Του Αλέξη Σπυρόπουλου
Ο Φαν ‘τ Σχιπ, λιγότερο με όσους κάλεσε αυτή τη φορά, περισσότερο με όσους δεν κάλεσε, φαίνεται πως έκανε ένα βήμα. Από τα (πάρα) πολλά, που έχει μπροστά να κάνει. Αλλά πάντοτε, δεν γίνεται αλλιώς, ξεκινάς απ’ το πρώτο. Το πρώτο βήμα του Φαν ‘τ Σχιπ είναι, θα πρέπει ν’ αναγνωρίσει κανείς, γενναίο.
Ένα μήνα πίσω, εδώ υπενθυμίσαμε τι είχε κάνει για πρώτο βήμα σε παρόμοια συγκυρία ο Ρέχαγκελ. Ηθελε guts τότε, ή άγνοια κινδύνου, για να κλωτσήσεις κώλους σαν του Γεωργάτου, του Ζήκου, του Μαχλά, του Κωνσταντινίδη, του Ελευθερόπουλου. Ο Γερμανός, αποδείχθηκε πως τα είχε. Και τα δύο! Ο Ολλανδός τώρα, μας βάζει να σκεφτούμε ότι ενδεχομένως τα έχει και αυτός.
Οι κλήσεις δεν είναι, ακριβώς, συνταρακτικές. Από τους «25» για τα ματς που έρχονται, ο μοναδικός που δεν είχε κληθεί ποτέ είναι ο Χατζηδιάκος και ο μοναδικός που (κλήθηκε στο παρελθόν, όμως) δεν έχει παίξει ποτέ είναι ο Διούδης, τελεία. Στην πραγματικότητα το «πλάνο Κατάρ» (ενόψει 2022), ο νεολογισμός που ο Φαν ‘τ Σχιπ εισήγαγε, έχει μόνον ολίγη σχέση με ηλικίες.
Ο Σιόβας που συνεχίζει, είναι της ιδίας τάξεως (του 1988) με τον Παπασταθόπουλο που δεν κλήθηκε. Ο Λαμπρόπουλος (1990) που κλήθηκε, είναι ένα χρόνο μεγαλύτερος από τον Μανωλά (1991) που μένει πίσω. Ο δε Τοροσίδης (1985) είναι ιδιαίτερη περίπτωση. Ο,τι ήταν να δώσει το έδωσε, ξεπέρασε τις 100 συμμετοχές, έπαιξε σε δύο Ευρωπαϊκά και σε δύο Παγκόσμια, έβαλε το γκολ της πρώτης νίκης της Ελλάδας σε αγώνα Μουντιάλ, κανείς αμυντικός σε 90 χρόνια Εθνικής δεν σκόραρε (δίχως να εκτελεί, καν, στημένα) πιο πολύ από εκείνον, έχει πει ότι μάλλον αποσύρεται το καλοκαίρι, επιβάλλεται να τιμηθεί. Όχι για λόγους ευγένειας, προς τον ίδιον. Για λόγους ουσίας. Σαν ένα παράδειγμα, να το δουν στην ομήγυρη.
Το κλειδί λοιπόν, δεν είναι η ηλικία. Είναι αυτό που επισήμανε σε μια αποστροφή της δήλωσής του, ο Φαν ‘τ Σχιπ. Η εμπέδωση, διαφορετικής προσέγγισης/νοοτροπίας. Να ξεκινήσουμε απ’ το να γίνει ξανά το μαγαζί, τουλάχιστον σοβαρό. Ενδεικτικά. Ο Λαμπρόπουλος όταν παίξει, θα είναι η τρίτη συμμετοχή του στην Εθνική με τρεις διαφορετικούς προπονητές/ασίσταντ/διευθυντές. Εκανε ντεμπούτο τον Μάιο του 2018 υπό το σχήμα Σκίμπε/Τσάνας/Βρύζας, έξι μήνες αργότερα έγραψε το δεύτερο παιγνίδι του με Αναστασιάδη/Γιαννακόπουλο/Μπασινά, τώρα, σχεδόν ένα χρόνο μετά, θα (ξανα)παίξει με Φαν ‘τ Σχιπ/Βίντερ/Φύσσα. Και δεν είναι, ο Λαμπρόπουλος, το μοναδικό παράδειγμα. Είναι ένα, από αρκετά. Προφανώς δεν είναι σοβαρό, όλο αυτό, στα μάτια εκείνων που πρωτίστως μας ενδιαφέρει να είναι. Των ποδοσφαιριστών.
Ο Τοροσίδης, ο Μανωλάς, ο Παπασταθόπουλος, ο Σάμαρης, ο Μήτρογλου, στην καριέρα τους σε συλλόγους κατάφεραν σπουδαία, έως ανήκουστα για Ελληνα ποδοσφαιριστή, πράγματα. Κατά τούτο, δεν υστέρησαν έναντι του Ζαγοράκη, του Δέλλα, του Καραγκούνη, του Κατσουράνη. Ορισμένοι δε, κυρίως αναφέρομαι στους δύο σέντερ-μπακ, τους ξεπέρασαν οπωσδήποτε. Ολοι όμως, έκαστος κατά το μέρος που του αναλογούσε, απέτυχαν ως leaders of the group. Δεν το είχαν, το να ηγούνται μες στ’ αποδυτήρια. Δεν είναι κακό.
Αυτή τη στιγμή η Εθνική είναι ένα γκρουπ, ορφανό από εν δυνάμει λίντερ. Φερνάντο Σάντος πρόλαβαν (από τους «25» της λίστας) μονάχα ο Φετφατζίδης, ο Σταφυλίδης, ο Σιόβας. Τρεις. Οτο, εννοείται, κανείς! Επίσης, κανείς στους «25» που θα ταξιδέψουν στη Ρώμη, δεν έχει περισσότερες από 27 συμμετοχές. Θα χρειαστεί να περιμένουμε, λίγο. Ο επόμενος που θα δοκιμαστεί ως λίντερ, όχι κατ’ απονομήν ούτε «με την επετηρίδα», μόνον επειδή έτσι το φέρνει η ίδια η ροή της ζωής, είναι ο Φορτούνης. Σ’ αυτόν πέφτει πλέον, το χρέος να κάνει το step-up. Είναι παικτάρα, αναμφισβήτητα. Επιπλέον όμως, πρέπει και να πείσει πως «το έχει».
Πηγή: Sport DNA