Επιλογή Σελίδας

Εξι χρόνια πίσω, Σεπτέμβριος 2018, εκκίνηση του πρώτου Nations League, καλά-καλά δεν ξέραμε τι ήταν εκείνο το καινούργιο πράγμα. Μας φαινόταν κάτι σαν, φιλικά παιγνίδια…αλλά λίγο πιο επίσημα και με πόντους. Αρχισε από το Τάλιν, η Εθνική. Ο Σκίμπε τότε, δοκίμασε να συγκεράσει τρία δεκάρια στην ενδεκάδα πίσω από τον σέντερ-φορ. Μάνταλος δεξιά, Φορτούνης στη μέση, Πέλκας αριστερά. Η ομάδα νίκησε στην Εσθονία, με ένα γκολ του Φορτούνη νωρίς. Ο προπονητής, δεν το ξαναδοκίμασε ποτέ.
     
Ηταν, Γ’ Εθνική της Ευρώπης. Ανέβαιναν, από τον όμιλο, δύο. Η Ελλάδα βγήκε τρίτη, πίσω από Φινλανδία και Ουγγαρία. Η επόμενη φορά ήταν, η covid εποχή με τον Φαν ‘τ Σχιπ. Πλέον ανέβαινε, από τον όμιλο, ένας. Η Εθνική, πάλι έμεινε ένα σκαλοπάτι υπό τον στόχο. Βγήκε δεύτερη, σε ένα τελικό Ελλάδα-Ομπλακ 0-0 στην αποστειρωμένη Ριζούπολη, πίσω από τη Σλοβενία.
     
Η τρίτη προσπάθεια, έφερε την (επιτέλους!) άνοδο στη Β’ Εθνική μπροστά από το Κόσοβο. Με τον Πογέτ. Δεν ήταν θέμα Σκίμπε, Φαν ‘τ Σχιπ, Πογέτ. Ηταν ο χρόνος που απαιτούσε, η διαδικασία εξέλιξης. Το να έρθουν τα κομμάτια, και να κολλήσουν. Δεν υπάρχει φαστ-τρακ, σε αυτό. Είναι, σαν τον Πανιώνιο! Ανέβηκε με την τέταρτη, από τη Γ’ στη Β’ Εθνική. Μάθαμε, να περιμένουμε. Αν δεν ανεβεί με την πρώτη τώρα, από τη Β’ στην Α’ Εθνική, ξέρουμε να περιμένουμε.
     
Η πρώτη συμμετοχή της Ελλάδας στη Β’ Εθνική του Nations League, “ήρθε και κόλλησε” με τον Γιοβάνοβιτς. Κανένα άλλο έθνος σε κανένα άλλον όμιλο αυτής της κατηγορίας, δεν είχε ένα τόσο top αντίπαλο πάνω από το κεφάλι. Τα τρία στα τέσσερα γκρουπ, ήταν “ισοδύναμα”. Εμείς, πετύχαμε την Αγγλία. Ο προβιβασμός ωστόσο, ακόμη είναι εφικτός. Θα κριθεί τον Μάρτιο. Μάθαμε να περιμένουμε, ξέρουμε να περιμένουμε, θα περιμένουμε.
     
Μπορούμε “μετά λόγου” να πιστέψουμε στο μεταξύ, ότι η Εθνική οριστικά άφησε πίσω το στάδιο κατά το οποίο έρχονταν εντός ή εκτός έδρας ήττες από την Εσθονία ή τη Φινλανδία ή την Αρμενία…και δεν εντυπωσιαζόταν άνθρωπος. Σιγά-σιγά, η Ελλάδα αποκατέστησε τη συνέπειά της σε αναμετρήσεις με τις Φινλανδίες, τα Κόσοβα, τις (δύο) Ιρλανδίες. Γράφει κατ’ εξακολούθησιν πια, το πειστήριο, νίκες με καθαρά σκορ. Γκολ σε αυτόν τον όμιλο που μόλις ολοκληρώθηκε, δέχθηκε μόνον από την Αγγλία.
     
Ο Γιοβάνοβιτς μοιάζει, λίγο-λίγο, να ιχνογραφεί ένα αποτύπωμα. Σχηματίζει τον κορμό, τον δείχνει στον έξω αλλά και στον έσω κόσμο, κρατά το γκρουπ ανοιχτό δίχως να το ξεχειλώνει, τηρεί την ισορροπία. Ναι, αλλά…όχι εύκολα. Σε αυτά τα έξι ματς, τρεις ποδοσφαιριστές πήραν το βάπτισμα στους Ανδρες. Ζαφείρης, Βαγιαννίδης, Μουζακίτης. Ενα στοχευμένο μήνυμα. Ακόμη δεν έχει παίξει στην Εθνική ποδοσφαιριστής του 2004 ή του 2005, και έπαιξε ποδοσφαιριστής γεννημένος τα Χριστούγεννα του 2006. Οποιος αξίζει.
     

Σε αντίθεση με την Αθήνα την Πέμπτη, το Ελσίνκι την Κυριακή ήταν…το πιο Γιοβάνοβιτς παιγνίδι της Εθνικής. Ο μανιώδης με τον έλεγχο και την οργάνωση Ιβάν, πιο πολύ ένας Φερνάντο Σάντος παρά ένας Οτο, το είδε να συμβαίνει. Το μαρτύρησαν εκ προοιμίου, οπότε περίττευε να πει κάτι επ’ αυτού, οι επιλογές στους δύο χαφ. Κουρμπέλης, Μάνταλος. Οι επιλογές χάραξαν τη γραμμή. Ελεγχος και οργάνωση.
     
Είναι αλήθεια βέβαια ότι με αντίστοιχη στελέχωση, απλώς Μπουχαλάκης αντί Κουρμπέλη τότε, τον Σεπτέμβριο στον Πειραιά “είχε χαθεί η μπάλα” πριν τα φινλανδικά δώρα. Αλλά η ίδια Φινλανδία τώρα, μετά από 5/5 ήττες, έπαιζε με καταφανώς μουδιασμένη αυτοεκτίμηση. Βασικά ήταν σαν να περίμενε πίσω…πότε και πώς θα ηττηθεί για έκτη, στις έξι, φορά. Από συνήθεια. 
     
Φυσικά, η συνήθεια είναι πανίσχυρη, ηττήθηκε. Το πιο Γιοβάνοβιτς παιγνίδι της Εθνικής, καθρεφτίστηκε στη γαϊδουρινή ελληνική επιμονή απέναντι στο τόσο κλειστό 5-4-1 της Φινλανδίας. Μία σίριαλ προσπάθεια, κόντρα σε τοίχο. Επειτα, η Ελλάδα το επιχείρησε από την εναλλακτική, την πιο σύντομη που λένε και τα gps, διαδρομή. Ο άλλος δρόμος, ήταν τα άμεσα περάσματα της μπάλας από τους σέντερ-μπακ που πάσαραν, απευθείας στους επιθετικούς που έκαναν κίνηση “στην πλάτη”. Μπίνγκο!
     
Πρόκειται εννοείται, για το κομμάτι όπου υπεισέρχεται η ατομική ποιότητα. Η οξυδέρκεια και η δεξιότητα. Εδώ “μίλησε” ένα ντουέτο σέντερ-μπακ που είναι πλασμένοι, από το υλικό για να κάνουν το πιο μακρύ ταξίδι στον planet football. Και μία φροντ-λάιν γενικώς ικανοποιητικού επιπέδου, ανταγωνιστικού θα έλεγα, στην οποία ο Τζόλης ξεχωρίζει ως το νούμερο-ένα, σήμερα, επιθετικό όπλο της ομάδας.       
     
Μόνο με τα ματς του Nations League, η Ελλάδα κατέγραψε την πιο ραγδαία ανάβαση (των πολλών τελευταίων ετών) στην παγκόσμια κατάταξη. Δύο ματς τον Σεπτέμβριο, έξι θέσεις επάνω. Δύο ματς τον Οκτώβριο, άλλες έξι θέσεις επάνω. Από νούμερο-54, νούμερο-42. Και θα δούμε, πού θα μας βρει η επόμενη έκδοση του ranking που έρχεται οσονούπω. Οπου και να μας βρει ακριβώς, μπροστά ανοίγονται δύο άξονες.
     
Ο ένας είναι ο ωφελιμιστικός. Α, τι ωραία, θα έχουμε καλή κλήρωση (προκριματικών Μουντιάλ) σε ένα μήνα στη Ζυρίχη. Α, τι ωραία, και να μη βγούμε ένα ή δύο στον όμιλο, θα έχουμε μετά τη “δεύτερη ευκαιρία”.  Αυτά είναι τα παράπλευρα. Υπάρχει και το αυτόνομο όφελος, ενός ενδεχόμενου προβιβασμού στην Α’ Εθνική του Nations League. Υψηλότεροι αντίπαλοι, στην επόμενη διοργάνωση Nations League. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Περισσότερα sellout. Εθισμός στον πήχυ.
     
Μπουχτίσαμε να παίζουμε με τους (μικρο)μεσαίους, στο Nations League. Και εν συνεχεία, σε Παγκόσμιο Κύπελλο ή σε Ευρωπαϊκό, να έρχονται η Ιταλία, η Ισπανία, η Γαλλία, η Ολλανδία. Οι αξεπέραστοι όγκοι. Καλύτερος, δεν γίνεσαι με τους υποδεέστερους. Καλύτερος, γίνεσαι με τους καλύτερους, ας φας και ξύλο! Αν δεν ήταν ο Μπέλινγκαμ στο Ολυμπιακό Στάδιο ας πούμε, δεν θα κατανοούσαμε τι σημαίνει να τρέχεις δίχως να ξέρεις γιατί τρέχεις και καταπού τρέχεις…  

Πηγή: Sdna