Επιλογή Σελίδας

Του Μάνου Ανδρουλάκη

Τζιοβάνι Φεράρι. Πόσο οξύμωρο να «κουβαλάς» αυτό το όνομα και να αγωνίζεσαι επί σειρά ετών στη Γιουβέντους που ανέκαθεν συνδεόταν με τη… FIAT λόγω Ανιέλι.

Δεν έτρεχε με… χίλια, αλλά ήταν ένας ιδιαίτερα ομαδικός παίκτης, με εξαιρετική τεχνική κατάρτιση και σουτ ακριβείας, ο οποίος για αδιευκρίνιστο λόγο δεν μνημονεύεται συχνά από τους μη Ιταλούς δημοσιογράφους.

Αποτελεί έναν εκ των τριών Ιταλών ποδοσφαιριστών που έχουν κατακτήσει δύο Παγκόσμια Κύπελλα και έναν εκ των τριών που έχουν πανηγυρίσει 8 πρωταθλήματα Ιταλίας (σε επαγγελματικό επίπεδο).

Ασυναγώνιστο δίδυμο στη μεσαία γραμμή με τον Τζιουζέπε Μεάτσα σε εθνική και Ίντερ, ο Τζιοβάνι Φεράρι έδειξε πόσο χρήσιμος μπορεί να αποδειχθεί ένας έσω αριστερά μεσοεπιθετικός σε μία εποχή που οι ομάδες αγωνίζονταν σε διάταξη 2-3-5.

«Πάθος από τότε που άρχισα να περπατώ…»

Ο Τζιοβάνι Βιντσέντζο Φεράρι γεννήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 1907 στη συνοικία Καναρόλα, μία από τις φτωχότερες της Αλεσάντρια στη βορειοδυτική πλευρά της Ιταλίας, η οποία πήρε το όνομά της από ένα κανάλι που τη διέσχιζε.

«Το πάθος μου για το ποδόσφαιρο άρχισε από τότε που έμαθα να περπατώ», δήλωνε αργότερα ο ύψους 1.72μ. και 70κ. άσος.

Ο ντροπαλός νεαρός κλωτσούσε μικρές μπάλες από καουτσούκ ή παραγεμισμένες με κουρέλια στους δρόμους γύρω από το σπίτι του, κυρίως στην «Πιάτσα Βαλφρέ».

Ένα απόγευμα που έπαιζε με τους φίλους του, ο μικρός βρέθηκε στο έδαφος και χτύπησε το πιγούνι του σε μία από τις γραμμές του τραμ της περιοχής, με συνέπεια να υποστεί εξάρθρωση γνάθου και να… διακοσμήσει το πρόσωπό του με μία μεγάλη πληγή.

Το ταλέντο του έγινε γρήγορα αντιληπτό στην ευρύτερη περιοχή και, φυσιολογικά, η τοπική Αλεσάντρια να τον εντάξει στο δυναμικό της όταν ήταν μόλις 14 ετών.

Ιδού πώς έγινε η αρχή: Όταν βελτιώθηκε η κατάσταση της υγείας του, ο Φεράρι ακολούθησε τον φίλο του Τζιουζέπε Ραπέτι στην προπόνηση της ομάδας. Έφτασαν νωρίς όμως και γι’ αυτό άρχισαν να «ταλαιπωρούν» μια μπάλα προκειμένου να περάσει η ώρα τους.

Ο μικρός δεν γνώριζε ότι ο προπονητής Κάρλο Κάρκανο τον «έτρωγε» με τα μάτια του, επειδή είχε εντυπωσιαστεί από την ντρίμπλα του. Το ίδιο βράδυ του ζήτησε να υπογράψει δελτίο και τα υπόλοιπα είναι ιστορία…

Την ίδια εποχή ο έφηβος «Τζιοανίν» ή «Τζιοβανίν», όπως τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά, εργαζόταν ως βοηθός σε ένα κατάστημα υφασμάτων, ωστόσο δεν άργησε να επικεντρωθεί μόνο στο ποδόσφαιρο.

Η αλήθεια είναι ότι αν δεν τον παρακινούσαν οι φίλοι του Τζιουζέπε Ραπέτι και Εντουάρντο Αβάλε, ο Φεράρι δεν θα έπαιρνε την απόφαση να εμφανιστεί στις εγκαταστάσεις της Αλεσάντρια.

Πολύ γρήγορα έπαιξε με τη φανέλα της δεύτερης ομάδας σε έναν αγώνα στο Τορίνο, ενώ το ντεμπούτο του με τους Άνδρες έγινε στις 7 Οκτωβρίου 1923 στο γήπεδο της Σαμπιερνταρενέζε.

Περιστασιακές ήταν οι συμμετοχές του την πρώτη διετία, όμως την 1η Φεβρουαρίου 1925 κατάφερε να σημειώσει το παρθενικό του γκολ σε ένα άνετο 6-1 επί της Μάντοβα.

Αλεσάντρια-Νάπολι… αλέ ρετούρ

Το καλοκαίρι του 1925 ο Κάρκανο ανέλαβε την τεχνική ηγεσία της Ιντερνέιπλς (σ.σ. έναν χρόνο αργότερα μετονομάστηκε στη γνωστή μας Νάπολι) και θέλησε να πάρει μαζί του τον πιτσιρικά.

Η διοίκηση των «παρτενοπέι» κατέβαλε 5.000 λιρέτες και ο νεαρός μέσος (ή έσω αριστερά) τους δικαίωσε με 16 γκολ σε 15 συμμετοχές, επίδοση που συνέβαλε στην παρθενική συμμετοχή της ομάδας στον τελικό της Νότιας Λίγκας, προτού επέλθει η ήττα από την Άλμπα Ρόμα.

Εν αντιθέσει με την Ιντερνέιπλς, η Αλεσάντρια κινδύνευσε με υποβιβασμό, γεγονός που οδήγησε τη διοίκησή της στην πρόσληψη του Κάρκανο, ο οποίος αυτή τη φορά είχε μόνο προπονητικό και όχι αγωνιστικό πόστο.

Ο 5 φορές διεθνής με τους «ατζούρι» ακολούθησε την… πεπατημένη, καθώς συμβούλευσε τους διοικούντες να επαναφέρουν στο ρόστερ τον 18χρονο Φεράρι, έναντι του ποσού των 12.000 λιρετών.

Πάντως, η ζημία μετά τις δύο διαδοχικές διαπραγματεύσεις με την Ιντερνέιπλς καλύφθηκε γρήγορα από τη στιγμή που ο Ιταλός κατέγραψε εξαιρετικές εμφανίσεις και συνέβαλε στην κατάκτηση του Coppa CONI (σ.σ. τουρνουά που κράτησε μόλις 2 χρόνια και συμμετείχαν οι αποκλεισμένες ομάδες από τον τελικό γύρο της εθνικής κατηγορίας) με γκολ στον επαναληπτικό τελικό κόντρα στην Καζάλε.

Η αγωνιστική περίοδος 1927-28 ήταν ακόμη καλύτερη για τον νεαρό, αφού σημείωσε 24 γκολ σε 32 αναμετρήσεις και οδήγησε την Αλεσάντρια στην 3η θέση του πρωταθλήματος, μόλις 3 βαθμούς πίσω από τη νικήτρια Τορίνο.

Ρενάτο Κατανέο, Έλβιο Μπανκέρο, Κάρλο Κιερίκο, Εντουάρντο Αβάλε και Τζιοβάνι Φεράρι αποτελούσαν μια ισχυρή μεσοεπιθετική πεντάδα «ικανή να τρομάξει κάθε αντίπαλη άμυνα», σύμφωνα με τον δημοσιογράφο Μάριο Φερέτι.

Μέλος της «Quinquennio d’oro»

Ήδη το όνομα του Φεράρι ακουγόταν συχνά στα πηγαδάκια των ισχυρών του ιταλικού ποδοσφαίρου και σε αυτό το σημείο καλό είναι να αναφερθούν τα στοιχεία που τον έκαναν περιζήτητο.

Δημιουργικός, δουλευταράς, με καλή φυσική κατάσταση, ευέλικτος και ομαδικός, ο νεαρός διακρινόταν για τη χαρακτηριστική άνεση να δημιουργεί ευκαιρίες και φάσεις για γκολ, ενώ διέθετε σουτ ακριβείας με το αριστερό.

Το γεγονός ότι είχε… αδυναμία στα αντίπαλα δίχτυα το έχετε διαπιστώσει από τις προηγούμενες παραγράφους, ενώ οι διοικούντες της Γιουβέντους από τα… τέλη της δεκαετίας του 1920.

Το 1929 τα υψηλά στελέχη της Αλεσάντρια δεν είχαν τη δυνατότητα να του προσφέρουν υψηλότερο μισθό, ωστόσο του ζήτησαν να παραμείνει με την υπόσχεση ότι το επόμενο καλοκαίρι θα τον αφήσουν ελεύθερο χωρίς να αξιώσουν ποσό για τη μετακίνησή του.

Εκείνος δέχθηκε και με τα 19 γκολ του βοήθησε την ομάδα να διατηρηθεί στα… ορεινά της βαθμολογίας για σεβαστό χρονικό διάστημα, προτού αυτή υποχωρήσει σε χαμηλότερες θέσεις.

Δεδομένου ότι η Αλεσάντρια είχε μείνει εκτός στόχων, η διοίκηση λειτούργησε με πονηρό τρόπο, σε μία ύστατη προσπάθεια για να διατηρήσει στους κόλπους της τον Φεράρι.

Συγκεκριμένα στις τελευταίες αναμετρήσεις ο σπουδαίος άσος «κοβόταν» από την αποστολή, προκειμένου οι ενδιαφερόμενες ομάδες να… ξεχαστούν λίγο.

Τζίφος… Την 1η Ιουνίου 1930 ο Φεράρι φόρεσε για τελευταία φορά τη φανέλα της Αλεσάντρια (ήττα με 1-0 από την Τριεστίνα), προτού μεταπηδήσει στον πιο επιτυχημένο εντός των συνόρων ιταλικό σύλλογο: τη Γιουβέντους.

Με 77 γκολ (τα 65 για το πρωτάθλημα) σε 132 συμμετοχές (οι 119 για το πρωτάθλημα) ο μεσοεπιθετικός με το αραιό μαλλί αποτελεί τον 3ο σκόρερ στην Ιστορία της πρώτης του αγάπης.

Το 1930 ήταν η χρονιά του, αφού εκτός από τη μεταγραφή στη Γιουβέντους (πακέτο με τον προπονητή Κάρκανο – ένα καλοκαίρι αργότερα τους ακολούθησε και ο Λουίτζι Μπερτολίνι), ο Φεράρι κλήθηκε για πρώτη φορά στην εθνική Ιταλίας (στις 9 Φεβρουαρίου στο «φιλικό» 4-2 επί της Ελβετίας).

 

Στους 4 τίτλους, ο ένας… δώρο

Οι «μπιανκονέρι» γίνονταν ετησίως… φτωχότεροι κατά 22.000 λιρέτες, χωρίς να υπολογιστούν τα μπόνους, ωστόσο η επιμονή του προπονητή Κάρκανο για τη μεταγραφή του αποδείχθηκε πέρα για πέρα δίκαιη.

Με τον Τζιοβάνι Βεκίνα αρχικά και τον Φελίτσε Μπορέλ στη συνέχεια, η Γιουβέντους είχε βρει για αρκετά χρόνια δύο αξιόπιστες λύσεις στη γραμμή κρούσης.

Η έλευση του Φεράρι χάρισε ευελιξία στους χώρους έξω από τη μεγάλη περιοχή και δικαίως χαρακτηρίστηκε ο κινητήριος μοχλός εκείνης της τρανής ομάδας που κατέκτησε 5 διαδοχικούς τίτλους, όσους δηλαδή διεκδίκησε με τη φανέλα της και ο ήρωάς μας από το 1930 μέχρι το 1935.

«Υπήρχαν ήδη ’’κανόνια’’. Δεν ήταν απαραίτητο να πλησιάζω πολύ στην περιοχή. Πιο χρήσιμο ήταν να κάνω παιχνίδι στις πτέρυγες, ιδίως με τον Ραϊμούντο Όρσι, διότι ο Ρενάτο Τσεζαρίνι ξεχνιόταν συχνά», είχε δηλώσει ο ίδιος.

Σε συνδυασμό με τα 5 πρωταθλήματα, ο Φεράρι καταλάμβανε ανελλιπώς τη 2η θέση των σκόρερ, ασχέτως αν οι επιθετικές υποχρεώσεις του ήταν πια περιορισμένες.

Μέχρι το 160ό και τελευταίο του (για την πρώτη θητεία στη Γιουβέντους) ματς, ο διεθνής Ιταλός άσος είχε σημειώσει 67 γκολ και είχε κατακτήσει 4 πρωταθλήματα.

Στις 2 Ιουνίου 1935 έβαλε το 68ο στην έδρα της Φιορεντίνα, διαμόρφωσε το τελικό 0-1 και σε συνδυασμό με την ήττα της Ίντερ (σ.σ. τότε ονομαζόταν Αμπροζιάνα-Ίντερ) στη Ρώμη από τη Λάτσιο, η «γηραιά κυρία» πανηγύρισε τον 5ο διαδοχικό της τίτλο, λαμβάνοντας τον χαρακτηρισμό «quinquennio d’oro» (μτφρ. «χρυσή πενταετία»).

Άπαιχτο δίδυμο με τον Μεάτσα

Ο αδόκητος χαμός του Εντοάρντο Ανιέλι (σ.σ. σκοτώθηκε κατά την προσθαλάσσωση του υδροπλάνου του πατέρα του στη θαλάσσια περιοχή της Γένοβας στις 14 Ιουλίου 1935) άλλαξε προσωρινά το status της Γιουβέντους.

Η νέα διοίκηση ακολούθησε πολιτική λιτότητας, με συνέπεια ο Φεράρι να εισπράξει ένα μεγαλοπρεπέστατο «no», όταν αξίωσε μια μικρή αύξηση στον μισθό του.

Δεδομένου ότι ο ευεργέτης του, ο Κάρκανο, είχε αποχωρήσει από το 1934 για χάρη της Τζένοα, ο σούπερ σταρ της «γηραιάς κυρίας» αποφάσισε να απορρίψει την πρόταση της Λάτσιο και να ενταχθεί στο ρόστερ της Αμπροζιάνα-Ίντερ, προκειμένου να αποτελέσει ντουέτο με τον Τζιουζέπε Μεάτσα και σε συλλογικό επίπεδο.

Ευρισκόμενος στην καλύτερη ποδοσφαιρική ηλικία (27-32), ο Φεράρι έδινε ρυθμό από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό στη νέα του ομάδα, συνέβαλε (2 φορές) στην ανάδειξη του Μεάτσα σε πρώτο σκόρερ και μαζί πανηγύρισαν την κατάκτηση του πρωταθλήματος του 1938.

Το ίδιο καλοκαίρι η Άρσεναλ του υπέβαλε μία διόλου ευκαταφρόνητη πρόταση σε μία εποχή που οι αγγλικοί σύλλογοι δεν συνήθιζαν να αποκτούν παίκτες από το εξωτερικό, ωστόσο εκείνος την απέρριψε.

Σύμφωνα με τον Ιταλό δημοσιογράφο Κάρλο Φελίπε Κιέζα, ο Φεράρι απάντησε αρνητικά στους «κανονιέρηδες», διότι πολύ απλά δεν άκουσε καν την προσφορά!

Εντούτοις, όπως αποδείχθηκε, αυτή τη φορά δεν δικαιώθηκε για την απόφασή του, αφού o νέος τεχνικός Τόνι Καρνιέλι προτιμούσε τον νεαρό Ενρίκο Καντιάνι.

Η επόμενη και τελευταία σεζόν του στο Μιλάνο (1939-40) ήταν χειρότερη αφενός διότι το alter ego του, ο Μεάτσα, δεν έπαιξε ούτε σε ένα ματς του νικητήριου πρωταθλήματος αφετέρου γιατί κι ο ίδιος κατέγραψε μόλις 8 εμφανίσεις από τη στιγμή που… κατηφόρισε στη δεύτερη ομάδα.

Το γκολ που άρχισε να… ξεδιαλύνει το μυστήριο

Ωστόσο, προτού το αφιέρωμα επικεντρωθεί στο φινάλε της ένδοξης ποδοσφαιρικής του καριέρας και την όχι εξίσου επιτυχημένη προπονητική, θα πρέπει να γίνει ειδική μνεία στην εθνική Ιταλίας.

Όπως προαναφέρθηκε, ο Τζιοβάνι Φεράρι φόρεσε για πρώτη φορά τη φανέλα με το εθνόσημο στις 9 Φεβρουαρίου 1930, ήτοι την ίδια ημερομηνία με τον Τζιουζέπε Μεάτσα!

Αμφότεροι αποτέλεσαν ένα από τα πιο ξεχωριστά ντουέτα στην Ιστορία του ποδοσφαίρου και ίσως το γεγονός ότι υπάρχει γήπεδο στο όνομα του Μεάτσα να μειώνει λίγο την αξία του Φεράρι.

Στις 13 Μαΐου 1933 έγινε ο πρώτος Ιταλός που σκόραρε κατά της εθνικής Αγγλίας, γεγονός που αποτυπώθηκε έντονα στη μνήμη του όπως μαρτυρά η συγκεκριμένη δήλωση.

«Νίκησα τον Θαμόρα στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1934 στη Φλωρεντία, αλλά τη μεγαλύτερη ικανοποίηση τη βίωσα την προηγούμενη χρονιά, στη Ρώμη, απέναντι στους Βρετανούς.  Τότε ήταν οι masters του ποδοσφαίρου.

Με ένα μακρινό σουτ ξεγέλασα τον τερματοφύλακα Χιμπς. Δυστυχώς λίγο αργότερα o Μπάστεν ισοφάρισε, ωστόσο αυτό το αποτέλεσμα ήταν τιμητικό για εμάς. Το μυστήριο σχετικά με τους Άγγλους, οι οποίοι θεωρούνταν αήττητοι, είχε αρχίσει να ξεδιαλύνεται».

Δύο φορές στην κορυφή του Κόσμου

Ο τότε άσος της Γιουβέντους συμμετείχε στις 5 από τις 6 αναμετρήσεις της Ιταλίας μέχρι την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1934 και, μάλιστα, σημείωσε ένα γκολ κόντρα στις ΗΠΑ και άλλο ένα επί της Ισπανίας.

Τέσσερα χρόνια αργότερα, αυτή τη φορά στα γαλλικά γήπεδα ως παίκτης της Αμπροζιάνα-Ίντερ, ο Φεράρι έμελλε να αποδειχθεί ακόμη πιο χρήσιμος για τους «ατζούρι», οι οποίοι έφτασαν στο back to back.

Ο πρώην ποδοσφαιριστής και προπονητής Ρέντσο ντε Βέκι ήταν απεσταλμένος του εβδομαδιαίου περιοδικού «Il Calcio Illustrato» στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1938.

«Τα δύο χαφ ήταν γενικώς πιο πίσω, μερικές φορές ακόμη και στο ύψος των μπακ, κάτι που δεν συνέβαινε στο γαλλικό, το βραζιλιάνικο και το ουγγρικό στρατόπεδο», έγραφε τότε ο Ντε Βέκι για τους Φεράρι και Μεάτσα.

Η «L’Auto», μία από τις κορυφαίες αθλητικές εφημερίδες της εποχής, ανέφερε: «Φεράρι και Μεάτσα, οι αρχιτέκτονες της επιτυχίας χάρη στον έξυπνο, νηφάλιο τρόπο δόμησης του επιθετικού παιχνιδιού της ομάδας τους».

Ο Ζαν Εσκεναζί, ανταποκριτής της εφημερίδας «Paris-Soir», τοποθέτησε τον αριστεροπόδαρο άσο στην κορυφαία ενδεκάδα της διοργάνωσης.

Με τον Τζιουζέπε Μεάτσα και τον Εράλντο Μοντζέλιο είναι οι μοναδικοί Ιταλοί που έχουν κατακτήσει 2 φορές το Παγκόσμιο Κύπελλο.

Να σημειωθεί ότι ανήκε στην ομάδα της διετίας 1933-1935 που πανηγύρισε το Central European International Cup, ένα τουρνουά διαρκείας όπου εκτός από τους «ατζούρι» συμμετείχαν και οι Αυστρία, Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία, Ελβετία.

Το «κύκνειο άσμα» του στην εθνική καταγράφηκε στις 4 Δεκεμβρίου 1938 (σ.σ. Ιταλία-Γαλλία 1-0 στη Νάπολη), κι ενώ συνολικά φόρεσε 44 φορές τη φανέλα της (οι 2 ως αρχηγός – 14 γκολ).

Πρωταθλητής και με την Μπολόνια

Ο παραγκωνισμός του Φεράρι από τον Καρνιέλι ώθησε τον Χέρμαν Φέλσνερ, τον Αυστριακό τεχνικό της Μπολόνια, στην υποβολή σχετικής ερώτησης προς τη διοίκηση της ομάδας του.

Πράγματι, σε ηλικία 33 ετών, πλάι στους επίσης πατημένους 30άρηδες Πιέρο Αντρεόλι και Ραφαέλε Σανσόνε, ο πολύπειρος μέσος πραγματοποίησε 16 συμμετοχές (2 γκολ) και πανηγύρισε το 8ο πρωτάθλημα της καριέρας του!

Εκείνος, ο Τζιουζέπε Φουρίνο και ο Τζιανλουίτζι Μπουφόν είναι οι μοναδικοί που έχουν κατακτήσει τον συγκεκριμένο αριθμό-ρεκόρ στην Ιταλία, καθώς οι 3 από τους 8 τίτλους του Βιρτζίνιο Ροζέτα επιτεύχθηκαν πριν από τη δημιουργία της Serie Α.

Επιπλέον είναι ένας από τους 6 παίκτες που πανηγύρισαν το πρωτάθλημα με 3 διαφορετικές ομάδες (Φιλίπο Καβάλι, Άλντο Σερένα, Πιέτρο Φάνα, Σέρτζιο Γκόρι και Ατίλιο Λομπάρντο οι άλλοι).

Το 1941 ο Φεράρι επέστρεψε στη Γιουβέντους μετά από 6 χρόνια, αναλαμβάνοντας ρόλο παίκτη-προπονητή μέχρι τον Ιανουάριο του 1942, όταν και αντικαταστάθηκε από τον Λουίς Μόντι (παρέμεινε ως ποδοσφαιριστής).

Σε μία περίεργη χρονιά λόγω των πωλήσεων Μπορέλ, Γκουλιέλμο Γκαμπέτο και Αλφρέντο Μποντόιρα, η «γηραιά κυρία» κατέκτησε το Coppa Italia, το μοναδικό της καριέρας του εξαίρετου μέσου, ο οποίος αποσύρθηκε από τη δράση λίγους μήνες πριν από τα 35 του.

H ζωή στους πάγκους

Εν συνεχεία ήταν η ώρα να επιστρέψει στην Αμπροζιάνα-Ίντερ, η οποία προερχόταν από ένα απογοητευτικό πρωτάθλημα, καθώς και την παραίτηση του προέδρου Ποτσάνι.

Ο Φεράρι εξαγριώθηκε με τους παίκτες του και κυρίως με τον Ουμπάλντο Πασαλάκουα, ο οποίος εκδιώχθηκε κακήν κακώς, προτού η πειθαρχική επιτροπή της ομοσπονδίας επιβάλει πρόστιμο στον προπονητή για την ενέργειά του!

Εν έτει 1944, κατά τη διάρκεια της διακοπής των εθνικών πρωταθλημάτων εξαιτίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο άλλοτε άσος της Γιουβέντους και της Ίντερ προσλήφθηκε από την Πάβια, προκειμένου να την κοουτσάρει στο τουρνουά «Μπενέφικο Λομπάρντο» (την οδήγησε στην 3η θέση).

Τη σεζόν 1945-46 κάθισε στον πάγκο της Μπρέσια, ενώ το 1947-48 άφησε την Ιταλία για λογαριασμό της Καντονάλ Νοσατέλ (σ.σ. η τωρινή Ξαμάξ).

Η ομάδα δεν απέφυγε τον υποβιβασμό στη β’ κατηγορία, αλλά στις 5 Νοεμβρίου 1948 η «La Stampa» ανέφερε ότι η δουλειά του εκτιμήθηκε δεόντως από τους επικεφαλής του ελβετικού ποδοσφαίρου.

Την επόμενη σεζόν κατέκτησε το πρωτάθλημα της Serie C με την Πράτο, προτού ολοκληρώσει την προπονητική του καριέρα σε συλλογικό επίπεδο στον πάγκο της Πάντοβα και αφοσιωθεί σε διάφορες ακαδημίες (Αλεσάντρια, Ίντερ).

Μεταξύ άλλων, ο Φεράρι ανακάλυψε το ταλέντο του Τζιάκομο Λόζι, εμβληματικού άσου της Ρόμα από το 1954 μέχρι το 1969, ενώ από το 1950 εισήλθε στα κλιμάκια του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος με έναν ρόλο σαν του σημερινού τεχνικού διευθυντή.

Το φιάσκο του 1962

Μέσω μιας επιτροπής αποτελούμενης από τον Πίνο Μοκέτι, τον Βιντσέντζο Μπιανκόνε και τον ίδιο, το 1958 αντικατέστησε τον ομοσπονδιακό προπονητή Τζιουζέπε Βιάνι, προτού πάρει μόνος τα ηνία από το φθινόπωρο του 1960 ως την άνοιξη του 1962.

Επιθυμούσε να παίξει επιθετικό ποδόσφαιρο, ωστόσο επικρίθηκε έντονα από τον δημοσιογράφο Τζιάνι Μπρέρα, ιδίως μετά την ήττα από την Αγγλία τον Μάιο του 1961.

Ο Ελένιο Ερέρα έγινε ο επικρατέστερος για να καθίσει στον πάγκο, όμως η συμφωνία αυτή δεν ευοδώθηκε και ο Αργεντινός έδωσε τα χέρια με την ισπανική ομοσπονδία.

Τελικά, ο Φεράρι και ο Πάολο Μάτσα, πρόεδρος της ΣΠΑΛ, έμελλε να οδηγήσουν από κοινού τους «ατζούρι» στην τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1962 στη Χιλή.

Δυστυχώς για την εθνική Ιταλίας οι δύο ισότιμοι προπονητές είχαν διαφορετικό τρόπο αντίληψης του παιχνιδιού, αφού ο πρώτος ήταν θιασώτης της επίθεσης και ο δεύτερος λάτρευε την άμυνα.

Αμφότεροι αποδέχθηκαν σιωπηρά την απόφαση της ομοσπονδίας, η οποία νωρίτερα δεν κατάφερε να τα βρει με τον Νερέο Ρόκο, τον κατά γενική ομολογία ιδανικό εκλέκτορα λόγω της παρουσίας του στον πάγκο της πρωταθλήτριας Μίλαν (πολλοί διεθνείς ανήκαν στους «ροσονέρι»).

Οι «ατζούρι» ταξίδεψαν στη Χιλή με παίκτες όπως οι «άγγελοι με τα βρώμικα πρόσωπα» (Ουμπέρτο Μάσκιο, Αντόνιο Βαλεντίν Ανχελίλο, Ομάρ Σίβορι) που προέρχονταν από την Αργεντινή, ο Φρανσίσκο Λοχακόνο (επίσης από τη χώρα της Νοτίου Αμερικής) και ο Ζοζέ Αλταφίνι, ο οποίος στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958 είχε αγωνιστεί με τη φανέλα της Βραζιλίας.

Το 0-0 με τη Δυτική Γερμανία και, κυρίως, η ήττα με 2-0 από τη Χιλή στη «Μάχη του Σαντιάγο» έριξαν στο καναβάτσο την Ιταλία, προτού καν γευθεί τη χαρά της συμμετοχής στα νοκ-άουτ της διοργάνωσης.

Ο Ομάρ Σίβορι κατήγγειλε μερίδα του ιταλικού Τύπου για την πίεση που άσκησε στην εθνική και όχι άδικα, καθώς παρακολούθησε έναν διάλογο μεταξύ των δύο ομοσπονδιακών τεχνικών.

Στην ίδια συζήτηση, η οποία αφορούσε στον καταρτισμό της ενδεκάδας για το κρίσιμο ματς με τη Χιλή, το «παρών» έδωσε και ο δημοσιογράφος Μπρέρα, λάτρης του αμυντικού ποδοσφαίρου όπως και ο Μάτσα.

«Στη Χιλή δεν είχα καμία αξία…»

Μόλις επέστρεψε στην Ιταλία, ο Φεράρι συνέταξε μία επιστολή με αποδέκτρια την ομοσπονδία, μέσω της οποίας υπέβαλε την παραίτησή του από την τεχνική ηγεσία της εθνικής ομάδας.

Ο δημοσιογράφος Τζιουζέπε Σινιόρι έγραψε ότι «ο Φεράρι έκανε το λάθος να μην αντιταχθεί σε πολλά πράγματα, όπως ότι πλαισιώθηκε από λάθος ανθρώπους. Διάλεξε τον παθητικό ρόλο της σιωπής, περιορίζοντας τον εαυτό του και επιλέγοντας να μιλήσει αργότερα».

Ιδού τα λεγόμενα του ίδιου για το ζήτημα: «Ας είμαστε σαφείς. Ο αποκλεισμός της Ιταλίας στη Χιλή δεν ήταν δική μου ευθύνη. Το είπα τότε, το επαναλαμβάνω και σήμερα. Δεν είχα καμία αξία. Όταν μου μεταφέρθηκε η απόφαση να στηρίξω τον Μάτσα, απάντησα ότι δεν θα υπάρχει πρόβλημα. Με λίγα λόγια θα του έδινα το δικαίωμα να παίρνει τις αποφάσεις.

Είπα στον Σπαντατσίνι (σ.σ. επικεφαλής των εθνικών ομάδων από το 1960 μέχρι το 1962) πως γνώριζα πολλά καλά ότι ο Μάτσα δεν είχε έρθει στη Χιλή για να ακούσει τις συμβουλές μου και επίσης ήξερα τη σχέση που είχε με τον Τζιουζέπε Πασκουάλε (σ.σ. πρόεδρος της ομοσπονδίας).

Δεν ήθελα να με «κάψω». Είπα στον γιατρό Ουμπέρτο Ανιέλι, ο οποίος μου εμπιστεύθηκε τις τύχες της εθνικής ομάδας, πως όταν ολοκληρωθεί το συμβόλαιό μου ότι θέλω να επιστρέψω στο πόστο του τεχνικού διευθυντή. Αυτό με θεωρούσα: έναν… ινστρούχτορα του Κοβερτσιάνο (σ.σ. εγκαταστάσεις της ιταλικής ομοσπονδίας) που είχε προωθηθεί προσωρινά στην εθνική. Στη Χιλή ο Μάτσα έκανε ό,τι ήθελε…».

«Κανείς δεν τον πλησίασε…»

Ο Τζιοβάνι Φεράρι, ο ένας εκ των δύο Ιταλών που συμμετείχαν στο Παγκόσμιο Κύπελλο τόσο ως παίκτες όσο και ως προπονητές (ο άλλος ήταν ο Τσέζαρε Μαλντίνι), έζησε ήρεμα τα 20 τελευταία χρόνια της ζωής του.

Το καλοκαίρι του 1982 έδωσε το «παρών» στην τελετή έναρξης του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Ισπανίας και εκμεταλλευόμενος την περίσταση κουβαλούσε μαζί του το πρώτο ποδοσφαιρικό του δελτίο που είχε εκδοθεί το 1921!

Μερικούς μήνες αργότερα, στις 2 Δεκεμβρίου, ο Φεράρι εγκατέλειψε τα εγκόσμια στο νοσοκομείο «Σαν Κάρλο» του Μιλάνου, εξαιτίας γαστρικής και οισοφαγικής αιμορραγίας που έβλαψαν την καρδιαγγειακή λειτουργία.

Η σύζυγος και η κόρη τους δεν μπορεί παρά να αισθάνθηκαν υπερήφανες με το γεγονός ότι το αθλητικό κέντρο της Αλεσάντρια και η αίθουσα Τύπου του Κοβερτσιάνο πήραν το όνομα του δικού τους ανθρώπου.

«Δεν είναι απλά ο κορυφαίος άσος της γενιάς του, αλλά εκείνος που διδάσκει σε όλους πώς είναι παίζεις για την ομάδα και όχι μόνο για τον εαυτό του. Από τεχνικής φύσεως είναι αυτοδημιούργητος. Πριν από τον Φεράρι ο έσω αριστερά ήταν ένας απλός παίκτης.

Όταν θα πει αντίο στο άθλημα, θα πάρει μαζί του το μυστικό του στυλ παιχνιδιού του. Κανείς δεν το έχει πλησιάσει μέχρι στιγμής, κανείς δεν το αξίζει», έγραφε το 1938 στο «Il Calcio Illustrato» o δημοσιογράφος Έτορε Μπέρα.

Τον ίδιο χρόνο ο πρώην Γάλλος ποδοσφαιριστής και μετέπειτα δημοσιογράφος Λουσιάν Γκαμπλέν ανέφερε στο «L’Auto»: «Πρόκειται πιθανότατα για τον κορυφαίο Ιταλό ποδοσφαιριστή της δεκαετίας. Άξιος διάδοχος του Μπαλοντσιέρι, εξαιρετικός στη στρατηγική, καλός τεχνίτης, νηφάλιος στο παιχνίδι του.

Κανείς δεν γνωρίζει καλύτερα από εκείνον πώς πρέπει να αρχίζει ή να εξελίσσεται μία επιθετική προσπάθεια. Κι αν το σουτ του δεν είναι ιδιαίτερα δυνατό, οπωσδήποτε δεν στερείται καθόλου στην ακρίβεια».

Αρκετοί ακόμη όπως ο δημοσιογράφος/συγγραφέας Τζιάνι Μπρέρα ή ο Άντζελο Ροβέλι έχουν εκφραστεί με τα καλύτερα λόγια για τον παίκτη Φεράρι, ενώ ο Έντσο Μπεαρζότ, ομοσπονδιακός τεχνικός της ομάδας που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982, τον είχε χαρακτηρίσει «καλό δάσκαλο».

Ίσως, όμως, το σημαντικότερο βραβείο του (το έλαβε από τη Γιουβέντους σε μορφή επαίνου εν έτει 1931) να ήταν εξωαγωνιστικό.

Σε ένα ματς πρωταθλήματος ο τότε 24χρονος Φεράρι είχε δεχθεί χαστούκι από αντίπαλο ποδοσφαιριστή. Δεν αντέδρασε καν και παρέδωσε ένα δωρεάν μάθημα ήθους προς όλους εκείνους που ο προβληματικός χαρακτήρας ή ακόμη και οι… εκατοντάδες παλμοί εν ώρα αγώνα τους ωθούν σε πράξεις βίας. Αυτός ήταν ο Τζιοβάνι Φεράρι.

Πηγή: Sport Ρετρό