Επιμέλεια, Νίκος Συριώδης
Με την μπάλα στα πόδια μπορούσε να κάνει πράγματα εξωπραγματικά. Ένας αρτίστας, ένας χορευτής από τους λίγους. Ο χαρακτηρισμός “Νουρέγιεφ” δεν προέκυψε τυχαία. Έκανε μυθικά πράγματα, ασύλληπτα για τα ελληνικά δεδομένα και το ταλέντο του ξέφευγε από τα σύνορά μας, έστω και αν ο ίδιος ουδέποτε πήρε την απόφαση να κάνει το βήμα παραπάνω. Πάντα θα υπάρχει η απορία για το πού μπορούσε να φτάσει. Για πολλούς είναι ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής που αγωνίστηκε ποτέ στην χώρα μας.
Ο λόγος βέβαια για τον τεράστιο Βασίλη Χατζηπαναγή, τον θρυλικό “Βάσια”. Στην καριέρα του, δεν πήρε τα τρόπαια που αναλογούσαν στα προσόντα του, πιθανότατα δεν έπαιξε στο επίπεδο που θα μπορούσε. Αν μη τι άλλο, θα έπρεπε ίσως να δοκιμάσει την τύχη του στο εξωτερικό, αν και εκείνα τα χρόνια δεν ήταν το ίδιο εύκολο με σήμερα. Αφιερώθηκε ψυχή τε και σώματι στον Ηρακλή (του). Ιερό τοτέμ για τον “γηραίο”, σύμβολο και καμάρι του.
“Στην καριέρα μου όλα ήταν ένα λάθος. Πολλοί λένε ότι άλλοι εκμεταλλεύτηκαν το ταλέντο μου χωρίς εγώ να κερδίσω τίποτε και μάλλον έχουν δίκιο. Η καριέρα μου θα ήταν σίγουρα καλύτερη, αν δεν εμπιστευόμουν τυφλά ανθρώπους που τελικά στην πορεία απέδειξαν ότι δεν το άξιζαν”, είχε πει στον Στράτο Σεφτελή στα πλαίσια του βιβλίου αφιερώματος “Οι 50 κορυφαίοι” από τις εκδόσεις του “Εθνοσπόρ”. Ποτέ δεν θα μάθουμε μέχρι που μπορούσε να φτάσει, αν άνοιγε τα “φτερά” του και κυνηγούσε το ταβάνι του.
ΤΟΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕ ΛΑΟΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΟ ΤΡΕΝΟ
Είχε έρθει με τρένο από την Τασκένδη στην Ελλάδα, 22 Νοεμβρίου 1975. Τον περίμενε πολύς κόσμος στο σταθμό. Περίπου 3.000 φίλοι του Ηρακλή ήταν εκεί μέχρι τη 01:00, όταν και έφτασε. Ήταν αναγνωρισμένος παίκτης στη Σοβιετική Ένωση, αγωνιζόμενος στην Παχτακόρ και στην Ελλάδα ήρθε για το βήμα παραπάνω. Τον περίμενε μέχρι και η γιαγιά του, την οποία δεν είχε γνωρίσει μέχρι τότε.
Οι γονείς του, Κυριάκος και Χρύσα, ήταν Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες. Είχε μείνει άναυδος από την αποθέωση που είχε γνωρίσει. Ο κόσμος τον αγάπησε και το έδειξε με την παρουσία του στις κερκίδες του Καυτανζογλείου Σταδίου όπου λόγω των εμφανίσεών του έρχονταν και φίλαθλοι από άλλες ομάδες για να τον δουν.
Ο ίδιος με κυπριακή καταγωγή από την Άχνα της Αμμόχωστου, ξεκίνησε το ποδόσφαιρο από τη Δυναμό Τασκένδης και το 1972 πήγε στην Παχτακόρ όπου έμεινε μέχρι το 1975. Λίγο πριν έρθει στον Ηρακλή, είχε κάνει απίθανα πράγματα στο εμφατικό 5-0 απέναντι στην Ντινάμο Κιέβου που προερχόταν από την κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων και του Ευρωπαϊκού Super Cup απέναντι στην Μπάγερν Μονάχου. Σε εκείνο το ματς, ο “Βάσια” πέτυχε ένα γκολ και μοίρασε τέσσερις ασίστ, αποτελώντας μέλος αφιέρωματος του “France Football”. Ο Ηρακλής αποκτούσε έναν παίκτη που θα έμελλε να γίνει το λαμπερό αστέρι του για μια 15ετία.
Έναν χρόνο μετά την έλευσή του στην Ελλάδα, κατέκτησε το πρώτο και μοναδικό του εν Ελλάδι τρόπαιο στον μυθικό τελικό Κυπέλλου με τον Ολυμπιακό. Το παιχνίδι έληξε 4-4 μετά το τέλος των 120 λεπτών και η ομάδα της Θεσσαλονίκης επικράτησε στα πέναλτι. Ο “Βάσια” είχε πετύχει δυο γκολ σε εκείνο το παιχνίδι, σμπαραλιάζοντας πολλάκις με τις ντρίμπλες του την “ερυθρόλευκη” άμυνα. Εκείνο το ματς, δεν πρόκειται ποτέ να φύγει από το μυαλό του και δικαιολογημένα. Έναν τίτλο πήρε στην χώρα μας, αφού δεν έπαιξε ποτέ σε κλαμπ που μπορούσε να διεκδικήσει πρωτάθλημα.
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΑΝΗΜΕΡΑ ΤΩΝ ΓΕΝΕΘΛΙΩΝ ΤΟΥ
Την τελευταία του επίσημη εμφάνιση με τον Ηρακλή έκανε στις 26 Οκτωβρίου 1990, την ημέρα των 36ων γενεθλίων του, στον αγώνα για το Κύπελλο UEFA με τη Βαλένθια. Όσο και αν ακούγεται παράξενο αυτή ήταν η μοναδική συμμετοχή του Χατζηπαναγή σε παιχνίδι ευρωπαϊκής διοργάνωσης. Το 2003, με την ευκαιρία του εορτασμού των 50 χρόνων από την ίδρυση της UEFA, ανακηρύχθηκε κορυφαίος Έλληνας ποδοσφαιριστής των τελευταίων 50 χρόνων από την Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία.
Το 1984 κλήθηκε και αγωνίστηκε στη Μικτή Κόσμου εναντίον της αμερικανικής ομάδας “Κόσμος Ν. Υόρκης”, σε φιλανθρωπικό αγώνα που έγινε στις 22 Ιουλίου 1984 στη Νέα Υερσέη, στο Στάδιο “Τζάιαντς”, ενώπιον 40.000 θεατών, από τους οποίους 15.000 Ελληνοαμερικανοί ομογενείς. Συμπαίκτες του ήταν, μεταξύ άλλων, οι: Πίτερ Σίλτον, Ζαν Μαρί Πφαφ, Ρούντι Κρολ, Φέλιξ Μάγκατ, Ούγο Σάντσες, Φιγκερόα, Φραντς Μπεκενμπάουερ, Κέβιν Κίγκαν, Μάριο Κέμπες, Ντομινίκ Ροστό και ο Θωμάς Μαύρος.
ΔΕΝ ΦΟΡΕΣΕ ΠΟΤΕ ΤΗ ΦΑΝΕΛΑ ΜΕ ΤΟ ΕΘΝΟΣΗΜΟ
Το μεγάλο όνειρό του ήταν η συμμετοχή σε επίσημα ματς με την Εθνική Ελλάδος, αλλά δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Πριν έρθει στην Ελλάδα είχε συμμετοχές στις σοβιετικές εθνικές ομάδες ελπίδων και εφήβων καθώς και στην Ολυμπιακή ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης. “Αποτελεί τη μεγαλύτερη πίκρα μου που δεν έπαιξα στην εθνική Ελλάδος που είναι ο καθρέφτης για κάθε παίκτη. Πιστεύω πια σίγουρα πως πλήρωσα κιόλας και τα πολιτικά φρονήματα του πατέρα μου που ήταν αριστερός μέχρι το τέλος της ζωής του”, είχε πει σε συνέντευξή του στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ” και συνέχισε:
“Είχα πάει τόσες φορές στη Σοβιετική Ένωση για να πάρω την ελευθέρας αλλά τζίφος. Συνέχεια μου έλεγαν ότι δεν γινόταν να πάρω χαρτί για να παίξω στην Εθνική μας ομάδα, καθώς είχα αγωνιστεί στην Ολυμπιακή ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης στους αγώνες του Μόντρεαλ και είχαμε πάρει το χάλκινο μετάλλιο. Έλεγαν πως η ΔΟΕ θα ζητούσε πίσω το μετάλλιο”.
Πηγή: Sport 24