια η ρατσιστική συμπεριφορά και οι υπόνοιες χουλιγκανισμού, ο Τζίμι Γκριβς στην Sun ψέλλισε ότι κάποια στιγμή πρέπει να αντιμετωπιστεί και η αντικειμενική ευθύνη του κάθε κάφρου που με 10 και 20 λίρες θεωρεί αναφαίρετο δικαίωμά του πάσας μορφής επίθεση στους ανθρώπους που μπαίνουν στο γήπεδο για να κάνουν τη δουλειά τους.

Όλες οι μορφές βίας είναι επικίνδυνες και η ισορροπία είναι πολύ λεπτή.

Οι σκληροπυρηνικοί (υπήρχαν ακόμη τότε) οπαδοί της Γιουνάιτεντ κυκλοφορούν κάποια μπλουζάκια με τυπωμένο το πρόσωπο του Σίμμονς και από κάτω την ένδειξη «καταζητείται». Το θλιβερό της υπόθεσης είναι ότι στο μπλουζάκι συμπεριλαμβάνεται και η πραγματική διεύθυνση και το τηλέφωνο του Σίμμονς που ζει και την άλλη πλευρά του νομίσματος.

Τον καλεί κόσμος τη νύχτα και τον απειλεί, φοβάται να κυκλοφορήσει στο δρόμο, η κοπέλα του τον χωρίζει, χάνει τη δουλειά του, επειδή δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί τίποτα. Όταν του επιτίθεται ένας μεσήλικας και τον ξυλοκοπεί στο δρόμο, αντιλαμβάνεται ότι όλο αυτό είναι πολύ μεγαλύτερο απ’ όσο υπολόγιζε αρχικά.

Η Γιουνάιτεντ, σε όλο αυτό, τηρεί μια στάση σοβαρή που προστατεύει το club. Σέβεται απολύτως τους χρόνους μέχρι την έκδοση της απόφασης από την αγγλική ομοσπονδία και ανακοινώνει ότι ο ποδοσφαιριστής παραμένει μέλος της ομάδας, αλλά είναι εκτός πλάνων τουλάχιστον μέχρι το τέλος της σεζόν.

Στην περιβόητη συνέντευξη Τύπου που ανακοινώνεται η απόφαση του club, ο Καντονά είναι παρών, αλλά κάθεται σιωπηρός δίπλα στον Μάρτιν Έντουαρντς και τον ακούει να λέει για λογαριασμό του ότι ουδέποτε προσπάθησε να δικαιολογήσει ή να υποβαθμίσει την πράξη του και λυπάται βαθύτατα για ό,τι συνέβη.

Η απόφαση της Ομοσπονδίας δεν αργεί. Ο Καντονά τιμωρείται μέχρι την 30ή Σεπτεμβρίου του 1995, του απαγορεύεται να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε εκδήλωση της ομάδας, δεν μπορεί να παίξει ούτε σε φιλικούς αγώνες πέρα από τα οικογενειακά διπλά.

Το σημαντικότερο σημείο της απόφασης είναι ότι η τιμωρία ισχύει και στις υπόλοιπες Ομοσπονδίες-μέλη της FIFA και ο Καντονά δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει κανένα τρικ για να αγωνιστεί λόγου χάρη δανεικός σε κάποιο άλλο πρωτάθλημα μέχρι να εκτίσει την ποινή του.

Ο Φέργκιουσον που μέχρι τότε απέφευγε με κάθε τρόπο να τοποθετηθεί, στήνεται μπροστά στις κάμερες και λέει: «Πιστεύω ότι κανένας ποδοσφαιριστής του αγγλικού πρωταθλήματος δεν θα τιμωρηθεί στο μέλλον με την ίδια ποινή, εκτός αν σκοτώσει το σκύλο του ίδιου του Μπερτ Μίλιτσιπ».

Ο Μπερτ ήταν, τότε, ο πρόεδρος της αγγλικής Ομοσπονδίας ποδοσφαίρου και βασικός μάρτυρας κατηγορίας στην αστική δίκη που επρόκειτο να ακολουθήσει.

Ο Ερίκ εμφανίστηκε στο δικαστήριο με ένα γκρι παλτό, ένα μαύρο σακάκι χωρίς πέτα και μια καρφίτσα με το άγαλμα της ελευθερίας. Καταδικάστηκε πρωτόδικα σε 14 ημέρες φυλάκιση για την επίθεση (ο Σίμμονς κατ’ αντιστοιχία καταδικάστηκε σε 24 ώρες κράτηση για απειλή και εξύβριση), κάθισε τρεις ώρες στο κρατητήριο υπογράφοντας αυτόγραφα μέχρι να ολοκληρωθούν τα διαδικαστικά και μόλις κατέθεσε την εγγύηση των 500 λιρών αφέθηκε ελεύθερος.

Στα τέλη Μαρτίου, και κατά την εκδίκαση της έφεσης, η ποινή μετατράπηκε σε 120 ώρες υποχρεωτικής κοινωνικής εργασίας και ο Καντονά την εξέτισε διδάσκοντας ποδόσφαιρο σε σχολεία και γυμνάσια της περιοχής του.

Βγαίνοντας από το δικαστήριο, κοντοστάθηκε μπροστά στα μικρόφωνα και μίλησε για πρώτη φορά μετά το συμβάν στους δημοσιογράφους: “When the seagulls follow the trawler, it is because they think sardines will be thrown into the sea” – «Όταν οι γλάροι πετάνε πάνω απ’ το ψαράδικο, πιστεύουν ότι ο ψαράς θα ξαναπετάξει τις σαρδέλες στη θάλασσα», είπε και άφησε άπαντες με την απορία.

Πολλά χρόνια αργότερα, τον ρώτησαν για εκείνο το «γνωμικό» που είχε γεννήσει εκατοντάδες ερμηνείες και δικαιολογήθηκε γελώντας: «Προσπάθησα να πω κάτι βαρύγδουπο, τελικά όμως δεν σήμαινε τίποτα. Έγινε διάσημη μια φράση που στην ουσία δεν είχε κανένα βαθύτερο νόημα, απλώς επειδή ο κόσμος και ο Τύπος ήθελε κάτι να πιαστεί. Ομολογώ ότι είχε πολύ μεγάλο γούστο να διαβάζω τις διάφορες ερμηνείες όλα αυτά τα χρόνια».

Για πολλοστή φορά, ο Ερίκ Καντονά είχε τρολάρει όλο το σύμπαν που τον περιέβαλε.

Τον Απρίλιο του ’95, η Γιουνάιτεντ του έχει ήδη προσφέρει ένα νέο συμβόλαιο. Εμφανίζεται να το υπογράψει ντυμένος με ένα ριγέ ερυθρόλευκο σακάκι, ένα κόκκινο t-shirt και ξεβαμμένο τζιν. Εκκεντρικός άνθρωπος, εκκεντρικό ντύσιμο. Υπογράφει, βγαίνουν οι απαραίτητες και καθιερωμένες φωτογραφίες και βγαίνει από την πόρτα με την παλάμη στο μέτωπο, σηκώνει τις μύτες των ποδιών και υποκρίνεται ότι κάπου κοιτάζει μακριά στον ορίζοντα. Οι δημοσιογράφοι απορούν. «Υπέγραψα, είμαι χαρούμενος, αλλά κοιτάζω μακριά, μήπως δω το πρώτο ματς που θα ξαναπαίξω».

Θα ξαναέπαιζε τον Οκτώβριο, είχε ακόμη 5 μήνες μακριά από τους αγωνιστικούς χώρους. Το ερώτημα πλέον ήταν το κατά πόσον θα μπορούσε να είναι ο ίδιος, αν ο Φέργκιουσον θα κατόρθωνε να ενσωματώσει στην ήδη ρονταρισμένη ομάδα ένα τόσο ιδιαίτερο γρανάζι.

Τον Ιούλιο, η Γιουνάιτεντ τον βάζει να παίξει παράνομα σε ένα κεκλεισμένων των θυρών φιλικό προπόνησης. Η συμμετοχή γίνεται γνωστή και η Ομοσπονδία ανοίγει νέο φάκελο, προειδοποιώντας ότι ο πέλεκυς θα είναι πολύ βαρύς.

Οι εξηγήσεις της Γιουνάιτεντ είναι επαρκέστατες, ο Καντονά όμως δεν ησυχάζει, δεν αποδέχεται το κυνηγητό της Ομοσπονδίας, πριν καν επιστρέψει στην ενεργό δράση. Ο νομικός του σύμβουλος και δικηγόρος του Μπερνάρντ, αποστέλλει εξώδικο στην αγγλική Ομοσπονδία και ο ίδιος ο Ερίκ ανακοινώνει στο club ότι έχει αποφασίσει να αποχωρήσει και από την ομάδα και από την Αγγλία.

Αναχωρεί για τις διακοπές του και κυκλοφορούν οι πρώτες φήμες ότι θα μεταγραφεί στην Ίντερ, την οποία λίγους μήνες πριν έχει αναλάβει ο Μάσιμο Μοράτι και θέλει ένα μεγάλο κόλπο για να ταράξει τα νερά του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Πράγματι, έγιναν επαφές, υπήρξε κατ’ αρχήν συμφωνία και ο Ερίκ Καντονά τον Αύγουστο θεωρείτο, λίγο ως πολύ, παίκτης της Ίντερ.

Όλοι όμως είχαν λογαριάσει χωρίς τον Φέργκι.

Ο Φέργκιουσον έφτασε μέχρι το Παρίσι για να τον πείσει να παραμείνει στο Μάντσεστερ. Συζήτησαν ώρες, του συμπεριφέρθηκε περισσότερο σαν πατέρας παρά σαν προπονητής του. Δεν του ωραιοποίησε καμία κατάσταση, δεν του υποσχέθηκε τίποτα. Χτύπησε ευαίσθητες χορδές του χαρακτήρα του και του μίλησε όπως ο ιδιαίτερος Ερίκ δεν είχε μάθει ποτέ να του απευθύνονται.

Ο Σερ Άλεξ ήταν ο πρώτος άνθρωπος από το περιβάλλον του που αντιλήφθηκε πόσο άλλαξε τον Καντονά η επίθεση στον Σίμμονς.

Στο ετήσιο DVD της ομάδας με τίτλο “Cantona Speaks”, το σκηνικό είναι πολύ διαφορετικό από εκείνο του 1994. Ο Ερίκ φαίνεται τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτερος, μίλησε για το διάστημα εκτός γηπέδων, για το γεγονός ότι η ποινή να διδάξει στα σχολεία ήταν πιο πολύ εξαγνισμός παρά υποχρέωση, φαινόταν ισορροπημένος και δεν αεροβατούσε.

Τούτη τη φορά, μιλάει καθισμένος σε μια πολυθρόνα, χωρίς ίχνος νευρικότητας, φορώντας ένα μπλε κοστούμι. Κυρίως μιλά χαμηλόφωνα, στα αγγλικά ως ένδειξη σεβασμού στο club, με το χαρακτηριστικό γαλλικό αξάν και πενιχρό λεξιλόγιο, αλλά κατορθώνει και συγκροτεί λόγο.

Στο πλάι του είναι πάλι ο Φέργκιουσον, αυτή τη φορά όμως δεν χρειάζεται να παρέμβει πάνω από δυο φορές σε ολόκληρη τη συνέντευξη, δεν καλείται σαν από μηχανής Θεός να σβήσει καμία πυρκαγιά. «Αυτή η δυσάρεστη εμπειρία τον έκανε πιο ταπεινό. Έμεινε μόνος με τον εαυτό του, προπονήθηκε μόνος του, έτρεχε στο πάρκο, έκανε βάρη, περπάτησε στο άδειο Old Trafford για να μάθει τις μυρωδιές και τα χούγια του. Νομίζω ότι πάνω απ’ όλα βρήκε τον εαυτό του».

Στο διάστημα της απουσίας, προσπάθησε να μάθει να παίζει τρομπέτα, δεν ήταν καθόλου καλός, αλλά διοχέτευε και εκεί τη σωρευμένη πίεση. Το 1995, γυρίζει και την πρώτη του ταινία, το Le bonheur est dans le pré, όπου υποδύεται έναν παίκτη του ράγκμπι, δίνει τη συγκατάθεσή του και για ένα θεατρικό έργο βασισμένο στην ιστορία του.

Το Ode à Canto είναι μια παράσταση που σε ένα σημείο ο πρωταγωνιστής φορώντας μια κόκκινη μπλούζα με σηκωμένο το γιακά, σπάει τον τοίχο με το κοινό και απαγγέλει: «Τραγουδήστε. Σάπιοι. Και γύρω σας οι βομβαρδισμοί έχουν ξεκινήσει και πάλι, το πυρηνικό εργοστάσιο θα σπείρει τον καρκίνο σε δέκα εκατομμύρια ανθρώπους και στην πινακίδα του Affront National (Εθνικού Μετώπου) στέκει ένα νεκρό παιδί» (Affront National είναι ποιητική αδεία το όνομα του Front National, του ακροδεξιού κόμματος του οποίου σήμερα ηγείται η Μαρί Λεπέν).

Ο Καντονά βγήκε κατενθουσιασμένος από την παράσταση, δήλωσε συγκλονισμένος από το γεγονός ότι οι ηθοποιοί έχουν απεριόριστα περιθώρια έκφρασης σε σχέση με τους ποδοσφαιριστές και ο χαρακτήρας που τον ενσάρκωνε είπε πράγματα που πιστεύει και ο ίδιος, αλλά δεν είχε ποτέ την πολυτέλεια να τα απευθύνει σε κοινό που είναι έτοιμο να τα ακούσει.

Ήταν πλέον σαφές ότι ο Καντονά είχε ξεφύγει πολύ από την εικόνα του ποδοσφαιριστή, ήταν κάτι μεταξύ αντικομφορμιστή και επαναστάτη.

Αυτήν την επαναστατική αύρα εκμεταλλεύτηκε σε τεράστιο βαθμό και με τρομακτική επιτυχία η Nike που συμφώνησε μαζί του για τρεις εμπορικές συνεργασίες.

Κυκλοφόρησαν τρία σποτ, το πρώτο με τον μαύρο επιθετικό της Νιούκαστλ, Λες Φέρντιναντ. Οι δυο τους απέναντι ανταλλάσσουν ατάκες:

  • «Τί βλέπεις;»
  • «Έναν μαύρο, έναν Γάλλο ή έναν ποδοσφαιριστή;».
  • «Παίζουμε απλώς ποδόσφαιρο. Η βία είναι απαράδεκτη, μην αποδέχεστε το μίσος, μην τσακώνεστε για αυτά που σας χωρίζουν, αλλά για εκείνα που σας ενώνουν».

Στο δεύτερο σποτάκι, ο Καντονά έχει μια θλιμμένη, πένθιμη έκφραση. Στέκεται μπροστά στην κάμερα και λέει: «Έκανα τρομερά λάθη. Την περασμένη σεζόν, σε μερικά παιχνίδια σκόραρα μόνο ένα γκολ. Με την αντίπαλό μας τη Νιούκαστλ, το σουτ μου έφυγε τρία εκατοστά έξω. Στο Γουέμπλεϊ δεν κατάφερα να κάνω χατ-τρικ. Καταλαβαίνω ότι είμαι ασυγχώρητος και ότι η συμπεριφορά μου ήταν απαράδεκτη. Υπόσχομαι ότι στο μέλλον δεν θα επαναλάβω τα λάθη μου».

Το συγκεκριμένο -πολύ έξυπνο- σποτάκι ήταν ό,τι πλησιέστερο σε συγνώμη έχει πει και κάνει ο Καντονά, όλα αυτά τα χρόνια, μετά την επίθεση στον οπαδό. Και, ομολογουμένως, η Nike το εκμεταλλεύτηκε περίφημα.

Μέχρι που ήρθε και το τρίτο και τελευταίο σποτ.

Καθισμένος και αποκαμωμένος σε έναν τοίχο, ο Ερίκ μονολογεί «Τιμωρήθηκα, επειδή έφτυσα έναν οπαδό -μορφασμός-, τιμωρήθηκα, επειδή πέταξα τη φανέλα μου στο πρόσωπο του διαιτητή -ανοίγει τα μάτια του-, τιμωρήθηκα, επειδή έβρισα χυδαία τον προπονητή μου – κουνάει το κεφάλι του μετανιωμένος-,  μετά, έκανα το λάθος και είπα ηλίθιους του ενόρκους στο δικαστήριο -χαμογελάει ειρωνικά-, η αλήθεια είναι ότι δεν περίμενα να βρω τόσο εύκολα χορηγούς».

Εκεί ήρθε και το closure, η πλήρης απομυθοποίηση και αποδραματοποίηση του παρελθόντος. Η κοινή γνώμη πλέον ήταν βέβαιη ότι πλήρωσε για τα λάθη του, Τύπος και media αποφάσισαν να περάσουν στον επόμενο, ο Καντονά δεν ήταν πλέον είδηση για τους λάθος λόγους.

Στο «Cantona Speaks», το αναφέρει εκείνο το «κλείσιμο», θεωρεί ότι το κοινό τον κατάλαβε και του έδωσε άφεση αμαρτιών, ακριβώς επειδή ποτέ δεν συμπεριφέρθηκε όπως περίμεναν όλοι ότι θα συμπεριφερθεί.

Είπε τη συγγνώμη του σαν Καντονά, δεν υποκρίθηκε, δεν κορόιδεψε κανέναν. Δεν ικανοποίησε το «πολιτικά ορθό» που έχει εγκατασταθεί για τα καλά στο χώρο του ποδοσφαίρου.

Εννοείται ότι σε κάθε συνέντευξη και σε κάθε κουβέντα θα βρεθεί κάποιος να του θυμίσει το περιστατικό, εκείνη την «περιπέτεια», όπως αρέσκεται να την αποκαλεί πλέον. Δεν εκνευρίζεται που ο κόσμος εξακολουθεί και θυμάται την επίθεση στον οπαδό. Ήταν πρωτοφανής εμπειρία για όλους μας, πολλώ δε για τον άμεσο πρωταγωνιστή.

«Πριν από εκείνη τη νύχτα, συμπεριφερόμουν σαν μικρό παιδί, δεν με ένοιαζε να επαναλαμβάνω μονίμως το ίδιο λάθος. Μετά από εκείνη τη νύχτα, κατάλαβα ότι, επαναλαμβάνοντας το ίδιο λάθος, δεν είμαι απλώς ανεύθυνος, αλλά και ανόητος».

Δεν υποκρίθηκε ποτέ ότι θέλει να γίνει παράδειγμα για τα μικρά παιδιά, δεν ήθελε ποτέ τον ρόλο του συμβατικού ποδοσφαιριστή που κάνει αυτά που πρέπει για να γίνει πρεσβευτής του σπορ. Η άρνησή του να μπει στα καλούπια της καθεστηκυίας τάξης του ποδοσφαίρου, τον έκανε πραγματικά ξεχωριστό.

«Η ζωή είναι ένα τσίρκο», του αρέσει να επαναλαμβάνει με την ελευθερία λόγου που του παρέχει η περσόνα του. Ζει με το ένστικτο, έπαιζε ποδόσφαιρο έχοντας διαχωρίσει στο μυαλό του ότι ο ποδοσφαιριστής είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τον άνθρωπο και δεν μας καθορίζει αυτό που κάνουμε, αλλά αυτό που είμαστε.

Σημασία έχει να προσεγγίσουμε εκείνα τα στάδια της αυτογνωσίας που μας επιτρέπουν να αποδεχόμαστε και τις συνέπειες των πράξεών μας, το σημαντικότερο όλων είναι να στεκόμαστε ειλικρινείς απέναντι στον εαυτό μας. Γνωρίζοντας ότι υπάρχει καλύτερος κι ας μην τον έχουμε βρει στο δρόμο μας, πιο δυνατός, πιο ταλαντούχος, πιο ωραίος από εμάς.

Η ζωή είναι πολύ περίεργη, γεμάτη παραδοξότητες και διακλαδώσεις στις εσωτερικές διαδρομές της. Φρονώ ότι δεν υπάρχει τίποτα το «μη υπερασπίσιμο» στη ζωή και την καριέρα του ατόμου, όπως έγραφε η Équipe.

Δεν υπάρχει τίποτα πιο θλιβερό από έναν άνθρωπο που τον χτυπούν όλοι στις στιγμές που είναι ανυπεράσπιστος, όταν οι άμυνές του είναι στο ναδίρ και αισθάνεται απελπιστικά μόνος.

Πριν λίγο καιρό, σε μια εκπομπή-αφιέρωμα της γαλλικής τηλεόρασης στον Καντονά, απέναντί του κάθισαν οι άνθρωποι που τον χτύπησαν ενόσω βρισκόταν ανυπεράσπιστος στο έδαφος.

Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Πατρίκ Ουρμπινί που τότε είχε ξεκινήσει «αγώνα» εναντίον του, προκειμένου «να απελευθερωθεί το γαλλικό έθνος από την τοξική παρουσία του και εντός και εκτός γηπέδων».

Ένας μνημειώδης Καντονά, απόλυτα ήρεμος και πράος, σηκώνει το χέρι και δείχνει με το δάχτυλο τον επικριτή και επίδοξο διαμορφωτή της κοινής γνώμης:

«Εγώ ανθρώπους σαν αυτούς τους δυο που έχετε απέναντί μου, τους κατουράω.

Όπως τ’ ακούτε, σοκαρισμένοι Γάλλοι. Τους κα-του-ρά-ω».

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This