Του Νίκου Παπαδογιάννη
Οι δηλώσεις του Σαρούνας Μαρτσουλιόνις, που δεν ήταν ακριβώς δηλώσεις αλλά έπεα πτερόντεα, και οι καταγγελίες του, που δεν είναι ακριβώς καταγγελίες αλλά λόγια καφενείου, μου δημιούργησαν τα ίδια συναισθήματα που υποθέτω ότι γεννήθηκαν στις καρδιές όσων ζήσαμε το 1987, από κοντά ή και από μέσα.
Οργή. Απογοήτευση. Ενόχληση. Απορία.
Και ολίγη καχυποψία.
Βρε, μπας και λέει αλήθεια; Ποιον να ρωτήσουμε για να μάθουμε; Τον Γκομέλσκι ή τον Πολίτη; Κομματάκι δύσκολο μου μοιάζει. Μήπως τον Γκομπόροφ; Τον Πανκράσκιν; Τον Στάνκοβιτς; Τον Φίλιππο Συρίγο; Τον Παπανδρέου και τον Μητσοτάκη; Τη Μελίνα και τον Γεννηματά;
Καταλαβαίνετε, ελπίζω, τι προσπαθώ να πω. Όταν το σπαθί βγαίνει από το θηκάρι με καθυστέρηση 34 ετών για να δικαιολογήσει ένα στραπάτσο στα όρια του αδικαιολόγητου, η κόψη του δεν είναι τρομερή, αλλά στομωμένη.
Σύντροφε «Μαρτσουλένις», που θα ‘λεγε και ο Συρίγος, κρείττον το σιγάν. Αν είχατε κάτι να πείτε, ας το λέγατε έγκαιρα. Στις αρχές, στις εφημερίδες, στην τηλεόραση, κάπου. Μετά την απομάκρυνση από το ταμείο, ουδέν λάθος αναγνωρίζεται. Ιδίως όταν δεν υπάρχει καν ταμείο.
Τόση καθυστέρηση στην αντίδραση, αντάξια αρκούδας Ραν-ταν-πλαν, εξηγείται και δικαιολογείται μόνο σε περιπτώσεις «me too», όπου στιγματίζονται από την αδηφάγο κοινωνία τα ίδια τα θύματα.
Εσείς θα γινόσασταν ήρωες, εάν βγαίνετε να καταγγείλετε απόπειρα δωροδοκίας. Με λίγη τύχη, μπορεί να αποφεύγατε τα γκουλάγκ και να κερδίζατε και στρατιωτικό γαλόνι, ώστε να βαδίσετε στα χνάρια του προπονητή που τώρα «φωτογραφίζετε».
Δεκάξι χρόνια μετά τον θάνατο του κολονέλου Γκομέλσκι, ένα πρωτοπαλίκαρο και ένα τριτοπαλίκαρό του τον στιγματίζουν για «αλλόκοτο κοουτσάρισμα» και «περίεργες κινήσεις». Είναι, αν μη τι άλλο, ντροπή και προσβολή της μνήμης του.
Και αν λένε αλήθεια, ο Λιθουανός (Μαρτσουλιόνις) και ο Εσθονός (Έντεν) για τον (Ρώσο) Γκομέλσκι; Και αν πούλησε τον τελικό ο πατριάρχης του Σοβιετικού μπάσκετ στους Έλληνες κατσαπλιάδες;
Συγχυσμένος από την παραφιλολογία, που φυσικά γιγαντώθηκε στα σόσιαλ μύδια από όσους δεν έχουν ιδέα για τι πράγμα μιλάνε, κατέφυγα στο μοναδικό εφόδιο που είχα στη διάθεσή μου, πέρα από τη μνήμη και τη λογική.
Στο βίντεο του αλησμόνητου τελικού.
Τον έχω παρακολουθήσει δεκάδες φορές και ξέρω απ’ έξω όλες τις αμίμητες ατάκες του μουσάτου, αλλά αυτή τη φορά τον είδα από την οπτική γωνία των Σοβιετικών.
Με το βλέμμα στον Βολκόφ, στον Μαρτσουλιόνις, στην τακτική του Γκομέλσκι (που διακρινόταν για πολλά πράγματα, αλλά όχι τόσο για το κοουτσάρισμα) και στον πάγκο των «κόκκινων». Τον Έντεν ομολογώ ότι δεν τον πήρε το μάτι μου πουθενά.
Είδα τον τελικό με κόκκινα γυαλιά και -με πρόσθετο επιχείρημα όσα θυμάμαι από τα σουλάτσα μου στο Φάληρο- έχω να καταθέσω τα παρακάτω, φίρδην και μίγδην.
Παρεμπιπτόντως, ο Ρωσοεβραίος Γκομέλσκι δεν ήταν 80 χρονών όπως μας φαινόταν τότε, αλλά μόλις 59, σχεδόν στη σημερινή μου ηλικία. Είπαμε, σχεδόν.
Έχουμε και λέμε, λοιπόν:
Ο Αλεξάντερ Βολκόφ έπαιξε πράγματι ελάχιστα στον τελικό του 1987, μολονότι είχε ψηφιστεί στην κορυφαία πεντάδα του Ευρωμπάσκετ και ξεκίνησε βασικός. Δεν ήταν ακόμη βεντέτα, αλλά εκκολαπτόμενο αστεράκι 23 ετών (όπως και ο Μαρτσουλιόνις). Αγωνίστηκε περίπου 11 λεπτά στο πρώτο ημίχρονο, μερικά δευτερόλεπτα στο δεύτερο και καθόλου στην παράταση.
Όσο έπαιξε, στο πρώτο μέρος ήταν ο χειρότερος παίκτης του γηπέδου. Στην επίθεση πέτυχε 4 πόντους, αλλά μπλεκόταν συνεχώς στα πόδια του Τκατσένκο και «μπούκωνε» τη ρακέτα. Στην άμυνα αργούσε στις βοήθειες και έχανε μάχες από προσωπικό αντίπαλο που δεν διακρινόταν δα για τις επιθετικές αρετές του (Καμπούρης).
Όταν ο Βολκόφ αντικαταστάθηκε (στο 13-19), έκανε μουτράκια από αυτά που ο Γκομέλσκι δεν σήκωνε. Ξαναμπήκε στο 29-35, στην πρώτη φάση έχασε τη μπάλα από τον Καμπούρη και αμέσως μετά δέχθηκε καλάθι από τον Ανδρίτσο στο λόου-ποστ. Αντικαταστάθηκε γρήγορα, ξανάκανε μουτράκια. Ο προπονητής τον πάρκαρε στον πάγκο επί συναπτό 20λεπτο. Κλασσική αντίδραση Γκομέλσκι, αλλά και συνολικά της «σοβιετικής σχολής».
Ο Βολκόφ επιστρατεύτηκε ξανά 3:10 πριν το φινάλε του αγώνα, προφανώς για να μείνει μέχρι το τέλος. Στη μοναδική άμυνα που πρόλαβε να παίξει, έχασε το ριμπάουντ από τον Φάνη, με αποτέλεσμα να χρεωθεί 5ο φάουλ ο αναντικατάστατος Τκατσένκο. Ο Γκομέλσκι τον απέσυρε οργισμένος και ο Συρίγος απορούσε δημόσια: «Βάζει-βγάζει συνεχώς ο Γκομέλσκι. Ήθελα να ‘ξερα, πότε πρόλαβε να διαπιστώσει ότι ο Βολκόφ δεν του κάνει;»
Η ελληνική ομάδα χτυπούσε τους Σοβιετικούς όχι τόσο από την περιφέρεια, όσο από το «βαμμένο». Η εναλλακτική τακτική που αποφάσισε ο Γκομέλσκι έκοψε τη φόρα του Γκάλη (με αιχμή αρχικά τον Μπαμπένκο), με δύο διαφορετικές συντεταγμένες. Πότε έπαιζε με χαμηλό «τεσσάρι» το οποίο κυκλοφορούσε απειλητικό στην περιφέρεια (Τιχονένκο ή Ταρακάνοφ) και πότε με δίδυμους πύργους, ώστε να πιέζει τον φορτωμένο με φάουλ Φασούλα: Τκατσένκο και Πανκράσκιν (και αργότερα Γκομπόροφ) μαζί.
Η ομάδα της ΕΣΣΔ γύρισε το παιχνίδι και κυριάρχησε με τις κινήσεις του Γκομέλσκι, ο οποίος δεν είχε λόγο να ανακατέψει την τράπουλα με συμμετοχή του κρύου, αρνητικού και αγωνιστικά απείθαρχου Βολκόφ. Οι Σοβιετικοί έφτασαν στο +8 και προηγήθηκαν 86-80 δυόμισυ λεπτά πριν το τέλος. Εχασαν τη νίκη μέσα από τα χέρια τους. Όσο και αν ακούγεται απίστευτο, ο Γκάλης των 40 πόντων και των απίστευτων ζογκλερικών έμεινε 8 λεπτά άσφαιρος στο δεύτερο ημίχρονο.
Ο Χέινο Έντεν, που σήμερα αφήνει υπονοούμενα ενάντια στον Γκομέλσκι επειδή δεν χρησιμοποιήθηκε καθόλου στον τελικό, δεν ήταν παρά ο 12ος παίκτης της ομάδας και συνήθως έμπαινε στο ματς σε ρόλο σκουπιδιάρη, όταν η διαφορά μεγάλωνε. Από τον πάγκο είδε ολόκληρο και τον ημιτελικό με την Ισπανία. Από πού κι ως πού να έπαιρνε λεπτά ο Έντεν, αντί των Βάλτερς, Μαρτσουλιόνις Χόμιτσιους; Αυτά δεν γίνονται ούτε στη Μαυριτανία.
Η διαιτησία του τελικού ήταν πάρα πολύ καλή, με εξαίρεση ένα εξωφρενικό σφύριγμα, που όμως ήταν πολύ βαρύ για την ελληνική ομάδα: το 5ο φάουλ του Γιαννάκη στο 38ο λεπτό. Εάν όμως οι Σαντσίς-Στιβς ήθελαν να χαντακώσουν την ελληνική ομάδα δεν θα έστελναν τον Ανδρίτσο στη γραμμή για ψύλλου πήδημα στο κρισιμότερο σημείο (89-89) ούτε φυσικά θα σφύριζαν το καθοριστικό φάουλ του Γκομπόροφ στον Καμπούρη. Θα άφηναν τις ομάδες να βγάλουν τα μάτια τους στην παράταση.
Αφήνοντας στην άκρη το αγωνιστικό σκέλος, γνωρίζω και θυμάμαι πολύ καλά ότι οι Σοβιετικοί παίκτες δεν πήγαιναν πουθενά χωρίς συνοδεία ούτε δέχονταν τηλεφωνήματα στα δωμάτιά τους, για τον -υπαρκτό- φόβο των αποσκιρτήσεων. Εάν τους έτυχε συναπάντημα και πριβέ συνομιλία με γενναιόδωρο δωροδοκητή σε …σουβενιράδικο, όπως λέει ο Έντεν, εγώ είμαι η μετενσάρκωση του Μπρέζνιεφ.
Ο ίδιος Έντεν, ο αδικημένος ντε, θυμάται συνάντηση του Γκομέλσκι με τον Κώστα Πολίτη στην πισίνα του ξενοδοχείου, «μερικές μέρες πριν τον τελικό». Ποιος μπορούσε να φανταστεί όμως ότι η Ελλάδα θα απέκλειε Γιουγκοσλάβους και Ιταλούς για να φτάσει ως το ραντεβού του τίτλου; Αφήνω στην άκρη το γεγονός ότι η ελληνική ομάδα έμενε σε διαφορετικό ξενοδοχείο (το θρυλικό «John’s») από τις ξένες αποστολές.
Οι ενδοσοβιετικές ίντριγκες της εποχής εξηγούν πολλά ανεξήγητα, αρκεί να καταλάβει κανείς το μέγεθος της έχθρας. Θυμίζω μόνο ότι ένα χρόνο αργότερα στη Σεούλ οι Σαμπόνις, Μαρτσουλιόνις και σία αρνήθηκαν να τραγουδήσουν τον Σοβιετικό ύμνο πάνω στο βάθρο του Ολυμπιακού θριάμβου. Ο Λιθουανός Βλάντας Γκαράστας, που πρωτοστάτησε στο ξεφωνητό ενάντια στον Ρώσο Γκομέλσκι, υπήρξε και διάδοχός του. Αυτόν ξεπαστρέψαμε το 1989 στο Ζάγκρεμπ.
Αναμφισβήτητα υπήρξε παρασκήνιο από ελληνικής πλευράς, με σημείο τριβής την επιλογή των «κατάλληλων» διαιτητών για τα κρίσιμα παιχνίδια της Εθνικής. Διαβάστε το όπως σας αρέσει αυτό, αλλά δεν πρόκειται για δουλειά που γίνεται με ανταλλαγή χρηματικών ποσών. Η απόφαση για διεξαγωγή του Ευρωμπάσκετ 1987 στο νεότευκτο ΣΕΦ έγινε πάνω από μία πιατέλα με ψάρια στον «Δουράμπεη», με προξενητή τον Βασιλακόπουλο. Ο Μπόρισλαβ Στάνκοβιτς ήταν καλοφαγάς.
Είναι φυσικά πιθανό να προσπάθησαν κάποιοι ιδιώτες να πλησιάσουν τη Σοβιετική αποστολή, λες και ήταν οι παίκτες της τίποτε Ρωσίδες πουτάνες, με το συμπάθιο. «Με ένα εκατοδόλλαρο τους αγοράζεις όλους», έλεγαν τότε στους καφενέδες. Για να είμαστε δίκαιοι, δεν οφειλόταν αποκλειστικά στους δυτικούς συκοφάντες αυτή η φήμη. Στο μεταξύ, ο Λάτσης έδωσε στους παίκτες της Εθνικής πριμ 30 εκατομμυρίων δραχμών για το χρυσό μετάλλιο και ο Βαρδινογιάννης άλλα 20, αυθωρεί και παραχρήμα. Και μου λέτε ότι έγινε απόπειρα δωροδοκίας ολόκληρης ομάδας (έστω, από ιδιώτη) με …5000 δολάρια;
Οι Σοβιετικοί παίκτες και προπονητές είχαν να κερδίσουν πολλά από αυτόν τον τελικό και να χάσουν ακόμη περισσότερα. Η περεστρόικα πλησίαζε και οι πρωτοκλασάτοι αθλητές πίεζαν για να λάβουν άδεια εργασίας στο εξωτερικό, με πρώτους αυτούς που «έβλεπαν» ΝΒΑ. Τελικά ο Βολκόφ και ο Μαρτσουλιόνις αποχώρησαν το 1989 για τις ΗΠΑ και ο Σαμπόνις την ίδια χρονιά για την Ισπανία. Πρώτος απ’ όλους, ο Γκομέλσκι, μετακόμισε «τιμής ένεκεν» το 1988 στην Τενερίφη. Το μαύρο καλοκαίρι του ’87, πάλι, δεν έφυγε κανείς.
Ακόμα και σήμερα, ο τελικός του 1987 συγκινεί και οιστρηλατεί, αφού πρόκειται για ένα πεντακάθαρο και συγκλονιστικό κατόρθωμα του Δαυίδ ενάντια στον Γολιάθ. Αναζητήστε τον στο YouTube, δείτε τον ξανά (και ξανά και ξανά) όπως τον είδα σήμερα εγώ και θα θυμώσετε με τη λασπομαχία των ημερών μας όσο θύμωσα κι εγώ.
Εάν οι ηττημένοι Σοβιετικοί είχαν φαγωμάρες μεταξύ τους και ψάχνουν αναδρομικά στόκο για να μπαλώσουν τις ρωγμές, για τις οποίες μίλησε σωστα ο Παναγιώτης Φασούλας, πρόβλημά τους. Στόκους βρίσκει εύκολα κανείς στην αγορά.
Στο κάτω κάτω, τη δύναμή της η Εθνική μας την έδειξε και στον πρώτο αγώνα με την ΕΣΣΔ (όταν ηττήθηκε στο αμήν με 66-69), όπως και στις δύο νικηφόρες αναμετρήσεις με τους Γιουγκοσλάβους. Τους δωροδόκησε και αυτούς άραγε; Σταματώ εδώ, πριν σηκωθεί το φάντασμα του Ντράζεν και με αρχίσει στις γρήγορες.
Mπορώ να απαντήσω και πολύ πιο ώριμα στον Σαρούνας Μαρτσουλιόνις, αλλά για μια φορά θα ακολουθήσω την τακτική όσων προτίμησαν να αποδώσουν τις «μνήμες» του στη γενέθλια βότκα του Σαββάτου 13 Ιoυνίου, όταν έκλεισε τα 23 του, παραμονή του τελικού.
Θα κλείσω λοιπόν το κείμενο με μία φράση που περιλαμβάνει όλα τα παραπάνω συμπεράσματα. Άσε μας, κουκλίτσε μας.
Πηγή: Gazzetta