Επιλογή Σελίδας

Της Χριστίνας Φιλιππάκη

Η προηγούμενη τετραετία υπήρξε καθοριστική για δύο από τις υπερδυνάμεις της ενόργανης γυμναστικής γυναικών: την ΗΠΑ και τη Ρουμανία.

Η πρώτη εδραίωσε τη θέση της ως η αδιαμφισβήτητη βασίλισσα του αθλήματος, ενώ η δεύτερη υπέστη ίσως την πιο ταπεινωτική ήττα της, αποτυγχάνοντας να προκριθεί στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο μετά από μία πανωλεθρία στο Test Event. Παρόλο που ο μεγάλος πληθυσμός των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς και ο αξιοσημείωτος αριθμός ξένων προπονητών που εργάζεται εκεί τις τελευταίες δεκαετίες έπαιξαν σίγουρα καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη της χώρας, το μυστικό της επιτυχίας της έγκειται στην προνοητικότητα του συστήματος προπόνησής της. Πρόκειται για ένα «εργοστάσιο παραγωγής αθλητών» που άρχισε να παίρνει τη σημερινή μορφή του μετά τους σχετικά απογοητευτικούς για την ομάδα των ΗΠΑ Ολυμπιακούς Αγώνες του Σύδνεϋ. Αναγνωρίζοντας ότι υπάρχουν μεγάλα περιθώρια βελτίωσης στο σύστημά της, η αμερικανική γυμναστική ομοσπονδία δε δίστασε να προβεί σε ριζικές αλλαγές που εστίαζαν στην ανάπτυξη της νέας γενιάς αθλητριών. Από τα πρώτα της βήματα στη γυμναστική, μια αθλήτρια μπαίνει σε ένα σύστημα επιπέδων το καθένα από τα οποία έχει ξεκάθαρες απαιτήσεις από αυτήν και βρίσκεται διαρκώς υπό το άγρυπνο μάτι ειδικών του αθλήματος που θα φροντίσουν να την προωθήσουν, αν θεωρήσουν ότι είναι πραγματικά ταλαντούχα. Ανάλογα με τις ικανότητές της, έχει τη δυνατότητα να δουλέψει με έμπειρους προπονητές στα προγράμματα TOPs, να συμμετάσχει σε “developmental camps” και να αγωνισθεί στην κατηγορία “Hopes”, αποκομίζοντας έτσι πολύτιμη εμπειρία πριν καν μπει στον κόσμο του πρωταθλητισμού. Η εθνική ομάδα νεάνιδων των ΗΠΑ αποτελεί προτεραιότητα της ομοσπονδίας, επιλέγεται με εξίσου αυστηρά κριτήρια και προπονείται κι αγωνίζεται με τον ίδιο τρόπο με την ομάδα γυναικών.

Η ομάδα της Ρουμανίας πάλι είχε μια αρκετά διαφορετική αντίδραση μετά την αποτυχία της ομάδας να ανέβει στο βάθρο το 2010, εναποθέτοντας τις ελπίδες της στην επιστροφή των θρυλικών προπονητών Octavian Bellu και Marianna Bitang, αλλά και της Ολυμπιακής πρωταθλήτριας Catalina Ponor. Βραχυπρόθεσμα, οι προβλέψεις τους δικαιώθηκαν! Η Ρουμανική ομάδα ανέκαμψε και κατάφερε να κερδίσει μετάλλια στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου. Όμως, μιας και η επιστροφή συνταξιούχων αθλητών και προπονητών δεν αποτελεί παρά μια προσωρινή λύση σε ένα μόνιμο πρόβλημα, τέσσερα χρόνια αργότερα, η χώρα βρισκόταν και πάλι αντιμέτωπη με έλλειψη αθλητριών υψηλού επιπέδου. Πρόκειται για προβλήματα που οι επίσημοι της Ρουμανικής γυμναστικής αποδίδουν στην έλλειψη αυτοπεποίθησης, εργατικότητας και προσέλευσης της νέας γενιάς, χωρίς ποτέ να εξετάσουν το ενδεχόμενο μεταρρυθμίσεων στον τρόπο προπόνησής τους. Φυσικά, τόσο οι τραυματισμοί, όσο και οι πρόωρες συνταξιοδοτήσεις αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του αθλήματος. Όταν όμως όλα τα μέλη μιας εξαιρετικά υποσχόμενης ομάδας νεανίδων έχουν εξαφανιστεί από τη διεθνή σκηνή μόλις δύο χρόνια αργότερα, εγείρονται ερωτήματα σχετικά με την αποτελεσματικότητα του συστήματος προπόνησης. Η αλήθεια είναι πως τα τελευταία χρόνια η Ρουμανία έχει στηριχθεί απόλυτα στις ικανότητες και τις επιστροφές βετεράνων, όπως η Ponor και η Iordache, χωρίς να αποδίδει την πρέπουσα προσοχή στις νέες και πολλά υποσχόμενες αθλήτριες. Όταν η Iordache ανανέωνε τα προγράμματά της κάθε χρόνο, οι νεώτερες συναθλήτριές της δυσκολεύονταν να διατηρήσουν τις ήδη υπάρχουσες ασκήσεις τους και όταν η Ponor επέστρεφε πανηγυρικά στο γυμναστήριο, αθλήτριες υψηλού επιπέδου, όπως η Porgras, η Iridon και ηMunteanu επέλεξαν να αφήσουν για πάντα το ταπί. Έτσι, όταν το 2016 οι βετεράνοι της ομάδας απουσίαζαν, η Ρουμανία δεν κατάφερε να πάρει το εισιτήριο για το Ρίο.

Το μοντέλο της χώρας που βασίζεται ολοκληρωτικά στις ωριμότερες αθλήτριές της, παραμελώντας έτσι τη νέα γενιά σίγουρα δεν είναι άγνωστο στη χώρα μας, η συντριπτική πλειοψηφία των προσφάτων διακρίσεων της οποίας προέρχεται από την τριαντατριάχρονη Βασιλική Μιλλούση. Φυσικά, η Μιλλούση αξίζει πολύ μεγαλύτερη αναγνώριση από αυτήν που ήδη λαμβάνει από τα ελληνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης. Είναι όμως μάλλον άδικο το ότι αποτελεί το μόνο γνωστό όνομα της γυναικείας ελληνικής γυμναστικής, καθώς ταλαντούχες αθλήτριες, όπως η Πλυτά και η Αφράτη που επισκιάζονται από την παρουσία της. Η κατάσταση αυτή δεν αποτελεί ιδιαιτερότητα της Ελλάδας αλλά συναντάται σε μεγάλο αριθμό γυμναστικά αδύναμων χωρών. Συχνά, οι ομοσπονδίες εστιάζουν σε βραχυπρόθεσμους στόχους, που θα εξασφαλίσουν ένα μετάλλιο παγκόσμιο κυπέλλου και το λίγο χώρο στην τελευταία σελίδα μιας αθλητικής εφημερίδας με τον οποίο αυτό συνεπάγεται, θεωρώντας πως η οποιαδήποτε μεγαλύτερη φιλοδοξία αποτελεί ουτοπία. Αφού λοιπόν εντοπίσουν την αθλήτρια που μπορεί να φέρει την πολυπόθητη διάκριση, γαντζώνονται πάνω της, θεωρούν ότι πέτυχαν το καλύτερο αποτέλεσμα στο οποίο μπορούν να ελπίζουν και επαναπαύονται. Έτσι, ενώ η Μιλλούση διεκδικεί μετάλλια, οι νεανίδες βρίσκονται πάντα στις τελευταίες θέσεις διεθνών αγώνων, γεγονός που δε φαίνεται να αντιμετωπίζεται ως ένα πρόβλημα που πρέπει να λυθεί.

Η απαισιοδοξία της ομοσπονδίας μεταφέρεται στη συνέχεια σε αθλητές και προπονητές, που στοχεύουν απλά στην κατάκτηση ενός πανελλήνιου μεταλλίου και στην εξασφάλιση μίας θέσης σε διεθνείς οργανώσεις, χωρίς να προσπαθούν να υπερβούν τα όριά τους και να γίνουν οι καλύτερες αθλήτριες που θα μπορούσαν να γίνουν. Η απουσία ενός συστήματος που μπορεί να τις στηρίξει απογοητεύει και αποθαρρύνει πολλές νέες κοπέλες, που βλέποντας ότι δεν τους δίνονται τα εφόδια που χρειάζονται για να επιτύχουν στο άθλημα, οδηγούνται στην πρόωρη συνταξιοδότηση. Σταδιακά, η έλλειψη εγχώριου ανταγωνισμού αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα της προόδου και των βετεράνων του αθλήματος, που γνωρίζουν ότι δε χρειάζεται να βελτιωθούν για να διατηρήσουν τη θέση τους στην ομάδα. Ως αποτέλεσμα, το επίπεδο της χώρας μένει στάσιμο.

Φυσικά, λαμβάνοντας υπόψη τις οικονομικές και αγωνιστικές δυσκολίες της χώρας μας, δε μπορούμε να ελπίζουμε σε θαύματα. Όμως, η σύσταση μίας ομάδας νεανίδων, που προπονείται μαζί ανά τακτά χρονικά διαστήματα και προσπαθεί να επιτύχει συγκεκριμένους και ρεαλιστικούς στόχους και η δημιουργία προγραμμάτων ανάπτυξης για νέες υποσχόμενες αθλήτριες αποτελούν σίγουρα απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη οποιασδήποτε ομάδας γυμναστικής.

Δεν υπάρχει τίποτα που με χαροποιεί περισσότερο από το να βλέπω το μέσο όρο ηλικίας των αθλητριών να ανεβαίνει, καταρρίπτοντας έτσι τα στερεότυπα που θέλουν τη γυμναστική να τελειώνει στα 19. Αθλήτριες όπως η Μιλλούση αξίζουν το θαυμασμό και το σεβασμό όλων των φίλων της γυμναστικής, όχι μόνο για όλα όσα έχουν ήδη προσφέρει στις χώρες τους στο παρελθόν, αλλά και για όσα πρόκειται να προσφέρουν στο μέλλον. Η Βασιλική είναι μια εξαιρετική αθλήτρια με μοναδικό στυλ και εύχομαι εγκάρδια να συνεχίσει να ομορφαίνει το άθλημα για πολλά χρόνια ακόμα. Όμως, πόσο υπέροχο θα ήταν να είχε μία ομάδα εξίσου δυνατών νέων αθλητριών να την πλαισιώνει; Και να υπήρχε μία γενιά άξιων διαδόχων της που θα μπορούσε να συνεχίσει το έργο της, όταν κάποια στιγμή εκείνη αναπόφευκτα θα αφήσει το ταπί;