Επιλογή Σελίδας


Του Θάνου Σαρρή

Δημοσιογράφος, λογοτέχνης και συγγραφέας, ο Ουρουγουανός Εδουάρδο Γκαλεάνο δεν έκρυψε ποτέ τον σεβασμό του για την ασπρόμαυρη θεά, για τη ρομαντική πλευρά της που παραμένει ζωντανή μέσα από τις σελίδες του ποδοσφαίρου στη σκιά και το φως, για τ’ αγρίμια που χαλάνε τη μόστρα του σύγχρονου παιχνιδιού, για την επίμονη ικανότητα της έκπληξης και για τους τρελούς που χαλάνε τη γιορτή της διαφθοράς.

Ο «παππούς του ποδοσφαίρου» ήταν εννιά χρονών όταν η Ουρουγουάη κατέκτησε το Μουντιάλ του 1950, κάνοντας προσευχές κάτω από ένα παλιό ραδιόφωνο. Η μαγεία του ποδοσφαίρου είχε τιθασεύσει ήδη την ψυχή του και η φλόγα έμεινε ζωντανή μέχρι το τέλος. Οι εκπληκτικές ιστορίες του, η ανάλυση και η ερμηνεία της πορείας του παιχνιδιού από το πηγαίο στο αναγκαίο, η μαγική πένα που έκανε τους ποδοσφαιρικούς ήρωες να μοιάζουν με πρωταγωνιστές ραψωδίας, το λατινοαμερικάνικο ταπεραμέντο, καθιστούν το έργο του ως κάτι το ανεπανάληπτο.

Τον θυμόμαστε, αναδημοσιεύοντας ένα κείμενο από το Ποδόσφαιρο στη Σκιά και το Φως, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πάπυρος. Ένα κείμενο για την αγαπημένη του Ουρουγουάη, μια ποδοσφαιρική δύναμη που σμίλευσε τον χαρακτήρα του και καθόρισε την αγάπη που καλλιέργησε για το ποδόσφαιρο. Ένα εκπληκτικό κεφάλαιο, με τίτλο «Η δεύτερη ανακάλυψη της Αμερικής».

{O Πέδρο Αρίσπε δεν ήξερε τι σημαίνει πατρίδα. Πατρίδα ήταν το μέρος όπου είχε γεννηθεί, αλλά τι τον ένοιαζε, σάματι τον είχε ρωτήσει κανείς; Ήταν και το μέρος όπου τσάκιζε τη μέση του δουλεύοντας εργάτης σε ένα παρασκευαστήριο κρέατος, αλλά και πάλι τι τον ένοιαζε όποιο κι αν ήταν το αφεντικό, όποια κι αν ήταν η γεωγραφία. Όταν όμως η εθνική ομάδα της Ουρουγουάης κέρδισε στη Γαλλία το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924, ο Αρίσπε ήταν ανάμεσα στους θριαμβευτές παίκτες της. Και καθώς έβλεπε τη σημαία της Ουρουγουάης με τον ήλιο και τις τέσσερις γαλάζιες γραμμές, να υψώνεται αργά στην τιμητική θέση, πάνω από όλες τις άλλες, ο Αρίσπε ένιωσε ότι το στήθος του πήγαινε να σπάσει.

Τέσσερα χρόνια αργότερα η Ουρουγουάη κέρδισε και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ολλανδίας. Και ο Ατίλιο Ναράνσιο, ένας από τους ηγέτες της Ουρουγουάης, που το 1924 είχε υποθηκεύσει το σπίτι του για ν’ αγοράσει τα εισιτήρια των παικτών, είπε: «Δεν είμαστε πια εκείνη η μικρή κουκίδα στον χάρτη του κόσμου».

Η γαλάζια φανέλα ήταν η απόδειξη ότι η Ουρουγουάη δεν ήταν ένα λάθος, ήταν ένα έθνος , και το ποδόσφαιρο είχε ανασύρει αυτή τη μικροσκοπική χώρα από τα σκοτάδια της παγκόσμιας ανωνυμίας.

Οι πρωταγωνιστές των θαυμάτων εκείνων του 1924 και του 1928 ήταν εργάτες και πλανόδιοι, που από το ποδόσφαιρο εισέπρατταν μόνο την ανείπωτη χαρά να παίζουν. Ο Πέδρο Αρίσπε δούλευε στα σφαγεία, ο Χοσέ Νασάτσι έκοβε μάρμαρα, ο Περούτσο Πετρόνε ήταν μανάβης, ο Πέδρο Σέα μοίραζε πάγο, ο Χοσέ Λεάνδρο Ανδράδε ήταν οργανοπαίχτης στα καρναβάλια και λούστρος. Όλοι τους  εικοσάρηδες πάνω κάτω, αν και στις φωτογραφίες μοιάζουν με μεσήλικες. Γιάτρευαν τις πληγές τους με αλατόνερο, έμπλαστρα με ξύδι και κανένα ποτηράκι κρασί.

Το 1924 έφτασαν στην Ευρώπη ταξιδεύοντας Τρίτη θέση, και στη συνέχεια δανείστηκαν για να μετακινηθούν με βαγόνια δεύτερης θέσης, ενώ κοιμόντουσαν σε ξύλινα καθίσματα κι έπαιζαν τον έναν αγώνα μετά τον άλλο, με αντάλλαγμα στέγη και τροφή. Πριν φτάσουν στο Παρίσι, έπαιξαν εννιά αγώνες στην Ισπανία και κέρδισαν και τους εννιά.

Ήταν η πρώτη φορά που μια χώρα της Λατινικής Αμερικής έπαιζε στην Ευρώπη. Στον πρώτο της αγώνα η Ουρουγουάη αντιμετώπισε τη Γιουγκοσλαβία. Οι Γιουγκοσλάβοι έστειλαν κατασκόπους στην προπόνηση. Οι Ουρουγουανοί το αντιλήφθηκαν, κι άρχισαν να βαράνε κλοτσιές στο χορτάρι, να στέλνουν την μπάλα στον ουρανό, να σκοντάφτουν και να κουτουλάνε αναμεταξύ τους.

Οι κατάσκοποι ανέφεραν: «Τα καημένα τα παιδιά, κι έκαναν τόσο ταξίδι…»

Μόνο δύο χιλιάδες άτομα παρακολούθησαν εκείνο τον πρώτο αγώνα. Η σημαία της Ουρουγουάης υψώθηκε ανάποδα, με τον ήλιο στην κάτω μεριά κι αντί για τον εθνικό ύμνο ακούστηκε ένα βραζιλιάνικο εμβατήριο. Εκείνο το απόγευμα η Ουρουγουάη κέρδισε τη Γιουγκοσλαβία 7-0.

Και τότε συνέβη κάτι σαν τη δεύτερη ανακάλυψη της Αμερικής. Από παιχνίδι σε παιχνίδι, τα πλήθη έτρεχαν να δουν εκείνους τους άνδρες που γλιστρούσαν σαν σκίουροι, που έπαιζαν σκάκι με την μπάλα. Η αγγλική σχολή είχε επιβάλει τη μακρινή πάσα και το ψηλό παιχνίδι, αλλά αυτοί οι τυχάρπαστοι, από την άλλη άκρη της γης, αγνοούσαν τον δάσκαλο. Προτιμούσαν να επινοούν ένα παιχνίδι με κοντινές πάσες κατευθείαν στο πόδι, με αστραπιαίες αλλαγές στον ρυθμό και ταχύτατες ντρίμπλες. Ο Ανρί ντε Μοντερλάν, αριστοκράτης και συγγραφέας, δημοσίευσε με ενθουσιασμό: «Μια αποκάλυψη. Ιδού το αληθινό ποδόσφαιρο. Ό,τι γνωρίζαμε και ό,τι παίζαμε μέχρι σήμερα, σε σύγκριση με αυτό που βλέπουμε, δεν ήταν παρά παιχνίδι για μαθητούδια».

Εκείνο το ποδόσφαιρο της Ουρουγουάης των Ολυμπιακών Αγώνων του 1924 και του 1928, που στη συνέχεια κέρδισε τα Παγκόσμια Κύπελλα του 1930 και του 1950, οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην πολιτική της προαγωγής του αθλητισμού, χάρη στην οποία δημιουργήθηκαν γήπεδα σε ολόκληρη τη χώρα. Έχουν περάσει πολλά χρόνια και από εκείνο το Κράτος με κοινωνική ευαισθησία απέμεινε μόνο η νοσταλγία. Από εκείνο το ποδόσφαιρο επίσης. Μερικοί παίκτες, όπως ο πολύς Έντζο Φραντσέσκολι, κατάφεραν να κληρονομήσουν και να ανανεώσουν την παλιά τεχνική, αλλά σε γενικό βαθμό το ποδόσφαιρο της Ουρουγουάης βρίσκεται πολύ μακριά από εκείνο που ήταν.

Ολοένα και λιγότερα παιδιά το παίζουν, ολοένα και λιγότεροι οι άνδρες που το παίζουν με χάρη. Όμως δεν υπάρχει Ουρουγουανός που να μην αισθάνεται ειδήμονας σε θέματα τακτικής και στρατηγικής του ποδοσφαίρου, ή ακαδημαϊκός ως προς την ιστορία του. Το πάθος των Ουρουγουανών για το ποδόσφαιρο προέρχεται από εκείνα τα βάθη του χρόνου και οι ρίζες του είναι ακόμα ορατές: κάθε φορά που παίζει η εθνική ομάδα, κόβεται η ανάσα της χώρας, κλείνουν το στόμα τους οι πολιτικοί, οι τραγουδιστές και οι σαλτιμπάγκοι, οι ερωτευμένοι σταματούν τα χάδια τους και οι μύγες σταματούν να πετάνε…}

Πηγή: Fanatico

Pin It on Pinterest

Shares
Share This