Επιλογή Σελίδας

Του Αντώνη Οικονομίδη

Το πρώτο πέναλτι, αυτό που ανέλαβε ο Αλεσάνκο, ήταν το πιο δύσκολο.

Στον ημιτελικό η Μπαρτσελόνα είχε αποκλείσει στην ποδοσφαιρική ρωσική ρουλέτα -ανατρέποντας στη ρεβάνς του Camp Nou το 0-3 του πρώτου παιχνιδιού- την Γκέτεμποργκ, αλλά στο υποτυπώδες, παιδικό με τα σύγχρονα μέτρα, scouting της εποχής δεν υπήρχαν βίντεο με τη συγκεκριμένη διαδικασία.

Όλες κι όλες, δύο βιντεοκασέτες από πρότερα παιχνίδια της Μπαρτσελόνα στη σεζόν είχε προμηθευτεί η Στεάουα και αυτές κατόπιν ενεργειών δύο δημοσιογράφων που ακολουθούσαν παντού σε εκείνη την πορεία τους Πρωταθλητές Ρουμανίας ως τον Τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών του 1986, σαν σήμερα, στο Sánchez-Pizjuán.

Χέλμουτ Ντουκαντάμ: Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας γίγαντας…

Το πρώτο πέναλτι λοιπόν. Καθαρή τύχη, διαίσθηση, έμπνευση. Υπάρχουν τερματοφύλακες που δεν θέλουν να γελοιοποιηθούν και περιμένουν πρώτα να δει πού θα πάει η μπάλα για να την ακολουθήσουν. Εννιά φορές στις δέκα τύχη δεν έχουν. Αλλά αφενός κυνηγάνε αυτή τη μία στις δέκα, μα κυρίως προτιμούν να μαζέψουν έτσι την μπάλα από τα δίχτυα τους από το να φανούν και τελείως ανήμποροι.

Άλλοι δοκιμάζουν συνέχεια την ίδια γωνιά. Ξανά. Και ξανά. Και ξανά. Μια ουσιαστική, πρακτική εφαρμογή της πρωτόλειας θεωρίας παιγνίων. Μόνο που εδώ η διακλάδωση από μια λάθος απόφαση, μια λάθος επιλογή, κοστίζει. Γκολ, νίκες, τρόπαια.

Διάλεξε λοιπόν. Εμπιστεύτηκε το ένστικτό του και έπεσε. Το χτύπημα του Αλεσάνκο ιδανικό για έναν τερματοφύλακα που στέκεται απέναντι από τον εκτελεστή. Όχι γωνιακό, όχι ψηλό, όχι δυνατό. Εύκολη επέμβαση.

Από εκεί και πέρα, μπήκε η λογική στις επιλογές του. Δεν τον απασχολούσε τι έκαναν οι δικοί του από τη βούλα. Είχε το δικό του ανάχωμα και πέρα από δαύτο δεν έβλεπε τίποτα άλλο, κανέναν άλλον.

Δεύτερος στάθηκε απέναντί του ο Πεδράσα. Ο Ουρούτι, ο τερματοφύλακας της Μπαρτσελόνα, είχε αλλάξει πλευρές στις δύο πρώτες εκτελέσεις των παικτών της Στεάουα. Στα mind games που παίζονταν, σκέφτηκε πως το ίδιο θα περίμενε και ο ακραίος μπακ των Καταλανών, να αλλάξει δηλαδή κι αυτός γωνιές.

Και έτσι ο Πεδράσα επέλεξε να σουτάρει ξανά στα δεξιά του τερματοφύλακα. Τον περίμενε όμως και, παρότι ήταν η πιο δυνατή εκτέλεση από όλες, πιέστηκε, τεντώθηκε στο όριο και κατάφερε, να αποκρούσει.

Το τρίτο ήταν το ευκολότερο όλων. Απέναντί του βρέθηκε ο Πίτσι Αλόνσο. Ήδη είχε πέσει δύο φορές στα δεξιά του, πόσο περισσότερο θα προκαλούσε την τύχη του; Θα αλλάξει γωνιά. Λογική η σκέψη, λογική και η αντίδραση του επιθετικού των «Blaugrana», και περιμένοντας κάτι τέτοιο, να επιμείνει χτυπώντας στα δεξιά. Το είχε όμως διαβάσει και αυτό. Τρίτη απόκρουση.

Το τέταρτο και τελευταίο της διαδικασίας ήταν καθαρά θέμα έμπνευσης. Στην τηλεοπτική κάλυψη φαίνονται κινήσεις πριν την εκτέλεση του Μάρκος που δείχνουν στον εκτελεστή πως θα αλλάξει γωνιά, θα πέσει στ’ αριστερά του πια. Όταν ξεκινάει τον βηματισμό του για να βρει την μπάλα, ο τερματοφύλακας κάνει και κάτι τελευταίο. Μια απειροελάχιστη κίνηση πως θα πέσει και πάλι δεξιά, αλλά όμως εξελίσσεται σε κάτι σαν προσποίηση και τελικά επιλέγει όντως να αλλάξει γωνιά και να πέσει στην αριστερή του.

Ο Μάρκος είδε το τυρί, δεν είδε τη φάκα. Τέταρτη επέμβαση. Η Στεάουα είχε στεφθεί Πρωταθλήτρια Ευρώπης, αφού, μετά και τα δύο χαμένα πρώτα δικά της πέναλτι, Λάκατους και Μπάλιντ είχαν ευστοχήσει στα δύο επόμενα και έτσι οι «Roș-albaștrii» έγιναν η πρώτη ομάδα της Ανατολικής Ευρώπης, η πρώτη ομάδα πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα που αναδείχτηκε κορυφαία της Γηραιάς Ηπείρου.

Χάρη στο μυθικό απόλυτο του τερματοφύλακά της στη διαδικασία των πέναλτι. Ενός γιγαντόσωμου τύπου (δεν ήταν και πολύ συχνό φαινόμενο εκείνη την εποχή τερματοφύλακες με μπόι που άγγιζαν τα 195 εκατοστά), με ένα απόλυτα χαρακτηριστικό εις το διηνεκές πια μουστάκι, ο οποίος είτε με την κορμοστασιά του είτε με την ιδιαίτερη καταπράσινη φωσφοριζέ εμφάνισή του έκανε το τέρμα να μοιάζει ακόμα πιο μικρό.

Πόσο μάλλον από την στιγμή που δεν επέτρεψε τίποτα, τα έπιασε όλα, τα σταμάτησε όλα, χωρίς μάλιστα να καταλάβει μετά την τελευταία του απόκρουση πως η διαδικασία των πέναλτι, ο τελικός, είχε ολοκληρωθεί. Χρειάστηκε να του το… ουρλιάξει, για να το συνειδητοποιήσει, ο συμπαίκτης του, Λάζλο Μπόλονι.

Διαφορετικά, ίσως ακόμη να διάλεγε γωνιές, να μάντευε, να ψάρωνε, να σταματούσε πέναλτι ο Χέλμουτ Ντουκαντάμ.

Μάιος 1986: Ο Χέλμουτ Ντουκαντάμ αποκρούει το δεύτερο πέναλτι του Πεδράσα στον Τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών ανάμεσα στην Μπαρτσελόνα και την Στεάουα.

Το δημιούργημα του Βαλεντίν Τσαουσέσκου

Γεννήθηκε στη Σέμλατς, στα δυτικά της Ρουμανίας, το 1959. Οι ρίζες της οικογένειάς του γερμανικές. Εξ ου και το δηλωτικό της καταγωγής Χέλμουτ. Από μικρός διάλεξε το ποδόσφαιρο, συνειδητοποιημένα όμως και εξ αρχής ως τερματοφύλακας. Ο λόγος απλός και σαφής: βαριόταν το τρέξιμο, το πέρα δώθε στο γήπεδο.

Έπαιξε επαγγελματικά -τρόπος του λέγειν στην κομμουνιστική Ρουμανία που ανδρώθηκε- και στις δύο “μεγάλες” της γενέτειράς του, λάτρεψε τον Γκόρντον Μπανκς για τη σοβαρότητα και τη συνέπειά του στην εστία και τον Χάραλντ Σουμάχερ για την τρέλα του (χωρίς, κακά τα ψέματα, ούτε το ένα ούτε το άλλο να πλεονάσουν στο δικό του στιλ) και στα 23 κλήθηκε να κάνει την πρώτη ουσιαστική επιλογή καριέρας.

Κραϊόβα και Ουνιβερσιτατέα ή Βουκουρέστι και Στεάουα. Καλύτερες συνθήκες, περισσότερα χρήματα η πρώτη, μεγαλύτερη προβολή και όραμα η δεύτερη. Work in project για την ακρίβεια, καθώς τότε ήταν ο τρίτος πόλος των παραδοσιακών δυνάμεων της πρωτεύουσας, της Ντίναμο και της Ραπίντ.

Όπως κάθε τι όμως απανταχού πίσω από το Τείχος, έτσι και οι ποδοσφαιρικές ομάδες βρίσκονταν στην σφαίρα επιρροής του καθεστώτος και των διάφορων θεσμών και υπηρεσιών του. Στην περίπτωση της Στεάουα, ο θεσμικός πατρόνας ήταν ο στρατός, ο φυσικός, ο προσωπικός της ήταν ο Βαλεντίν Τσαουσέσκου.

Για τον μεγαλύτερο -και υιοθετημένο- γιο του Δικτάτορα Νικολάε Τσαουσέσκου, το «αστέρι» («Στεάουα» στα ρουμανικά…) έγινε η ζωή του, κυριαρχώντας στην καθημερινότητά του. Με ξεκάθαρη ωφέλεια. Ως το 1985 είχε κερδίσει 9 Πρωταθλήματα και 13 Κύπελλα. Τότε πανηγύρισε το πρώτο της Πρωτάθλημα μετά από έξι χρόνια και την αμέσως επόμενη τετραετία -και τελευταία του καθεστώτος- άφησε μόνο ένα Κύπελλο στους υπόλοιπους εγχώριους ανταγωνιστές από τους δέκα συνολικά τίτλους που διεκδίκησε, παραμένοντας μάλιστα αήττητη για 104 παιχνίδια.

Χαρακτηριστικά ανωτερότητας. Και στο γήπεδο και εκτός αυτού. Ποιος θα τολμούσε να τα βάλει -κατ’ οποιονδήποτε τρόπο- με το έργο ζωής του διαδόχου, του κληρονόμου, του Νο2 του ρουμανικού κράτους;

Η αλήθεια βέβαια είναι πως αυτή η σχέση -δεδομένη και αδιαμφισβήτητη- αδικεί το ταλέντο και την ποιότητα που είχε σωρευτεί στην Στεάουα. Το πεπειραμένο μάτι του Ίον Αλεσκαντρέσκου (εκείνη την εποχή παρουσιάζεται ως Πρόεδρος της ομάδας, αλλά τα καθήκοντά του, δεδομένης της υπαγωγής στον στρατό και της εμπλοκής του υιού Τσαουσέσκου, προσομοίαζαν περισσότερο με τα σημερινά μέτρα με εκείνα ενός Γενικού Διευθυντή)  έπαιξε καταλυτικό ρόλο για να δημιουργηθεί ένα εξαιρετικό σύνολο.

Ο Χέλμουτ Ντουκαντάμ.

Οι “σκληροί” Ίλιε Μπαρμπουλέσκου (αριστερός μπακ), Άντριαν Μπομπέσκου (στόπερ), ο Στέφαν Ιοβάν (δεξιός μπακ) και ο Σέρβος στην καταγωγή -και συνδετικός κρίκος των δύο μοναδικών κατακτήσεων Κυπέλλου Πρωταθλητριών από ομάδες της Ανατολικής Ευρώπης, καθώς πανηγύρισε λίγα χρόνια αργότερα και με τον Ερυθρό Αστέρα– Μίοντραγκ Μπελοντέτιτσι συνέθεταν μια απολύτως αξιόπιστη αμυντική γραμμή.

Ο Μιχαήλ Μαζεάρου και ο Τουντορέλ Στόικα σε σύγχρονους όρους αποτελούσαν το “εξάρι” και το “οκτάρι” αντίστοιχα στη μεσαία γραμμή, με τη δαντέλα του επιτελικού παιχνιδιού του Λάζλο Μπόλονι (Ουγγρικής καταγωγής, γέννημα θρέμμα της Τρανσυλβανίας) να συμπληρώνει αρμονικά την τριπλέτα του κέντρου.

Ο Γκαβρίλ Μπάλιντ στο ένα άκρο, ο δεινός σκόρερ, Βίκτορ Πιτσούρκα, στο κέντρο και ο «Fiara», το κτήνος, το μεγαλύτερο είδωλο της Στεάουα, ο Μάριους Λάκατους, στο άλλο, ήταν οι τρεις της επιθετικής κατάληξης του σχηματισμού των Πρωταθλητών Ρουμανίας.

Απόλυτα αρμονικοί με το σύνολο, άρτια συμπληρωματικοί και ακόμα και για τα διεθνή δεδομένα πολύ αποτελεσματικοί, όλοι ιδανικά κομμάτια ενός παζλ που διαχειριζόταν ένας από τους καλύτερους Ρουμάνους προπονητές της ιστορίας (με επίσης ευδιάκριτες ουγγρικές ρίζες), ο Έμεριχ Γένεϊ.

Ενδεικτικό του επιπέδου της Στεάουα η διατήρησή της στη διεθνή κορυφογραμμή. Λίγους μήνες μετά την κατάκτηση του Πρωταθλητριών, πανηγύρισε και το Ευρωπαϊκό Super Cup, επικρατώντας της Ντίναμο Κιέβου, με γκολ του Γκέοργκε Χάτζι, ο οποίος είχε προστεθεί πια στο οπλοστάσιό της.

Δείγμα και αυτό της εντός των ρουμανικών συνόρων ακατανίκητης πολυεπίπεδης ισχύος της. Ο Χάτζι υποτίθεται πως παραχωρήθηκε δανεικός από την ομάδα του, την Σπορτούλ, μόνο και μόνο για ένα παιχνίδι, το Super Cup. Έμεινε, χωρίς να… σηκωθεί ούτε φρύδι, στην Στεάουα μέχρι την πώλησή του στη Ρεάλ Μαδρίτης το 1990.

Δύο χρόνια μετά την πανευρωπαϊκή της στέψη, το 1988, το «αστέρι» έφτασε ως τα ημιτελικά της διοργάνωσης, όπου και αποκλείστηκε από την Μπενφίκα. Την επόμενη χρονιά επέστρεψε στον Tελικό, τότε όμως το θεριό του Αρίγκο Σάγκι, η Μίλαν των Ολλανδών (Βαν Μπάστεν, Γκούλιτ, Ράικαρντ),  δεν παιζόταν.

Και ο Ντουκαντάμ; Άφησε τελικά στην άκρη το οικονομικό σκέλος και, όταν κλήθηκε να διαλέξει, διάλεξε Στέαουα.

Παρότι μπροστά του είχε τον Βασίλε Ιορντάκε, ο οποίος για δύο χρόνια τον άφηνε στον πάγκο. Όταν ήρθε όμως η ώρα της αλλαγής, “εξωθήθηκε” σε αποχώρηση από τους «Militarii» για να κάνει χώρο στον μικρό (25χρονο τότε, το 1984…) που πια δεν μπορούσε να μείνει άλλο κρυμμένος και ερχόταν φουριόζος.

Βασίλε Ιορντάκε και Χέλμουτ Ντουκαντάμε με τη φανέλα της Στεάουα Βουκουρεστίου.

Η πορεία ως το τρόπαιο

Στον πρώτο γύρο η Στεάουα κληρώθηκε με την Πρωταθλήτρια Δανίας, Βέιλε. Επέστρεψε από τη Σκανδιναβία με προίκα 1-1 και στη ρεβάνς στο Βουκουρέστι έκανε πάρτι και, επικρατώντας με 4-1, πήρε την πρόκριση.

Ντέρμπι ακολουθούσε. Εθνικοπολιτικό. Τεράστιας έντασης, ακόμα και τότε που Ρουμανία και Ουγγαρία πρακτικά ήταν στην ίδια μεριά της ιστορίας. Αντίπαλος η Χόνβεντ του σολίστ Λάγιος Ντέταρι στα ξεκινήματά του, του ενός από τους οκτώ Μαγυάρους διεθνείς εκείνης της ομάδας. Πάλι η ρεβάνς θα γίνονταν στο Βουκουρέστι.

Η αποστολή διαφορετική, η κατάληξη ίδια. Η Στεάουα ηττήθηκε με 1-0 στο πρώτο ματς, στο “σπίτι” της όμως διέλυσε τους Πρωταθλητές Ουγγαρίας και, μοιράζοντας ακόμα μια “τεσσάρα” (πάλι 4-1), πήρε το εισιτήριο για τα προημιτελικά.

Εκεί περίμενε ο πιο απρόσμενος αντίπαλος εκείνης της διοργάνωσης, εκείνου του γύρου. Η Πρωταθλήτρια Φινλανδίας, Κουούσυσι. Δεν γέμιζε το μάτι, αλλά από το δικό της διάβα είχε ξεπαστρέψει διαδοχικά τις Πρωταθλήτριες Γιουγκοσλαβίας (Σαράγιεβο) και Σοβιετικής Ένωσης (Ζενίτ).

Αυτή τη φορά οι δυο ομάδες θα συστήνονταν στο Βουκουρέστι. Πριν το παιχνίδι, θεομηνία χτύπησε τη Ρουμανία, με φοβερές πλημμύρες σε όλη τη χώρα. Το νερό στο γήπεδο, δύο μέρες πριν τη σέντρα, ξεπερνούσε το ενάμισι μέτρο.

Ο Βαλεντίν Τσαουσέσκου (ακολουθούσε παντού την ομάδα. Ως και στη χειμερινή προετοιμασία της που έγινε στα βουνά της Τρανσυλβανίας είχε πάει, φέρνοντας μάλιστα μαζί του και τη γυναίκα και τα παιδιά του) και ο στρατός κίνησαν γη και ουρανό για να ετοιμάσουν όσο καλύτερα γινόταν τον αγωνιστικό χώρο.

Ανήμερα του παιχνιδιού, δύο στρατιωτικά ελικόπτερα πετούσαν από πάνω του για ώρες για να καταφέρουν -μετά την αποστράγγιση του νερού- να τον στεγνώσουν και να γίνει το παιχνίδι. Παρά την κυριαρχία της, η Στεάουα δεν μπόρεσε να καταβάλει τους Φινλανδούς, οι οποίοι απέσπασαν 0-0.

Ως και σήμερα, η ρεβάνς θεωρείται το ποδοσφαιρικό παιχνίδι που συγκέντρωσε το περισσότερο ενδιαφέρον στην ιστορία της σκανδιναβικής χώρας. Πάνω από 35.000 άνθρωποι βρέθηκαν στις εξέδρες (ρεκόρ προσέλευσης) και από τον νοτισμένο στο νερό αγωνιστικό χώρο του πρώτου παιχνιδιού ο επαναληπτικός παίχτηκε σε παγωμένο.

Ο Χέλμουτ Ντουκαντάμ ετοιμάζεται να μπλοκάρει την μπάλα στην αναμέτρηση Κουούσυσι – Στεάουα.

Με τον Ντουκαντάμ να κάνει καίριες επεμβάσεις και τον Πιτσούρκα να σκοράρει στο τέλος, η Στεάουα επικράτησε με 1-0 και συνέχισε στα ημιτελικά, όπου πλέον περίμενε η Άντερλεχτ, η οποία ήταν το ξεκάθαρο φαβορί, αντιμετωπίζοντας εκείνη την πορεία ως τη μεγαλύτερη ευκαιρία της ιστορίας της για την κατάκτηση του κορυφαίου διασυλλογικού τροπαίου.

Είχε αποκλείσει στον προηγούμενο γύρο την Μπάγερν, είχε 16 διεθνείς σε διάφορα αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα και είχε και τον Έντσο Σίφο στα 20 του να… οργιάζει. Αυτός ήταν που έκρινε το πρώτο παιχνίδι στις Βρυξέλλες, πετυχαίνοντας το μόνο γκολ της επικράτησης των «Μωβέ» (1-0), καθόλου αντιπροσωπευτικής, αφού είχαν κυριαρχήσει παίζοντας μονότερμα την Στεάουα.

Και πάλι όμως στη ρεβάνς εξελίχτηκε άλλο έργο. Οι Πρωταθλητές Ρουμανίας δεν άφησαν περιθώρια και με το επιβλητικό 3-0 πήραν το εισιτήριο για τον Τελικό. Και πάλι ο Ντουκαντάμ το χεράκι του το έβαλε, αποκρούοντας τετ α τετ του Σίφο στο 2-0. «Κανείς δεν θα μπορούσε απόψε εδώ να είχε διαφορετική τύχη από τη δική μας», παραδέχτηκε ανάγλυφα, αναγνωρίζοντας τι… αντιμετώπισε ο τεχνικός της Άντερλεχτ, Άρι Χάαν.

Η παρουσία της Στεάουα στον Τελικό θεωρήθηκε -και ήταν – μια φοβερή και τρομερή υπέρβαση, η οποία γιγαντωνόταν σε επίπεδο φημολογίας από τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε στον κόσμο και τη μυστικοπάθεια που συνόδευε οτιδήποτε “ανατολικό” σε κάθε επαφή του με οτιδήποτε “δυτικό”.

Ακόμα και έτσι όμως, το «αστέρι» αντιμετωπιζόταν απλώς ως μια συνοδεία της ιστορικής στιγμής της Μπαρτσελόνα, η οποία σε ισπανικό έδαφος (Σεβίλλη) και σε γήπεδο κατακλυσμένο από 60.000 Καταλανούς θα ξόρκιζε την κατάρα και θα κατακτούσε επιτέλους για τους «Blaugrana» το παρθενικό Κύπελλο Πρωταθλητριών της.

Κανείς, μα κανείς δεν διανοούνταν καν οτιδήποτε διαφορετικό, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί οποιοδήποτε διαφορετικό σενάριο που να μην κατέληγε σε στέψη της «Μπάρσα».

Η Στεάουα ταξίδεψε στη Σεβίλλη έχοντας μόλις 1.000 άτομα στο πλευρό της. Διαλεχτά ένα κι ένα από το καθεστώς, αλλά και πάλι 40 κατάφεραν να αυτομολήσουν, ζητώντας πολιτικό άσυλο στην Ισπανία.

Το κυριότερο; Έχοντας αποδεχτεί πλήρως τον ρόλο της στον Tελικό και αξιοποιώντας το κάθε τι αδιανόητο που η συγκεκριμένη ομάδα Ρουμάνων απολάμβαναν. Για παράδειγμα. Λόγω οικονομίας, υπήρχαν περιορισμοί στην κατανάλωση ρεύματος και αυτοί οι περιορισμοί απαγόρευαν ουσιαστικά βραδινές προπονήσεις.

Στιγμιότυπο από τον επαναληπτικό ημιτελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών ανάμεσα στην Στεάουα και την Άντερλεχτ.

Εξασφαλίστηκε ειδική άδεια -εννοείται μέσω Βαλεντίν Τσαουσέσκου– και η Στεάουα για τρεις μέρες πριν την αναχώρησή της για τη Σεβίλλη προπονήθηκε την ώρα του αγώνα στο εθνικό στάδιο του Βουκουρεστίου. Ήταν η πρώτη φορά που έγινε προπόνηση τέτοια ώρα.

Ήταν η πρώτη φορά που σε ρουμανική ομάδα, οποιουδήποτε αθλήματος, παραχωρήθηκε σεφ. Ήταν η πρώτη φορά που μη κυβερνητικός σπόνσορας (αδιανόητα πράγματα για κομμουνιστικά δεδομένα) συμφωνήθηκε και ανέλαβε να ναυλώσει δύο αεροπλάνα ώστε να ταξιδέψουν στη Σεβίλλη συγγενείς, φίλοι και αγαπημένοι των παικτών και των στελεχών της αποστολής των Πρωταθλητών Ρουμανίας.

Φτάνοντας πια στην Ανδαλουσία, πληροφορήθηκαν πως δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τις κλασικές εμφανίσεις τους, καθώς ήταν ομοιόχρωμες των «Blaugrana». Ενημέρωσαν την UEFA πως θα φορούσαν ολόλευκες, αλλά αυτές είχαν χρησιμοποιηθεί στις τελευταίες προπονήσεις και ήταν, ήδη, αρκετά επιβαρυμένες. Δεν θα έκαναν την… κατάλληλη εντύπωση.

Έτσι -πάντα με τον υιό Τσαουσέσκου υπεύθυνο, στο οτιδήποτε- τελευταία στιγμή με ειδική εντολή, παραγγελία και παράδοση… εξπρές (ακόμα και για τις μέρες μας), φτιάχτηκαν και αγοράστηκαν νέες εμφανίσεις, ολόλευκες επίσης, αλλά με χαρακτηριστικές, ευδιάκριτες κόκκινες ρίγες στη φανέλα και το σορτσάκι.

Για τον Ντουκαντάμ ήταν διαφορετική, αυτή η αλησμόνητη -και καινοφανής για την εποχή- καταπράσινη, με τον ίδιον να απηχεί το συναίσθημα αυτής της χρωματικής, στιλιστικής αλλαγής, λέγοντας χρόνια μετά τον Τελικό πόσο ενθουσιασμένοι ήταν όλοι οι συμπαίκτες του με αυτές τις νέες εμφανίσεις.

Πρωτόγνωρα όλα, τους έφταναν, τα ζούσαν. Τα ενδοξότερα ακολούθησαν στο γήπεδο. Χάλασαν το πάρτι των Καταλανών, κράτησαν -μάλλον άνετα- το 0-0 στα ενενήντα λεπτά, ήταν κατά τι απειλητικότεροι στην παράταση και, όσο πέρναγε η ώρα του Τελικού, κάθε στιγμή του τόσο αυτοί πατούσαν καλύτερα και τόσο οι «Blaugrana», σε αγωνιστικό χώρο και εξέδρα, λύγιζαν από την πίεση και την ευθύνη.

Μέχρι να τους διαλύσει στα πέναλτι ο Ντουκαντάμ, στοιχειώνοντας για χρόνια -έξι ακόμα, ως το Wembley το ’92, το φάουλ του Κούμαν και την ομάδα του Κρόιφ– τα ευρωπαϊκά όνειρά τους.

Μάιος 1986: Ο Χέλμουτ Ντουκαντάμ μπλοκάρει την μπάλα στον Τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών ανάμεσα στην Μπαρτσελόνα και την Στεάουα.

Τα κεράσματα, το στήσιμο, η δεξίωση, οι παρόλες και οι βοσκοί

Η διαχείριση, το σοκ, δεν ήταν μόνο θέμα των ηττημένων αλλά και των νικητών. Άμαθοι, απροετοίμαστοι για τόσα και τέτοια φώτα. Ό,τι είχαν δει έκαναν. Ο πρωταγωνιστής γκολκίπερ, για παράδειγμα, θυμήθηκε ένα φευγαλέο στιγμιότυπο που είχε δει με κάποιους στη θέση του να πανηγυρίζουν κόβοντας τα αντίπαλα δίχτυα. Το μιμήθηκε. 

Στο ξενοδοχείο, ως Πρωταθλητές Ευρώπης πια, γεύτηκαν για πρώτη φορά σαμπάνια. Τους επιτράπηκε να κυκλοφορήσουν μόνοι, χωρίς επιτήρηση την επόμενη μέρα στη Σεβίλλη, καθώς η αποστολή της Στεάουα παρέτεινε για ένα εικοσιτετράωρο την παραμονή της εκεί και έτσι αφέθηκαν στην ανεμπόδιστη επαφή με πολίτες του δυτικού κόσμου και τα κεράσματά τους με οτιδήποτε αλκοολούχο, καθώς κανείς από τους Ανδαλουσιάνους δεν ήθελε να δει Καταλανούς να πανηγυρίζουν ευρωπαϊκό τίτλο στο σπίτι τους.

Στη Ρουμανία ο σχολιαστής που έκανε την περιγραφή του Τελικού έκλεισε τη μετάδοση λέγοντας πως «απόψε το Κύπελλο έρχεται στο Βουκουρέστι». Το είπε μεταφορικά, αλλά η χώρα -με παντελή αδυναμία για οποιαδήποτε εναλλακτική ενημέρωση πέραν της επίσημης. Και μια τηλεοπτική μετάδοση ενός τέτοιου γεγονότος θεωρούνταν απολύτως επίσημη- ερμήνευσε κυριολεκτικά την ατάκα του και έτσι δεκάδες χιλιάδες συνέρρευσαν στο αεροδρόμιο, δημιουργώντας ουρές 20 χιλιόμετρων, περιμένοντας μια πτήση που δεν θα ερχόταν παρά μόνο την επόμενη μέρα.

Στην επιστροφή, οι Ιταλοί, θέλοντας να τιμήσουν την Πρωταθλήτρια Ευρώπης, διευκόλυναν το πέρασμα από τον εναέριο χώρο τους, διασφαλίζοντας τη συντομότερη διαδρομή. Έτσι, δεν χρειάστηκε το αεροπλάνο να προσγειωθεί στην Τιμισοάρα για ανεφοδιασμό, αφήνοντας και εκεί δεκάδες χιλιάδων ανθρώπων να περιμένουν μάταια.

Εννοείται πως τους υποδέχθηκε στο προεδρικό μέγαρο ο Νικουλάε Τσαουσέσκου (κάνοντάς τους μάλιστα παρατηρήσεις, γιατί δεν κατέκτησαν το τρόπαιο από την κανονική διάρκεια…). Σπανιότατη εκδήλωση για το καθεστώς, εννοείται προγραμματισμένη και ως προς τις ερωταπαντήσεις. Όλοι οι παίκτες της Στεάουα πήγαν να συναντήσουν τον Δικτάτορα, έχοντας συγκεκριμένες παρόλες που θα του απεύθυναν.

Ο Ντουκαντάμ, για παράδειγμα, μόλις άκουγε τα συχαρίκια, θα απαντούσε: «Υπηρετούμε την πατρίδα. Να μακροημερεύσει ο σύντροφος ανώτατος διοικητής της χώρας». Έχοντας καλομάθει από τη σαμπάνια (και επίσης άμαθος σε δαύτη), ξέχασε τα λόγια του, αντευχόμενος στο τετ α τετ του με τον “σύντροφο” απλώς και μόνο… υγεία.

Οι ποδοσφαιριστές της Στεάουα τιμήθηκαν με ένα μετάλλιο αθλητικής αξίας, λαμβάνοντας και μια έκτακτη επιδότηση 80 ευρώ (σε λέι φυσικά, το ντόπιο νόμισμα). Το μεγαλύτερο δέλεαρ όλων όμως ήταν η υπόσχεση για χορήγηση μιας ρουμανικής κατασκευής μοτοσικλέτας, Mobra Moto. Αναβαθμίστηκε, όσο περνούσαν οι γύροι, σε ένα Dacia. Και έφτασε, προ του Τελικού, σε πριμοδότηση με ένα ARO, ένα στρατιωτικής παραγωγής 4×4.

Και από ένα τέτοιο πήραν τελικά όλοι τους. Μεταχειρισμένα όμως, δεκαετιών. Πρακτικά δεν γινόταν να κυκλοφορήσουν σε δρόμους, δεν γινόταν καν να μετατραπούν σε ιδιωτικής χρήσεως αυτοκίνητα. Λύσεις όμως πάντα βρίσκονται. Μιας λοιπόν και αυτά τα οχήματα ήταν ιδανικά για ανώμαλους δρόμους, οι περισσότεροι τα πούλησαν -τα μοσχοπούλησαν- σε βοσκούς και κτηνοτρόφους.

Χέλμουτ Ντουκαντάμ και Νικολάε Τσαουσέσκου στο Προεδρικό Μέγαρο της Ρουμανίας.

Ο μύθος με τον πυροβολισμό, το σακατεμένο χέρι και η φανέλα στον Βαρδινογιάννη

Αναμφίβολα τα όσα ακολούθησαν των ανυπέρβλητων πεπραγμένων του στη διαδικασία των πέναλτι στον Τελικό συνέβαλαν ακόμα περισσότερο στον θρύλο που δημιούργησε και περιέβαλλε οτιδήποτε που είχε να κάνει με τον Ντουκαντάμ. Χρειάζεται κάτι περισσότερο στη μυθολογία που διαμορφώθηκε από το ότι ουσιαστικά ο Τελικός, η κορύφωση της καριέρας του, ήταν και το τελευταίο του παιχνίδι;

Μερικές εβδομάδες μετά από τη Σεβίλλη, στην επιστροφή στο Ρουμανικό Πρωτάθλημα, αρνήθηκε να συμμετάσχει σε ένα σικέ παιχνίδι. Όχι ως προς το αποτέλεσμά του αλλά ως προς τη συνεννόηση με τους αντιπάλους για να σκοράρει ο Πιτσούρκα όσα γκολ χρειαζόταν ώστε να έβγαινε αυτός πρώτος σκόρερ της λίγκας και όχι ο Χάτζι, ο οποίος αγωνιζόταν -ακόμη, λίγους μήνες μετά μετακόμισε στο Βουκουρέστι- στην Σπορτούλ.

Ο Πιτσούρκα σημείωσε χατ τρικ, τελικά όμως δεν έφτασε για να πάρει αυτός την πρωτιά. Την ανήκουστη άρνησή του να ακολουθήσει διαταγές ο Ντουκαντάμ την πλήρωσε… προβλεπόμενα. Του απαγορεύτηκε να πηγαίνει στο προπονητικό κέντρο της ομάδας, ενώ, υπαγόμενος στον στρατό, πέρασε από -κάτι σαν…- ΕΔΕ, υπό την Προεδρία του αδερφού του Δικτάτορα, Ίλιε Τσαουσέσκου, ο οποίος ως αναπληρωτής Υπουργός Άμυνας ήταν και ο de facto υπεύθυνος για τα θέματα της Στεάουα, η οποία και ανήκε στο χαρτοφυλάκιο του υπουργείου του.

Παρά την εξαιρετική σχέση που είχε με τον Βαλεντίν (τον ανιψιό δηλαδή του Ίλιε), το παραστράτημα του πρωταγωνιστή της Σεβίλλης δεν συγχωρέθηκε και τιμωρήθηκε με πρόστιμο ίσο μισού μηνιάτικου. Ακόμα και για Πρωταθλητή Ευρώπης -έστω και στην κομμουνιστική Ρουμανία– πολλά λεφτά.

Αυτό ήταν το πρώτο επεισόδιο που δημιούργησε, που γιγάντωσε κατοπινά ένα από τα μεγαλύτερα παραμύθια στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Κανείς δεν μπορούσε να δεχτεί πως ο Ντουκαντάμ στο απόγειο της δόξας του, πόσο μάλλον όταν αυτό συνέπεσε με την ουσιαστικά απαρχή της καριέρας του, αναγκάστηκε να την σταματήσει. Και μοιραία, λόγω της φύσης του περιβάλλοντος στο οποίο ζούσε, γεννήθηκαν διάφορες συνωμοσίες θεωρίας.

Η πλέον διαδεδομένη εξ αυτών ήταν πως ο μικρότερος αδερφός του Βαλεντίν, ο Νικουλάε, ζήλευε παθολογικά την επιτυχία των Πρωταθλητών Ευρώπης και ειδικότερα την αναγνωρισιμότητα και τη φήμη που απολάμβανε ο Ντουκαντάμ. Όταν μάλιστα πληροφορήθηκε πως ο Βασιλιάς της Ισπανίας, ο Χουάν Κάρλος, ως οπαδός της Ρεάλ Μαδρίτης, του είχε υποσχεθεί δώρο μια Mercedes, επιβραβεύοντάς τον για το ότι συνέβαλε στο να μην κατακτήσουν το Κύπελλο Πρωταθλητριών οι Καταλανοί της Μπαρτσελόνα, εξοργίστηκε.

Όσο εξωφρενική και αν ήταν αυτή η θεωρία, ακόμα περισσότερο εξωφρενική έγινε η συνέχειά της και ήθελε τον εξοργισμένο μικρότερο γιο του Ρουμάνου Δικτάτορα να πυροβολεί τον Ντουκαντάμ στο χέρι, μόνο και μόνο για να του τερματίσει έτσι, με αυτόν τον τρόπο, την ποδοσφαιρική καριέρα του.

Χέλμουτ Ντουκαντάμ και Άνχελ Ιορντανέσκου σηκώνουν το Κύπελλο Πρωταθλητριών στον αγωνιστικό χώρο του Sánchez-Pizjuán.

Η αλήθεια βέβαια ήταν πολύ διαφορετική. Το ξημέρωμα της 12ης Ιουλίου εκείνης της χρονιάς ο «Ντούκα» ήταν στη γενέτειρά του, τη Σέμλατς, με φίλους του. Σηκώθηκαν αξημέρωτα για να πάνε για κυνήγι (μαζί με το ψάρεμα, ακόμη και σήμερα, τα αγαπημένα χόμπι του).

Όσο προετοιμάζονταν, ένιωσε να μουδιάζουν τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού. Οι φίλοι του υποβίβασαν την ανησυχία, ο γιατρός Μπλάνιτσα όμως του χωριού φοβήθηκε για κάτι πολύ σοβαρότερο, καθώς δεν ένιωθε καν σφυγμό στο χέρι. Από εκεί και πέρα ξεκίνησε μια μάχη με τον χρόνο. Αρχικά για τη ζωή του Ντουκαντάμ.

Οι γιατροί στο νοσοκομείο του Άραντ, όπου πρώτα μεταφέρθηκε, αντιλήφθηκαν πως έχει ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Απειλή θανάσιμη. Ο Βαλεντίν Τσαουσέσκου ενημερώθηκε και αμέσως διέταξε αεροπορική μεταφορά του στο στρατιωτικό νοσοκομείο του Βουκουρεστίου.

Την ίδια στιγμή στρατιωτικά οχήματα πήγαν στην Αλεξάνδρεια για να παραλάβουν τον Βασίλε Τσαντέα, τον πιο διάσημο χειρουργό της χώρας, ο οποίος παραθέριζε στην περιοχή. Δώδεκα ώρες μετά το πρωινό ξύπνημα και το μούδιασμα στο χέρι, ο Τσαντέα είχε βάλει στο χειρουργικό κρεβάτι τον Ντουκαντάμ.

Η ζωή του πια δεν κινδύνευε τόσο άμεσα, το χέρι του όμως, εξαιτίας ενός θρόμβου που δημιουργήθηκε, ήταν στα πρόθυρα του ακρωτηριασμού. Τέσσερις ώρες και είκοσι λεπτά κράτησε η επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε. Διασφαλίστηκαν τελικά και η ζωή του και το χέρι του. Όχι όμως και η καριέρα του. Δεν θα μπορούσε, δεν επιτρεπόταν, να παίξει ποδόσφαιρο ποτέ ξανά.

Δεν έγινε άμεσα γνωστό, δεν δημοσιοποιήθηκε. Κάτι που προφανώς γιγάντωσε τη μετέπειτα παραφιλολογία. Δεν συνέφερε ούτε την Στεάουα ούτε και το καθεστώς. Ποιος θα το πίστευε; Έτσι μέχρι τον Τελικό του Διηπειρωτικού Κυπέλλου με τη Ρίβερ στο Τόκιο τον Δεκέμβριο του ’86 ο Ντουκαντάμ παρουσιαζόταν πως το προσπαθούσε.

Πριν τη σέντρα μάλιστα για τηλεοπτικούς (διαφημιστικούς) λόγους εμφανίστηκε στο γήπεδο και έκανε μερικά μπλονζόν. Οι πιο παρατηρητικοί διαπίστωσαν πως κάθε τι που έκανε το έκανε στηριζόμενος και χρησιμοποιώντας το αριστερό χέρι του. Αυτό το σόου ήταν και το τελευταίο του ποδοσφαιρικό.

Οι γιατροί εκμηδένισαν κάθε ελπίδα επανόδου, οπότε, εφόσον δεν μπορούσε πλέον να παίξει ποδόσφαιρο, μερικές εβδομάδες αργότερα εκδιώχθηκε και από την Στεάουα και -εννοείται και- από τον στρατό. Ο πανταχού παρόντας -και σωτήρας του…- Βαλεντίν Τσαουσέσκου (είναι ο μόνος της οικογένειας που επέζησε μετά την ανατροπή του καθεστώτος και οι δυο τους έχουν ακόμη κοινωνικές σχέσεις ως και σήμερα), δεν παρενέβη. Δεν μπόρεσε, δεν ήθελε, σημασία δεν έχει. Δεν θα άλλαζε τίποτα.

Ο Ντουκαντάμ επέστρεψε στο χωριό του. Δούλεψε για λίγο σε μια βιοτεχνία επίπλων. Η κατάρρευση του Κομμουνισμού ανατροφοδότησε την ανέχεια και η κατάσταση της υγείας του δεν έκανε τη διαβίωσή του ευκολότερη. Βρήκε -μονιμότερη – δουλειά ως συνοριοφύλακας στη Νάντλατς. Την παράτησε όμως χωρίς δεύτερη σκέψη, όταν το 2003 κέρδισε μια λαχειοφόρο που διοργάνωνε ένας πιστωτικός οργανισμός.

Ο Χέλμουτ Ντουκαντάμ με το Κύπελλο Πρωταθλητριών στα χέρια του υπό το βλέμμα του Γιώργου Βαρδινογιάννη που βρίσκεται στον αγωνιστικό χώρο του Sánchez-Pizjuán.

Έπαθλο μια «πράσινη κάρτα» για μόνιμη εγκατάσταση στις ΗΠΑ και “προίκα” ενός σημαντικού οικονομικού αντιτίμου. Μετακόμισε οικογενειακά στο Φίνιξ. Η μεγαλύτερη κόρη του, η Μπριγκίτε, ακόμη εκεί ζει. Για τον ίδιον όμως ήταν αφόρητο, ακόμα δυσκολότερο. Και έτσι, μετά από έναν χρόνο -όταν πάνω κάτω σώθηκαν και τα λεφτά…- επέστρεψε στη Ρουμανία.

Χώρισε με την πρώτη γυναίκα του, την Ιντίκο (πέραν της Μπριγκίτε, απέκτησε μαζί της και τον Χέλμουτ Ρόμπερτ), παντρεύτηκε ξανά την κατά είκοσι χρόνια μικρότερή του, Αλεξάντρα, και έγινε πατέρας για τρίτη φορά (της Τζουλιάνε).

Για αρκετά χρόνια ζούσε με διάφορα επιδόματα (μεταξύ αυτών και αναπηρίας), ψάχνοντας οτιδήποτε ώστε να μπορέσει σε ένα καπιταλιστικό πλέον περιβάλλον να εξαργυρώσει τον μύθο του. Για τα γάντια που φορούσε στον Τελικό δέχτηκε live σε εκπομπή της ρουμανικής τηλεόρασης προσφορά 10.000 δολαρίων.

Έταξε κέρασμα… πίτσας στους παρευρισκομένους στο στούντιο, εν τέλει όμως αποδείχτηκε πως είχε πέσει θύμα φάρσας. Τη λύση, έστω και πολύ λιγότερο ανταποδοτική, την έδωσε το internet, αφού μέσω του δικτύου κατάφερε τελικά να πουλήσει τα γάντια του σε έναν συλλέκτη στον Καναδά έναντι τριών χιλιάδων δολαρίων.

Κάτι άλλο δεν του είχε απομείνει. Την περίφημη πράσινη φανέλα την είχε δωρίσει στον Γιώργο Βαρδινογιάννη, φίλο του Βαλεντίν Τσαουσέσκου και εξ αυτής της φιλίας θερμό, θερμότατο υποστηρικτή της Στεάουα, ακόλουθό της σε κάθε ευρωπαϊκό βήμα της. Τόσο που ήταν -και φαίνεται άλλωστε και από στιγμιότυπα που έχει καταγράψει ο τηλεοπτικός φακός- μεταξύ των επίσημων καλεσμένων της ομάδας στον Τελικό, συμμετέχοντας ως και στα πανηγύρια στον αγωνιστικό χώρο.

Με την άνοδο στο αθλητικό και πολιτικό προσκήνιο του Τζίτζι Μπεκάλι, ενός εκ των ολιγαρχών που αναδείχθηκαν στον 21ο αιώνα και τη μετακομμουνιστική Ρουμανία, ο Ντουκαντάμ έγινε ένα από τα… τσιράκια του, τόσο σε πολιτικό επίπεδο όσο και σε αθλητικό, διατελώντας ως και το 2020 επίτιμος Πρόεδρος της Στεάουα, η ιδιοκτησία της οποίας είχε περάσει στον έλεγχο του Μπεκάλι.

Η εικόνα του σε εκείνα τα πέναλτι είναι αυτή που κυριάρχησε στο συλλογικό θυμικό και σε ό,τι έκτοτε, ως και σήμερα, τον συνοδεύει. Κακά τα ψέματα, άλλη, όχι ανάλογη, απλώς άλλη, οποιαδήποτε άλλη, δεν υπάρχει. Όλα κι όλα, έντεκα διεθνή παιχνίδια έπαιξε με το αστέρι στο στήθος, συνολικά, ανεξαρτήτως διοργάνωσης, ίσα που συμπλήρωσε τα ογδόντα.

Πώς θα μπορούσε να δημιουργήσει, να διατηρήσει, να διαιωνίσει κάτι διαφορετικό ως κληρονομιά από εκείνη την εικόνα του στο Sánchez-Pizjuán; Από τα όσα αδιανόητα ακολούθησαν και βίωσε και τα οποία τον μετέτρεψαν σε θρύλο;

Σε έναν θεόρατο, σαραντάπηχο θρύλο, γίγαντα πραγματικό, με χέρια τανάλιες και παλάμες μαγνήτες, με κατορθώματα που ταιριάζουν σε παραμύθια και που μόνο τα βόλια ενός παντοδύναμου καθεστώτος μπόρεσαν να αχρηστεύσουν.

Τι να την κάνει τη Mercedes, αλήθεια…

Πηγή:  Athletestories