Του Νίκου Παπαδογιάννη
Eάν αναρωτιέσαι, «για ποιο λόγο άργησε τόσο η Μπεκατώρου να προχωρήσει σε καταγγελίες», βρες τον πλησιέστερο καθρέφτη και ρίξε μία προσεκτική ματιά. Ο λόγος είσαι εσύ.
Η ευκολότερη απάντηση έρχεται μέσα από τα στατιστικά του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και άλλων ανθρωπιστικών οργανώσεων.
Το 56% με 82% των καταγγελιών βιασμού αποσύρονται στο στάδιο της ανάκρισης. Οι μισές περίπου γυναίκες χαρακτρίζουν τη διαδικασία ταπεινωτική και τραυματική.
Μετά το τέλος της δοκιμασίας, το 87% δηλώνει ότι υποφέρει από έλλειψη αυτοσεβασμού, ή, για να χρησιμοποιήσω τα λόγια της Μπεκατώρου, «χάνει την αγάπη για τον εαυτό του».
Το 71% παρατηρεί συμπτώματα κατάθλιψης. Το 80% δεν έχει πια διάθεση να ζητήσει βοήθεια.
Η διαδικασία διερεύνησης χαρακτηρίζεται ευρέως ως «δεύτερος βιασμός» της παθούσης. Θυματοποίηση του θύματος.
Επειδή «φερόταν προκλητικά».
Επειδή «φορούσε τακούνια και αποκαλυπτικά φορέματα».
Επειδή «κουνούσε το κωλαράκι της».
Επειδή «μπεκρούλιαζε με άντρες».
Επειδή «ήταν πουτανάκι, μωρέ».
Επειδή «τις ξέρουμε αυτές, έτσι κάνουν όλες…».
Τα παραπάνω στατιστικά αφορούν κυρίως τις ΗΠΑ, μία χώρα ακραία συντηρητική, αλλά και με θεσμούς που λειτουργούν, παρεμποδίζοντας τον εκφυλισμό.
Ο Τζόνι από την Αριζόνα μπορεί να ψηφίζει Τραμπ και να ομνύει στο αναχρονιστικό τρίπτυχο πατρίς-θρησκεία-οικογένεια, αλλά ξέρει ότι θα μπλεχτεί στα γρανάζια της δικαιοσύνης, εάν υπερβεί τα εσκαμμένα.
Στην Ελλάδα, που σκουντουφλάει μέσα στους αιώνες ποτισμένη με ψωροπερήφανη εθνικοφροσύνη και καντάρια χυδαιότητας, οι δείκτες του αίσχους δεν μπορεί παρά να πολλαπλασιάζονται.
Πόσες ελπίδες έχει μία Ελληνίδα Μπεκατώρου να βγει αλώβητη από μία τέτοια δοκιμασία, ακροβατώντας στα νύχια των αρπακτικών;
Στον τόπο όπου η θυματοποίηση του θύματος είναι καθεστώς ακόμα και σε περιπτώσεις ειδεχθέστερων εγκλημάτων, χρειάζεται πολλαπλάσιο θάρρος για να βγει κάποιος από την ντουλάπα της ντροπής.
Ελάτε δα, που δεν καταλαβαίνετε. «Τι δουλειά είχε ο Γρηγορόπουλος στα Εξάρχεια;» «Ας μην έγραφε προκλητικούς στίχους ο Φύσσας». «Ο Ζακ ήταν πρεζόνι και κλεφτρόνι».
Ο κοινωνικός παρονομαστής της σύγχρονης Ελλάδας είναι: «Καλά να πάθει». «Ας πρόσεχε». «Ας μη φύτρωνε εκεί που δεν τον σπέρνουν».
Στον θύτη, αναγνωρίζουμε όχι ελαφρυντικά, αλλά τεκμήριο ασυδοσίας, ιδίως όταν το θύμα ανήκει σε κάποιου είδους «ευπαθή ομάδα».
Μόνο όταν βλέπουμε σκούρο δέρμα μας πιάνει η ευαισθησία και τραβάμε το σπαθί από το ζωνάρι. Όλοι οι άντρακλες είμαστε ίσοι, αλλά όχι δα οι Πακιστανοί.
Στον άνδρα τον Έλληνα τον πολλά βαρύ, τον πρόστυχο, το κυρίαρχο αρσενικό, τον γαμάω της οικογένειας και της κοινωνίας, επιτρέπονται τα πάντα, από χειροδικία μέχρι ασέλγεια, από κακοποίηση μέχρι εγκατέλειψη, από εκβιασμό μέχρι βιασμό.
Η ξενοφοβία με τα ανδρογόνα μας, η πατριαρχία με τη λευκή υπεροχή, η αστυνομοκρατία με τον νόμο των νοικοκυραίων, η τηλεοπτική αποχαύνωση με την πολιτική αποβλάκωση: στη διψασμένη για σπέρμα Ελλάδα του 2021 όλα μπερδεύονται γλυκά μέσα στον χυλό της αμορφωσιάς.
Και μας γυρίζουν πίσω στον Μεσαίωνα, ολοταχώς, με σημαίες, ταμπούρλα και διθυραμβικά εμβατήρια για τα διακοσάχρονα του υπερήφανου έθνους.
Η γυναίκα; «Ας μιλούσε έγκαιρα». Λες και πρόκειται για κάποιου είδους ταμείο ειλικρίνειας, όπου δεν αναγνωρίζεται λάθος μετά την απομάκρυνση.
Η Σοφία Μπεκατώρου βρέθηκε αντιμέτωπη με το τέρας δύο φορές. Μία όταν ασέλγησε εναντίον της ο καταγγελλόμενος άνδρας, που λέει ο λόγος άνδρας, και μία όταν η ίδια βρήκε το κουράγιο να νικήσει τους δαίμονες της σιωπής.
Τα αδηφάγα «μέσα κοινωνικής δικτύωσης» απειλούν να την καταπιούν ζωντανή, με θηλυκές ερινύες σε ρόλο μπροστάρισσας, επειδή επέτρεψε στη χίμαιρα να της τρώει τα σωθικά επί δύο δεκαετίες.
Επειδή δεν μίλησε όταν το ρούχο της ήταν ακόμα μουσκεμένο από τα σάλια και από τα χύσια του επίδοξου βιαστή.
Αντί να εκφράσουμε αμέριστη ευγνωμοσύνη στη γυναίκα που γέννησε το θάρρος για να μιλήσει ανοιχτά, αφήνουμε τον κυρ Παντελή και την κυρά Μαριγώ να της κρεμάνε κουδούνια, με τα αλλήθωρα μάτια τους ερμητικά στεγανοποιημένα από παρωπίδες.
Το βήμα της Μπεκατώρου είναι νομικά μετέωρο και αυτό καθιστά την τολμηρή πράξη της ακόμα πιο αξιέπαινη.
Η Ολυμπιονίκης αποφάσισε να αποκαλύψει την πληγή της, μολονότι ξέρει ότι ο δράστης θα μείνει ατιμώρητος, ένεκα παραγραφής.
Δεν την πτόησε το μάταιο του πράγματος. Διότι, απλούστατα, δεν είναι μάταιο.
Η Μπεκατώρου κινδυνεύει ακόμα και να μπλέξει άσχημα, εάν ο καταγγελλόμενος περάσει στην αντεπίθεση επικαλούμενος «συκοφαντική δυσφήμιση».
Είναι χρυσή Ολυμπιονίκης. Θα την πιστέψουν. Ή μήπως όχι; Ή μήπως θα βάλουμε αυτήν στη φυλακή;
Το μοναδικό κέρδος, πέρα από την προσωπική κάθαρση της Σοφίας, είναι ο πιθανός εντοπισμός άλλων βιαστών, από άλλους χώρους ή και από τον ίδιο.
Το κακομούτσουνο θηρίο έχει τώρα πρόσωπο. Και ας είναι πολυπρόσωπο.
Η Μπεκατώρου μίλησε για λογαριασμό όχι της Σοφίας, αλλά της κάθε Σοφίας που διστάζει να ανοίξει το στόμα της.
Ψεύδεται ψεύδος οικτρό, όποιος ισχυριστεί ότι δεν έχει ζήσει στον στενό του περίγυρο υποθέσεις έμφυλης βίας. Ελάτε τώρα, μεταξύ μας μιλάμε, μη κάνετε το κορόιδο.
Εάν η στατιστική σας φαίνεται ψυχρή και απρόσωπη, ζυγίστε τη διαφορετικά.
Μαζέψτε στην τύχη δέκα γυναίκες από τον δρόμο, από το σούπερ μάρκετ ή από το κομμωτήριο και θα βρείτε στην ετερόκλητη παρέα τουλάχιστον δύο ή τρία θύματα κακοποίησης.
Είτε σας αρέσει είτε όχι, που καμιά φορά σας αρέσει διότι είναι δικά σας τα ίχνη στο κορμί τους, στις δέκα θα περιλαμβάνονται η μάνα σας, η αδελφή σας, η σύζυγος και η κόρη σας.
Και θα το έχουν κρατήσει, όλες, μυστικό. Διότι φοβούνται τον δράστη και το δίχτυ προστασίας που τον περιβάλλει.
Για τη σιωπή της Μπεκατώρου ευθύνεται όχι η ίδια η Σοφία, αλλά ο Παντελής της διπλανής πόρτας, που κοιτάζει μόνο τη δουλίτσα του, ίσως επειδή έχει και δαύτος τη φωλιά του λερωμένη.
Λογής λογής πλυντήρια περιμένουν φορτωμένα με μπλε και πράσινους κόκκους για να τον εξαγνίσουν.
Εκεί ποντάρει, άλλωστε, ο κακοποιός. Η ασυδοσία πηγάζει όχι μόνο από την έλλειψη ευθύνης, αλλά και από την πεποίθηση της ατιμωρησίας.
Πώς να αγγίξει ο πέλεκυς όποιον έχει τη δύναμη να φωτογραφίζεται δίπλα στον πρωθυπουργό της χώρας -όπως αυτός ο Αδαμόπουλος- ή έχει το πουγγί γεμάτο γρόσια ή φοράει ράσο μαύρο σαν το έρεβος ή φέρνει παιχταράδες για την ομαδάρα μας;
Η Μπεκατώρου μπορεί να αφιέρωσε τη ζωή της στο αθλητικό κλέος για λογαριασμό μίας χρεοκοπημένης σε όλα τα επίπεδα χώρας, αλλά στα μάτια των νοικοκυραίων δεν είναι παρά μία ξετσίπωτη τσαπερδόνα που κουνούσε την ουρίτσα της.
Ένας θύτης, απέναντι στον εαυτό της και στην απαρχαιωμένη ηθική της σκοτεινής μας κρεβατοκάμαρας.
Εσύ που τσιμογελάς πονηρά στη γαλαρία, διότι, παραδέξου το, το ίδιο σκέφτηκες δα και ελόγου σου, κακώς σφυρίζεις αδιάφορα. Μη κοιτάζεις αλλού, δήθεν αδιάφορος. Ο Παντελής με τ’ όνομα είσαι εσύ.
Πηγή: Gazzetta