Είναι μια εύκολη υπόθεση η ανάλυση της απόδοσης της Εθνικής Ομάδας απέναντι στην Ολλανδία. Εύκολη, επειδή ήταν ευδιάκριτη η αδυναμία της να ανταποκριθείς στις απαιτήσεις του παιχνιδιού και να αντιδράσει καλά στις καταστάσεις παιχνιδιού. Μάλιστα ακριβώς αυτό, η αντίδρασή της ήταν τόσο αδύναμη που της κόστισε τα δύο πρώτα γκολ που δέχθηκε και, κατά συνέπεια, όλο το παιχνίδι και μάλιστα την έβαλε να ζήσει με τον κίνδυνο να υποστεί μια πολύ βαριά ήττα.
Είναι ένας άγραφος νόμος στην ανάλυση της απόδοσης ότι κάθε φορά που βλέπεις περίπου τους μισούς ποδοσφαιριστές της ενδεκάδας να μην αποδίδουν καλά πρέπει να κοιτάζεις προς την προετοιμασία τους και όχι προς την ατομική απόδοση για να καταλάβεις τι δεν πήγε καλά. Με άλλα λόγια, το κύριο πρόβλημα της Εθνικής ήταν ότι δεν είχε προετοιμαστεί καλά στο ψυχικό και το πνευματικό κομμάτι. Δεν μπήκε ενεργοποιημένη στο παιχνίδι, δεν είχε επιθετική νοοτροπία, δεν ήταν ενεργητική κατά την φάση άμυνας, δεν είχε συναισθηματική ανθεκτικότητα. Και αργούσε να αντιδράσει στη δράση του αντιπάλου της.
Στην φάση της επίτευξης του πρώτου γκολ των Ολλανδών, σε ένα κόρνερ κατά το οποίο η Εθνική έχει επιλέξει να αμυνθεί με ατομικά μαρκαρίσματα, είναι τουλάχιστον τρεις οι ποδοσφαιριστές που αντιδρούν είτε αργά είτε λανθασμένα. Στην φάση της επίτευξης του δεύτερου γκολ συμβαίνει το ίδιο – είναι περισσότεροι των τριών αυτοί που έχουν αργή αντίδραση και λαμβάνουν κακές αποφάσεις. Και η φάση του τρίτου γκολ είναι μια επανάληψη του φαινομένου. Η Ελλάδα ήταν σε αυτή την κατάσταση λειτουργίας για περίπου 40’ αγωνιστικά λεπτά. Με τουλάχιστον τέσσερις ποδοσφαιριστές να υστερούν σε κάθε κατάσταση παιχνιδιού έναντι των αντιπάλων τους.
Όταν βλέπεις τόσο πολλούς ποδοσφαιριστές χωρίς την ενδεδειγμένη νοοτροπία, σημαίνει ότι μια ομάδα δεν έχει προετοιμαστεί αποτελεσματικά. Όταν βλέπεις όλη την ομάδα να μην έχει μπει συναισθηματικά στο παιχνίδι και γι’ αυτό να μην μπορεί να ανασυνταχθεί για να αντιδράσει μετά το πρώτο ή το δεύτερο γκολ, καταλαβαίνεις ότι αυτή η ομάδα δεν βρήκε τον τρόπο να βάλει όση ψυχή της ζητούσε αυτό το ματς.
Έγραφα προτού αρχίσει η προκριματική φάση ότι το ρεαλιστικό όραμα δεν είναι η κατάληψη της 1ης ή της 2ης θέσης αλλά το να συντηρήσει η ομάδα την αυτοπεποίθηση και την αισιοδοξία της ενόψει των μπαράζ του Nations League τον ερχόμενο Μάρτιο. Και το ίδιο σχολίαζα μετά από το ματς με τη Γαλλία. Οι ήττες από μια Γαλλία και μια Ολλανδία είναι “στο πρόγραμμα”. Η αγωνιστική εικόνα είναι που επηρεάζει το μέλλον της Ελλάδας απέναντι σε τέτοιους αντιπάλους και όχι το αποτέλεσμα. Απέναντι στην Γαλλία η Ελλάδα ήταν μαχητική, και γι’ αυτό η ήττα δεν της προκάλεσε μεγάλη φθορά. Απέναντι στην Ολλανδία ήταν, στο πρώτο ημίχρονο, πολύ αδύναμη. Γι’ αυτό αυτή η ήττα κάνει ζημιά.
Μπορούν να το “φτιάξουν” ο προπονητής και οι ποδοσφαιριστές αυτό που χάλασε το βράδυ της Πέμπτης στο Αϊντχόφεν; Θα μας απαντήσουν στα προσεχή παιχνίδια. Αν κάνουν δύο νίκες με καλή εμφάνιση προτού ξανασυναντήσουν τους Ολλανδούς στη Νέα Φιλαδέλφεια, θα βάλουν τις βάσεις για να ξανακερδίσουν την αυτοπεποίθησή τους. Και τότε, στα δύο τελευταία – εντός έδρας – παιχνίδια θα έχουν την ευκαιρία να ξανακερδίσουν και την αισιοδοξία τους. Διότι αν δεν υστερήσουν απέναντι σε Ολλανδία και Γαλλία, ακόμη και αν χάσουν τα ματς δεν θα χάσουν την πίστη τους ότι “γίνεται” μέσα από τα μπαράζ. Αντίθετα, αν μέχρι το τέλος της προκριματικής φάσης υπάρξουν επαναλήψεις της απόδοσης που είχαν στο Αϊντχόφεν, η Εθνική θα προετοιμαστεί γεμάτη με αμφιβολίες για τα μπαράζ του Μαρτίου.
Πηγή: Gazzetta