Σκούρο κοστούμι, κομψό περπάτημα, χαμόγελο… Ξέρει ότι η εμφάνιση μετράει. Και φροντίζει γι’ αυτήν. Γνωρίζει πολύ ότι μετράει, βέβαια, και η ουσία. Για την οποία φροντίζει, επίσης. Ένα παράδειγμα; Μια συνήθειά του στην Μαρσέιγ, μαζί με τον πρώην πρόεδρο του συλλόγου, Πάμπλο Λονγκόρια, ήταν να έχουν συχνές συναντήσεις με τους… αντιπάλους τους, δηλαδή με τα στελέχη των άλλων ομάδων, και να ανταλλάσσουν απόψεις. Και ο Ριμπάλτα είχε εκπλήξει άπαντες μιλώντας σχεδόν τέλεια γαλλικά ήδη από τον πρώτο καιρό του στη Μασσαλία.
«Είναι θέμα σεβασμού προς την χώρα στην οποία εργάζομαι» έλεγε τότε σε αυτούς που σχολίαζαν την γρήγορη εκμάθηση της γλώσσας. Μιλούσε ήδη ισπανικά, εννοείται και καταλανικά, αγγλικά, ιταλικά και πορτογαλικά. Άλλη μια απόδειξη ότι είναι ένας ταξιδευτής του ποδοσφαίρου, άνθρωπος που ταξιδεύει από επιθυμία να γνωρίσει νέους τόπους και αγάπη για την περιπέτεια. Περιπέτεια; Έχει και τέτοια η δουλειά του.
Πώς αλλιώς θα μπορούσε να βρεθεί από μια βραδιά στο «Μουνουμεντάλ» της Ρίβερ Πλέιτ για ένα Superclasico το 2013 για να «εντοπίσει» τον Λεάντρο Παρέδες στο Τορίνο, στο Μιλάνο, στο Μάντσεστερ, στην Αγία Πετρούπολη, στη Μασσαλία, στην Πάρμα αν δεν αγαπά την περιπέτεια;
Από κάθε μέρος στο οποίο ταξίδεψε, από κάθε ομάδα στην οποία εργάστηκε κάτι πήρε στη βαλίτσα του, κάτι περισσότερο από ένα απλό σουβενίρ, για την επόμενο προορισμό του. «Τη νοοτροπία νικητή από τη Ρωσία, την ποδοσφαιρική κουλτούρα, την εκπαίδευση, τον σεβασμό των οπαδών για τους διαιτητές και τους συλλόγους στην Αγγλία, τον επαγγελματισμό, την αυστηρότητα, την οργάνωση και τον τρόπος ζωής του ποδοσφαίρου από την Ιταλία» όπως έχει πει ο ίδιος.
Και τελικά όλα αυτά τον βοήθησαν να φτιάξει την φιλοσοφία του και δείχνουν τον τρόπο της δουλειάς του.
«Η ομάδα πρέπει πάντα να ελέγχει το μήνυμα που στέλνεται. Η γραμμή που δίνεται πρέπει να είναι ξεκάθαρη. Ο προπονητής είναι ο πιο σημαντικός: πρέπει να τον στηρίζουμε και να του επιτρέπουμε να εκφραστεί όπως νομίζει. Οι παίκτες είναι φυσικά πολύ σημαντικοί, αλλά δεν πρέπει ποτέ να είναι πιο σημαντικοί από την ομάδα, τον προπονητή ή τον σύλλογο». Αυτή είναι η… οδηγία που δίνει κάθε φορά που αναλαμβάνει πόστο σε έναν σύλλογο. Είναι αυτός που επιβλέπει άπαντες σε ό,τι αφορά το ποδοσφαιρικό κομμάτι, την πρώτη ομάδα, το προπονητικό κέντρο, τους σκάουτερ.
Προφανώς, όχι απλά δίνει τις οδηγίες, αλλά φροντίζει να εξασφαλίσει, παρακολουθώντας στενά κάθε τομέα που τον αφορά, ότι το μήνυμά του και η ιδέα του έχει γίνει αντιληπτή από άλλους. Και γι’ αυτόν τον λόγο, ίσως, δεν είναι πάντα βασικό κριτήριό του τα χρήματα.
«Δεν κοιτάζω το συμβόλαιο ή τα λεφτά. Δεν είναι σημαντικά για εμένα. Κυρίως με ενδιαφέρει να δω τους ανθρώπους με τους οποίους θα δουλέψω και τις συνθήκες υπό τις οποίες θα εργαστώ. Να υπάρχει μια σωστή δομή».
Όσοι τον έζησαν στη Γιουβέντους έχουν να λένε ότι ο Ριμπάλτα ήταν το καλά κρυμμένο… μυστικό της ομάδας στα χρόνια που έπαιρνε τον έναν τίτλο μετά τον άλλον. Από το 2012 ως το 2017, που ο Ισπανός ήταν ο επικεφαλής του τμήματος σκάουτινγκ, οι «μπιανκονέρι» κατέκτησαν πέντε πρωταθλήματα. Εκεί ήταν υπεύθυνος για 20 επαγγελματίες που,,, χτένιζαν την παγκόσμια αγορά αναζητώντας ταλέντα. Το εύκολο για έναν σύλλογο όπως οι Γιουβέντους ήταν να δαπανά εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ για να αγοράζει ήδη καταξιωμένους παίκτες. Το δύσκολο ήταν να ανακαλύψει… μικρά ακατέργαστα διαμάντια. Αυτή ήταν δουλειά του Ριμπάλτα. Κατόπιν οι αναφορές του περνούσαν στα χέρια του αθλητικού διευθυντή Φάμπιο Παρατίτσι, ο οποίος αποφάσιζε αν θα προχωρούσε σε επαφές για την απόκτηση ενός ποδοσφαιριστή. Ο Αντρέα Ανιέλι, βέβαια, αρκετές φορές… παρέκαμπτε τον Παρατίτσι και είχε απευθείας επαφή με τον Ριμπάλτα, ζητώντας τη γνώμη του, όταν επρόκειτο για κάποια πολύ σημαντική μεταγραφική υπόθεση.
Ο Ισπανός ήταν αυτός που ανακάλυψε τη ρήτρα που επέτρεπε στον Ντάνι Άλβες να φύγει δωρεάν από την Μπαρτσελόνα και με τον ίδιο τρόπο κατάφερε να αφήσει πίσω του άλλους μεγάλους ευρωπαϊκούς συλλόγους για να κερδίσει τον Πάουλο Ντιμπάλα. Χάρη σε αυτόν οι «μπιανκονέρι» έβγαλαν χρήματα από τους Αρτούρο Βιδάλ και Πολ Πογκμπά, ενώ ο Άλβαρο Μοράτα υπέγραψε στη Γιουβέντους με αντάλλαγμα 20 εκατομμύρια ευρώ και ένα χρόνο αργότερα έφυγε για 30 εκατομμύρια ευρώ.
«Ο Χάβι ήταν ο κύριος λόγος που ο Άλβαρο αποφάσισε να πάει στη Γιουβέντους. Η ιδιαίτερη αντιμετώπιση από μέρους του ήταν το κλειδί και αυτό μας έκανε να νιώσουμε άνετα. Ξέρει το ποδόσφαιρο και πάντα μας προσέχει, είναι φαινόμενο» έλεγε ο πατέρας του Μοράτα για τον ρόλο που έπαιξε ο Ριμπάλτα στην απόφαση του γιου του να πάει στο Τορίνο το 2014. Ο ίδιος ο Ισπανός άσος λέει ότι ο Ριμπάλτα τον έκανε ποδοσφαιριστή. «Υπερβολές» απαντά ο Ριμπάλτα.
Ο Λονγκόρια είχε δουλέψει με τον Ριμπάλτα στη Γιουβέντους πριν τον πάρει, κάποια χρόνια μετά, στη Μαρσέιγ. «Έχει την μοναδική ικανότητα να βρίσκει παίκτες απόλυτα ταιριαστούς με τον σύλλογο στον οποίο εργάζεται. Είναι πολύ έξυπνος και οργανώνει τη δομή του συλλόγου με εξαιρετικό τρόπο και με τόσο πάθος που ξεχωρίζει» λέει.
«Εκτός από το ποδοσφαιρικό κομμάτι, βλέπουμε και το προσωπικό, όταν θέλουμε να πάρουμε έναν παίκτη. Θα πρέπει, επίσης, να στοχεύουμε σε μια ισορροπία στην ομάδα, ώστε να μην υπάρχουν μεγάλες αποκλίσεις στους μισθούς, στα χρήματα που δίνονται. Λαμβάνω πολλά βίντεο από υποψήφιους μεταγραφικούς στόχους και τα βλέπω όλα. Δεν μπορώ να συγχωρήσω στον εαυτό μου όταν μια ομάδα παίρνει έναν ποδοσφαιριστή, τον οποίο είχαν προτείνει και σε εμάς, και εγώ έχω ενώ είχα βίντεό του δεν το είδα» εξηγεί.
Ήταν κυρίως η ικανότητά του να φέρει σε πέρας ακόμα και δύσκολες μεταγραφικές επιχειρήσεις που οδήγησαν τον ιταλικό Τύπο στο να τον αποκαλεί στα ρεπορτάζ «Μυστικό πράκτορα 007»! Ήταν γι’ αυτούς κάτι σαν τον Τζέιμς Μποντ, ο οποίος πάντα στην υπηρεσία του συλλόγου του, κατάφερνε να δρα με τόσο αποτελεσματικό τρόπο, ώστε να πάρει αυτό που θέλει.
Τα πέντε χρόνια στη Γιουβέντους του έδωσαν το… εισιτήριο για τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Ήταν ο Ζοσέ Μουρίνιο αυτός που εισηγήθηκε την πρόσληψή του ως αρχισκάουτ το καλοκαίρι του 2017 και αυτή ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία για τον Ριμπάλτα να δουλέψει στην Πρέμιερ Λιγκ. Εκεί, άλλωστε, του δόθηκε η ευκαιρία να κάνει ίσως την πιο σπουδαία μεταγραφή της καριέρας του, όπως πιστεύει ο ίδιος.
«Δεν μου αρέσει να μιλάω για αυτό, αλλά η υπογραφή για την οποία είμαι πιο περήφανος είναι ο Μπρούνο Φερνάντες. Ήταν όλα πολύ προσωπικά, πήγα να τον δω στην Πορτογαλία και τον παρέλαβα στο αεροδρόμιο. Ήταν απρόβλεπτο να σκεφτώ ότι θα έφτανε στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, αλλά με κάνει πολύ χαρούμενο. Είναι ένας διακεκριμένος παίκτης. Είναι πολύ δύσκολο να το δεις αυτό σε έναν μόνο ποδοσφαιριστή. Και παίζει χωρίς πίεση, φυσικά. Τα λάθη δεν τον επηρεάζουν, έχει την ψυχή ενός ηγέτη, απλά κοίτα τον τρόπο που έχει αλλάξει η Γιουνάιτεντ. Μπορεί να πάει ακόμα πιο μακριά» έλεγε το 2020 στην ισπανική εφημερία «Marca».
Έναν χρόνο μετά η Ζενίτ Αγίας Πετρούπολης του δίνει κάτι παραπάνω: την δυνατότητα να εργαστεί πια ως αθλητικός διευθυντής. Εννοείται ότι «άρπαξε» την ευκαιρία. Πήρε ον Μπάριος από την Μπόκα Τζούνιορς, τον Αζμούν από τη Ρούμπιν Καζάν, τον Μάλκομ από την Μπαρτσελόνα, τον Ντόουγκλας Σάντος από το Αμβούργο, τον Βέντελ από τη Σπόρτινγκ, τον Λόβρεν από τη Λίβερπουλ, πούλησε τον Παρέδες στην Παρί Σεν Ζερμέν έναντι 40 εκατομμυρίων ευρώ.
Πήγε μετά την Πάρμα και κατόπιν στη Μαρσέιγ, σε εκείνο το ταραχώδες καλοκαίρι, όταν μετά τον αποκλεισμό από τον Παναθηναϊκό στην Ευρώπη ήρθαν τα πάνω κάτω στον γαλλικό σύλλογο με την αποχώρηση του Λονγκόρια, του προπονητή Μαρθελίνο και του ίδιου του Ριμπάλτα.
Το φετινό καλοκαίρι μίλησε και με την Μπέτις και με την Ρόμα, αλλά δεν προχώρησε σε συνεργασία μαζί τους. Δεν ήταν τα χρήματα που δεν τον έπεισαν, αλλά τα πρότζεκτ τα οποία δεν πίστεψε. H νέα… αποστολή του θα είναι πια στην Ελλάδα.