Επιλογή Σελίδας

Του Zastro

Μακρύ μαύρο μαλλί, σκουρόχρωμο δέρμα, σκαμμένο πρόσωπο, φιγούρα εμβληματική, μεγαλοπρεπής, άγρια στα όρια του εκφοβιστικού.

Φυσιογνωμία ηγετική, καθηλωτική, όπως ακριβώς θα άρμοζε στο μεγάλο Αρχηγό της πιο περήφανης φυλής ιθαγενών της Αμερικής: στους Σιού.

Ο Tatanka Iyotake, που στα ινδιάνικα σημαίνει κυριολεκτικά «ο καθιστός Βούβαλος», είναι το σύμβολο της αντίστασης έναντι των αποικιοκρατών, ο πιο μεγάλος ινδιάνος πολεμιστής, ο πιο μαχητικός, ο πιο γενναίος απ’ όλους, με μια καρδιά τόσο μεγάλη που τελικά τον πρόδωσε.

Ινδιάνικο αίμα έρρεε στις φλέβες και του δικού μας Βούβαλου, του “Búfalo de San Luís”, του Χουάν Χιλμπέρτο Φούνες και η δική του καρδιά ήταν η μεγαλύτερη απ’ όλες.

Γεννήθηκε στις 8 Μαρτίου του 1963 στο San Luìs, στα βουνά του Cuyo κι από πιτσιρίκος έδειχνε ότι θα εξελιχθεί κι εκείνος σε σύμβολο. Όχι των ερυθρόδερμων, αλλά των ερυθρόλευκων. Πρώτα της φημισμένης River Plate και μετά του δικού μας Θρύλου, του Ολυμπιακού.

Ο χρόνος γυρίζει πολλά χρόνια πίσω, στο 1987 και σε μια Ελλάδα που δεν υπάρχει πια και χόρευε στους τρελούς ρυθμούς του Γιώργου Κοσκωτά.

Ο τότε μυστηριώδης ακόμη ευτραφής “τραπεζίτης” με καταγωγή από την Ελευσίνα, σαρώνει τα πάντα στο διάβα του και κάνει το όνειρο κάθε οπαδού πραγματικότητα: μεταγραφές χωρίς να φείδεται χρημάτων.

Ξοδεύοντας ασύστολα, έχει κάνει το απίστευτο, έχει αλλάξει εντελώς την ομάδα μεσούσης της περιόδου και ενώ αντιμετωπίζει σε ένα τρελό και ακραίο σενάριο, ακόμη και το φάσμα του υποβιβασμού.

Ο κόσμος του Ολυμπιακού παραληρεί όσο οι μεταγραφές σκάνε με μορφή πολυβόλου. Μόνο κατά τη χειμερινή μεταγραφική περίοδο, ο Ολυμπιακός αποκτά με απίστευτα ποσά σχεδόν μια ολοκαίνουρια ομάδα: Κριεζής, Τσαλουχίδης, Τσιαντάκης, Πλίτσης, Σοφιανόπουλος, Χαντζίδης, Μπανιώτης, Μουστακίδης, Παχατουρίδης, Δρακόπουλος, Νεντίδης, Παπαθεοδώρου, Ταληκριάδης, από την εγχώρια αγορά και δύο τρομερά ονόματα από τη Λατινική Αμερική: ο ήρωας του τελικού του Libertadores Ντιέγκο Αγκίρε και ο τεράστιος Χουάν Χιλμπέρτο Φούνες.

Ο «Βούβαλος» θεωρείται, ακόμη και σήμερα, ως ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα που πάτησαν ποτέ το πόδι τους στην Ελλάδα. Ήρθε σαν πραγματικός οδοστρωτήρας απ’ ευθείας από τη River Plate με την οποία, ως πρωταγωνιστής, είχε κατακτήσει Libertadores, Copa Interamericana και Διηπειρωτικό κόντρα στη Στεάουα Βουκουρεστίου στο Τόκιο.

Η μεταγραφή είναι εξωπραγματική για τα δεδομένα του ελληνικού ποδοσφαίρου, ο Φούνες ήταν εν ενεργεία διεθνής με την εθνική Αργεντινής, βασικός από το Copa America του 1987, σκοράροντας κατά ριπάς.

Οι ντόπιοι τον λάτρευαν, ο θεός Ντιέγκο το ίδιο, τον φώναζε μάλιστα Rambo που ήταν στην επικαιρότητα τότε, λόγω της γνωστής δεύτερης ταινίας του Sylvester Stallone.

Σε κάθε περίπτωση, επρόκειτο για μια μεταγραφή αναλογικά επιπέδου ομάδας διεκδικήτριας του Champions League.

Ο «Βούβαλος» ταξίδεψε στην Ελλάδα στα 25 του χρόνια έχοντας σκοράρει 47 φορές σε 84 παιχνίδια με τη φανέλα των Millonarios, η είδηση ταρακούνησε ακόμα και ομάδες του campionato που τον είχαν στο στόχαστρο.

Η υποδοχή του υπήρξε μνημειώδης (μέχρι την επόμενη του Ντέταρι) και η εικόνα του “Chancha” (γουρούνι), όπως ήταν το δεύτερο παρατσούκλι του στην Αργεντινή, παρέπεμπε σε αυτό ακριβώς που έχουμε στο νου μας: μελαμψός Λατινοαμερικάνος, ινδιάνικο αίμα, χαίτη, σκληρά χαρακτηριστικά, αλήτικη αύρα.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ένταση στο πρόσωπό του στον “τελικό του αιώνα”, ένα παιχνίδι και μια εποχή που δεν πρόκειται να διαγράψω ποτέ από το σκληρό δίσκο του μυαλού μου.

Εκείνο το βράδυ, της 8 Μαΐου του 1988, στριμώχτηκαν στα τσιμεντένια σκαλιά του Ολυμπιακού Σταδίου 80 χιλιάδες άνθρωποι. Παναθηναϊκοί και Ολυμπιακοί, ο ένας δίπλα στον άλλον, χωρίς «νεκρές ζώνες» και δυνάμεις των ΜΑΤ να τους χωρίζουν.

Το ΟΑΚΑ ασφυκτικά γεμάτο, οι διαπιστεύσεις ήταν τόσες πολλές που ακόμη και τα κουλουάρ ήταν γεμάτα από κόσμο, ενώ πίσω από τις εστίες-κλουβιά με το λευκό πυκνοραμμένο δίχτυ συνωστίζονταν δεκάδες φωτορεπόρτερ έτοιμοι να απαθανατίσουν «τη στιγμή».

Τόσο έντονη ατμόσφαιρα όσο εκείνο το βράδυ της 8ης Μαΐου, δύσκολα θα ξαναζήσει κανείς σε τελικό Κυπέλλου Ελλάδας.

Στο γήπεδο κατέφθασε από πολύ νωρίς ο Γιώργος Κοσκωτάς, συνοδευόμενος από τη γυναίκα του Κάθυ και τον αδελφό του Σταύρο. Μαζί τους, η υπεύθυνη Δημοσίων Σχέσεων της ΠΑΕ Ολυμπιακός, Λόλα Νταϊφά, συνδετικός κρίκος της παλαιάς με τη νέα κατάσταση στα ερυθρόλευκα πράγματα.

Λίγο αργότερα κατέφθασε ευδιάθετος και ο Γιώργος Βαρδινογιάννης.

Κατέβηκε τα σκαλιά της νυν Ρ1 και τα φλας δεν σταμάτησαν να αστράφτουν: η ιστορική χειραψία με το Γιώργο Κοσκωτά, με τα βλέμματα και των δύο να υποκρύπτουν ένα ελαφρύ μειδίαμα σαν να θέλουν να βροντοφωνάξουν «θα σε πατήσω απόψε».

Το μόνο που έλειπε ήταν ένα μουσικό χαλί από τον Ennio Morricone, ένα Ecstasy of Gold για να προσδώσει κινηματογραφικό μεγαλείο στην ανατριχίλα της στιγμής. Άλλωστε μεταξύ των πρωταγωνιστών ήταν και Ινδιάνος “Rambo”.

Οι ομάδες έκαναν την εμφάνισή τους στην καταπακτή με τους αρχηγούς να υψώνουν το βλέμμα στα 80 χιλιάδες ζευγάρια μάτια που τους παρακολουθούσαν. Ανατριχίλα. Ήταν ο Βέλιμιρ Ζάετς και ο “άνετος” Πέτρος Ξανθόπουλος. Πίσω τους οι συμπαίκτες τους, εκείνοι με το βλέμμα στο άπειρο και μια ολόκληρη χρονιά να κρίνεται σε 90 λεπτά.

Ο Παναθηναϊκός του Μπένγκτσον με Σαργκάνη, Χατζηαθανασίου, Καλιτζάκη, Μαυρίδη, Βαμβακούλα, Ζάετς, Γεωργαμλή, Χριστοδούλου, Ρότσα, Δημόπουλο και Σαραβάκο. Οι Γρηγοριάδης-Γούναρης με Ταληκριάδη, Αποστολάκη, Αλεξίου, Μπανιώτη, Χαντζίδη, Ξανθόπουλο, Μπονόβα, Τσαλουχίδη, Τσιαντάκη, Μητρόπουλο και το «Βούβαλο».

Ζούσε για τέτοια ματς ο Φούνες, τον γυρνούσαν πίσω στην πατρίδα του, αποζητούσε την ένταση, τη μάχη, τον πόλεμο. Έχει βρέξει το κεφάλι του, στο μυαλό του μπαίνει στο Bombonera, είναι τρομερά «φτιαγμένος» για τον τελικό.

Οι ομάδες μπαίνουν, το ΟΑΚΑ φλέγεται, ο διαιτητής του αγώνα, Μελέτης Βουτσαράς, σφυρίζει για πρώτη φορά και όλη η Ελλάδα είναι στημένη μπροστά στους τηλεοπτικούς δέκτες της ΕΡΤ2 και παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα. Και να μην είσαι οπαδός των δύο ομάδων, απέναντι σε αυτή την υπερχείλιση αδρεναλίνης είναι αδύνατον να σταθείς απαθής και αδιάφορος.

Το παιχνίδι όπως αναμενόταν είναι νευρικό, τακτικά κακό και άτεχνο. Είναι όμως τόσο πολύ το πάθος, τόσο μεγάλη η σημασία που το βλέμμα δεν ξεκολλάει.

Στην Αθήνα, δεν κυκλοφορεί ψυχή, τα μαγαζιά είναι άδεια, όλοι βλέπουν τον τελικό.

Ο Ολυμπιακός -με ένα σουτ στην κίνηση του Μηνά Χαντζίδη- δημιουργεί την πρώτη υποψία ευκαιρίας. Το γκολ όμως θα το βρει ο Παναθηναϊκός. Ο δαιμονισμένος Σαραβάκος, εκμεταλλευόμενος το εκπληκτικό του ξεπέταγμα, κερδίζει τα μέτρα από τον Αποστολάκη, μπαίνει στην περιοχή, «τσιμπάει» τη μπάλα και προλαβαίνει την άτσαλη έξοδο του Ταληκριάδη που τον γκρεμίζει στο έδαφος. Πέναλτι. Ο Βουτσαράς δεν έχει αμφιβολία και στήνει τη μπάλα στην άσπρη βούλα.

Εκτελεστής ο ίδιος ο «μεγάλος μικρός» του ελληνικού ποδοσφαίρου: η μπάλα στο αριστερό “γάμα”, στην εσωτερική συμβολή του «κλουβιού». 1-0.

Ο Ολυμπιακός δείχνει να τα έχει χαμένα, αφελώς βγαίνει όλος μπροστά και αφήνει τεράστια κενά στην άμυνα. Από τύχη και από έλλειψη αλτρουισμού του Δημόπουλου που δεν σπάει τη μπάλα στον αμαρκάριστο Σαραβάκο δεν τελειώνει το ημίχρονο με ένα σχεδόν καταστροφικό 0-2 στις πλάτες του.

Το ημίχρονο λήγει, ο Κοσκωτάς είναι πολύ εκνευρισμένος και δηλώνει ότι «καμία ομάδα δεν μπορεί να νικήσει τον Ολυμπιακό, εκτός αν έχει δωδέκατο παίκτη». Στην εξέδρα δεν κουνιέται άνθρωπος, είναι αδύνατον άλλωστε αφού δεν υπάρχει κενή θέση ούτε για δείγμα. Ο Σταύρος Κοσκωτάς κατεβαίνει στα αποδυτήρια, το πληροφορείται ο Γιώργος Βαρδινογιάννης και τον ακολουθεί.

Η καχυποψία και οι κατηγορίες αιωρούνται ακόμη. Ο Βαρδινογιάννης μοιάζει με ταύρο εν υαλοπωλείω, ευτυχώς τα λεπτά περνούν και οι ομάδες κάνουν την εμφάνισή τους στο τερέν για το δεύτερο ημίχρονο.

Ο Ολυμπιακός συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο: όλοι μπροστά, άγνοια κινδύνου και ό,τι βγει. Και βγαίνει: σε μια φαινομενικά χαμένη μπαλιά, ο Νίκος Τσιαντάκης σπριντάρει, προλαβαίνει την έξοδο του Σαργκάνη και βρίσκεται στο έδαφος. Ξανά πέναλτι, αυτή τη φορά ερυθρόλευκο. Οι διαμαρτυρίες και οι σπρωξιές στο ρεφ έχουν χρώμα πράσινο αυτή τη φορά.

Χρειάζεται να κυλήσουν τρία λεπτά μέχρι να στήσει τη μπάλα στην άσπρη βούλα ο Χουάν Χιλμπέρτο Φούνες και να πλασάρει ψύχραιμα στην αριστερή γωνία του Σαργκάνη.

Πανζουρλισμός, ο «Βούβαλος» με ένα τρομερό σπριντ πηγαίνει να πανηγυρίσει με τους πιστούς του στο πέταλο, περνώντας ανάμεσα από δεκάδες φωτορεπόρτερ. Ο Ολυμπιακός αν και ανορθόδοξα, επέστρεψε στο ματς, το έφερε στα ίσια.

Το παιχνίδι χαλάει ακόμη περισσότερο, ο Μπατσινίλας, μόλις 24 λεπτά μετά την είσοδό του στο παιχνίδι, αποβάλλεται. Ο Ολυμπιακός γίνεται το φαβορί, αλλά δεν το εκμεταλλεύεται αφού, στην σημαντικότερη ευκαιρία που του παρουσιάζεται, ο Σάκης Μουστακίδης πλασάρει άτσαλα πολύ πάνω από το οριζόντιο δοκάρι του Σαργκάνη.

Τα λεπτά κυλούν, όλα συνηγορούν ότι θα ακολουθήσει παράταση, αυτό το ματς δεν θα τελειώσει ποτέ. Ο Ολυμπιακός εκμεταλλευόμενος το αριθμητικό πλεονέκτημα πιέζει, αλλά και πάλι ανορθόδοξα, χωρίς πλάνο. Μέχρι που φθάνουμε στο ακίνδυνο γέμισμα του Νίκου Τσιαντάκη και την ακατανόητη κίνηση του Βαμβακούλα να μπλοκάρει (!) τη μπάλα και με τα δυο χέρια. Ξανά πέναλτι. Αδιαμφισβήτητο πέναλτι.

Ο Βαμβακούλας διαμαρτύρεται στον Βουτσαρά, λέγοντάς του ότι άκουσε ένα σφύριγμα. Αργότερα ούτε θα επιβεβαίωσει ούτε θα διαψεύσει: «Άκουσα ένα σφύριγμα, δεν ξέρω από πού».

Ίδιο σκηνικό με το πρώτο πέναλτι, αυτή τη φορά στην απέναντι εστία: Φούνες εναντίον Σαργκάνη. Και πάλι εύστοχος ο «Βούβαλος», ο Ολυμπιακός αγγίζει το τρόπαιο. Και τα δυο ο Φούνες.

Ο Παναθηναϊκός μαζεύει τα κομμάτια του και προσπαθεί να αντιδράσει, ο Ολυμπιακός πλέει σε πελάγη ευφορίας και απροσεξίας.

Το σκηνικό που ακολούθησε είναι βγαλμένο από γήπεδο της Conference: πλάγιο άουτ – σέντρα του Ιάκωβου Χατζηαθανασίου, αλλεπάλληλες κόντρες, αποτυχημένες κεφαλιές, αποτυχημένες απομακρύνσεις της μπάλας, «ξυλίκι» όπως έλεγαν στις αλάνες. Η στρογγυλή θεά από σύμπτωση καταλήγει στο Βαγγέλη Βλάχο, ο οποίος από το 75’ είχε πάρει τη θέση του αποκαμωμένου και ανέτοιμου Ζάετς. Το σουτ του Βλάχου είναι από εκείνα που καταλήγουν κοντά στο σημαιάκι του κόρνερ, παρεμβάλλεται όμως ο Σαραβάκος που επίσης σουτάρει στα σώματα.

Η μπάλα παίρνει φάλτσα και καταλήγει στον αμαρκάριστο στη μικρή περιοχή (!) Χρήστο Δημόπουλο, ο οποίος σουτάρει με όλη του τη δύναμη «αρκεί να πάει μέσα». Και πήγε.

Ακολουθεί πανδαιμόνιο, ο Δημόπουλος τρέχει προς τα επίσημα και κάνει την πολυθρύλητη χειρονομία με το βραχίονα προς τους οπαδούς του Ολυμπιακού. Ο πάγκος του Παναθηναϊκού έχει μπει στο γήπεδο για να πανηγυρίσει, 2-2 στο 102’, ο τελικός δείχνει να είναι ατέλειωτος, θαρρείς και δε γίνεται να βγει νικητής και να απονεμηθεί αυτή η κούπα.

Στο γήπεδο γίνεται χαμός, στα επίσημα ο Βαρδινογιάννης ξεσπαθώνει και φωνάζει ότι «βλέπει όλη η Ελλάδα τι συμβαίνει και πώς έφτασε στην παράταση το παιχνίδι».

Πλέον, δεν κάθεται δίπλα στον Κοσκωτά, παρακολουθεί το παιχνίδι όρθιος, κοντά στη φυσούνα, έτοιμος να «μπουκάρει» αν χρειαστεί. Το να μιλήσουμε για ποδόσφαιρο και τακτική σε ένα τέτοιο παιχνίδι είναι εντελώς παράταιρο. Το παιχνίδι ήταν μια αναμέτρηση πάθους, σκληράδας, έντασης και τσαμπουκά. Το δεύτερο ημίχρονο της παράτασης θα ολοκληρωθεί και με τις δύο ομάδες εξουθενωμένες, απλώς περίμεναν τη λύτρωση του τελευταίου σφυρίγματος του διαιτητή.

Ένας τελικός με τρία πέναλτι σε κανονική διάρκεια και παράταση, οδηγείται νομοτελειακά στα πέναλτι. Σύσκεψη στους πάγκους για την επιλογή των δέκα εκλεκτών με τα γερά νεύρα και το γερό στομάχι για να αντέξουν την κρισιμότητα της στιγμής.

Ο Ολυμπιακός επιλέγει Αλεξίου, Μπανιώτη, Χαντζίδη, Αποστολάκη και το «Βούβαλο». Ο Παναθηναϊκός Βλάχο, Σαργκάνη, Δημόπουλο, Γεωργαμλή, Σαραβάκο. Οι ρεπόρτερ στριμώχνονται πίσω από την εστία που «βλέπει» Λεωφόρο Κηφισίας, είναι τόσοι πολλοί που κάποιοι αναγκάζονται να μπουν μέσα στον αγωνιστικό χώρο, σχεδόν ακουμπούν τη γραμμή της μικρής περιοχής.

Στους πάγκους και στο κέντρο του γηπέδου συγκεντρωμένοι δεκάδες σχετικοί και άσχετοι. Μέλη διοικήσεων, γενικοί αρχηγοί, φροντιστές, δημοσιογράφοι, ποδοσφαιριστές και ασφαλώς τα δύο «αφεντικά». Οι στιγμές είναι μοναδικές και οι σφυγμοί έχουν ταχύτητα ορίου εμφράγματος.

Ο Αλεξίου εκτελεί πνιγμένος στο άγχος, πριν καν σφυρίξει ο Βουτσαράς. Ευστοχεί αλλά ο διαιτητής ορίζει ορθά ότι το χτύπημα πρέπει να επαναληφθεί. Ξαναευστοχεί και δείχνει με το δάχτυλο το Σαργκάνη που χαμηλώνει το βλέμμα του.

Ο Βλάχος ψύχραιμα κάνει το 1-1 και ο Χάρης Μπανιώτης το 2-1. Τη μπάλα την παίρνει ο Σαργκάνης, σπεσιαλίστας από τα χρόνια στον Ολυμπιακό. Παίρνει φόρα και σουτάρει δυνατά στη δεξιά γωνία του Ταληκριάδη.

Ο Παναθηναϊκός ισοφαρίζει και ο Σαργκάνης ευστοχώντας στο πέναλτι, αποκτά ένα έξτρα ποσοστό θετικής αύρας και ψυχολογίας. Πλησιάζει ο Χαντζίδης ράθυμα. Λένε ότι οι «Γερμανοί» έχουν κρύο αίμα και τα πέναλτι εφευρέθηκαν γι’ αυτούς.

Ο Μηνάς είναι η εξαίρεση στον κανόνα. Το πέναλτι που εκτελεί είναι κάκιστο, στο κέντρο της εστίας και χαμηλά. Το βγάζει ο Σαργκάνης και το ΟΑΚΑ βουλιάζει από τη μία στη θλίψη και από την άλλη στην ευτυχία.

Ο Χρήστος Δημόπουλος, ο δήμιος της παράτασης, ο άνθρωπος που έκανε τη χειρονομία και έβαλε μπαρούτι στην κερκίδα, στο πιο κρίσιμο πέναλτι της καριέρας του: ο «φονιάς» δεν αστοχεί.

Πλέον, όλο το βάρος πέφτει στο Στράτο. Ο δεξιός μπακ από το Αγρίνιο, ίσως ο καλύτερος δεξιός μπακ στην ιστορία, παρά το βάρος της στιγμής, ευστοχεί. 3-3.

Ακολουθεί ο Λύσσανδρος Γεωργαμλής που επίσης πλησιάζει ράθυμα στα 11 βήματα. Θα σουτάρει άσχημα, αλλά το πλονζόν του Ταληκριάδη είναι τέτοιο που επιτρέπει στον «Κόκο» να μην αποβεί μοιραίος. Η μπάλα περνάει κάτω από το σώμα του Ξανθιώτη γκολκίπερ, γίνεται το 4-3 και όλα θα κριθούν στο πέμπτο και τελευταίο για κάθε ομάδα πέναλτι.

Πλησιάζει ο «Βούβαλος», ο άνθρωπος που με τα δύο γκολ του επέτρεψε στον Ολυμπιακό να φτάσει ακριβώς εκεί που στέκεται τώρα ο ίδιος: στην άσπρη βούλα, στο τελευταίο πέναλτι. Η γνώριμη φόρα, το βίαιο χτύπημα στη μπάλα προς τη δεξιά γωνία του Σαργκάνη. Το «Φάντομ» εκτινάσσεται και αποκρούει. Σαστίζει προς στιγμήν και δευτερόλεπτα μετά συνειδητοποιεί ότι ο τελικός τελείωσε.

Υψώνει το δεξί χέρι στον αέρα και πηδάει όσο ψηλότερα μπορεί, ενώ οι συμπαίκτες του τρέχουν να τον πνίξουν στην αγκαλιά τους. Το κοντράστ είναι μοναδικό: ο μεγάλος «Βούβαλος» μοιραίος, βυθισμένος στην κατήφεια.

Είναι ζωντανή, η πιο έντονη ανάμνηση που έχω από αυτόν κι ας έχουν περάσει πάνω από 30 χρόνια.

Ο Φούνες δεν έφυγε αμέσως μετά από τον Ολυμπιακό. Σκόραρε κι εδώ κατά ριπάς, έγινε είδωλο κι εδώ, γούσταρε κι εδώ, άρεσε και στον ίδιο και στη γυναίκα του και στο παιδί του.

Έπαιξε και με τον Λάγιος, το δίδυμο ήταν απίστευτο, ό,τι πιο παραγωγικό μπορούσε να υπάρξει.

Μέχρι που το ’89, λόγω του σκανδάλου Κοσκωτά, ο «Βούβαλος» αναγκάστηκε να μετακομίσει στη Γαλλία και τη Νανσί. Στη Λωραίνη πρωτοδιαγνώστηκε το πρόβλημα με την καρδιά του, στη Γαλλία έμαθε τα μαντάτα.

Επέστρεψε στην Αργεντινή, όπου σταμάτησε πρόωρα το ποδόσφαιρο, το 1990, σε ηλικία 28 ετών. Ήταν 11 Ιανουαρίου του 1992 όταν η καρδιά του σταμάτησε να χτυπάει. Δεν είχε μπει καν στα 29 του ακόμα. Το σοκ ήταν μεγάλο και εξακολουθεί να είναι όσα χρόνια κι αν περάσουν.

Στην Ελλάδα, δεν το νιώσαμε τόσο έντονα, στην Αργεντινή πολύς κόσμος βυθίστηκε στη θλίψη, κόσμος που απλώς είχε δει το «Βούβαλο» να παίζει ποδόσφαιρο, να πολεμάει στα γήπεδα της επικράτειας.

Τρεις μήνες μετά το σοκ, τον Απρίλη του ’92 στο José Amalfitani, την έδρα της μεγάλης Vélez του Sarsfield συγκεντρώθηκε η αφρόκρεμα του λατινοαμερικάνικου ποδοσφαίρου, μετά από πρωτοβουλία του ίδιου του Diego Armando Maradona.

Επίλεκτοι Αργεντινής εναντίον επίλεκτων Λατινικής Αμερικής: Nery Pumpido, Carlos Fernando Navarro Montoya, Fabián Cancelarich, José Luis Chilavert, Sergio “el Checho” Batista, Carlos Altamirano, Néstor Fabbri, Oscar Garre, José Horacio Basualdo, Blas Armando Giunta, García, Alberto Acosta, David Bisconti, Alberto Carranza, Norberto Ortega Sánchez, Roberto Cabañas, Roberto Acuña, Víctor Marchesini, el “Pipo” Raúl Gorosito, Leonel Gancedo, López Turitich, Diego Soñora, Sergio Vázquez, Oscar Ruggeri, Carlos Enrique, José Luis Villareal, Alejandro Mancuso, Alberto Márcico, Diego Latorre, Esteban González, Ricardo Gareca, Ricardo Giusti, Meigide, Zacarías, Ponce, Carlos Tapia, Rudman, Flores και ο αδερφός του «Βούβαλου», ο Pablο.

Όλοι εκεί να τιμήσουν τη μνήμη του Χουάν, όλοι να βοηθήσουν προκειμένου να μην ξεχαστεί ποτέ.

Τέτοια μέρα, πριν λίγα χρόνια, ο Diego το ξαναθυμήθηκε εκείνο το παιχνίδι. Σπανίως γράφει μόνος του ανακοινώσεις ή post στα social, τούτη τη φορά όμως ήταν προσωπικό: «Τέτοια μέρα ήταν, σαν σήμερα πίσω στο 1992. Κατά τη διάρκεια της προσωρινής τιμωρίας μου από τη Νάπολι, έπαιξα ένα παιχνίδι αφιερωμένο στον Juan Gilberto Funes.

Ήταν μεγάλος παίκτης που έλαμψε στη River και συμπαίκτης μου στην Εθνική. Πέθανε στην αγκαλιά μου, εκείνον τον καταραμένο Ιανουάριο, στην κλινική του Guemes. Είχα κάνει εισαγωγή εκεί για ένα καρδιακό πρόβλημα και με τη γυναίκα μου την Claudia παρακολουθήσαμε το δικό του σοβαρό θέμα πολύ στενά. Σταθήκαμε δίπλα στη γυναίκα του την Ivanna, ώστε να μπορεί να υπολογίζει σε εμάς.

Δυστυχώς ο Juan δεν τα κατάφερε και μετά την επιστροφή μας από την κηδεία του στο San Luis, πήρα την πρωτοβουλία να διοργανώσω μαζί με άλλους συμπαίκτες μας, ένα παιχνίδι φόρο-τιμής στο «Βούβαλο» και την οικογένειά του. Τον Απρίλιο, λίγες ώρες πριν το ματς, ήρθε ένα τέλεξ της FIFA, επί προεδρίας Χαβελάνζε, το οποίο ανέφερε ότι δεν μπορούσα να παίξω ούτε σε φιλανθρωπικό παιχνίδι και όποιος συμμετείχε θα τον τιμωρούσαν αυστηρά. Τηλεφώνησα αμέσως στον πρόεδρο της AFA τον Grondona. Του εξήγησα ότι αυτός ο αγώνας ήταν το πιο σημαντικό πράγμα εκείνη τη στιγμή. Αδιαφόρησε και δήλωσε: “Ο Ντιέγκο δεν μπορεί να παίξει. Εάν το κάνει, θα έχετε όλοι συνέπειες”.

Όλοι οι παίκτες που είχαν έρθει τότε στο Μπουένος Άιρες και είχαν εκφράσει την αλληλεγγύη τους, παράκουσαν και μου ζήτησαν να κάνω κι εγώ το ίδιο και να παίξω. Το ένιωθα μέσα μου, ότι περισσότερο από κάθε άλλο παιχνίδι, έπρεπε να παίξω σε αυτό. Για να συλλέξουμε όσο περισσότερα χρήματα γινόταν για την οικογένεια του Χουάν, εκτός από τις εισπράξεις των εισιτηρίων, το παιχνίδι μεταδόθηκε και τηλεοπτικά. Όλα τα έσοδα πήγαν στην οικογένεια του Juan. Επιπλέον, κάναμε κάποιες «ρυθμίσεις» και αλλαγές, ώστε το παιχνίδι να μην θεωρείται επίσημο και η FIFA να μην έχει πάτημα να τιμωρήσει κανέναν. Τη θυμάμαι πολύ καλά εκείνη τη νύχτα. Το στάδιο της Vélez ήταν γεμάτο, οι οπαδοί, οι άνθρωποι μας στάθηκαν, κυρίως τίμησαν τη μνήμη του «Βούβαλου». Σκόραρα δύο γκολ, κερδίσαμε 5-2, αλλά το σκορ είχε ελάχιστη σημασία.

Μετά το ματς στήθηκα στις κάμερες και τους είπα ότι “απόψε οι ποδοσφαιριστές χτύπησαν την εξουσία.” Το βραβείο μας ήταν η υποστήριξη και η αλληλεγγύη των συμπαικτών μας, για τη μνήμη και την αγάπη μας στην οικογένεια του “Βούβαλου”» .

Δεν υπάρχει καλύτερος επίλογος από τα λόγια του Diego Armando Maradona για να καταδείξει το μεγαλείο του «Βούβαλου» Χουάν Χιλμπέρτο Φούνες.

Ή μάλλον υπάρχει. Είναι η μορφή και το χαμόγελό του «Βούβαλου» στο Parque Lineal “Juan Gilberto Funes” στη γενέτειρά του, το San Luis, εκεί που μικρά παιδιά που δεν τον είδαν ποτέ να αγωνίζεται, βγάζουν φωτογραφίες με το άγαλμά του και κρατούν ζωντανό το μύθο και τη μνήμη του. Με εκείνον να χαμογελάει για πάντα.

Pin It on Pinterest

Shares
Share This