Του Zastro
To «Reservoir Dogs», cult αριστούργημα του Κουέντιν Ταραντίνο, ξεκινάει με μια μακρά συζήτηση σε ένα τυπικό αμερικανικό μπαρ, ακριβώς το πρωινό που η συμμορία προετοιμάζει το επόμενο μεγάλο κόλπο.
Όταν έρχεται ο λογαριασμός, ο Mr Pink, συλλέγοντας τα χρήματα απ’ όλη την παρέα, εκφωνεί έναν από εκείνους τους μακροσκελείς μονολόγους που φυτρώνουν σε όλες τις ταινίες του Ταραντίνο και δεν έχουν απολύτως καμία σχέση με την πλοκή, αλλά δίνουν ξεκάθαρο στίγμα του χαρακτήρα. Ο Mr Pink αναλύει σε βάθος, εκθέτει επιχειρήματα, υποστηρίζει με σθένος για ποιους λόγους είναι λάθος να αφήνουμε φιλοδώρημα.
Σε μια παράλληλη πραγματικότητα, ο μυθικός Αντρέ Αγκάσι και ο προπονητής του, Μπραντ Γκίλμπερτ, κάθονται στο lounge του ξενοδοχείου τους στο Λονδίνο. Φορούν και οι δυο γυαλιά ηλίου για να κρύβεται το βλέμμα τους και να μασκαρεύεται η προσοχή τους.
Στοιχηματίζουν ψιθυριστά για το εάν και κατά πόσον έχει αφήσει φιλοδώρημα στον παρκαδόρο ο άνθρωπος που τους χαιρέτησε ψυχρά πριν πέντε λεπτά στο λόμπι, ο Πιτ Σάμπρας.
Ο Γκίλμπερτ, πιο υποψιασμένος και έμπειρος στην τσιγκουνιά του Σάμπρας, στοιχηματίζει ότι μετά βίας έχει αφήσει ένα δολάριο. Ο Αγκάσι σηκώνεται, πηγαίνει στην είσοδο και ρωτάει τον παρκαδόρο. Ο υπάλληλος ευγενικά αρνείται, κατόπιν πιεσμένος απαντά ότι του άφησε ένα δολάριο και μάλιστα τον παρακάλεσε να φροντίσει να το δώσει στον άνθρωπο ο οποίος πραγματικά του έφερε το αυτοκίνητο. Ο Αγκάσι επιστρέφει γελώντας, ο Γκίλμπερτ, πριν ο Αντρέ καθίσει στην πολυθρόνα, έχει βάλει το δάχτυλο στον κρόταφο και κομπάζει δικαιωμένος.
Στο τέλος του «Reservoir Dogs», o Mr Pink αποδεικνύεται ο πιο νουνεχής και λογικός χαρακτήρας απ’ όλους. Υπεραναλυτικός, χωρίς ρίσκα, λελογισμένα ακραίος, αν επιτρέπεται η νοηματική υπέρβαση. Ακριβώς ό,τι ήταν και ο Πιτ Σάμπρας.
Το περιστατικό με το φιλοδώρημα μπορεί να σκιαγραφήσει συμβολικά την ιδιοσυγκρασία του, η ουσία είναι ότι, όπως και ο ήρωας της ταραντινικής μυθοπλασίας, ο Σάμπρας εξέπεμπε πραγματισμό, ορθολογισμό, απόλυτη διαύγεια και πλήρη εστίαση στο στόχο. Ακόμα και εις βάρος της ανθρώπινης πλευράς του ή της δημόσιας εικόνας του.
Δεν άφηνε ποτέ τον εαυτό να αποσπαστεί από όλα όσα συνέβαιναν έξω από τα courts. Είχε έναν υπεράνθρωπο αυτοέλεγχο, μια πρωτοεμφανιζόμενη στοχοπροσήλωση και δεν τον αφορούσε ποτέ τι έκαναν το κοινό, οι κριτές, οι υπεύθυνοι του αγώνα. Καλά-καλά δεν τον επηρέαζαν τα mind games των αντιπάλων του και η πίεση του αγώνα. Δεν σπαταλούσε ενέργεια, δεν ξόδευε συναισθήματα, δεν έδινε σημασία στο παραμικρό εκτός των γραμμών. Ήταν σαν ρομπότ, σαν ένα μηχάνημα προγραμματισμένο να κρατάει τη ρακέτα και να χτυπά τη μπάλα.
Με την πάροδο των ετών, ίσως αυτό να έχει μείνει ως το κύριο χαρακτηριστικό του Σάμπρας. Περισσότερο από κάθε άλλον Πρωταθλητή συνέβαλε ο ίδιος στη δημιουργία μιας μονοδιάστατης εικόνας γύρω από τη φιγούρα του, παντελώς “στεγνής” και αδιάφορης.
Όσο χαρισματικός ήταν χτυπώντας τη μπάλα τόσο αδιάφορος ήταν σε όλο το υπόλοιπο κομμάτι.
Κι ας πάλευαν λυσσασμένα τα media να ξετρυπώσουν μυστικά του, στιγμές της ιδιωτικής ζωής του, στοιχεία του χαρακτήρα του. Παρά τα ασύλληπτα αποτελέσματά του και τις επιτυχίες του, όλο το περιτύλιγμα ήταν θολό, αθέατο, απρόσιτο.
Τυπικό βάδισμα με το κεφάλι κάτω, ελάχιστα λόγια με το ζόρι, καμία απολύτως ζέση για επικοινωνία και συμμετοχή στη βελτίωση της εικόνας του. Θαρρείς και έπρεπε να εστιάσουμε μόνο στο άσηπτο στυλ του, τις αθλητικές του ικανότητες, το απαράμιλλης ποιότητας σερβίς του. Αυτό ήταν εν τέλει το καλύτερο από τα προτερήματα στο παιχνίδι του, το σερβίς. Με αυτό “έκοβε” το παιχνίδι, δεν το άφηνε καν να ξεκινήσει. Με αυτό τσάκιζε την ψυχολογία και το πλάνο των αντιπάλων του.
«Μονοδιάστατος τενίστας», ισχυρίζονταν οι επικριτές του. «Κορυφαίος, μόνο από τη μια πλευρά του court και μόνο όταν είχε τη δυνατότητα να υψώσει το μπαλάκι στον αέρα». Αυτήν ακριβώς την αρετή εκτίμησαν οι ιστορικοί του μέλλοντος όμως αναλύοντας την επιρροή του Πιτ στο ίδιο το παιχνίδι και αυτή η τεχνική υπεροχή αναλύθηκε και αναλύεται από όλους τους σύγχρονους επίδοξους πρωταθλητές προκειμένου να κεφαλαιοποιήσουν τα αθλητικά τους προσόντα, την τεχνική τους επάρκεια, την τακτική τους αντίληψη.
Το σερβίς του Σάμπρας ήταν το βασικό μέσο, το ιερό εργαλείο για να παράγει διαδοχικά πλεονεκτήματα στο δικό του τένις. Με αυτόν τον τρόπο αύξανε την αυτοεκτίμησή του σε όλες τις φάσεις του παιχνιδιού, ισοπέδωνε τις αδυναμίες του και επέτρεπε να εντυπώνεται αυτή η μηχανική έκφραση στο γήπεδο που τόσο “ενοχλούσε”.
«Το σερβίς του ήταν όντως θανατηφόρο», θυμάται ο Αγκάσι. Και τρόπον τινά, αυτό πίεζε και το σερβίς του αντιπάλου, ο οποίος εκών άκων όφειλε να ακολουθήσει το ρυθμό. Ο Πιτ με αυτόν τον τρόπο κέρδιζε ανάσες, ήξερε πως, όταν σέρβιρε, αποκτούσε πόντους δίχως κόπο και προετοίμαζε τις γεμάτες επιθετικότητα και δύναμη απαντήσεις του, όταν άλλαζαν οι ρόλοι και έπρεπε να υποδεχτεί το σερβίς του αντιπάλου του. Ασκούσε ασφυκτική πίεση και σε αθλητικό και κυρίως σε ψυχολογικό επίπεδο αυτή η τακτική. Έμοιαζε αδύνατον να του σπάσεις το σερβίς, ενώ εκείνος περίμενε γρυλίζοντας για να τσακίσει το δικό σου.
Αυτή η τυπική δυναμική του Σάμπρας εκδηλώθηκε πλήρως στο θρυλικό Τελικό του Wimbledon το 1999, ενάντια -καλά μαντέψατε- στον Αγκάσι. Ο Αντρέ ήταν το φαβορί, αλλά έσπασε στην πίεση, έγινε θρύψαλα από την επίθεση του Σάμπρας. Πνίγηκε στη βιασύνη του να ακολουθήσει το ρυθμό, να αποδείξει ότι είναι καλύτερος του «πιο βαρετού τενίστα όλων των εποχών».
Έτσι έχει χαραχθεί στη συλλογική μνήμη ο Σάμπρας. Βαρετός, τετράγωνος, καθόλου εντυπωσιακός. Πόσα highlights να προκαλέσει ένας τύπος που συνήθιζε να “κλείνει” πόντους με ένα χτύπημα; Πόσα επιφωνήματα να γεννήσει ένας τενίστας με φλατ αντιδράσεις που ολοκλήρωνε διαδικαστικά τα games χωρίς την παραμικρή διάδραση με οποιονδήποτε άλλον σε ακτίνα χιλιομέτρων;
Το κοινό είχε μάθει στις πολύ βαθιές συναισθηματικές συνδέσεις εκείνη την εποχή. Και ο Μπέκερ και ο Ιβανίσεβιτς είχαν ως δυνατό ατού το σερβίς, αλλά ήταν πολύ εξωστρεφείς, εκδήλωναν συναισθήματα και αποκάλυπταν ακόμα και προσωπικές αδυναμίες και πτυχές της προσωπικής τους ζωής. Η ψυχρότητα του χαρακτήρα του Σάμπρας δυσκόλευε μέχρι και την πλήρη εκτίμηση του ανάλαφρου και εκλεπτυσμένου ταλέντου του. Σπάνια μνημονεύονται τα ντελικάτα βολέ του, η ιστορία έχει επικεντρωθεί στα εκρηκτικά smash και τα καρφιά του.
Για τον πιονιέρο του «τένις ισχύος», όπως ονομάστηκε μεταγενέστερα, είναι τεράστια η παρερμηνεία. Γιατί κρύβονται πίσω από το πέπλο των αδιάφορων συμπαρομαρτούντων η ταχύτητα, τα slides, η σημασία της εκρηκτικότητας και οι χειρουργικές εκτελέσεις μιας κλασσικής εποχής του τένις που τελεί υπό εξαφάνιση. Στη δεκαετία του ’90, η ταχύτητα των 190 χλμ την ώρα στην πρώτη και των 160 χλμ στη δεύτερη μπαλιά ήταν αποτέλεσμα πρωτίστως καθαρά εκτελεστικής τεχνικής και δευτερευόντως μυϊκής δύναμης. Ήταν πρωτοπόρος και σε αυτό, ο αθλητής που άνοιξε τις πύλες για το τένις των υπεραθλητών της χρυσής εποχής των τεσσάρων ιερών τεράτων.
Πάντοτε υπήρχε μια έλλειψη καθολικής διάστασης στην εκτίμηση του παιχνιδιού του «Ελληνοαμερικανού» τενίστα, όπως μάθαμε να τον αποκαλούμε. Στην πραγματικότητα είναι τρίτης γενιάς ομογενής και ουδέποτε διαφήμισε ή εκμεταλλεύτηκε την καταγωγή του. Δεν την έκρυψε ποτέ, δεν τη χρησιμοποίησε όμως και ποτέ. Κάνοντας έναν αλληγορικό παραλληλισμό, το τένις του Πιτ ενείχε στοιχεία του κλασσικισμού της Ελλάδας και της νεωτερικότητας των Ηνωμένων Πολιτειών. Είχε όμως την ατυχία να εκφραστεί σε μια εποχή μεταβατική, δυσνόητη κυρίως λόγω της ενίοτε ανέκφραστης κυριαρχίας της.
Πιθανότατα πολλά χρόνια αργότερα, όταν γίνει μια ιστορική επανεκτίμηση να καταστούν σαφείς όχι οι συγκεκριμένες δυνατότητές του στο γήπεδο αλλά αυτό που άφησε πραγματικά στο σπορ. Ακόμη ζούμε στο limbo της εποχής Σάμπρας, στο κενό μεταξύ της αναγνώρισης του κορυφαίου ταλέντου του και της αμίμητης τεχνικής του. Πολυτελή χτυπήματα, με εξαιρετική συμμετοχή του καρπού και τρομερή εφαρμογή τεχνικών χαρακτηριστικών. Παράγοντες παραμελημένοι και αόριστα θαμμένοι κάτω από την έξαρση του αθλητικού ταλέντου του.
Η πραγματική καινοτομία που έφερε στο τένις, η αληθινή παρακαταθήκη του, είναι η εξέλιξη του επιθετικού παιχνιδιού, το “συστηματικό” σερβίς, το “μηχανικό” βολέ, τα πλέον κορεσμένα από τεχνικές λύσεις χτυπήματα στο τένις. Το “έγκλημά” του, η κηλίδα του μύθου του, είναι η ένδεια της οποιασδήποτε χαρισματικής ή συναισθηματικής χροιάς στο στυλ του.
Αφήνουμε στην άκρη τον Αγκάσι που είχε και εξωπραγματικό γκελ στα media. Ακόμα και ο Κούριερ έδειχνε “ανθρώπινος”, τρωτός, συναισθηματικός. Συμπατριώτες και συνομήλικοι του Σάμπρας αμφότεροι, και κορυφαίοι τενίστες. Κανένας εκ των δυο δεν εξέλιξε το κλασσικό στυλ στο τελευταίο δυνατό στάδιο όπως ο Σάμπρας.
Η στιβαρότητα και η επαναληψιμότητα του παιχνιδιού του συνοδεύονταν με τρόπο αόρατο και παράδοξο από την τεχνική και τακτική του πολυχρηστικότητα. Γι’ αυτό παραμένει στο κενό η κληρονομιά του Πιτ, γι’ αυτό δεν κατατάσσεται ούτε ανάμεσα στους λατρεμένους πρωταθλητές με το κλασσικό ταλέντο, όπως ο Μάκενρο, ο Έντμπεργκ, ο Μπέκερ, ο Ράφτερ και ο Φέντερερ, ούτε στους εκσυγχρονιστές επαναστάτες με τις ανθρώπινες αδυναμίες και το τένις ενστίκτου, όπως ο Μποργκ, ο Κόνορς, ο Βιλάντερ, ο Λεντλ, ο Αγκάσι, ο Ναδάλ και ο Τζόκοβιτς.
Ο Σάμπρας είναι ακριβώς στη μέση. Ολομόναχος, μοναχικός, δίχως πρότυπα και παραδείγματα δίπλα στην εικόνα του. Χρειάζεται τεράστια ψυχική διαχείριση και αυτό, είναι μέρος της συνειδητοποίησης ενός μεγαλείου πολύ μπροστά από την εποχή του, το οποίο είναι αδύνατον να διαχειριστεί το παρόν και το άμεσο μέλλον. Το avantguard τένις δεν έχει την παραμικρή διασύνδεση με ταύτιση του κοινού. Μονάχα κάπου βαθιά, πολύ υπόκωφα, υποκρύπτει μια ανομολόγητη προσμονή του μέλλοντος.
Το μέλλον όμως σιγά-σιγά αποκαλύπτεται και καταδεικνύει τις ιστορικές καινοτομίες. Ο Σάμπρας ανέπτυξε ένα τόσο καταστροφικό σερβίς για τον αντίπαλο, που έφερε ένα συγκεκριμένο είδος τένις στο όριο της βιωσιμότητάς του. Δεν εξελίχθηκε το σερβίς, δεν υπάρχει κάποιο κομμάτι να εξελιχθεί. Εμπλουτίστηκε όμως με τα καλύτερα χαρακτηριστικά κάθε ειδικού που είχε εμφανιστεί στο σπορ μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Ο Σάμπρας έσπασε το καλούπι ενός νεκρού τομέα, χωρίς να εφεύρει απολύτως τίποτα. Εκεί έγκειται η μεγαλοφυής του προσέγγιση, στην εκμετάλλευση μια γνωστής τακτικής λύσης στα πιο ακραία όρια των φυσικών της δυνατοτήτων.
Φέρτε στο νου τον Ρότζερ Φέντερερ. Ο πολυαγαπημένος Ελβετός δεν αντιπροσωπεύει κάποιο ιστορικό σημείο καμπής στο τένις κι όμως αποτελεί ένα από τα πιο επιτυχημένα μοντέλα του. Γιατί “μίλησε” στην ψυχή του κοινού, ξανάφερε το κλασσικό σε έναν κόσμο που έτρεχε μια χίλια. Κι ο Ρότζερ “αναχρονιστικός” θεωρείται, με τη διαφορά ότι η δική του ερμηνεία ακουμπάει ανάλαφρα το αθλητικό και το ανθρώπινο επίπεδο, οδηγώντας το χαρακτήρα στο υψηλότερο διανοητικό επίπεδο του τένις. Στα δάκρυα και τις χαμένες ευκαιρίες του Ρότζερ εστιάζει το κοινό, αυτά έχτισαν το μύθο του και αυτά θα αφηγούμαστε στα παιδιά μας.
Είναι εντελώς αντιφατικά αυτά, μιλάμε για υπεραθλητές του υψηλότατου επιπέδου, οι οποίοι κινούνται στο πολύ λεπτό όριο του ανθρώπινου και του ημιθείου. Ο Σάμπρας ακόμα κι εκεί είχε τον υψηλότερο πνευματικό έλεγχο. Σε όλες του τις εκφάνσεις ήταν πιο άκαμπτος, πιο βαρύς, πιο απόμακρος. Γιατί το κύριο μέλημα ήταν και παρέμενε η προσέγγιση του απόλυτου. Στην ταχύτητα του χτυπήματος, στην στάση των ποδιών και του δεξιού ώμου, με τα οποία “έκλεινε” την κίνηση με έναν συγχρονισμό που όμοιό του δεν ξανάδαμε έκτοτε. Ένα είδος αυτοσχέδιας μηχανικής ακρίβειας, μια δεξιοτεχνία αυτοελέγχου, τόσο ελαφριά και ανεπαίσθητη που κατέληξε μοναδική στην ιστορία του σπορ.
Λυγισμένη πλάτη στο όριο του πόνου, ούτως ώστε να μην χάνεται η οπτική επαφή με το αριστερό μάτι, ταλάντωση προς τα πίσω και έκρηξη. Μια βίαιη διαδικασία που πάντα άφηνε την εντύπωση μιας μαζικής παραγωγής, που έμοιαζε σχεδόν με γραμμή συναρμολόγησης. Γι’ αυτό φαινόταν “στεγνός”, γι’ αυτό ήταν “βαρετός”, επειδή έπρεπε να παραμείνει 100% συγκεντρωμένος στην προσέγγιση του απόλυτου, στη δοκιμασία των ορίων του ίδιου του εαυτού του, και σωματικά και ψυχολογικά.
Επί της ουσίας, στη βάση των αρχών και των αξιωμάτων του τένις του Σάμπρας μπήκε στη νέα χιλιετία το τένις. Έτσι ξεπήδησαν όλοι αυτοί οι εξωγήινοι αθλητές του σήμερα. Απομένει μόνο να αποκρυπτογραφήσουν και τη δημιουργική πλευρά του παιχνιδιού τους. Το “απάνθρωπο” το κάλυψε ο Σάμπρας, ανατρέποντας θεμελιώδεις σταθερές δεκαετιών. Δεν αρκεί το ταλέντο για το υψηλότατο επίπεδο. Δεν αρκούν τα τετριμμένα περί θυσιών, πνευματικής και ψυχολογικής προετοιμασίας. Χρειάζονται και επίπονες αλλαγές του ίδιου του χαρακτήρα, πόλεμος με τα ένστικτα και την αξιοπιστία του ίδιου του εαυτού.
Προσοχή, για το σύγχρονο τένις ο Σάμπρας θα ήταν σήμερα “μέσου αναστήματος”, πολύ δύσκολο να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις. Κι όμως, η ιδιοσυγκρασία και η διαδρομή του καταδεικνύουν ότι θα επιτίθετο δίχως αύριο. Εξ αιτίας του προέκυψαν τα sweet spots, γι’ αυτόν άλλαξαν τα μεγέθη στις χορδές της ρακέτας, από την επανάστασή του προήλθαν οι προσπάθειες επιβράδυνσης των τερέν και οι αλλαγές στο μπαλάκι.
Έπρεπε με κάποιον τρόπο να διασφαλιστεί η αρμονία, να μην πάψει το άθλημα να είναι (και) σόου. «Τον αντίπαλο τον έκρινα πάντοτε με βάση το δεύτερο σερβίς του. Εκείνο στο οποίο παιζόταν ο πόντος», είπε κάποτε ο ίδιος. Δεν είναι ποτέ το ίδιο ένας άσσος στην πρώτη προσπάθεια με έναν βουτηγμένο στο ρίσκο. Ένα κλάσμα δευτερολέπτου, ένα θρόισμα του αέρα, ένα νανοθραύσμα μετάλλου, οτιδήποτε μπορεί να επηρεάσει το χτύπημα. Το μυστικό είναι στην αυτοπεποίθηση, στην πίστη ότι το σώμα θα υπακούσει στις επιταγές του νου και θα ανταπεξέλθει υπό τρομακτική πίεση.
Μέχρι την εποχή των γιγάντων, κανένας στην ιστορία του τένις δεν είχε κατορθώσει να λειτουργήσει υπό τόσο υψηλή πίεση. Μόνο ο Πιτ Σάμπρας. Δεν ήταν η εμπιστοσύνη στον εαυτό του, η πίστη στην “επαναληπτικότητα” της κίνησης. Είναι το υπολογισμένο θάρρος στα όρια του θράσους, η ανθρώπινη υπέρβαση.
Κάποτε στο γύρο των «16» του Wimbledon, ενάντια στον ίδιο τον Φέντερερ, το “καινούριο” που ερχόταν να τα σαρώσει όλα, ο Πιτ, σέρβιρε ένα δεύτερο σερβίς με 194 χλμ την ώρα στο 5-5 του tie break. Κέρδισε τον πόντο, ο Ρότζερ απορούσε. Την τελευταία του ημέρα στα courts, σε εκείνον τον Τελικό του 2002 στο US Open, μέτρησε 35 άσσους, τους πέντε στο δεύτερο σερβίς. Ο Αγκάσι, αντίπαλός του και σε εκείνον τον Τελικό, δεν έχει ξεχάσει ποτέ εκείνη την ημέρα. Όταν ολοκληρώθηκε εκείνο το ματς, ένα τεράστιο επιφώνημα φθοράς βγήκε από την ψυχή του Αντρέ και μια πελώρια ανακούφιση από την Ομοσπονδία.
Σταμάτησε ο μεγαλύτερος φόβος της θεαματικότητας για το τένις του μέλλοντος, ο άνθρωπος που συνέτριψε το κλασσικό παιχνίδι και το έστειλε για πάντα στη λήθη της ιστορίας. Μεγάλη ειρωνεία… Η απόσυρση του Πιτ σηματοδότησε και τη σπουδαιότερη εποχή μετάβασης και αμφιβολίας για ένα ολόκληρο σπορ. Αυτό δημιούργησε εν τέλει ο Σάμπρας, ένα από τα μεγαλύτερα παράδοξα στην ιστορία, παραδίδοντάς της ένα απεριόριστο ταλέντο γεμάτο μονοτονία.
Πάντοτε η νίκη και η απόλυτη επιβολή θα είναι μόνο η μία όψη του νομίσματος στον αθλητισμό και συχνά θα ηττάται από τους ήρωες που γεννούν συναισθήματα και χτυπούν τη συλλογική φαντασία.
Το κέρμα του Πιτ Σάμπρας στέκεται όρθιο, αταλάνευτο στο πέρασμα των χρόνων και τη φρενίτιδα των εποχών. Ποτέ δεν είναι βαρετό ένα όρθιο κέρμα. Είναι ατραξιόν, συνάμα όμως φοβίζει, γιατί επισημαίνει ότι στη ζωή και στη διαδρομή του καθενός θα υπάρχει και το αδύνατο-δυνατό.
Πηγή: Athletes’ Stories