Επιλογή Σελίδας

Της Βάσως Πρεβεζιάνου

«Το έβλεπα στον ύπνο μου από παιδί. Ότι σκοράρω στον τελικό του Μουντιάλ με την σκουάντρα ατζούρα». 

Κλεισμένος σε ένα κελί, σε απόγνωση. Ούρλιαζε στους αστυνομικούς που τον είχαν οδηγήσει εκεί πως είναι αθώος. Δεν ήταν δυνατόν να έχει συλληφθεί, δεν είχε κάνει τίποτα. Πως είναι δυνατόν να ζει τέτοιο εφιάλτη; Και τα όνειρα; Όχι, όχι τα όνειρα γενικά… Το όνειρο εκείνο που τον γλύκανε κάθε φορά που το έβλεπε. Που του έδινε κίνητρο. Που τον έκανε ποδοσφαιριστή… Τι θα γινόταν με το όνειρο; 

Ήταν σίγουρα αυτό κάτι που δεν απασχολούσε καθόλου τον Αρνάλντο Μπράτσι, τον εισαγγελέα της Ρώμης, που θα έστελνε στο κρατητήριο όχι μόνο τον Ρόσι, αλλά και άλλους ποδοσφαιριστές και παράγοντες κατηγορούμενους για στήσιμο αγώνων. Αυτός που πολλοί στη χώρα θεωρούσαν διάδοχο του Ρίβα, ο ταλαντούχος επιθετικός που είχε δείξει ήδη πόσα σπουδαία μπορούσε να κάνει με τα τρία γκολ του στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Αργεντινής το 1978 κατέληξε σε ένα κελί κατηγορούμενος. 

Κι ας ήταν αθώος… Θεωρήθηκε πως είχε εμπλοκή σε ένα εκτός έδρας παιχνίδι της Περούτζια με την Αβελίνο, όπου οι γηπεδούχοι βολεύονταν με την ισοπαλία, ενώ οι φιλοξενούμενοι ήθελαν γκολ από αυτόν. Το παιχνίδι έληξε 2-2, με τον Ρόσι να πετυχαίνει και τα δύο γκολ της ομάδας του. 

«Δεν είχα ιδέα, το είπα και στο δικαστήριο. Ένα παιχνίδι που βόλευε αυτούς να μην χάσουν και εμάς να συνεχίσω να είμαι πρώτος σκόρερ, αλλά όχι δεν το συζητούσαμε στα αποδυτήρια ή οτιδήποτε άλλο. Όταν πια έγινε το 2-2, ο αρχηγός της Αβελίνο μας ζήτησε να μην πιέζουμε, ωστόσο πιστεύω ότι θα το κάναμε έτσι κι αλλιώς». 

Λάτσιο και Μίλαν υποβιβάστηκαν στη Serie B, Περούτζια, Παλέρμο, Αβελίνο, Μπολόνια, και Τάραντο. Ο θρύλος αναφέρει ότι ήταν και η Γιουβέντους μπλεγμένη, αλλά δεν τιμωρήθηκε μετά την απειλή του Τζιοβάνι Ανιέλι ότι εφόσον την ακουμπούσε η ιταλική δικαιοσύνη θα απέλυε όλους τους υπαλλήλους του στη FIAT.

Ο Ρόσι κρίθηκε αθώος από το ποινικό δικαστήριο, αλλά η ιταλική Ομοσπονδία του επέβαλε ποινή αποκλεισμού από κάθε αγωνιστική δραστηριότητα για τρία χρόνια, τα οποία έγιναν δύο μετά από έφεση. Έχασε το EURO του 1980 και θα έχανε και το όνειρο του Μουντιάλ δύο χρόνια αργότερα. Θα έλειπε η δική του ραψωδία από το έπος της Ισπανίας. Όχι, δεν θα υπήρχε καν έπος αν δεν ήταν αυτός εκεί… 

«Δεν έχει σημασία που επιστρέφεις σε ένα χρόνο. Το συμβόλαιό σου θα είναι από τα ακριβότερα της ομάδας, θα έρθεις μαζί μας στην προετοιμασία, θα προπονείσαι μαζί με την ομάδα. Για την ακρίβεια, θα προπονείσαι περισσότερο απ’ όλους τους παίκτες της ομάδας μαζί» του είπε ο εμβληματικός πρόεδρος της Γιουβέντους, Τζιανπέρο Μπονιπέρτι το 1981. 

Οι «μπιανκονέρι» τον πήραν πίσω για 2.900.000 δολάρια, με συμβόλαιο 400.000 δολάρια συν διαφημιστικά έσοδα. «Αυτή ήταν μία από τις πολλές υπερβολές για το πρόσωπό μου. Πώς κάποιος μπορεί να αξίζει τόσο πολύ για να αγωνίζεται; Η ζωή ενός ανθρώπου είναι ανεκτίμητη, αλλά ένας παίκτης δεν μπορεί να κοστίζει τόσο πολύ».

Μέχρι την Πρωτομαγιά του 1982 όταν πια ήταν ελεύθερος και απαλλαγμένος από ποινές για να παίξει ξανά επίσημα ποδόσφαιρο, ο Παμπλίτο άφηνε ψυχή και σώμα στις προπονήσεις. Μάτωνε για να επιστρέψει ακόμα καλύτερος, για να αποδείξει ότι όσο καιρό χρειάστηκε να μείνει εκτός μπορεί να πληγώθηκε, αλλά έμεινε ζωντανός. Για να παίξει ξανά μπάλα, για να κάνει πραγματικότητα το όνειρο. 

Είχε έρθει η ώρα. Όπως ακριβώς ήταν τα λόγια του Έντσο Μπέαρζοτ, αυτού του μετρ των πάγκων, ο οποίος καθοδήγησε την Ιταλία στην κορυφή του κόσμου. Είχε έρθει η ώρα. Αυτό του είπε στο αεροπλάνο με το οποίο ταξίδεψε η «σκουάντρα ατζούρα» στην Ισπανία. Όλοι, βέβαια, είχαν πέσει πάνω στον Μπέαρζοτ και του ασκούσαν κριτική επειδή αποφάσισε να εμπιστευτεί το… μαύρο πρόβατο, έναν παίκτη που είχε μείνει άπραγος δύο χρόνια. Αυτός απάντησε στους δημοσιογράφους επιβάλλοντας απαγόρευση δηλώσεων στους παίκτες του και ήταν αποφασισμένος να επιμείνει στην επιλογή του και να γράψει ιστορία. 

«Δεν μπορείτε να περιμένετε να γίνω ο σωτήρας του ιταλικού ποδοσφαίρου. Μόνο ένας παίκτης σαν τον Πελέ θα ήταν ικανός να μεταμορφώσει μία ολόκληρη ομάδα. Και δεν είμαι ο Πελέ. Θα αντιμετωπίσω χίλιες δυσκολίες, επειδή ο κόσμος θα περιμένει ποιος ξέρει τι» έλεγε ο ίδιος ο Ρόσι πριν ο Μπέαρζοτ επιβάλλει τον νόμο της σιωπής. 

Στην Ισπανία το 1982, στο πρώτο Μουντιάλ που μεταδόθηκε τηλεοπτικά με… χρώμα, εμφανίστηκε ίσως η καλύτερη ομάδα που δεν στέφθηκε ποτέ παγκόσμια πρωταθλήτρια. Αυτή ήταν η Βραζιλία των Ζίκο, Σόκρατες, Φαλκάο, Σερέζο, Ζούνιορ, με προπονητή τον Τέλε Σαντάνα. Είχε την ατυχία αυτή η «σελεσάο» να… πέσει πάνω στον Ρόσι. 

Σε εκείνη τη διοργάνωση υπήρχαν δύο φάσεις των ομίλων. Και μετά η τετράδα. Εκεί που πήγε η Ιταλία και όχι η Βραζιλία. Στο «Σαριά» της Βαρκελώνης με χατ τρικ ο ασταμάτητος Ρόσι διέλυσε μόνος του τους Βραζιλιάνους, κυριάρχησε επί του jogo bonito και χρειάστηκε απλά τη συνδρομή του Ντίνο Τζόφ με τη σωτήρια απόκρουση στην κεφαλιά του Όσκαρ. 

«Το τρίτο γκολ της Ιταλία σημειώθηκε με έντεκα Βραζιλιάνους μέσα στην περιοχή τους. Επαναλαμβάνω μέσα στην περιοχή τους…» έλεγε και ξανάλεγε ο Μπέαρζοτ. 

Τα μάγια είχαν λυθεί. Οι Ιταλοί ξεχύθηκαν στους δρόμους. Οι αμαρτίες του Ρόσι είχαν διαγραφεί. Μα το όνειρο δεν είχε εκπληρωθεί ακόμα… 

Η Ιταλία πέρασε την Πολωνία στον ημιτελικό. Στον τελικό του «Σαντιάγο Μπερναμπέου» κόντρα στη Δυτική Γερμανία, οι Ιταλοί μπήκαν με μεγάλο αέρα στο γήπεδο και παρότι έχασαν πέναλτι στο 24’ λεπτό δεν έχασαν στιγμή την αυτοπεποίθησή τους. Στο 57’  ήρθε το πρώτο γκολ από τον Πάολο Ρόσι, ενώ ο Ταρντέλι διπλασίασε τα τέρματα των Ιταλών στο 68’. Στο 81’ ο Αλτομπέλι έκανε το 3-0. Ο Μπράιτνερ δύο λεπτά αργότερα σκόραρε για την Γερμανία κάνοντας το 3-1. 

Η Ιταλία κέρδισε τρεις παγκόσμιες πρωταθλήτριες, τη Βραζιλία, την Αργεντινή και τη Γερμανία, για να πάρει τον τρίτο δικό της τίτλο. Για να κάνει πραγματικότητα το όνειρό του ο Ρόσι, ο οποίος βγήκε πρώτος σκόρερ εκείνης της διοργάνωσης. Ήταν ο ποδοσφαιριστής που οδήγησε την Ιταλία σε εθνική κάθαρση. Το παιδί από το Πάρτο που έβλεπε στον ύπνο του ότι σκοράρει με την εθνική ομάδα της πατρίδας του είχε φτάσει, επίσης, στην προσωπική κάθαρσή του.

-Ο Πάολο Ρόσι γεννήθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 1956 στη Σάντα Λουτσία της Τοσκάνης. Άρχισε την καριέρα του στην Κόμο και συνέχισε στη Λανερόσι Βιτσέντσα με την οποία κέρδισε την άνοδο στην πρώτη κατηγορία του πρωταθλήματος το 1977, ενώ την επόμενη χρονιά ήταν πρώτος σκόρερ της Serie A. με 24 γκολ. Φόρεσε τη φανέλα της Γιουβέντους, της Περούτζια, της Μίλαν και της Βερόνα. Το 1982 του απονεμήθηκε η «Χρυσή Μπάλα». Σταμάτησε το ποδόσφαιρο σε ηλικία 31 ετών και πέρασε στην ιστορία σαν ένας από τους μεγαλύτερους εκτελεστές όλων των εποχών. Έφυγε από τη ζωή στις 9 Δεκεμβρίου 2020 «χτυπημένος» από τον καρκίνο. 

Πηγή: Sport DNA