Του Γιάννη Γατσούλη
Ο γνωστός νευροεπιστήμονας Ντέιβιντ Ίνγκλμαν είχε πει κάποτε ότι «υπάρχουν τρεις θάνατοι. Όταν το σώμα σου παύει να λειτουργεί, όταν ενταφιάζεσαι και όταν κάποια στιγμή στο μέλλον, το όνομά σου θα ακουστεί για τελευταία φορά από τα χείλη κάποιου άλλου». Λίγοι μπόρεσαν να κοιτάξουν κατάματα τον θάνατο και να τον κερδίσουν σε μια παρτίδα σκάκι με έπαθλο την ζωή τους. Ένας από αυτούς, ο Γιόχαν Ριντ, φαίνεται πως θα περιμένει για πολλά ακόμη χρόνια στο «δωματιάκι της αναμονής», ανάμεσα στη απειλητικά βάναυση λήθη του κόσμου και την γλυκιά αθανασία που προσφέρει η αθλητική Βίβλος.
Και αν ο κόσμος κάποια στιγμή τον ξεχάσει, όταν όλα πλέον θα μοιάζουν με γκρίζες σκιαγραφήσεις της χρυσής και ακμάζουσας περιόδου τους, η δυσοίωνη εκείνη 5η Σεπτέμβρη του 1970 θα μας χτυπά με τον βούρδουλα, ξυπνώντας άγαρμπα μέσα μας τις μνήμες του θανάτου του Αυστριακού θρύλου της Φόρμουλα 1.
Αν πάλι, η αθανασία είναι μια απαίσια κατάρα για κάποιους, μια εσωτερική τέρψη του ανθρώπου που θέλει να νιώσει (αλλά ποτέ δεν θα γίνει) θεός, ο Ριντ θα βρίσκεται πάντα στο κόκπιτ της Λότους του, αναμένοντας τα πέντε κόκκινα φώτα να σβήσουν στον αγώνα της Μόντσα που ποτέ δεν έμελλε να εκκινήσει.
Έχοντας κάνει πέντε νίκες σε εννέα αγώνες στην εκκίνηση της χρονιάς, ο Ριντ ένιωθε λίγο πιο κοντά στον Θεό. Σωματικά, όντας εξαιρετικά ταχύς έναντι των αντιπάλων του, αλλά και ψυχικά, αφού οι επιδόσεις του είχαν κάτι το καταιγιστικό, κάτι το μεθυστικά σουρεαλιστικό. Πριν 49 χρόνια στην πίστα της Μόντσα που με πολλές αλλαγές από τότε παρακολουθούμε αυτό το Σαββατοκύριακο την 14η στροφή του πρωταθλήματος, ο Γιόχεν έχασε στον πέμπτο γύρο των δοκιμαστικών του Σαββάτου τον έλεγχο της καινοτόμας Λότους C72 (διά χειρός του ιδιόρρυθμου Τσάπμαν), στοιχεία της οποίας χρησιμοποιήθηκαν στην διαμόρφωση των μονοθέσιων όπως τα γνωρίζουμε τώρα, κόβοντας το νήμα της ζωής του μόλις στα 28 του χρόνια.
«Τον θυμάμαι να με προσπερνάει και να οδεύει προς την Παραμπόλικα, όταν ξαφνικά το μονοθέσιο έκανε μια απότομη κίνηση δεξιά και μετά αριστερά, πριν πέσει στις μπαριέρες» είχε δηλώσει ο Ντένι Χαλμ, οδηγός που βρισκόταν ακριβώς πίσω από τον Αυστριακό την στιγμή του δυστυχήματος. Οι μετέπειτα έρευνες απέδειξαν ότι είχε υποστεί βλάβη ο μπροστινός άξονας φρένων και σε συνδυασμό με το ότι ο Ριντ δεν φόραγε τους προστατευτικούς ιμάντες πέντε σημείων στα πόδια του (επειδή ήθελε να είναι πανέτοιμος να βγει από το μονοθέσιο εάν πάρει φωτιά), τον οδήγησε στον θάνατο εξαιτίας της μανιασμένης σύγκρουσης 240 χιλιομέτρων την ώρα με τις πρόχειρα τοποθετημένες μπαριέρες.
Με μόνο δεκατρείς αγώνες στο καλεντάρι του 1970, ο Ριντ κέρδισε όλα όσα ονειρευόταν και κοπίαζε σκληρά για να καταφέρει από μικρό παιδί σε μόλις εννιά μάχες. Αν και δεν συμμετείχε στους υπόλοιπους τέσσερις αγώνες, ο Ριντ είχε περάσει τους ουρανούς ως πρωταθλητής, έχοντας επί γης διαφορά 45 βαθμών από τον δεύτερο Τζάκι Ιξ. Το πέρασμά του ήταν τόσο παράδοξα γρήγορο, όσο οδηγούσε στην πίστα. Δίχως να γνωρίζεις εάν είχε τον έλεγχο του της ζωής του ή όχι.
Ο γεννημένος στην Γερμανία, ωστόσο με αυστριακό δίπλωμα οδήγησης, θρύλος της Φόρμουλα 1, είχε βιώσει την απώλεια των ευκατάστατων γονέων του από βομβαρδισμούς των συμμαχικών δυνάμεων στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όταν αναγκάστηκε να μείνει με τους γονείς της μητέρας του στην Αυστρία, έμοιαζε σχεδόν βέβαιο ότι γεννήθηκε για να ζει στα άκρα, παίρνοντας μέρος σε αναβάσεις, ενώ παράλληλα ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στο αστυνομικό τμήμα της πόλης του Γκρατς.
Είχε το προσωνύμιο «ο Τζέιμς Ντιν της Φόρμουλα 1», αφού η πορεία του στον μηχανοκίνητο αθλητισμό θύμιζε τον χαρακτήρα του ηθοποιού από την ταινία «Επαναστάτης χωρίς αιτία», όπου υποδυόταν έναν ταραγμένο νέο με τάσεις αυτοκαταστροφής και πάθος για ταχύτητα. Με τις παρουσίες του στο σχολικό προαύλιο να είναι ελάχιστες σε σχέση με τους αγώνες πίσω από το τιμόνι, ο Ριντ ήταν διψασμένος για ταχύτητα και όχι μάθηση (αφού είχε λύσει το οικονομικό εξαιτίας του δικηγορικού γραφείου του παππού του).
Γνωστός για τις τάσεις του να ακροβατεί μεταξύ εγκατάλειψης και δυστυχήματος, ο Γιόχεν ισορροπούσε την τρέλα του για νίκες με τον πόθο του για διάκριση. Οι 29 νίκες του στην Φόρμουλα 2 και ο θρίαμβός του με Φεράρι στον 24ωρο αγώνα του Λε Μαν, τράβηξαν τα βλέμματα της πρώτης κατηγορίας. Το τριετές συμβόλαιό του με την Κούπερ, τού επέτρεψε να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα.
Τα συνεχή ανάποδα τιμόνια που επιχειρούσε σε συνδυασμό με την πίεση που ασκούσε στα μονοθέσια ευελπιστώντας να ξακρίσει από άκρη σε άκρη επιχειρώντας να τα κάνει πιο γρήγορα απ’ό,τι πραγματικά ήταν, τον οδηγούσαν σε πάμπολλα ατυχήματα. Όταν στις δοκιμές των «500 μιλίων» της Ινδιανάπολης, κόλλησε το γκάζι της Eagle του, ο Ριντ πήδηξε από το όχημα, ενώ εκείνο κινούταν ακόμη με 50 χιλιόμετρα, λίγο πριν προσκρούσει στο τοίχο και πάρει φωτιά. Στη συνέχεια ζήτησε ατάραχος ένα τσιγάρο από τον οδηγό του ασθενοφόρου που τον μετέφερε στο νοσοκομείο, όπου οι γιατροί έμειναν άναυδοι από το γεγονός ότι οι σφυγμοί του είχαν παραμείνει σε κανονικά επίπεδα!
«Ποιος στο καλό είναι ο Γιόχαν Ριντ;» είναι ο κυνικός τίτλος του πρώτου μέρους της βιογραφίας του Αυστριακού, από τον Χάινζ Προύλερ, μια φράση που έβγαινε από το στόμα κάθε φίλου του μηχανοκίνητου αθλητισμού στα 60s, όταν ο άσημος ακόμη τότε, Ρίντ, κέρδιζε κατά κράτος τα μεγάλα ονόματα της εποχής, όπως τον Γκράχαμ Χιλ, τον Τζιμ Κλαρκ και τον καλό του φίλο, Τζάκι Στιούαρτ. Με τον τελευταίο ειδικά, ο Αυστριακός οικοδόμησε μια δυνατή σχέση, που θα τον ακολουθούσε ως τον τελευταίο κτύπο της καρδιάς του. Άλλωστε ο Σκωτσέζος ήταν εκείνος που κουβάλησε το αιματοβαμμένο κράνος του Ριντ μαζί με το ένα παπούτσι του Αυστριακού που είχε εκσφενδονιστεί μακριά μετά την σύγκρουση.
Το μονόπλευρο παιχνίδι της μοίρας, τράβηξε για τον Ριντ τον ίδιο λαχνό ζωής που είχε τραβήξει και για τον παιδικό του ήρωα Βόλφγκανγκ Βον Τριπς, αφού και ο Γερμανός ξεψύχησε κοντά στο σημείο που ο Αυστριακός έχασε τον έλεγχο μερικά χρόνια πριν. Παρ’όλα αυτά, ο Βον Τριπς θα ήθελε να έχει την «τύχη» του Ριντ, αφού εκείνος έχασε τελικά το πρωτάθλημα παρότι προηγούταν, ενώ ο Γιόχεν παραμένει έως σήμερα ο μοναδικός μετά θάνατον πρωταθλητής στην ιστορία της Φόρμουλα 1.
Το μότο του «Μπορεί να μην ζήσω ως τα 40, αλλά μέχρι τότε θα έχω βιώσει περισσότερα πράγματα στην ζωή από οποιονδήποτε άλλον» αντικατόπτριζε τις επικίνδυνα ανεβασμένες στροφές που έπαιρνε το μυαλό του. Έχοντας καταφέρει να τερματίσει σε μόλις 35 από τους 60 αγώνες που οδήγησε στην βραχύχρονη πορεία του στο θαυμαστό κόσμο της Φόρμουλα 1, ο Ριντ διακρίθηκε για την φιλοσοφία και την απόλυτη ενσάρκωση του «όλα ή τίποτα».
Όταν χρειάστηκε να αντικαταστήσει τον κεκοιμημένο Τζιμ Κλαρκ στο τιμόνι της Λότους, ένιωσε απόλυτο δέος και ταυτόχρονα μια ώθηση για διάκριση. Ήταν λες και ο Σκωτσέζος είχε εμφυσήσει μέσα του το σεβασμό για το μονοθέσιο, την σύνεση και την υπομονή για να πετύχει. Και ο Γιόχεν πέτυχε.
Ενώ ο πλανήτης της ταχύτητας θρηνούσε ακόμη τον θάνατο του Μπρους ΜακΛάρεν, υπογράφοντας ουσιαστικά «τον ίδιο του τον επιτάφιο», αφού δοκίμαζε νέα τμήματα για το μονοθέσιό του, και τα απομεινάρια της βίαιης σύγκρουσης του Τζιμ Κλαρκ στην πίστα του Χόκενχαϊμ παρέμεναν νωπά, ο Γιόχεν Ριντ έκανε έναν τελευταίο γύρο που έμοιαζε με επινίκιο. Μπορεί ποτέ να μην σήκωσε ο ίδιος το κύπελλο του πρωταθλητή, ωστόσο μπόρεσε να ακούσει το όνομά του να αναγορεύεται πλάι στον τίτλο αυτό, μιας και αποδεδειγμένα, η ακοή είναι η τελευταία από τις πέντε αισθήσεις που χάνει ο άνθρωπος πριν ξεκινήσει το τελευταίο ταξίδι του για την «άλλη πλευρά».
Ο θάνατός του επιβεβαίωσε την προφητική και αλήτικη ατάκα του, όταν είδε την νέα Λότους να κάνει «χαμηλές πτήσεις» στα χέρια του, λέγοντας «με αυτό το μονοθέσιο ή θα γίνω Παγκόσμιος Πρωταθλητής ή θα πεθάνω». Δυστυχώς η δήλωσή του επιβεβαιώθηκε ισομερώς. Πρόσφατα ο Σερ Τζάκι Στιούαρτ είπε, «είναι εύκολο να λες ότι εκείνες οι μέρες ήταν όμορφες και ότι αυτές ήταν οι παλιές καλές μέρες, αλλά στην πραγματικότητα ήταν παλιές κακές μέρες», ενώ κοιτούσε φωτογραφίες φίλων του που τον αποχαιρέτησαν πρόωρα για τους ουρανούς. Αν κάποτε γινόταν ένας αγώνας με όσους παραπάτησαν και εκτροχιάστηκαν από την «πίστα» της ζωής, ο Ριντ θα είχε τις πιθανότητες να πάρει την νίκη με το μέρος του, αφού η μόνη θέση από την οποία γέμιζε με ακόρεστη ηδονή και αδρεναλίνη το σώμα και το μυαλό του, ήταν αυτή του υπεροπτικά υψηλότερου σκαλιού του βάθρου.
Πηγή: Sport FM