Του Νίκου Παπαδογιάννη
Το καλύτερο που βρίσκω να πω για το Κύπελλο Ελλάδας και για τους φοβερούς τελικούς του, είναι ότι φαίνονται υπέροχοι, όταν τους βλέπεις στο καθρεφτάκι να απομακρύνονται. Κάτι σαν την Αθήνα, ένα πράγμα. Όσο πιο μακριά, τόσο πιο καλά. Όσο πιο παλιά, τόσο πιο ωραία.
Αν χρησιμεύει σε κάτι το ρημάδι το Κύπελλο, είναι για να μας υπενθυμίζει πόσο πίσω έχουμε μείνει από την κανονική φίλαθλη Ευρώπη και πόσο γοργά κάνουμε τα βήματα προς τα πίσω.
Στην Ισπανία, στην Ιταλία, στη «μοβόρα» Τουρκία και αλλού, γίνεται αυτές τις μέρες final-8, με οπαδούς όλων των ομάδων και συμμετοχή συλλόγων που συνοδεύονται από ποδοσφαιρόφιλο κοινό και διακεκαυμένες αντιπαλότητες.
Πουθενά, όμως, δεν γίνεται τελικός με ορδές αστυνομικών, νεκρές ζώνες, καπνογόνα, χούλιγκανς και φόβο εκτρόπων σε ολόκληρη την πόλη που τον φιλοξενεί.
Μοναδική εξαίρεση που μπορώ να σκεφτώ είναι η Σερβία, με το αιώνιο μίσος μεταξύ Ερυθρού Αστέρα και Παρτίζαν. Ούνα φάτσα, ούνα ράτσα.
Εδώ και 9 μήνες σκέφτομαι ότι κυοφορείται final-4 με ελληνική ομάδα στο Βελιγράδι και φτύνω στον κόρφο μου…
Εάν ο φετινός τελικός του Κυπέλλου γινόταν σε γήπεδο του Λεκανοπεδίου με «ελεύθερη» πρόσβαση στους εκατέρωθεν κάφρους και δίχως δρακόντεια μέτρα, θα είχαμε ασφαλώς αιματοχυσία και παγκόσμιο ρεζιλίκι σαν εκείνο του ποδοσφαιρικού ΑΕΚ-ΠΑΟΚ πέρυσι στο Βόλο.
Στο μπάσκετ βέβαια είμαστε πιο προχωρημένοι και βρίσκουμε τρόπους να ντριμπλάρουμε επιδέξια ή και αδέξια τους ψευτοδράκοντες με τα κράνη.
Τα θυμάστε τα θλιβερά επεισόδια της Γλυφάδας, με τους μαχαιροβγάλτες που σουλατσάριζαν ανενόχλητοι –και τελικά ατιμώρητοι- στο παρκέ ενός γηπέδου γεμάτου ΜΑΤατζήδες;
Εγώ τα θυμάμαι, διότι εκείνο το βράδυ αποφάσισα να μη ξαναπατήσω ποτέ σε ελληνικό γήπεδο, εάν δεν είναι απολύτως επιβεβλημένη από το επαγγελματικό καθήκον η παρουσία μου. Τήρησα κατά γράμμα την υπόσχεσή μου και δεν σκοπεύω να αλλάξω ρότα.
Πριν από μία εβδομάδα, ωστόσο, ήμουν στο καυτό Τότεναμ-Άρσεναλ και έβγαζα αναμνηστικές φωτογραφίες με έναν σημαιοφόρο οπαδό των φιλοξενούμενων, ο οποίος κυκλοφορούσε με τα λάβαρά του ανάμεσα σε εμάς, τους φίλους των «σπιρουνιών»!
Εάν ήταν σε ελληνικό γήπεδο, θα έτρωγε το ξύλο της αρκούδας και θα κατέληγε στο νοσοκομείο. Μέσα σε πέντε μαρτυρικά λεπτά.
Υπάρχουν τρόποι, για να προστατευτεί κάπως το προϊόν και να προσφέρει διαφήμιση αντί για βδελυγμία.
Μία πρόταση που θα μπορούσε να αλλάξει τα δεδομένα και να μετατρέψει τον τελικό σε γιορτή είναι η διεξαγωγή του εκτός Ελλάδας, σε τόπο με πολλούς, διψασμένους για γαλανόλευκες πινελιές, ξενιτεμένους συμπατριώτες: Αμερική, Αυστραλία, Γερμανία, Καναδά.
Ασφαλώς θα είναι μία ομολογία αποτυχίας, αλλά μόνο αιθεροβάμων μπορεί να την αρνηθεί, την αποτυχία.
Bρισκόμαστε πια στο τέλος του δρόμου, αντιμέτωποι με τον τοίχο. Το χάσαμε που το χάσαμε το παιχνίδι, της κοσμιότητας και του πολιτισμού, ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον να μαζέψουμε τα συντρίμμια και να τοποθετήσουμε ένα καινούριο θεμέλιο.
Ποιος κερδίζει, τι ακριβώς, από την ετήσια ξεφτίλα του τελικού Κυπέλλου; Ακόμα και οι ομάδες που σηκώνουν το τρόπαιο το ξεχνούν το επόμενο πρωί, μόλις στεγνώσει η μπαγιάτικη σαμπάνια του μπουζουξίδικου.
Η κατάκτηση ενός τίτλου θα ήταν χρήσιμη για το θυμικό και για την αυτοπεποίθηση ομάδων όπως η φετινή φιναλίστ ΑΕΚ ή ο περυσινός Άρης, αλλά είναι παράλογο να συντηρείται ο θεσμός με την ελπίδα ενός «αιώνιου» στραβοπατήματος που συμβαίνει μια φορά στα 10-15 χρόνια.
Η καλύτερη υπηρεσία που θα μπορούσαν να προσφέρουν στη διοργάνωση του Κυπέλλου (και κατ’επέκταση στο ελληνικό μπάσκετ) ο Παναθηναϊκός και ο Ολυμπιακός θα είναι να αποχωρήσουν από αυτήν, όπως έκανε κάποτε στην Αγγλία η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Ή, έστω, να κατεβάσουν τα δεύτερα στους αγώνες Κυπέλλου του Οκτώβρη. Σε αυτή την περίπτωση, φυσικά, η φράση «Κυπελλούχος Ελλάδας ΠΑΟΚ» θα συνοδεύεται από παντοτινό αστερίσκο και ποδοσφαιρικούς αλαλαγμούς.
Δεν θα αναφέρεται στην ίδια παράγραφο με τα αντίστοιχα κατορθώματα της εποχής των 5-6 ισχυρών ομάδων, εφ’όσον θα προέρχεται από ένα «Κύπελλο μικρομεσαίων». Αλλά, όπως και να το κάνουμε, θα είναι μία μικρή αύρα φρεσκάδας, σε μία εποχή απόλυτης ασφυξίας.
Πηγή: Gazzetta