Μετά τα πρώτα χρόνια τέλεσης του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, που παρουσιάσαμε στο πρώτο μέρος του αφιερώματός μας στην κορυφαία διοργάνωση κλασικού αθλητισμού της γηραιάς ηπείρου, συνεχίζουμε σήμερα με τους αγώνες του 1954 και του 1958 που έγιναν στη Βέρνη και στη Στοκχόλμη αντίστοιχα. Μια οχταετία κατά την οποία δεν ήρθε κάποιο μετάλλιο για την Ελλάδα, παρ’ ότι εκείνη την εποχή μεσουρανούσε ο Γιώργος Ρουμπάνης.
Βέρνη 1954 (23-27 Αυγούστου)
Ελληνική συμμετοχή: 9 (8 άνδρες, 1 γυναίκα)
Μετάλλια: –
Το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα ταξιδεύει για πρώτη φορά στην Ελβετία και φιλοξενείται στο Νόιφελντ, ένα σχετικό μικρό στάδιο της Βέρνης χωρητικότητας 14.000 θέσεων. Η ίδια πόλη λίγες εβδομάδες νωρίτερα είχε υποδεχτεί τα πλήθη των φιλάθλων για τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου ποδοσφαίρου.
Μετείχαν 686 αθλητές και αθλήτριες από 28 χώρες, ενώ στο αγωνιστικό πρόγραμμα προστέθηκαν τα 800 μ. των γυναικών. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ των ΜΜΕ της εποχής, έγιναν πολλές αστοχίες οργανωτικές, λάθος χρονομετρήσεις και καθυστερήσεις, προκαλώντας τη δυσφορία των ξένων αποστολών.
Η ελληνική ομάδα ήταν ολιγάριθμη και ανανεωμένη στη συντριπτική πλειοψηφία της. Οι μοναδικοί με εμπειρία προηγούμενων διοργανώσεων ήταν ο Κώστας Γιαταγάνας, που κατέλαβε την 21η θέση στη σφαιροβολία με επίδοση 14.01 και την 15η το δίσκο με 44.31, και η Φανή Αργυρίου, η οποία, αισθητά βελτιωμένη σε σχέση με το 1950, μάζεψε 2.709 πόντους στο πένταθλο (3.498 με τα σημερινά δεδομένα) και πέτυχε πανελλήνιο ρεκόρ. Στην κατάταξη κατέλαβε τη 17η θέση, ενώ ρεκόρ σημείωσε και στο μήκος με άλμα στα 5.23.
Τη μεγαλύτερη διάκριση έφερε ο μετέπειτα Ολυμπιονίκης του επί κοντώ, Γιώργος Ρουμπάνης. Ο τότε αθλητής του Παναθηναϊκού κατέλαβε την 6η θέση με άλμα στα 4.25, με την τρίτη θέση να κρίνεται στα 4.30. Δύο χρόνια αργότερα θα κατακτούσε το ιστορικό χάλκινο Ολυμπιακό μετάλλιο στη Μελβούρνη με 4.50 (το πρώτο για τον ελληνικό στίβο από το 1912), χάνοντας μόνο από τους Αμερικανούς Μπομπ Ρίτσαρντς και Μπομπ Γκουτόβσκι. Ο Ρουμπάνης εξελίχθηκε στον κορυφαίο αθλητή της χώρας, πέτυχε τρία ρεκόρ Ευρώπης και αποτέλεσε μία από τις διασημότητες της κοινωνικής ζωής στην Αθήνα εκείνης της εποχής. Σπούδασε στις ΗΠΑ στο περίφημο UCLA και θήτευσε δίπλα στον διάσημο προπονητή Πέιτον Τζόρνταν.
Στη Βέρνη διακρίθηκε και ο προερχόμενος από τους Φίλιππους Καβάλας, Γιάννης Καμπαδέλης του Παναθηναϊκού, καθώς έφτασε μέχρι τα ημιτελικά στα 110 μ. με εμπόδια, δηλαδή στους δώδεκα καλύτερους, με επίδοση 15.2.
Ντεμπούτο στη διοργάνωση έκανε ο θρυλικός, 22χρονος τότε, Ευάγγελος Δεπάστας του Πανιωνίου, ο οποίος αγωνίστηκε σε 800 μ. και 1.500 μ.. Με 1.52.7 και 3.58.2 αντίστοιχα δεν πέρασε στους τελικούς, αλλά έβαλε τις βάσεις για μια μεγάλη αθλητική καριέρα. Στην πορεία, έγινε ο πρώτος Έλληνας που κατέβηκε το 1.50 στα 800 μ. και τα 4.00 στα 1.500 μ., ενώ αναδείχτηκε βαλκανιονίκης και Μεσογειονίκης. Το 1957 ψηφίστηκε αθλητής της χρονιάς.
Στα 1.500 μ. στη Βέρνη αγωνίστηκε και ένας άλλος εξαιρετικός δρομέας εκείνων των χρόνων, ο 21χρονος Δημήτρης Κωνσταντινίδης του Παναθηναϊκού. Τερμάτισε σε 3.57.6.
Στα 400 μ. έτρεξε ο Βασίλης Σίλλης της ΑΕ Παγκρατίου, με καταγωγή από το Κρασνοντάρ της Ρωσίας. Συνήθιζε να κερδίζει τους αντιπάλους του στο δεύτερο 200άρι. Το 1954 είχε την τιμή να είναι ο πρώτος αθλητής που κέρδισε το βραβείο του ΠΣΑΤ για τον καλύτερο της χρονιάς. Πρώτευσε ξανά στην ψηφοφορία το 1962. Στη Βέρνη έκανε καλή κούρσα τερματίζοντας σε 48.8.
Στο πρωτάθλημα πήραν μέρος και δύο 17χρονοι: ο Νίκος Γεωργόπουλος του Παναθηναϊκού, που έτρεξε σε 100 μ. (11.0) μ. και 200 μ. (22.2) και ο Αντώνης Κουνάδης του Εθνικού ΓΣ, ο οποίος μετείχε στον προκριματικό του δίσκου (20ός με 42.79). Πέρα από τις διακρίσεις του στον στίβο (αθλητής της χρονιάς το 1959), ο Κουνάδης ακολούθησε ακαδημαϊκή καριέρα. Το 1999 εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και το 2018 πρόεδρος. Διετέλεσε ακόμα διορισμένος πρόεδρος του ΣΕΓΑΣ τη διετία 1973-74.
Ο Γιώργος Τσακανίκας (ΑΟΠΦ) δεν αγωνίστηκε στον προκριματικό της σφαίρας λόγω ασθένειας.
Στοκχόλμη 1958 (19-24 Αυγούστου)
Ελληνική συμμετοχή: 15 (13 άνδρες, 2 γυναίκες)
Μετάλλια: –
Για τρίτη φορά το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στίβου διεξήχθη στην ίδια πόλη και χώρα με το Παγκόσμιο Κύπελλο. Η διοργάνωση φιλοξενήθηκε στο Ολυμπιακό στάδιο της Στοκχόλμης, τον τόπο διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων του 1912.
Πήραν μέρος 626 αθλητές και αθλήτριες από 26 χώρες. Νέο αγώνισμα ήταν τα 400 μ. γυναικών, ενώ τα 20 χλμ. βάδην αντικατέστησαν τα 10.000 μ. εντός σταδίου. Όσο για τις καιρικές συνθήκες, σχεδόν καθημερινά έβρεχε.
Η Ελλάδα αγωνίστηκε με τη μεγαλύτερη αριθμητικά ομάδα της έως τότε ιστορίας της και για πρώτη φορά με δύο γυναίκες. Την καλύτερη εμφάνιση έκανε ο Γιώργος Παπαβασιλείου της ΑΕΚ στα 3.000 μ. στιπλ. Με μια καταπληκτική κούρσα, ο Παπαβασιλείου, που γεννήθηκε στην Αρέθουσα της Θεσσαλονίκης και ξεκίνησε το στίβο στον Άρη, κέρδισε τη σειρά του με 8.55.4 και στον τελικό πέτυχε μεγάλο πανελλήνιο ρεκόρ με 8.51.2, επίδοση που του χάρισε την όγδοη θέση. Λόγω της πρόκρισής του στα στιπλ δεν πήρε μέρος στα 5.000 μ. όπου είχε επίσης δηλωθεί. Ο Παπαβασιλείου πέτυχε πάμπολλες διακρίσεις και ρεκόρ στα στιπλ και είχε τόσο καλή τεχνική στο πέρασμα των εμποδίων, ώστε δεν πατούσε καν στη λίμνη. Το 1955 ανακηρύχθηκε αθλητής της χρονιάς από τον ΠΣΑΤ.
Προσδοκίες υψηλές στη Στοκχόλμη υπήρχαν από τον Ολυμπιονίκη του επί κοντώ Γιώργο Ρουμπάνη, αθλητή του Πανελληνίου πλέον. Δύο μήνες νωρίτερα είχε καταρρίψει το ευρωπαϊκό ρεκόρ στο Μόναχο με 4.60. Προκρίθηκε εύκολα στον τελικό, όπως και ο Ρήγας Ευσταθιάδης, ξεπερνώντας το όριο των 4.15. Στον τελικό, όμως, έμειναν και οι δύο χαμηλά και πλασαρίστηκαν στη 18η και 19η θέση με 4.10 και 4.00 αντίστοιχα. Ο Ρουμπάνης από το 4.10 ανέβηκε στο 4.30, αλλά και τις τρεις φορές περνούσε το σώμα του πάνω από τον πήχη και τον έριχνε με τα χέρια.
Στους τελικούς πέρασαν ακόμα ο Γιώργος Τσακανίκας στη σφαίρα με επίδοση 15.91 και ο Κωνσταντίνος Σφήκας (Εθνικός ΓΣ) στο τριπλούν με 14.60. Τελικά, αμφότεροι κατέλαβαν τη 16η θέση με 15.73 και 14.34 αντίστοιχα.
Στα 200 μ. οι σπρίντερ Νίκος Γεωργόπουλος και Βασίλης Σίλλης έφτασαν μέχρι τα ημιτελικά με τον πρώτο να πετυχαίνει την καλύτερη επίδοση με 21.7. Οι δύο τους μετείχαν ακόμα στα 100 μ. (ο πρώτος) και στα 400 μ. (ο δεύτερος). Οι χρόνοι τους ήταν 11.1 και 49.2.
Ο Ευάγγελος Δεπάστας πέρασε εύκολα στο ημιτελικά των 800 μ. με 1.50.7, αλλά αποκλείστηκε από τον τελικό για 0.2 δευτ. τερματίζοντας σε 1.50.3, «εφαρμόζοντας κακή τακτική», σύμφωνα με το ρεπορτάζ των εφημερίδων της εποχής. Ο Δημήτρης Κωνσταντινίδης έμεινε στα προκριματικά τόσο στα 800 (1.50.9 – ο πιο γρήγορος από όσους αποκλείστηκαν) όσο και στα 1.500 μέτρα (3.50.5). Ομοίως και ο πρωτάρης στη διοργάνωση Χρήστος Χιώτης του Απόλλων Αθηνών στα 5.000 μ. (14.33.6). Ο Χιώτης εκείνη τη χρονιά έγινε ο πρώτος Έλληνας μεταπολεμικά που κέρδισε το αγώνισμα στους Βαλκανικούς Αγώνες στη Σόφια και ανακηρύχθηκε αθλητής της χρονιάς από τον ΠΣΑΤ. Ένα χρόνο πριν είχε καταρρίψει το πανελλήνιο ρεκόρ στο 5άρι με επίδοση 14.26.8.
Στους προκριματικούς σταμάτησε τόσο στα 110 μ. (15.3) όσο και στα 400 μ. με εμπόδια (53.6) ο Γιάννης Καμπαδέλης, όπως και ο Δημήτρης Σπυρόπουλος (Εθνικός ΓΣ) στο μήκος με 7.04.
Στη Στοκχόλμη εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε μεγάλη διοργάνωση ο Γιώργος Μαρσέλλος του Πανιωνίου. Στα 22 του έκανε φοβερή κούρσα στον προκριματικό των 110 μ. με εμπόδια και τερμάτισε δεύτερος στη σειρά του με 14.8. Στον ημιτελικό, όμως, δεν επανέλαβε αυτή την επίδοση που αποδείχτηκε ότι ήταν αρκετή για να τον οδηγήσει στον τελικό. Το 1964 επιλέχθηκε ως πρώτος λαμπαδηδρόμος και σημαιοφόρος της ελληνικής ομάδας στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο. Το 1974 διορίστηκε πρόεδρος του ΣΕΓΑΣ για ένα οχτάμηνο, ενώ από το 1975 έως το 1982 διοίκησε την Ομοσπονδία έχοντας εκλεγεί από τα σωματεία.
Τα δύο κορίτσια της ομάδας, η μόλις 16 ετών Στέλλα Μουσούρη (Πανιώνιος) και η 19χρονη Σοφία Λερίου (Πανιώνιος) είχαν περισσότερο τυπική συμμετοχή. Η πρώτη αγωνίστηκε σε 100 μ. (13.1) και 200 μ. (26.3) και η δεύτερη στη δισκοβολία (39.96). Η Λερίου κυριάρχησε στα χρόνια που ακολούθησαν σε σφαίρα και δίσκο και έγινε η πρώτη που έριξε πάνω από 40 και 45 μέτρα.
Αύριο (30/5) το τρίτο μέρος: 1962-1966