Του Αντώνη Καρπετόπουλου
Σήμερα οι πολλοί φίλοι του αποχαιρέτισαν τον Γιάννη Διακογιάννη. Η είδηση του θανάτου του με βρήκε στο Κατάρ: καταθέτω κι εγώ τη θλίψη μου για τη φυγή αυτού του μεγάλου δάσκαλου της αθλητικογραφίας που συγχρόνως ήταν κι ένας υπέροχος κοσμοπολίτης, κι ένας από αυτούς που στη ζωή γνώρισαν τα πάντα: την επιτυχία και την καταξίωση, αλλά και τον πόνο και την πίκρα. Από τον μεγάλο «Ζανό» θα έχω να θυμάμαι πάντα πολλά: την αγάπη του για το ποδόσφαιρο και το στίβο, την λατρεία του για το πιάνο, την Εντιθ Πιάφ και την Μαρία Κάλας, την εξαιρετική του αφοσίωση στη δουλειά του. Κυρίως, όμως, θα έχω να θυμάμαι πως είναι ένας από τους λόγους που αγάπησα τα σπορ – κι όχι μόνο το ποδόσφαιρο.
Ο σημαντικότερος λόγος
Το πώς κάποιος αρχίζει να αγαπάει τα σπορ έχει πάντα ενδιαφέρον: ο λόγος δεν είναι κοινός και τα σπορ δεν είναι κάτι σαν την ιλαρά – δηλαδή ένα είδος παιδικής ασθένειας που θα σε βρει όταν είσαι μικρός θες δεν θες. Για τη δική μου γενιά ο Διακογιάννης ήταν ένας από τους σημαντικούς λόγους που αγαπήσαμε τα σπορ – μπορεί κι ο σημαντικότερος. Δεν είμαστε λαός με αθλητική παιδεία, τα σπορ δεν τα έχουμε στο αίμα μας. Το ποδόσφαιρο υπήρξε πάντα στην Ελλάδα οπαδίστικο και ως εκ τούτου και κατασυκοφαντημένο – δεν είχαμε και ποτέ τις πολλές και μεγάλες διεθνείς επιτυχίες: το ίδιο συνέβαινε και στα άλλα σπορ μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 80. Πάντα πίστευα ότι ο Θεός μας λυπήθηκε και μας έστειλε το Διακογιάννη. Κάποιον που γνώριζε την Τέχνη όχι να περιγράφει, αλλά να μυεί. Κυρίως να μετατρέπει την μετάδοση ενός αγώνα σε ένα είδος αφηγηματικής απόλαυσης. Ο Παύλος Τσίμας έγραψε πως έδινε χρώμα στην ασπρόμαυρη τηλεόραση – εγώ θα το πάω λίγο πιο μακριά: ο Διακογιάννης λάμπρυνε για χρόνια κάθε αθλητικό γεγονός που μετέδωσε κάνοντας μας να αισθανθούμε τη σημαντικότητα του. Δεν είχε ανάγκη αυτός την τηλεόραση, αλλά αυτή τον είχε ανάγκη. Και τον είχαν ανάγκη και τα σπορ και οι διοργανώσεις που μετέδιδε. Γιατί άλλος στην θέση του θα χανόταν στα ασήμαντα.
Όταν ακουγόταν η φωνή του Διακογιάννη ήταν γιατί συνέβαινε κάτι που δεν έπρεπε να το χάσουμε. Για χρόνια ήταν ο απόλυτος οικοδεσπότης. Ο αφηγητής της γιορτής. Και σε έκανε αυτή τη γιορτή να την λαχταράς και να την περιμένεις. Είτε ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, είτε ο τελικός του κυπέλλου Αγγλίας. Είτε ήταν ο τελικός των εκατό μέτρων στους βαλκανικούς, είτε ο τελικός του μουντιάλ. Από τη στιγμή που υπήρχε ο Διακογιάννης στο μυαλό σου γινόταν κάτι που δεν επιτρέπεται να χάσεις. Και με αυτό τον τρόπο τα σπορ τα λαχταρούσες, τα ερωτευόσουν.
Προηγήθηκε της εποχής του
Ο Διακογιάννης υπήρξε πρωτοπόρος και συγχρόνως μοναδικός. Η αντίληψή του για το πώς πρέπει να γίνεται ο τηλεοπτικός σχολιασμός προηγήθηκε της εποχής του δεκαετίες ολόκληρες. Ο «Ζανό» αντιμετώπιζε την περιγραφή των αγώνων ως μια ευκαιρία να μας γνωρίσει ανθρώπους και χώρες. Διατηρούσε για χρόνια ένα αληθινά πρωτοποριακό και τεράστιο αρχείο από το οποίο μπορούσε πάντα να ανασύρει πληροφορίες και ιστορίες. Όταν μετέδιδε ο Διακογιάννης ένα παιγνίδι ποδοσφαίρου δεν γινόταν στο Παρίσι, αλλά «στις όχθες του Σηκουάνα»: νόμιζες ότι ήσουν εκεί. Ο «Ζανό» μας ταξίδεψε, μας γνώρισε τους αθλητές, μας έκανε να θαυμάζουμε τα κατορθώματά τους σαν να τους ξέρουμε. Ακόμα και τα κλισέ του είχαν μια αφηγηματική ευρηματικότητα: οι Ιταλοί, χάρη στην περιγραφή του, στον τελικό του μουντιάλ του 1982, δεν κέρδισαν τους Γερμανούς, αλλά απέδειξαν πως «δεν είναι άτρωτο το ποδόσφαιρο των ρομπότ». Κυρίως είχε αυτή την υπέροχη φωνή με την οποία κάθε παιγνίδι ποδοσφαίρου ή κάθε κούρσα εκατό μέτρων σε Ολυμπιακούς Αγώνες, ομόρφαινε περισσότερο.
Τη μαγεία αυτής της φωνής την περιγράφει ο Λουκιανός Κηλαηδόνης στο «Αρχίζει το ματς» στο οποίο συντελείται το εξής παράδοξο: ο Κηλαηδόνης δεν γράφει ένα τραγούδι υπέρ της ομορφιάς του ποδοσφαίρου (ίσα ίσα που αναρωτιέται γιατί αδειάζουν οι δρόμοι και τι νόημα έχει η προσμονή του αγώνα – υπονοώντας πως δεν έχει καμία), αλλά η ευρηματική αναφορά του στη φωνή του Διακογιάννη σκεπάζει τα πάντα. Αν αρκεί η αναφορά στη φωνή, φανταστείτε τη δύναμη της φωνής της ίδιας.
Μας έβαλε στο χάρτη
Πολλοί που τον γνώρισαν τον Διακογιάννη και συνεργάστηκαν μαζί του αφηγήθηκαν το πόσο τους επηρέασε, πόσα έμαθαν από τον ίδιο, ποια ήταν η σχέση τους μαζί του, που συναντήθηκαν: το βρήκα λογικό καθώς πρόκειται για συνυπάρξεις που μπαίνουν στο βιογραφικό της μνήμης ως στιγμές επαγγελματικής καταξίωσης. Αλλά η γιγάντια προσφορά του Ζανό στο επάγγελμά μας ήταν άλλη: στην πραγματικότητα ο Διακογιάννης μας έβαλε στο χάρτη όλους – δεν ήταν απλά πηγή έμπνευσης για πολλούς που άντλησαν έμπνευση από αυτόν, αλλά ήταν η απόδειξη πως μπορείς να κάνεις αυτή τη δουλειά και να απολαμβάνεις ένα είδος αναγνώρισης από τον κόσμο που λίγοι δημοσιογράφοι φαντάζονται πως υπάρχει. Ο Διακογιάννης ήταν ένας από τους πρώτους σταρ της εγχώριας δημοσιογραφίας και ήταν αθλητικογράφος. Ούτε πολιτικός συντάκτης, ούτε κριτικός τέχνης, ούτε οικονομικός αναλυτής, ούτε παρουσιαστής ειδήσεων, αλλά αθλητικογράφος. Και δεν είναι ο χώρος αυτό που του χάρισε την καταξίωση: ήταν ο τρόπος του, που εν πολλοίς στάθηκε και αδύνατο να χρησιμοποιηθεί από άλλους.
Η μέθοδος Διακογιάννη (προετοιμασία μανιακή, επισημάνσεις που έχουν να κάνουν με τους πρωταγωνιστές πιο πολύ και από το παιγνίδι, ωραίες ετικέτες που βασίζονται σε χαρακτηριστικά κτλ) υπήρξε σαφώς πρωτοποριακή. Ο μύθος του δεν γνώρισε την παραμικρή φθορά γιατί στο συλλογικό υποσυνείδητο της χώρας δεν υπήρξε κανείς που αληθινά να μπορεί να συγκριθεί μαζί του.
Λυπάμαι λίγο που κι εγώ, όπως κι άλλοι πολλοί, αυτά τα λέμε εκ των υστέρων. Αλλά αυτό οφείλεται και στο ότι ο ίδιος ο Διακογιάννης δεν ήθελε κομπλιμέντα και μπράβο και καλά λόγια. Προτιμούσε να λέει ιστορίες, να μιλάει για τον αγαπημένο του Παναθηναϊκό, να επιμένει πως η Ρεάλ Μαδρίτης θα είχε άλλα τόσα κύπελλα πρωταθλητριών αν είχε αγοράσει το Νέστα: αυτά αγαπούσε. Όπως αγαπούσε και το πιάνο, την όπερα και την κλασική μουσική, την οικογένειας του, τους φίλους του – ένα μάλλον στενό κύκλο ανθρώπων με τον οποίο μπορούσε να μοιράζεται χαρές και ιστορίες. Πάντα είχα την υποψία ότι και τη δουλειά αυτή για αυτό τη διάλεξε.
Μην νομίζετε πάντως πως δεν γνώρισε κι ο ίδιος αμφισβητήσεις επαγγελματικές και επιθέσεις προσωπικές – κι ας μην υπήρχαν στον καιρό των μεγάλων του στιγμών τα Social Media. Φρόντισαν να τον πικράνουν πολλοί και διάφοροι συνάδερφοί του, στους οποίους ωστόσο ποτέ δεν έδωσε τη χαρά κάποιου είδους απολογίας: ήταν πολύ μακριά για να ασχολείται με το εγχώριο κατιναριό μας.
Συμβολική η φυγή του
Βρήκα τη φυγή του εν μέσω παγκοσμίου κυπέλλου ως κάτι βαθιά συμβολικό. Ο Διακογιάννης δεν περίμενε να φύγει μετά το τέλος του μουντιάλ, αλλά κατά τη διάρκεια του. Σαν να ήθελε ακόμα και την τελευταία στιγμή να μας πει πως το ποδόσφαιρο μετρά πιο πολύ από το αποτέλεσμα, σαν να ήθελε ακόμα και την ύστατη ώρα να μας θυμίσει ότι οι ήρωες είναι σημαντικότεροι από τους τελικούς νικητές και πως ο αθλητισμός είναι κυρίως ιστορίες κατορθωμάτων, τις οποίες ο αθλητικογράφος πρέπει να ξέρει να διηγείται ώστε να κάνει τον κόσμο να αγαπάει τα σπορ. Αυτός αυτό το ήξερε καλύτερα από όλους πάντα.
Πηγή: Κάρπετ Show