Επιλογή Σελίδας

Του Βασίλη Σαμπράκου

Παρακολουθώντας τον σχολιασμό σε media και – κυρίως αυτά – social media ο παρατηρητής μένει με την αίσθηση ότι ένα μεγάλο μέρος αυτών που βλέπουν τον “φετινό” Ολυμπιακό και μαζί τους ένα μεγάλο μέρος των φίλων του συλλόγου αντιλαμβάνεται ως πιο “μέτρια” την πορεία και – ακόμη περισσότερο – την αγωνιστική εικόνα της ομάδας του Πέδρο Μαρτίνς. Έχουν δίκιο;

Ξεκινώ με την “ψυχρή” σύγκριση των αγωνιστικών δεδομένων του Ολυμπιακού στην Superleague 2020 με αυτά που έχει δημιουργήσει με την μέχρι σήμερα πορεία του στην Superleague 2021. Σύμφωνα με τα στοιχεία που αντλεί κανείς από το Wyscout, την μεγαλύτερη και πιο αξιόπιστη πλατφόρμα ανάλυσης παγκοσμίως, ο “φετινός” Ολυμπιακός σκοράρει περισσότερο (2.59 γκολ ανά ματς) από τον περσινό (2.06 γκολ ανά ματς), και δέχεται λιγότερα (0.41) γκολ συγκριτικά με πέρσι (0.44). Ναι, η διαφορά είναι μικρή, αλλά είναι θετική. Ναι, η σύγκριση γίνεται ανάμεσα στη συνολική περσινή πορεία του Ολυμπιακού στο πρωτάθλημα και τη φετινή που ακόμη είναι “μισή”, αλλά η ανάλυση παραμένει χρήσιμη. Ο Ολυμπιακός δημιουργεί πιο ποιοτικές (xG 2.14) ευκαιρίες συγκριτικά με πέρσι (2.01), παρόλο που εκτελεί ελαφρώς σπανιότερα (12.82 σουτ ανά ματς) συγκριτικά με πέρσι (13.92 σουτ ανά ματς). Και κρατά την μπάλα ελαφρώς περισσότερο (60.22%) συγκριτικά με πέρσι (58.25).

Πώς γίνεται να μοιάζει ο Ολυμπιακός λιγότερο επιθετικός συγκριτικά με τον περσινό εαυτό του; Η εξήγηση κρύβεται σε μια βαθύτερη ανάλυση των στατιστικών δεδομένων, η οποία επιβεβαιώνει την κοινή αίσθηση ότι ο Ολυμπιακός παίζει σε χαμηλότερη ένταση συγκριτικά με πέρσι. Είναι λιγότερο αποτελεσματικός στις μονομαχίες (48.3% φέτος – 50.5% πέρσι) και η πτώση είναι όμοια τόσο στις επιθετικές όσο και στις αμυντικές μονομαχίες. Επιτρέπει στους αντιπάλους του να δημιουργούν ελαφρώς πιο ποιοτικές τελικές προσπάθειες (xG 0.82) συγκριτικά με πέρσι (0.74). Αυτές οι πληροφορίες έρχονται να ενισχύσουν την αίσθηση που αποκτά κάποιος όταν παρακολουθεί τα παιχνίδια του Ολυμπιακού. Δεν τρέχει λιγότερο συγκριτικά με πέρσι, αλλά τρέχει σε χαμηλότερη ένταση, με συνέπεια να είναι λιγότερο επιθετικός όταν δεν έχει την μπάλα στα πόδια του, δηλαδή λιγότερο πιεστικός προς τον αντίπαλό του. Και επειδή ο προπονητής του ζει αναγκασμένος από τις συνθήκες της πανδημίας να βάζει σε προτεραιότητα τη διαχείριση των δυνάμεων της ομάδας του, ο φετινός Ολυμπιακός κάνει λιγότερο συχνά και για μικρότερα διαστήματα παιχνιδιού επιθετική άμυνα. Με άλλα λόγια πιάνει σπανιότερα από τον λαιμό τον αντίπαλό του. Αυτή είναι η πιο σημαντική αλλοίωση της περσινής αγωνιστικής ταυτότητάς του.

Οι πρωταθλήτριες υποφέρουν

Αν τραβήξει κανείς το βλέμμα του από το ελληνικό πρωτάθλημα και κοιτάξει τι συμβαίνει στα άλλα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα θα διαπιστώσει ότι οι περσινές πρωταθλήτριες είτε δεν βρίσκονται σήμερα στην πρώτη θέση είτε δυσκολεύονται πολύ και δοκιμάζονται, ζώντας σε μικρή απόσταση από τους διώκτες τους. Κι αυτό συμβαίνει κυρίως στις ομάδες που είχαν έντονα τα στοιχεία της αθλητικότητας και επένδυαν μεγάλο μέρος των ιδεών τους για το αγωνιστικό τους μοντέλο πάνω στην ένταση, την έκρηξη, την αντοχή στο υψηλό τέμπο.

Το λέει άλλωστε και η κοινή λογική του ποδοσφαίρου: οι επιθετικές ομάδες θέλουν να ανεβάζουν τον ρυθμό του παιχνιδιού, διότι υψηλός ρυθμός σημαίνει περισσότερες επιθέσεις, και για να το κάνεις αυτό απαιτούνται δυνάμεις. Οι ποιοτικές ομάδες αναπτύσσουν επιθέσεις με ποδόσφαιρο της μιας επαφής στα τελευταία 20 μέτρα του τερέν. Για να το κάνεις αυτό χρειάζεται, εκτός από καλή εκπαίδευση και τεχνικές δεξιότητες, πολύ τρέξιμο. Οι επιθετικές ομάδες κάνουν άμεσο και πολύ επιθετικό πρέσινγκ, αλλά μεταβαίνουν και άμεσα στην φάση της άμυνας και προλαβαίνουν να οργανωθούν προτού περάσει ο αντίπαλος στα τελευταία στάδια ανάπτυξης της επίθεσής του. Για να την πετύχεις την άμεση μετάβαση χρειάζεται πολύ τρέξιμο.

Φυσικά αυτή η κουβέντα δεν ολοκληρώνεται, διότι το ποδόσφαιρο είναι ένα σωρό ομαδικές και ατομικές λεπτομέρειες. Προφανώς έχει νόημα να αναλύσει κανείς την επίδραση που μπορεί να είχαν στην δυναμική μιας ομάδας οι αλλαγές ποδοσφαιριστών. Είναι τόσα πολλά αυτά που επηρεάζουν την απόδοση μιας ομάδας και την γενικότερη συμπεριφορά της στο τερέν. Έχει μεγάλη σημασία και η συζήτηση σχετικά με το πόσο αλλάζει σε ψυχολογία και νοοτροπία μια ομάδα όταν αλλάζει ποδοσφαιριστές. Όμως όλα αυτά είναι επόμενες συζητήσεις, διότι η κύρια συζήτηση αφορά στην επίδραση της πανδημίας στην απόδοση των ομάδων. Στην πλειονότητά τους οι περσινές πρωταθλήτριες έχουν υποστεί αλλοίωση της αγωνιστικής ταυτότητάς τους. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της στιγμής είναι η Μπάγερν, η οποία υποφέρει σε κάθε παιχνίδι της στην Bundesliga, ακόμη και απέναντι στις ομάδες του μικρότερου κυβισμού, επειδή έχει χάσει την ένταση και την επιθετικότητα από το παιχνίδι της. Και το παθαίνει αυτό παρόλο που έκανε ένα σωρό μεταγραφές για να μεγαλώσει το ρόστερ της και να διαχειριστεί καλύτερα τις δυνάμεις της.

Στις εντυπώσεις πιθανόν να χάνει την περσινή λάμψη της η δουλειά του Πέδρο Μαρτίνς, επειδή πληρώνει το κόστος μιας φτωχής πορείας στο Champions League. Η διαχείρισή του όμως στην Superleague 2021 είναι και πάλι για επαίνους. Οχι μόνο επειδή προπορεύεται με την άνεση του +9 στο πρωτάθλημα, αλλά και επειδή, όπως επιβεβαιώνουν οι αριθμοί, ο Ολυμπιακός του έχει υποστεί μικρότερη αλλοίωση στην αγωνιστική συμπεριφορά του από την πανδημία συγκριτικά με τις άλλες πρωταθλήτριες στην Ευρώπη. Ναι, δεν είναι το ίδιο όμορφος στο μάτι, δεν έχει την περσινή επιθετικότητα, δεν παράγει το ίδιο θέαμα. Είναι όμως πιο αποτελεσματικός ή το ίδιο αποτελεσματικός επειδή συμπεριφέρεται με ωριμότητα. Και αυτή την ωριμότητα ένας συνηθισμένος προπονητής δεν θα είχε καταφέρει τόσο σύντομα να την επιτύχει σε μια σεζόν με σημαντικές αλλαγές στον κορμό της ενδεκάδας του και σημαντικές απουσίες για μεγάλα διαστήματα χρόνου.

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This