Επιλογή Σελίδας

Του Γιάννη Φιλέρη

Ο τελικός του Μουντιάλ 1982 στο “Σαντιάγκο Μπερναμπέου” βρισκόταν σε εξέλιξη. Κάπου στο 53ο λεπτό. Οι Ιταλοί είχαν χάσει πέναλτι στο 1ο ημίχρονο, όταν ο Αντόνιο Καμπρίνι, μπροστά από τον Χάραλντ Σουμάχερ, τον τερματοφύλακα της Δυτικής Γερμανίας, είχε στείλει την μπάλα άουτ. Το ματς σχεδόν δεν βλεπόταν και ο Γιάννης Διακογιάννης, λίγο πριν ο Πάολο Ρόσι ακουμπήσει την μπάλα με το κεφάλι του στη σέντρα του Κλαούντιο Τζεντίλε και κάνει το 1-0, μονολογούσε: “Ευρωπαϊκός τελικός θα λέγαμε“. Πριν αποσώσει τη φράση του, ο μεγαλύτερος σκόρερ που είχε ποτέ η Ιταλία σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο, άνοιγε το δρόμο. “Και το γκοοοολ”, φώναζε ο κορυφαίος Έλληνας σπορτ-κάστερ, που αργότερα, στο 3-0 του Αλεσάντρο Αλτομπέλι, ξεσπούσε (και για τον άδικο αποκλεισμό των Γάλλων στον αξέχαστο ημιτελικό που είχε κριθεί στα πέναλτι) με μοναδικό τρόπο: “Η εξυπνάδα, το μπρίο, η φαντασία… 3-0, το ποδόσφαιρο της δύναμης, του ρεαλισμού, το ποδόσφαιρο των ρομπότ”.

Θυμηθείτε το ματς και τη θρυλική περιγραφή:

Στα επίσημα θεωρεία του σταδίου της Μαδρίτης, ο γηραιός πρόεδρος της ιταλικής Δημοκρατίας, Σάντρο Περτίνι, σήκωνε ψηλά τα χέρια του για να πανηγυρίσει το 3ο γκολ της “σκουάντρα ατζούρα” και έσκυβε για να ψιθυρίσει στον τότε βασιλιά της Ισπανίας, Χουάν Κάρλος: “Τώρα, οι Γερμανοί δεν μας πιάνουν με τίποτα”. Ούτε τον ίδιο τον έπιαναν στα νιάτα του, όταν είχε αποδράσει από τη φυλακή, καταδικασμένος ήδη σε θάνατο.

Το ιταλικό θαύμα είχε ολοκληρωθεί. Ο Έντσο Μπεαρτζότ κάπνιζε την πίπα του θριάμβου, κοιτώντας τους αλαλάζοντες από χαρά Ιταλούς δημοσιογράφους με ένα ειρωνικό χαμόγελο. Δεν είχαν περάσει πολλές μέρες από τότε που τον… έσκιζαν για τις επιλογές του, για την “ομάδα που δεν πάει πουθενά” και κυρίως για το ότι είχε διαλέξει να πάρει σέντερ-φορ τον Ρόσι.

Τον παροπλισμένο για δυο χρόνια στράικερ, που είχε ανακατευτεί στο σκάνδαλο “Totonero”, αλλά θα γινόταν ο ήρωας μιας ολόκληρης χώρας. Ο άνθρωπος που “έφυγε” από τη ζωή σε ηλικία 64 ετών, τα ξημερώματα της Πέμπτης. Ο “Παμπλίτο”, που του άρεσε πολύ η ζωγραφική, θαύμαζε τον Πάμπλο Πικάσο και δεν παραδέχθηκε ποτέ την ενοχή του για ανάμιξη στον παράνομο τζόγο. Σαν από μια συγχορδία της τύχης, το 1982 ζωγράφισε ένα τεράστιο ποδοσφαιρικό θαύμα, κερδίζοντας ταυτόχρονα ένα μοναδικό στοίχημα που είχε βάλει απέναντι σε όλη την Ιταλία ο μακαρίτης Μπεαρτζότ.

Τα πόδια (και το ένστικτο ενός μοναδικού σκόρερ) ήταν εκείνα που πέταξαν έξω τη Βραζιλία, την καλύτερη ομάδα όλων των εποχών… χωρίς τίτλο. Ανώτερη, ακόμη κι από την Ολλανδία του 1974. Αν δεν υπήρχε ο Ρόσι, η τρομερή παρέα του Ζίκο, του Σόκρατες, του Φαλκάο και του Έντερ μάλλον θα έφτανε στην κατάκτηση του τροπαίου, αν και πάλι τη θυμόμαστε για τα υπέροχα γκολ (ένα κι ένα) που είχε σημειώσει σε εκείνο το Μουντιάλ. Κάποιος έγραψε -και δεν έχει άδικο- ότι ο Ρόσι (και η Ιταλία) εξανάγκασαν τη Βραζιλία να αλλάξει σιγά-σιγά νοοτροπία, να αφήσει το jogo bonito στην άκρη και να παίξει, εν τέλει, ποδόσφαιρο… δύναμης και ρεαλισμού, για να πάρει επιτέλους το κύπελλο που τόσο λαχταρούσε από το 1970, στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1994.

Ο πλέι-μπόι που έπαιζε (;) στοίχημα

Η ζωή του Ρόσι ήταν έτσι κι αλλιώς συναρπαστική. Στα 17 είχε θεωρηθεί ένα τεράστιο ταλέντο, που η Γιουβέντους του έδινε θέση στην πρώτη ομάδα και στα 19 είχε κάνει ήδη δυο σοβαρές εγχειρήσεις στα πόδια. Άλλος μπορεί να σταματούσε το ποδόσφαιρο, ωστόσο πρώτα στην Κόμο και μετά στη Βιντσέντζα και την Περούτζια, όχι μόνο έπαιζε μπάλα, αλλά έδειχνε να διαθέτει μια μοναδική ικανότητα στο να βάζει γκολ.

Οι παλιότεροι θα θυμούνται τα ιστορικά παιχνίδια του Άρη με την Περούτζια το 1979. Ο Ρόσι (στα 25 τότε) ήταν ήδη ένα μεγάλο όνομα και σκόρερ του 1ου γκολ στου Χαριλάου (ισοφάρισε για τον Άρη ο Γιώργος Σεμερτζίδης), με το 1-1 να δίνει προβάδισμα στην ιταλική ομάδα. Η ρεβάνς έγραψε ιστορία, καθώς οι “κιτρινόμαυροι” είχαν επικρατήσει με 3-0 σε μια από τις μεγαλύτερες στιγμές του ελληνικού ποδοσφαίρου στην Ευρώπη.

Δυο χρόνια μετά, η Γιουβέντους τον αγόρασε ξανά. Έσκασε περίπου 2.5 εκατομμύρια δολάρια (ποσό τεράστιο για την εποχή) και πλήρωνε τον όμορφο (και με πολλές επιτυχίες στο ασθενές φύλλο) στράικερ 400.000 δολάρια το χρόνο. Σε μια από τις πολλές συνεντεύξεις που έδωσε αργότερα, είχε παραδεχθεί: “Πολλές φορές αναρωτιόμουν αν άξιζα τόσα λεφτά”.

Ο Πάολο Ρόσι σκοράρει εναντίον της Ουγγαρίας το 1978. Στο Μουντιάλ αυτό είχε πετύχει 3 γκολ. Συνολικά, στα Παγκόσμια Κύπελλα μετράει 9 γκολ και είναι ο 1ος σκόρερ της Ιταλίας μαζί τον Ρομπέρτο Μπάτζιο και τον Κριστιάν Βιέρι

Πριν προλάβει να παίξει στη Γιουβέντους, το όνομά του ενεπλάκη στο πρώτο μεγάλο σκάνδαλο στημένων αγώνων που συγκλόνισε το ιταλικό ποδόσφαιρο και είχε αποτέλεσμα τον υποβιβασμό της Μίλαν και της Λάτσιο στη Serie B. Παρότι δεν παραδέχθηκε ποτέ την ενοχή του, ο Ρόσι με άλλους 19 ποδοσφαιριστές καταδικάστηκαν για συμμετοχή στο παράνομο κύκλωμα που κανόνιζε τα σκορ των αγώνων.

Το “Totonero”, όπως ονομάστηκε, αποκαλύφθηκε έπειτα από μια καταγγελία στην ιταλική αστυνομία και σιγά-σιγά ξεδιπλώθηκε ένα δίκτυο που “πουλούσε” τα παιχνίδια, ανάλογα με τις διαθέσεις των “εγκεφάλων” του τζόγου. Ο Ρόσι αρνήθηκε τις κατηγορίες, ωστόσο στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας έμπλεξε περισσότερο, καθώς οι δικηγόροι του κατηγορήθηκαν ότι θέλησαν να δωροδοκήσουν έναν από τους μάρτυρες κατηγορίες.

Η αστυνομία εξιχνίασε την υπόθεση, καθώς αυτοί που έκαναν την καταγγελία (ο Μάσιμο Κρουτσιάνι και ο Αλβάρο Τρίνγκα) ήταν εκείνοι που έστησαν (με έδρα τη Ρώμη) τη… δουλειά, βάζοντας αρχικά στο κόλπο τους παίκτες της Λάτσιο και μετά πολλών ομάδων της 1ης και 2ης κατηγορίας στην Ιταλία. Όταν ένα παιχνίδι (Μπολόνια-Αβελίνο) αντί να λήξει ισόπαλο, τελείωσε με νίκη των γηπεδούχων, οι δυο απατεώνες δεν είχαν χρήματα να στήσουν άλλο παιχνίδι. Χρωστούσαν ήδη στους τοκογλύφους, οι οποίοι όταν πληροφορήθηκαν προς τα που διοχετεύονταν τα χρήματά τους, ζήτησαν επιπλέον τόκο. Ένα καμένο αυτοκίνητο έμοιαζε με σαφή… προειδοποίηση για το δίδυμο της απάτης, που αποφάσισε να καταφύγει στην αστυνομία.

Ο Μπεαρτζότ τον θυμήθηκε

Ο ωραίος Πάολο έμοιαζε να μην έχει μέλλον στο ποδόσφαιρο. Η τιμωρία του ήταν 3ετής και μειώθηκε στα 2 χρόνια. Όταν ο Μπεαρτζότ τον κάλεσε στην αποστολή της εθνικής Ιταλίας για το Μουντιάλ ’82, είχε παίξει μόλις 6 ματς με τη Γιουβέντους. Όμως, ο κορυφαίος Ιταλός προπονητής θυμόταν καλά το νεαρό σέντερ φορ, που το 1978 είχε βάλει 3 γκολ (και είχε δώσει 4 ασίστ) στα γήπεδα της Αργεντινής, παίζοντας στην κορυφή της επίθεσης, πλαισιωμένος από δυο θρύλους του ιταλικού ποδοσφαίρου, τον Φράνκο Καούζιο από δεξιά και τον Ρομπέρτο Μπέτεγκα από αριστερά.

Ο Μπεαρτζότ πίστευε ότι ο Ρόσι θα έβρισκε τον εαυτό του και θα του έλυνε το επιθετικό πρόβλημα που είχε διαπιστώσει στα προκριματικά, όταν η Ιταλία είχε περάσει ως 2η του γκρουπ στο οποίο μετείχε κι η Εθνική Ελλάδας. Οι “ατζούρι” είχαν πάρει το εισιτήριο με 12 βαθμούς, έναν λιγότερο από την 1η Γιουγκοσλαβία, η οποία ωστόσο είχε βάλει 10 γκολ πιο πολλά (22 έναντι 12) από τη “δυσκοίλια” Ιταλία. Θα μου πείτε, πότε η Ιταλία ήταν ομάδα που έβαζε πολλά γκολ; Ο Μπεαρτζότ δεν ήθελε πολλά. Εύκολα, τα ζητούσε. Και εύκολα του τα έδωσε ο Ρόσι. Όχι αμέσως, βέβαια.

Ο Πάολο Ρόσι μόλις έχει βάλει το 2ο γκολ εναντίον της Βραζιλίας στο περίφημο 3-2. Στο έδαφος ο Βαλντίρ Περεζ και ο Ζούνιορ που δεν πιστεύουν πως το έφαγαν. Θα ακολουθούσε κι ένα 3ο

Την ώρα που ο ιταλικός Τύπος τον είχε στήσει στο απόσπασμα, ο Ρόσι αισθανόταν άβολα. Από τη μια είχε βρει κίνητρο να ξαναπαίξει ποδόσφαιρο υψηλής κλάσης, αφήνοντας πίσω το σκάνδαλο των στημένων αγώνων, από την άλλη δεν ήξερε αν θα μπορέσει να επωμιστεί το βάρος ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου. “Δεν μπορείς να περιμένεις από μένα να γίνω ο σωτήρας του ιταλικού ποδοσφαίρου. Αυτό μόνο ο Πελέ μπορεί να το καταφέρει. Δεν είμαι, όμως, ο Πελέ και θα αντιμετωπίσω χίλια προβλήματα, γιατί ένας Θεός ξέρει τι περιμένει από εμένα ο κόσμος”, έλεγε στον προπονητή του.

Ο Μπεαρτζότ είχε υπομονή. Προτιμούσε να μιλάει μαζί του για ζωγραφική και τέχνη, που αγαπούσε ιδιαίτερα ο Ρόσι. Η Ιταλία, όμως, μέχρι να αρχίσει να γίνεται… διεκδικήτρια του τίτλου, κόντεψε να αποκλειστεί από το Καμερούν! Στην 1η φάση ομίλων, η απόδοση της ομάδας ήταν τραγική. Πέρασε με 3 ισοπαλίες (2η πίσω από την τρομερή Πολωνία) και μόλις 2 γκολ (από Μπρούνο Κόντι με το Περού και Φραντσέσκο Γκρατσιάνι με Καμερούν) και καλύτερη διαφορά τερμάτων από τους Αφρικανούς.

Μπαίνοντας σε έναν όμιλο της 2ης φάσης, όπου συμμετείχαν η καταπληκτική Βραζιλία κι η παγκόσμια πρωταθλήτρια του 1978 Αργεντινή, ενισχυμένη από τον Ντιέγκο Μαραντόνα, κανείς δεν της έδινε τύχη. Μόνο που το 2-1 επί της “αλμπισελέστε”, άρχισε να αλλάζει τα πράγματα. Κι αμέσως μετά, ήρθαν τα θαύματα

“Κάποιος από πάνω”

Ο περίφημος αγώνας με τη Βραζιλία, όπου η “σελεσάο” περνούσε στα ημιτελικά ακόμη και με ισοπαλία, έγινε στη Βαρκελώνη, στην παλιά έδρα της Εσπανιόλ (“Estadio de Sarria”). Ντάλα μεσημέρι, με υψηλές θερμοκρασίες και τον Ρόσι να εμφανίζεται σχεδόν από το πουθενά. Οι Βραζιλιάνοι είχαν γοητεύσει τα πλήθη στην Ισπανία. Είχαν παρατάξει την καλύτερη ομάδα που εμφάνισαν ποτέ σε Μουντιάλ, ύστερα από εκείνη του 1970.

Ο Ρόσι όμως έπιασε στον ύπνο την άμυνά της 3 φορές. Η κεφαλιά από τη σέντρα του Καμπρίνι για το 1-0, το κλέψιμο από την γκάφα του Ζούνιορ και το σουτ για το 2-1, ισοφαρίστηκαν από δυο έξοχα γκολ της “σελεσάο” (Σόκρατες και Φαλκάο). Όμως στο 74′, όταν η μπάλα του ήρθε λουκούμι μετά το ασθενές σουτ του Μάρκο Ταρντέλι και με ένα εύκολο πλασεδάκι νίκησε ξανά τον Βαλντίρ Περέζ, οι Βραζιλιάνοι δεν είχαν άλλη απάντηση. Ο 40χρονος Ντίνο Τζοφ είχε κάνει σπουδαίες αποκρούσεις κι η Ιταλία έπαιρνε μια θριαμβευτική νίκη.

“Δεν το πίστευα. Έφυγα πανηγυρίζοντας και φωνάζοντας. Νομίζω ότι μετά το 1ο γκολ που έβαλα, είχα γίνει άλλος άνθρωπος. Σαν κάποιος από ψηλά να με κινούσε μέσα στο γήπεδο και να με έβαζε στην κατάλληλη θέση την κατάλληλη στιγμή”. σχολίαζε κάποια χρόνια μετά ο Ρόσι, που μέσα σε ένα απόγευμα είχε γίνει ο άνθρωπος που ήθελε να αγκαλιάσει ολόκληρη η Ιταλία. Μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις όλων των εποχών, είχε τη δική του υπογραφή. Ο Μανόλης Μαυρομμάτης στο μικρόφωνο της ΕΡΤ δίνει το δικό του ρεσιτάλ:

Σε αυτό το ματς εμφανίστηκε όλο το ποδοσφαιρικό μεγαλείο του κορυφαίου σέντερ-φορ. Απλός στα τελειώματά του, πονηρός για να κλέψει την μπάλα. Το ένστικτο του μέσα στην περιοχή ήταν μοναδικό. Ο Ρόσι, ωστόσο, ήξερε και μπάλα. Δεν ήταν απλά ένας μεγάλος σκόρερ. Γι’ αυτό μπορούσε να αγωνιστεί και ως δεξί εξτρέμ, αλλά και ως δεύτερος σέντερ φορ, με περισσότερο επιτελικό ρόλο. Αν κι οι παίκτες που βάζουν γκολ πρέπει να είναι και εγωιστές, ο ίδιος θεωρούσε κάτι τέτοιο πολύ μεγάλο μειονέκτημα: “Το ποδόσφαιρο είναι ομαδικό σπορ. Αν μπορεί να βάλει κάποιος άλλος τη μπάλα στα δίχτυα, πρέπει να του τη δώσεις”.

Το κρεσέντο Ρόσι στην Ισπανία θα συνεχιζόταν στον ημιτελικό με 2 γκολ κόντρα στην Πολωνία και θα ολοκληρωνόταν με το 1ο εναντίον της Δυτικής Γερμανίας στον τελικό. Ο Περτίνι έφτασε περιχαρής μέχρι τα αποδυτήρια της Σκουάντρα Ατζούρα για να αγκαλιάσει τον “χρυσό” σκόρερ και τους άλλους Ιταλούς ποδοσφαιριστές, αλλά και τον περιχαρή Μπεαρτζότ που έβλεπε το μεγάλο στοίχημα που είχε βάλει να το κερδίζει κατά κράτος. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή που να δικαιώθηκε τόσο πολύ στην ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων.

Ο Ρόσι ήταν ο 1ος σκόρερ της διοργάνωσης και ταυτόχρονα ο πολυτιμότερος παίκτης. Μόνο άλλοι δυο παίκτες έχουν καταφέρει κάτι ανάλογο: ο Βραζιλιάνος Γκαρίντσα το 1962 και ο Αργεντίνος Μάριο Κέμπες το 1978. Ο “Παμπλίτο”, από δακτυλοδεικτούμενος, σχεδόν απατεώνας-ποδοσφαιριστής για την εμπλοκή του στο “Totonero”, έγινε εθνικός ήρωας. Το αγαπημένο παιδί των Ιταλών φιλάθλων. Τρία χρόνια μετά, επηρεασμένος από τα προβλήματα στα πόδια του και τα κουσούρια που του άφησαν οι εγχειρήσεις σε νεαρή ηλικία, σταμάτησε το ποδόσφαιρο. Με τη Γιουβέντους πρόλαβε να κατακτήσει και το Κύπελλο Πρωταθλητριών στον θλιβερό τελικό του “Χέιζελ’, εναντίον της Λίβερπουλ.

Στο αεροπλάνο της Ιταλίας, μετά τον θρίαμβο του 1982, στο δρόμο για τη Ρώμη παίζουν χαρτιά. Ο πρόεδρος της ιταλικής Δημοκρατίας Σάντρο Περτίνι, ο Ντίνο Τζόφ και ο Φράνκο Καούζιο (απέναντί του) και ο Έντσο Μπέαρτζοτ (δίπλα του) παρακολουθεί το Παγκόσμιο Κυπελλο!

Είναι από τους λίγους ποδοσφαιριστές που έμειναν στην ιστορία περισσότερο για τα επιτεύγματά του με την εθνική ομάδα, παρά με τους συλλόγους του. Αυτό που έκανε το 1982, δεν έχει προηγούμενο. Ούτε… επόμενο. Τα τελευταία χρόνια, όπως γράφει ο ιταλικός Τύπος, είχε πολύ εύθραυστη υγεία και το χαμόγελό του (σήμα κατατεθέν από τότε που αγωνιζόταν στα γήπεδα) έσβησε για πάντα το απόγευμα της Τετάρτης 9 Δεκεμβρίου 2020. Κάπου ψηλά τον περίμεναν ο Γκαετάνο Σιρέα (ο εμβληματικός στόπερ της Σκουάντρα Ατζούρα, που χάθηκε το 1989 σε τροχαίο δυστύχημα), ο Μπέαρτζοτ και βέβαια ο Περτίνι.

Πηγή: Contra

Pin It on Pinterest

Shares
Share This