Του Αλέξη Σπυρόπουλου
Ας δοκιμάσουμε να ορθοτομήσουμε τη ζυγαριά. Ο Παναθηναϊκός (είχε δημιουργήσει στον εαυτό του τη δυνατότητα και) έπαιξε τον ημιτελικό στην Τούμπα, με την ενδεκάδα με την οποία θα έπαιζε τελευταίο ματς της σεζόν όπου κρίνεται τίτλος. Ο ΠΑΟΚ αντιμετώπισε αυτή την, ας την πούμε ιδανική, ενδεκάδα του Παναθηναϊκού με τη μοναδική ρεαλιστική (όταν έχει προηγηθεί, τρεις μέρες πριν, αγώνας με την ΑΕΚ) ενδεκάδα. Εκ προοιμίου δηλαδή, αβαντάζ Παναθηναϊκός. Και αβαντάζ Παναθηναϊκός, πράγματι προέκυψε. Θα ήταν, σε μια τέτοια συνθήκη, έως αποτυχία του Παναθηναϊκού εάν δεν προέκυπτε.
Η καταγραφή του αβαντάζ, βασικά είναι στο αποτέλεσμα. Στον αγωνιστικό χώρο, δεν υπήρξαν ούτε εμφανώς υπέρτεροι ούτε εμφανώς υποδεέστεροι. Στον αγωνιστικό χώρο υπήρξαν ισότιμες ομάδες που ήθελαν, και οι δύο, να παίξουν. Και επειδή αυτό ήθελαν (μολονότι έλειψε εκείνη η εξτρά υφή που αφήνουν στη γεύση ξεχωριστοί ποδοσφαιριστές όπως ο Κωνσταντέλιας και ο Ιωαννίδης, πάλι) έδωσαν ένα ωραιότατο αγώνα με αδιάλειπτη ροή, δίχως κενά στη δράση, με ποικιλία επιθέσεων, με ένα διαιτητή που το ευνοούσε όλο αυτό, με δύο φανταστικούς γκολκίπερ, με ικανό αριθμό διακριθέντων ποδοσφαιριστών. Και ναι, μεταξύ των αρκετών εδώ κι εκεί διακριθέντων, ο Παναθηναϊκός είχε στη δική του πλευρά τον ένα x-factor του παιγνιδιού. Τον Μπερνάρ.
Η αληθινή εικόνα γυμνή, είναι αυτή. Τα υπόλοιπα, είναι οι συνήθεις εκ των υστέρων κρίσεις που πάντοτε υπερμεγεθύνουν ό,τι σχετίζεται με τον νικητή και απομειώνουν ό,τι σχετίζεται με τον ηττημένο. Αυτό που (βρήκε τη στιγμή και) πέτυχε την Κυριακή η ΑΕΚ με το άμεσο ποδόσφαιρο στο ανοιχτό γήπεδο, το έκανε και ο Παναθηναϊκός με την total συνδυαστική ενέργεια σε περίπου αντίστοιχο χρονικό σημείο. Αυτό που έκανε ο ΠΑΟΚ την Κυριακή, να επιτεθεί για να ανταποδώσει το κτύπημα, το έκανε και την Τετάρτη. Το δοκάρι-κι-έξω του Ντεσπόντοφ την Κυριακή, ήταν το δοκάρι-κι-έξω του Μεϊτέ την Τετάρτη.
Η κύρια διαφορά, Κυριακή με Τετάρτη, ήταν ότι την Κυριακή ο ΠΑΟΚ είχε όλο τον χρόνο ως το 90′. Την Τετάρτη, πρακτικά ο χρόνος τελείωσε στις αποβολές. Ολο το κομμάτι από κει και μετά, ήταν ένα φρένο στο μομέντουμ. Το εξάτμισε. Οχι μόνον, το σκέλος Τάισον/Μπακασέτας. Η ροή πάγωσε, γενικώς. Οι κόκκινες κάρτες, κάποιες αλλαγές, μια-δυο κράμπες, η επόμενη φασαρία μπροστά στον πάγκο του ΠΑΟΚ, άλλη διακοπή, κίτρινες κάρτες. Αν το προσέξαμε στην tv, σε εκείνη τη φασαρία ο Οζντόεφ πηγαίνει στον πάγκο του ΠΑΟΚ και σχεδόν ωρύεται προς τους δικούς του να καλμάρουν…διότι απλώς αυτοί είναι που χάνουν χρόνο και φόρα, όχι ο Παναθηναϊκός.
Αβίαστα μπορεί κανείς να εικάσει ότι ο Τάισον ακόμη το κουβαλούσε στην ψυχή, σαν μωρό παιδί που πήγε κι έπεσε μέσα αντί να τραβηχτεί μονομιάς μακρυά, το πέναλτι του Μπακασέτα στην αναμέτρηση του πρωταθλήματος. Τουναντίον αισθάνομαι πως παραείναι “εκ των υστέρων” η εκτίμηση ότι ο Μπακασέτας στοχευμένα έσυρε στον καυγά τον πνευματικά ευάλωτο αντίπαλο, και κατάφερε να αποβάλει ακριβώς αυτόν που εκείνη την ώρα ήταν ο φρέσκος κεντρικός μοχλός της επιθετικής έκφρασης του ΠΑΟΚ. Αν όντως το έκανε ο Μπακασέτας έτσι, σαν ένας γκραν-μάστερ των dark arts, τότε έκανε…καλή δουλειά. Αλλά, να σας πω, δεν το πιστεύω.
Οπως και να ‘χει, δεν είναι χρήσιμη στον ΠΑΟΚ η αναγωγή του Μπακασέτα σε public enemy number-one. Μοιάζει έμμεση αποδοχή, ότι τελικά είναι ευκολάκι να παίζει κανείς με τα νεύρα και με το μυαλό του γκρουπ-ΠΑΟΚ. Μία σκηνοθετημένη αψιμαχία, μία θεατρική χειρονομία, ιδίως σε μία Τούμπα με κόσμο ο αυτοέλεγχος χάνεται, και η δουλειά έγινε, job done, ξεκούραστα! Ενα επιζήμιο μήνυμα, να διαχυθεί από τον ΠΑΟΚ…για τον ΠΑΟΚ, και να το λάβει υπ’ όψιν ο κάθε επόμενος Μπακασέτας που αύριο-μεθαύριο θα φορά τη φανέλα της ΑΕΚ, τη φανέλα του Αρη, τη φανέλα του Ολυμπιακού, τη φανέλα του Παναθηναϊκού.
Στο τέλος της ημέρας ο Τάισον και ο Μπακασέτας απολογήθηκαν, θα τιμωρηθούν, case closed. Τα οποιαδήποτε περαιτέρω, είναι για να βρίσκουν δουλειά (και ρόλο) δικηγόροι, παρατρεχάμενοι, κολλητήρια. Μια ευκαιρία να θυμηθούμε τον άγραφο, αλλά εσαεί απαράγραπτο, κανόνα τιμής του ποδοσφαίρου. Ο,τι γίνεται στο γήπεδο, μένει στο γήπεδο. Και εκεί επιλύεται. Ο Τσάβι μιλάει επανειλημμένως για τις διαιτησίες της Ρεάλ, ο Φλορεντίνο Πέρεθ δεν του στέλνει εξώδικα γι’ αυτό. Ισως, δεν γνωρίζω την κουλτούρα του χώρου, στον Ιστιοπλοϊκό Ομιλο οι διαφορές των ανθρώπων επιλύονται με εξώδικα. Οχι, στο ποδόσφαιρο.
Πηγή: Sport DNA