Του Αντώνη Οικονομίδη
Από την πρώτη στιγμή της μεταπολεμικής ίδρυσης του Ερυθρού Αστέρα, κάθε ένας, παίκτης, προπονητής, Αξιωματούχος, μα ακόμα περισσότερο τα παιδιά που εντάσσονται στις ακαδημίες του, διδάσκονται -και όταν η διδαχή γίνει κτήμα τους, μεταλαμπαδεύουν στους επόμενους- ένα πράγμα.
Ο Ερυθρός Αστέρας είναι η μεγαλύτερη ομάδα του κόσμου.
Μόνο αυτό, τίποτα περισσότερο. Σταθερά, επαναλαμβανόμενα, μονότονα. Μέχρι να εντυπωθεί σε νου και ψυχή, να γίνει βίωμα, πρόσθετο όπλο στο ποδοσφαιρικό πακέτο ικανοτήτων και δεξιοτήτων του κάθε ένα που γίνεται μέλος της «Crvena Zvezda».
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, ο Αστέρας είχε να παρουσιάσει μια ομάδα όχι μόνο ξέχειλη πίστης αλλά επιβεβαίωνε στο χορτάρι πως αυτή η διδαχή έπιανε τόπο. Δεν ήταν (για τους άλλους) η καλύτερη, ήταν σίγουρα ισάξια των καλύτερων, των μεγαλύτερων του πλανήτη.
Και το 1981 και το 1982 είχε φτάσει στους προημιτελικούς του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, μα τότε όμως ήταν περισσότερο τα τελειώματα της ομάδας των 70s που είχε διεκδικήσει το 1979 το Κύπελλο UEFA κόντρα στην Γκλάντμπαχ. Η πορεία ως τους «8» του Κυπέλλου Κυπελλούχων το 1986 ήταν το πρώτο απτό σημάδι της επερχόμενης κυρίαρχης φουρνιάς στην ποδοσφαιρική Ευρώπη.
Την επόμενη χρονιά ήρθε το δεύτερο. Πολύ πιο ηχηρό. Πάλι στους «8», αλλά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, περίμενε η Ρεάλ Μαδρίτης. Στο ξεκίνημα του «Παγωμένου Μαρτίου», όπως έμεινε στην ιστορία εκείνος του 1987 στο Βελιγράδι, εξαιτίας της βαρυχειμωνιάς που κράτησε ως και τις αρχές της άνοιξης («Nije nam hladno!», «δεν είμαστε παγωμένοι!», το ενδεικτικό σύνθημα της εξέδρας του Maracana εκείνο το βράδυ), ο Αστέρας, κάνοντας το καλύτερο ημίχρονο της ιστορίας του, ποδοπάτησε τη «Βασίλισσα», φτάνοντας στο πρώτο τους παιχνίδι στο 3-0 στην ανάπαυλα.
Η αντίδραση των Μαδριλένων και ένα υπέρ τους πέναλτι-εφεύρεση στο φινάλε τούς κράτησε “ζωντανούς” με το τελικό 4-2 για τον Αστέρα. Σκορ που ανατράπηκε στο όριο και πολύ δύσκολα στη ρεβάνς του Bernabéu (2-0 για τη Ρεάλ).
Την ίδια εποχή, στο Μιλάνο ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι μετρούσε μόνο έναν και κάτι χρόνο ως ιδιοκτήτης της Μίλαν. Είχε αγοράσει τους «Rossoneri» τον Φεβρουάριο του 1986, σώζοντας το club από την χρεοκοπία και φιλοδοξώντας να επαναφέρει το αλλοτινό status, το οποίο είχε τρωθεί την περασμένη δεκαετία από δύο υποβιβασμούς στη Serie B, ο πρώτος λόγω της εμπλοκής στο σκάνδαλο με τους στημένους αγώνες το 1980 και ο δεύτερος, δύο χρόνια μετά, αποκλειστικά αγωνιστικός.
Το αμέσως προηγούμενο scudetto (και μοναδικό σε δύο δεκαετίες) είχε κατακτηθεί το 1979, το τελευταίο Κύπελλο Πρωταθλητριών το ακόμα πιο μακρινό 1969.
Η Μίλαν, ναι, ήταν υπολογίσιμη, ήταν ιστορική, δεν ήταν όμως -ακόμη- Grande, Μεγάλη. Ο δρόμος για να γίνει είχε ξεκινήσει από την πρώτη κιόλας πλήρη σεζόν του «Cavaliere» στα διοικητικά ηνία, με τους Μιλανέζους, έχοντας τον Αρίγκο Σάκι στον πάγκο, να κερδίζουν ξανά το Πρωτάθλημα το 1988.
Εκείνο το καλοκαίρι σχηματοποιήθηκε και η περίφημη ολλανδική τριπλέτα τους, με τον Φρανκ Ράικαρντ να πλαισιώνει τους Μάρκο Βαν Μπάστεν και Ρούουντ Γκούλιτ, με τους «Oranje» Πρωταθλητές Ευρώπης στα γήπεδα της Γερμανίας πρώτους μεταξύ ίσων μιας ομάδας με γηγενείς όπως ο Φράνκο Μπαρέζι, ο (νεαρός) Πάολο Μαλντίνι, ο Κάρλο Αντσελότι και ο Ρομπέρτο Ντοναντόνι.
Μιας ομάδας που ξεκινούσε εκείνη τη σεζόν με στόχο να επιστρέψει και στην ευρωπαϊκή κορυφή. Μιας ομάδας όμως που, για να το πετύχει, έπρεπε να ξεπεράσει τη «μεγαλύτερη ομάδα του κόσμου».
Ο Αντσελότι και ο Στόικοβιτς
Ο Αστέρας προερχόταν από την κατάκτηση του 16ου Πρωταθλήματος της ιστορίας του. Ο κοσμαγάπητος και αναμενόμενα επηρεασμένος από το Total Football του Άγιαξ (μέλος της ομάδας του «Αίαντα» που άλλαξε το ποδόσφαιρο στα 70s γαρ), Βέλιμπορ Βάσοβιτς, είχε αποχωρήσει. Τον είχε διαδεχτεί ο σαφώς πιο “σφιχτός”, με την κυρίαρχη τακτική προσέγγισή του να εδράζει στην άμυνα, Μπράνκο Στάνκοβιτς, ο οποίος είναι γνωστός στα μέρη μας, αφού κατέκτησε το πρωτάθλημα Ελλάδος με την ΑΕΚ και μετά από μια άκρως επιτυχημένη πενταετία στην τεχνική ηγεσία της Ένωσης, πέρασε και από τους «αιώνιους» της Θεσσαλονίκης, πρώτα από τον πάγκο του Άρη και στη συνέχεια από αυτόν του ΠΑΟΚ.
Στον Α’ γύρο του τότε Κυπέλλου Πρωταθλητριών ο Αστέρας είχε αποκλείσει επιβλητικά την ιρλανδική Ντάνταλκ (δύο νίκες, με συνολικό σκορ 8-0). Ανάλογα επιβλητική και η πρόκριση της Μίλαν επί της Πρωταθλήτριας Βουλγαρίας Βίτοσα (επίσης δύο νίκες, με συνολικό σκορ 7-2). Και στον Β’ γύρο, στους «16», η κληρωτίδα έφερε τις Πρωταθλήτριες Γιουγκοσλαβίας και Ιταλίας αντιμέτωπες.
Το πρώτο παιχνίδι θα γίνονταν στο Μιλάνο. Η δυναμική των «Rossoneri» δεν ήταν ακόμη ευδιάκριτη παντού, ήταν όμως Πρωταθλητές Ιταλίας, έχοντας στο ρόστερ τους τη ραχοκοκαλιά των πρόσφατα εστεμμένων με την Εθνική Ολλανδίας.
«Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε η ευχέρεια της παρακολούθησης πολλών παιχνιδιών. Γνωρίζαμε όμως τι είναι η Μίλαν. Για τους περισσότερους ήταν ήδη η καλύτερη ομάδα του κόσμου και απλώς περίμενε την τυπική ανάδειξή της», θυμάται ο Ζάρκο Τζούροβιτς, μέσος τότε του Αστέρα.
«Και ήταν όντως κάτι το διαφορετικό για την εποχή. Έπαιζαν κάποιο είδος ζώνης, κάτι τελείως καινοτόμο. Είχαν ταχύτητα, είχαν εμπειρία, είχαν γνώση. Και σε επίπεδο διάπλασης, ήταν αθλητικοί, ψηλοί, δυνατοί, πολύ επιθετικοί, ειδικά από το κέντρο και μπροστά. Στην άμυνα δεν είχαν τέτοια ανάγκη, επειδή αφενός υπήρχε ο Μπαρέζι, ο οποίος, παρότι πρέπει να ήταν ο πιο κοντός, ήταν πάντα εκεί όπου έπρεπε χάρη στην ταχύτητα, την οξυδέρκεια και την αντίληψή του, αλλά και αφετέρου γιατί όλη η δομή του παιχνιδιού τους στηριζόταν στην κατοχή της μπάλας, στην πίεση ψηλά».
Ο Αστέρας αντιπαρέβαλε -απενεχοποιημένα τελείως- μια αμυντική διάταξη και φιλοσοφία. Και στο πλαίσιο αυτής, μια ακόμα καινοτομία. Ποδοσφαιριστής με το «9» στην πλάτη υπήρχε και ήταν ο Μίλος Μπούρσατς. Αλλά σε όρους… Football Manager ήταν Defensive Striker, ένας επιθετικός που -ειδικά σε αυτό το επίπεδο και με τέτοιους αντιπάλους- έκανε όλη τη χαμαλοδουλειά, τρέχοντας, πιέζοντας, μαρκάροντας, δίνοντας και παίζοντας “ξύλο”.
«Ήταν ένας από τους οκτώ εργάτες στο γήπεδο. Ο ένατος ήταν ο τερματοφύλακας και όλοι μας δουλεύαμε για τους δύο καλλιτέχνες της ομάδας, για τους δύο που ήταν επιφορτισμένοι με τη δημιουργία και την παραγωγικότητα, τον Ντράγκαν Στόικοβιτς και τον Ντέγιαν Σαβίτσεβιτς». Οι δυο τους είχαν την απόλυτη ελευθερία και δικαιοδοσία να κάνουν ό,τι θέλουν.
Πρακτικά λοιπόν, αυτός που σε εκείνα τα παιχνίδια λάνσαρε έναν ρόλο που σύγχρονα προσομοιάζει με αυτόν του “ψευτεννιαριού” ήταν ο Σαβίτσεβιτς. Με κάποια παραπανίσια κιλάκια ο «Ντέγιο», μιας και τότε υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία (κάτι που ούτε ακόμη για τον Ερυθρό Αστέρα στην προεμφυλιοπολεμική Γιουγκοσλαβία μπορούσε εύκολα να ξεπεραστεί και ήταν αδύνατον να ματαιωθεί) και είχε πάρει ειδική άδεια απλώς και μόνο για να συμμετέχει στις προπονήσεις και στα παιχνίδια της «Crvena Zvezda».
Αυτός που όμως ξεχώρισε περισσότερο ήταν ο «Piksi». Ο αρχηγός του Αστέρα άνοιξε το σκορ στο San Siro στο ξεκίνημα του δεύτερου ημιχρόνου και, παρά την άμεση ισοφάριση -με τη σέντρα- από τον Πιέτρο Πάολο Βίρντις, ήταν αυτός που είχε καταστήσει σαφές στους φιλόδοξους «Rossoneri» πως μετά το τελικό 1-1 θα ήταν υποχρεωμένοι να ανέβουν βουνό στη ρεβάνς του Βελιγραδίου.
«Τι διαβολεμένος παίκτης. Τον κυνηγούσα σε όλο το παιχνίδι. Μετά το τέλος του, με περίμενε στο τούνελ και στην γλώσσα του, αλλά και με νοήματα, μου έλεγε πως με περιμένει στο Βελιγράδι. Και εγώ στα εμιλιάνικα (σ.σ. διάλεκτος της καταγωγής του) του είπα πως ανυπομονούσα. Το κατάλαβε, ήμουν σίγουρος», τονίζει στην βιογραφία του, «Preferisco la coppa», ο Κάρλο Αντσελότι.
Η καταδίκη και η σωτηρία της ομίχλης
Και ο Αντσελότι και ο Στόικοβιτς ήταν στο γήπεδο στη ρεβάνς.
«Δεν το ξέχασε. Πριν βγούμε στο γήπεδο, μου φώναζε πως θα τα λέγαμε στο χορτάρι. Του φώναζα κι εγώ πως γι’ αυτό ακριβώς ήμουν εκεί».
Σε ένα κατάμεστο από 97.400 ανθρώπους Maracana, το οποίο είχε γεμίσει δύο ώρες πριν τη σέντρα, ο Αστέρας δεν άλλαξε την προσέγγισή του, πόσο μάλλον από την στιγμή που το σκορ του πρώτου αγώνα τού έδινε τη δυνατότητα να πάρει την πρόκριση, απλώς και μόνο κρατώντας ανέπαφη την εστία του.
Επιδίωξη που έγινε ευκολότερη από την απουσία του Ρούουντ Γκούλιτ. Ο Ολλανδός, παρότι τραυματίας, είχε ταξιδέψει στο Βελιγράδι, έχοντας μάλιστα μαζί του και τον προσωπικό του φυσικοθεραπευτή, ωστόσο παρά τις εντατικές θεραπείες δεν ήταν σε θέση να αγωνιστεί και έμεινε στην εξέδρα.
Ο δεύτερος σύμμαχος της σκοπιμότητας των γηπεδούχων ήταν η ομίχλη. Χωρίς να προβλέπεται από καμία μετεωρολογική πρόγνωση, χωρίς τίποτα στη διάρκεια της μέρας να την προκαταβάλει, σταδιακά, σχεδόν από το ξεκίνημα του παιχνιδιού, έπεσε στο γήπεδο. Και όσο περνούσε η ώρα, γινόταν όλο και πιο έντονη, όλη και πιο πυκνή.
Τόσο που στο ξεκίνημα του δεύτερου ημιχρόνου, όταν ο Σαβίτσεβιτς νίκησε τον πορτιέρε της Μίλαν, Τζιοβάνι Γκάλι, βάζοντας τον Αστέρα μπροστά στο σκορ, ελάχιστοι είδαν και αντιλήφθηκαν το γκολ. Χαρακτηριστικό τα… κλιμακωτά πανηγύρια από την εξέδρα, πιο πολύ από στόμα σε στόμα μεταφέροντας πως ο Αστέρας όντως είχε σκοράρει.
Ακόμα περισσότερο ότι στα μάτριξ σκόρερ αναγράφηκε πως ήταν ο Τζούροβιτς και όχι ο Μαυροβούνιος. Το να ξεχωρίσουν παίκτες και νούμερα εκείνη την στιγμή ήταν σχεδόν αδύνατο. Είχε και συνέχεια, έκδηλη της αδιανόητης ομίχλης αλλά και των ευμενέστατων συνθηκών που πια διαμορφώνονταν για τους Βαλκάνιους, οι οποίοι δύο λεπτά μετά το προβάδισμά τους απέκτησαν και αριθμητικό πλεονέκτημα εξαιτίας της αποβολής του Βίρντις, ο οποίος είχε σηκώσει στον αέρα τον Σκοπιανό στόπερ, Ίλιγια Ναϊντόσκι.
Ο θρύλος -και όχι μόνο δηλαδή…- θέλει τους παίκτες της Μίλαν να αντιλαμβάνονται πως είχαν μείνει με 10 στο γήπεδο, μόνο όταν ο Δυτικογερμανός διαιτητής, Ντίτερ Πάουλι, αποφάσισε πως δεν πήγαινε άλλο και διέκοψε το παιχνίδι 10 λεπτά αργότερα. Βάσει λοιπόν αυτού του θρύλου, τότε και μόνο τότε, βλέποντας τον Βίρντις καθισμένο στον πάγκο, οι «Rossoneri» κατάλαβαν πως είχε αποβληθεί.
Η διακοπή κράτησε τους παίκτες των δύο ομάδων στο γήπεδο για πάνω από 10 λεπτά. Σε αυτό το διάστημα γίνονταν προσπάθειες απ’ ευθείας συνεννόησης με τα διοικητήρια της UEFA για το τι θα έπρεπε να ακολουθήσει. Αυτές συνεχίστηκαν, όταν ο Πάουλι πήγε μαζί με τις ομάδες στα αποδυτήρια. Στο μεταξύ είχαν ακουστεί διάφορες προτάσεις, έγινε μέχρι και εισήγηση να πετάξει ελικόπτερο στο γήπεδο, με την ελπίδα ότι έτσι θα διέλυε -έστω και πρόσκαιρα- την ομίχλη και θα συνεχιζόταν ο αγώνας.
Τόσο πυκνή ήταν. Και τέτοια η θέρμη με την οποία οι Σέρβοι επιδίωκαν με κάθε τρόπο να συνεχιστεί το παιχνίδι, μιας και είχαν μπροστά τους τη Μίλαν γονατισμένη, πίσω στο σκορ και με δέκα παίκτες. Από την άλλη, εννοείται πως οι «Rossoneri» υποδέχτηκαν ως μάννα εξ ουρανού την ομίχλη, ως Θεία βοήθεια.
Τότε ο κανονισμός έλεγε πως, αν τα παιχνίδια για οποιονδήποτε λόγο διακόπτονταν, επαναλαμβάνονταν την επόμενη μέρα, με ξεκίνημα από την αρχή, χωρίς να ισχύει το σκορ την στιγμή της διακοπής. Οι του Αστέρα, αν δεν κατάφερναν να επαναρχίσει και να ολοκληρωθεί το παιχνίδι, ήθελαν έστω να φτάσει ως το 75’, γιατί μόνο τότε θα μπορούσαν να προβάλλουν βάσιμο λόγο κατακύρωσής του στην Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία.
Δεν έγινε τελικά και η λογική -αλλά και προφανώς η επιθυμία των Μιλανέζων– υπερίσχυσε, με τον Πάουλι να αποφασίζει λίγο πριν τα μεσάνυχτα την οριστική διακοπή της αναμέτρησης, με τη σέντρα του επόμενου παιχνιδιού να ορίζεται για την επόμενη μέρα, καταμεσήμερο όμως, στις 14:00 τοπική ώρα, μόνο και μόνο από τον φόβο της επανάληψης αντίστοιχης ομίχλης.
Το σπασμένο σαγόνι του Ντοναντόνι
Το παράλογο του κανονιστικού πλαισίου; Ενώ το σκορ δεν μετρούσε, οι ποινές ίσχυαν κανονικά. Έτσι, ο Βίρντις, ο οποίος είχε αποβληθεί το προηγούμενο βράδυ, λογιζόταν ως τιμωρημένος και δεν είχε δικαίωμα συμμετοχής, όπως και ο Αντσελότι, ο οποίος είχε δεχτεί δεύτερη κίτρινη κάρτα (την πρώτη την είχε αντικρίσει στο Μιλάνο) και ήταν υποχρεωμένος να εκτίσει ποινή μιας αγωνιστικής.
«Στο πεντάλεπτο μόλις είχα μια ιδανική ευκαιρία. Ήταν κοντά μου, η μπάλα τού είχε ξεφύγει και μπορούσα να του τσακίσω τους καρπούς. Ο διαιτητής το κατάλαβε και στο μαρκάρισμα μού έδειξε κίτρινη κάρτα. Όταν διακόπηκε το παιχνίδι και ορίστηκε για την επόμενη μέρα, δεν μπορούσα να παίξω. Και έτσι, έχασα περίπου 50.000 μάρκα που ήταν το πριμ πρόκρισης. Ήταν η πιο ακριβή κίτρινη της καριέρας μου», η σχετική αναφορά του «Καρλέτο» στη βιογραφία του, πάντα εστιάζοντας στην αδυσώπητη κόντρα του με τον Στόικοβιτς (μετά την κατάκτηση του Κυπέλλου, ο Μπερλουσκόνι, ως επιβράβευση, επέστρεψε στον Αντσελότι το χαμένο πριμ εκείνης της πρόκρισης).
Οι απόντες των Μιλανέζων αντισταθμίστηκαν πρώτον από το ότι πλέον ήταν ψυχολογικά αναπτερωμένοι (είχαν βρεθεί με την πλάτη στον τοίχο, σχεδόν αποκλεισμένοι, και από το πουθενά ένα θαύμα τούς έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία) και δεύτερον από τη διαθεσιμότητα του Γκούλιτ. Οι παραπανίσιες ώρες και οι ενέσεις που έκανε ο «Tulipano Nero» («Η Μαύρη Τουλίπα») τον έφεραν στον πάγκο, έτοιμο να βοηθήσει -όπως και έκανε- στο ξεκίνημα του δεύτερου ημιχρόνου, αποτέλεσμα μιας παρ’ ολίγον τραγωδίας.
Μια σύγκρουση του Ρέφικ Σαμπανάτζοβιτς με τον Ρομπέρτο Ντοναντόνι άφησε στο έδαφος σχεδόν αναίσθητο τον Ιταλό. Το γήπεδο πάγωσε, βλέποντας τους παίκτες των δύο ομάδων απεγνωσμένα να καλούν σε βοήθεια και τους γιατρούς των δυο ομάδων, τον Τζιοβάνι Μπατίστα Μόντι και τον Μπράνκο Νέσοβιτς, να τρέχουν πάνω από τον σωριασμένο Ντοναντόνι.
Η έμπνευση που είχε ο Νέσοβιτς (κατά τους Ιταλούς, την είχε ο Μόντι, αλλά μικρή σημασία έχει η πατρότητά της) να σπάσει επί τόπου το σαγόνι του Ντοναντόνι, προκειμένου να μπορέσει έτσι να του ανοίξει το στόμα και να αποτρέψει την γλώσσα του να γυρίσει, στάθηκε σωτήρια. Του έσωσε τη ζωή, με την ακόλουθη τριήμερη νοσηλεία του σε νοσοκομείο του Βελιγραδίου να υπογραμμίζει τη σοβαρότητα της περίστασης και την σφοδρότητα του χτυπήματος που είχε δεχτεί.
Τόση ήταν η αγωνία της στιγμής που, για να πειστεί το κοινό του Maracana πως τα χειρότερα είχαν αποφευχθεί, βλέποντας τον αιμόφυρτο Ντοναντόνι και τους γιατρούς του επίσης πασαλειμμένους στο αίμα να αποχωρούν από το γήπεδο πηγαίνοντας στα αποδυτήρια, χρειάστηκε ανακοίνωση από τα μεγάφωνα ότι ο χαρισματικός Ιταλός μεσοεπιθετικός ήταν καλά, ζωντανός και δεν κινδύνευε, ώστε να σταματήσει η νεκρική σιγή στην εξέδρα και να ακουστεί κάτι, ξανά, στο γήπεδο.
Τη θέση λοιπόν του Ντοναντόνι ήταν που πήρε σε εκείνο το σημείο ο Γκούλιτ. Δεν έκανε πολλά, με την παρουσία του όμως συνέβαλε και αυτός στον έλεγχο της κατάστασης από τους Μιλανέζους, οι οποίοι πάντως και πάλι υπέφεραν. Είχαν προηγηθεί με τον Βαν Μπάστεν στο τέλος του πρώτου ημιχρόνου, ο Αστέρας όμως άμεσα είχε απαντήσει και πάλι με τον Στόικοβιτς, φέρνοντας το παιχνίδι και την πρόκριση στα ίσια.
Και με τους γηπεδούχους να χάνουν μια ανεπανάληπτη ευκαιρία με τον Μρκέλα στο φινάλε του παιχνιδιού, ακολούθησε παράταση και πέναλτι. Εκεί, οι «Rossoneri» ήταν αψεγάδιαστοι στις τέσσερεις εκτελέσεις τους, Σάβιτσεβιτς και Μρκέλα αστόχησαν στις δύο τελευταίες του Αστέρα, με αποτέλεσμα η Μίλαν να επικρατήσει με 4-2 από τη βούλα και να πάρει το εισιτήριο για τους προημιτελικούς.
Η κατάκτηση της κορυφής και η διαδρομή του μεγαλείου
Η απογοήτευση του προ ενάμιση χρόνου αποκλεισμού από τη Ρεάλ ήρθε να “κουμπώσει” για τον Ερυθρό Αστέρα με μια δεύτερη, άδοξη και ακόμα πιο επώδυνη, προφανώς λόγω του τρόπου που συντελέστηκε ο αποκλεισμός από τη Μίλαν. Το ποτάμι όμως δεν γύριζε πίσω.
Η «Zvezda» συνέχισε να μπολιάζει, συνέχιζε να χτίζει, συνέχιζε να πιστεύει και δυόμισι χρόνια αργότερα, το 1991, επιβεβαίωσε εμπράκτως τη διδαχή δεκαετιών, κατακτώντας τον παρθενικό και μοναδικό ευρωπαϊκό της τίτλο, το Κύπελλο Πρωταθλητριών κόντρα στη Μαρσέιγ στον Τελικό του Μπάρι (στα πέναλτι, μετά το 0-0 των 120 λεπτών).
Η Μίλαν συνέχισε και στέφθηκε Πρωταθλήτρια Ευρώπης για τρίτη φορά στην ιστορία της, αποκλείοντας Βέρντερ και Ρεάλ και στον Τελικό σκορπώντας την Στεάουα, εγκαινιάζοντας έτσι την “χρυσή” εποχή της, η οποία ως και το τελευταίο της Champions League τής έφερε συνολικά πέντε τρόπαια (σε οκτώ συμμετοχές σε Τελικούς), έξι Πρωταθλήματα Ιταλίας, πέντε Ευρωπαϊκά Super Cup, δύο Διηπειρωτικά και ένα Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων.
Ο κύκλος μάλιστα έκλεισε πάλι στο Βελιγράδι. Για την ακρίβεια, ξεκίνησε από εκεί το… κλείσιμό του. Το καλοκαίρι του 2006, στην σκιά του «Calciopoli» και των όσων επέφερε στο ιταλικό ποδοσφαιρικό στερέωμα αλλά και με την Eθνική Ιταλίας να στέφεται Παγκόσμια Πρωταθλήτρια, ο δρόμος της Μίλαν έπεσε πάλι στον Ερυθρό Αστέρα.
«Λόγω των ποινών και όσων είχαν γίνει τότε, πληροφορηθήκαμε την τελευταία στιγμή πως έπρεπε να παίξουμε προκριματικά για να μπούμε στους ομίλους του Champions League κόντρα στον Ερυθρό Αστέρα. Οι περισσότεροι παίκτες ήταν διακοπές. Έπρεπε να τις διακόψουν, να κάνουμε μια σύντομη και βιαστική προετοιμασία και να αντιμετωπίσουμε τον Αστέρα, χωρίς καν μεταγραφές. Μόνο τον Ντανιέλε Μπονέρα είχαμε προλάβει να πάρουμε, ο οποίος μάλιστα δεν μπορούσε να παίξει, γιατί ήταν τιμωρημένος», η αναφορά του Κάρλο Αντσελότι, ο οποίος επέστρεψε τότε στην πρωτεύουσα της Σερβίας, όντας προπονητής πλέον της Μίλαν.
Οι «Rossoneri» με δύο νίκες ξεπέρασαν εύκολα εκείνη τη φορά το εμπόδιο του Αστέρα, κάνοντας το πρώτο βήμα για την κατάκτηση του τροπαίου στον Τελικό της Αθήνας κόντρα στη Λίβερπουλ (αντιμετωπίζοντας μάλιστα στον όμιλό τους την ΑΕΚ), παίρνοντας έτσι και τη ρεβάνς για την απίθανη ήττα τους δύο χρόνια νωρίτερα (2005), στον περίφημο Τελικό της Κωνσταντινούπολης.
Ήταν το τελευταίο τους. Ήταν το κύκνειο άσμα της Grande Milan, η οποία ξεκίνησε την πορεία του μεγαλείου της εκείνο το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου του 1988 στο Maracana, με την ανεπανάληπτη ομίχλη να αποτρέπει έναν αποκλεισμό και να παίζει κομβικό ρόλο, είτε επισπεύδοντας τη μετατροπή της σε «Μεγάλη» είτε, απλώς και μεταφυσικά, προκαλώντας την.
Άποψη που άλλωστε, εφόσον διατυπώθηκε από τον εμβληματικό Αντριάνο Γκαλιάνι, τον κοντινότερο συνεργάτη του Σίλβιο Μπερλουσκόνι και εκείνου που “έτρεξε” για δεκαετίες το αγωνιστικό project της Μίλαν, κατοχυρώνεται κιόλας, χωρίς άλλη συζήτηση.
«Εκείνη η ομίχλη του Βελιγραδίου γέννησε την Grande Milan».
Πηγή: Athletes’ Stories