Επιλογή Σελίδας

Του Γρηγόρη Δημακάκου

Η 22η έκδοση του Παγκοσμίου Κυπέλλου πέρασε στην ιστορία. Η Αργεντινή κατέκτησε το τρόπαιο, το 3ο της ιστορίας της και το χρυσό Κύπελλο επέστρεψε μετά από 20 χρόνια στη Νότια Αμερική, η οποία μείωσε το σκορ στην κόντρα της με την Ευρώπη σε 12-10.

Οι δύο ποδοσφαιρικές ήπειροι δεν άφησαν ποτέ να μπει ανάμεσά τους κάποια από τις υπόλοιπες. Η Αφρική μόλις φέτος κατάφερε να βάλει για πρώτη φορά ομάδα στα ημιτελικά, το Μαρόκο, ισοφαρίζοντας έτσι την επίδοση της Βόρειας και Κεντρικής Αμερικής από την πρώτη διοργάνωση (ΗΠΑ, 1930) και εκείνην της Ασίας, προ 20ετίας (Νότια Κορέα, 2002). Οι εκάστοτε εκπρόσωποι της Ωκεανίας δεν προχώρησαν πιο πέρα από τη φάση των 16.

H πανδημία covid-19 και το γεγονός ότι για πρώτη φορά η διοργάνωση διεξήχθη χειμώνα (20 Νοεμβρίου -18 Δεκεμβρίου 2022) στο «αιματοβαμμένο Κατάρ (άλλη κουβέντα αυτή) υποχρέωσαν ουσιαστικά τη ΦΙΦΑ να αυξήσει το όριο των αλλαγών από 3 σε 5 σε κάθε παιχνίδι και τον αριθμό παικτών που απαρτίζουν τα ρόστερ των ομάδων από 23 σε 26.

Δηλώθηκαν συνολικά 831 από τους μάξιμουμ 832 παίκτες. Το Ιράν ήταν η μοναδική χώρα που δήλωσε 25άδα παικτών, ενώ η Γαλλία δεν προέβη σε αντικατάσταση, αν και είχε το δικαίωμα, του Καρίμ Μπενζεμά, ο οποίος τραυματίστηκε πριν την έναρξη του τουρνουά.

Στα χαρτιά οι ποδοσφαιριστές εκπροσωπούν έθνη, λέμε η Εθνική Βραζιλίας, η Εθνική Γερμανίας, Αγγλίας, Ουρουγουάης κ.α. στην πραγματικότητα όμως είναι πολλά περισσότερα.

Γιατί «το ποδόσφαιρο…», όπως γράφει στο βιβλίο του «Ποδόσφαιρο και Παγκοσμιοποίηση» ο εξαίρετος διεθνολόγος Πασκάλ Μπονιφάς «…είναι το υπέρτατο στάδιο της παγκοσμιοποίησης. Η αυτοκρατορία του δεν γνωρίζει ούτε σύνορα, ούτε όρια. Επίσης, φαινόμενο παράξενο, είναι η μοναδική αυτοκρατορία που είναι δημοφιλής. Έτσι, οι λαοί αφήνονται να κατακτώνται από την αυτοκρατορία αυτή, είναι ευχαριστημένοι από το γεγονός αυτό και μάχονται για να είναι οι πιο πιστοί και καλοί οπαδοί της».

«…Θα πρέπει ακόμα να σημειωθεί ότι αυτή η οικουμενική αυτοκρατορία είναι αδιαφιλονίκητη και οικοδομήθηκε ειρηνικά. Την οικοδόμησε το αθλητικό πάθος, χωρίς καταναγκασμούς και μακριά από την χρήση όπλων».

«…Μπορεί ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα (σ.σ. όταν εκδόθηκε το βιβλίο ο Ομπάμα διατελούσε πρόεδρος των ΗΠΑ), ο Πάπας, ο Δαλάι Λάμα και ο Τσάβες να είναι παγκοσμίως γνωστοί – ανεξαρτήτως της εκτίμησης που τρέφει κανείς γι’ αυτούς – όμως ο Ζιντάν, ο Μπέκαμ, ο Μέσι, ο Ρονάλντο, ο Κασίγιας είναι πολύ πιο διάσημοι και, τελικά, περισσότερο δημοφιλείς».

Επίσημα, ο ποδοσφαιρικός χάρτης άλλαξε στις 15 Δεκεμβρίου 1995, με την υπόθεση που κέρδισε στο ευρωπαϊκό δικαστήριο του Λουξεμβούργου ο Βέλγος παίκτης Ζαν Μαρκ Μποσμάν, η οποία αφορούσε στην ελεύθερη διακίνηση παικτών, με βάση το άρθρο 48 της Συνθήκης της Ρώμης του 1957. Η απόφαση δεν είχε αντίκτυπο μόνο στις επαγγελματικές ομάδες, αλλά και στις Εθνικές.

Ανεπίσημα, η «αλλοίωση» του Εθνικού ποδοσφαιρικού χαρακτήρα είχε ήδη ξεκινήσει από τη δεκαετία του 1930. Οι Ιταλοί με αφορμή την καταγωγή από την «μπότα» πολλών και σπουδαίων παικτών από την Αργεντινή και την Ουρουγουάη πρόσθεσαν στη «σκουάντρα ατζούρα» μεταξύ άλλων τους περίφημους Λουίς Μόντι, Μούμο (Ραϊμούντο) Όρσι, Ενρίκε Γκουάιτα, Ατίλιο Ντεμαρία, Μικέλε (Μιγκέλ) Αντρεόλο. Ήταν οι λεγόμενοι «Οριούντι».

Η Ιταλία κέρδισε σε δύο συνεχόμενα Παγκόσμια Κύπελλα (1934, 1938), προς τέρψιν του Μπενίτο Μουσολίνι. Στη συνέχεια, βέβαια, ο φασίστας δικτάτορας και το καθεστώς του κυνήγησαν πολλούς από τους ήρωες που δόξασαν ποδοσφαιρικά τη χώρα, αφού δεν ανήκαν στους οπαδούς του.

Και η Γαλλία, όμως, δεν έμεινε με… σταυρωμένα χέρια. Είναι γνωστό ότι αποτελεί το μεγαλύτερο χωνευτήρι λαών στην Ευρώπη. Δέχθηκε πάμπολλους, οικονομικούς κυρίως, μετανάστες, πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αρκετοί Γερμανοί (προφανώς από τη γερμανόφωνη και διεκδικούμενη τότε Αλσατία) δέχθηκαν να εκπροσωπήσουν τη Γαλλία φορώντας τη μπλε φανέλα της. Μεταπολεμικά δε, μπήκαν στο «κόλπο» και οι Πολωνοί. Ο Ράιμοντ Κοπαζέβσκι έγινε Ραϊμόν Κοπά και ο Κάζιμιεζ Χνάτοβ αναφέρονταν ως Κασιμίρ Νατόβ. Αργότερα δε, προστέθηκαν και παίκτες από τους υπερπόντιους νομούς της, όπως η Γουαδελούπη και η Μαρτινίκα, αλλά και από πολλές αφρικανικές χώρες, οι οποίες αποτελούσαν άλλοτε αποικίες της Γαλλίας.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η Πορτογαλία. Ούτε οι ίδιοι οι κάτοικοί της δεν γνώριζαν καλά καλά κατά που πέφτει η Μοζαμβίκη, τη βρήκαν όμως στον χάρτη, εκεί στα νοτιοανατολικά της Αφρικής, όταν θαύμασαν από κοντά τους σπουδαίους Εουσέμπιο Ντα Σίλβα, Μάριο Κολούνα, οι οποίοι διέπρεψαν αρχικά με τη μεγάλη Μπενφίκα στις αρχές της δεκαετίας του ’60 και έβγαλαν από την αφάνεια και την Εθνική Πορτογαλίας με τις εξαιρετικές εμφανίσεις τους στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966.

H Αγγλία, η χώρα που γέννησε το ποδόσφαιρο, «αντιστεκόταν», ως τις 29 Νοεμβρίου 1978, όταν για πρώτη φορά εμφανίστηκε με έναν μαύρο παίκτη στη σύνθεσή της. Ο Βιβ (Βίβιαν) Άντερσον με ρίζες από την Τζαμάικα, φορώντας τη φανέλα με το νο2, έγινε ο πρώτος μαύρος που αγωνίστηκε για τα «τρία λιοντάρια» στο νικηφόρο φιλικό (1-0) με την Τσεχοσλοβακία στο παλιό «Γουέμπλεϊ».

Από τότε οι Άγγλοι δεν έχουν αφήσει Τζαμαϊκανό για Τζαμαϊκανό που να μην έχει φορέσει τη φανέλα με το εθνόσημό τους. Ενδεικτικά αναφέρω τους Τζον Μπαρνς, Ντες Γουόκερ, Σολ Κάμπελ, Θίο Φουόλκοτ, Κρις Σμόλινγκ, Κάιλ Γουόκερ, Άσλεϊ Γιανγκ, Μάρκους Ράσφορντ. Επεκτάθηκαν δε και σε άλλα νησιά της Καραϊβικής, που αποτέλεσαν αποικίες τους στο παρελθόν, όπως τα Μπαρμπέιντος (Πολ Ινς).

Η Ολλανδία ανέδειξε τον αξεπέραστο Γιόχαν Κρόιφ, τον Γιόχαν Νέεσκενς, τον Ρομπ Ρένσενμπρινκ και δεκάδες άλλους παικταράδες, στηρίχθηκε όμως και στην ποδοσφαιρομάνα που λέγεται Σούριναμ, την άλλοτε Ολλανδική Γουιάνα. Έτσι ονομαζόταν το Σούριναμ στα χρόνια που αποτελούσε αποικία της Ολλανδίας, το οποίο όμως ποτέ δεν έκοψε τους δεσμούς με το βασίλειο της Οράγγης, γι’ αυτό και οι παίκτες του δεν λογίζονται ως ξένοι.

Ποιον να πρωτοθυμηθεί κάποιος, τον Ρουντ Γκούλιτ (Χούλιτ στα φλαμανδικά), τον Φρανκ Ράικαρντ, τον Πάτρικ Κλάιφερτ, τον Κλάρενς Ζέεντορφ (Ζέιντορφ στα φλαμανδικά), τον Έντχαρ Ντάβιντς; Είναι πόσοι πολλοί.

Οι Ολλανδοί μετείχαν και με… δεύτερη Εθνική σε Παγκόσμιο Κύπελλο. Το 1938 οι μισοί παίκτες των Ολλανδικών Δυτικών Ινδιών, της μετέπειτα ανεξάρτητης Ινδονησίας, ήταν Ολλανδοί και οι άλλοι μισοί Ινδονήσιοι.
Η Γερμανία από την πλευρά της, στα χρόνια που επικρατούσε ο ναζισμός, αφαίμαξε ότι καλύτερο διέθετε η «βούντερτιμ» της προσηρτημένης Αυστρίας, πλην του «δαντελένιου» Ματίας Ζίντελαρ, ο οποίος προτίμησε να αυτοκτονήσει παρά να φορέσει τη φανέλα με τη σβάστικα.

Μεταπολεμικά, έριξε το βλέμμα της σε Πολωνούς (Χορστ Ζιμάνιακ, Μίροσλαβ Κλόζε, Λούκας Ποντόλσκι, Πιοτρ Τροχόβσκι), τής ξέφυγε πάντως ο Ρόμπερτ Λεβαντόβσκι, ο οποίος είχε προλάβει να φορέσει τη φανέλα με τον αετό της Πολωνίας.

Για τους φίλους της Σκωτίας, οι δύο παίκτες με μη σκωτσέζικη καταγωγή, που αναφέρονται στους πίνακες, είναι ο «Ιταλός» Λου (Λουίτζι) Μακάρι και ο «Νοτιοαφρικανός» Ρίτσαρντ Γκαφ.

Τα τελευταία 30 χρόνια ένας από τους κύριους «τροφοδότες» των Εθνικών ομάδων είναι οι παίκτες από τη λεγόμενη «μαύρη ήπειρο». Πολλοί σύλλογοι της Ευρώπης έχουν δημιουργήσει ακαδημίες με ταλαντούχα παιδιά από την Αφρική, τα οποία μεγαλώνοντας στελεχώνουν τις Εθνικές ομάδες των αναπτυγμένων ποδοσφαιρικά χωρών, όπως η Γαλλία, το Βέλγιο, η Αγγλία και η Γερμανία πιο πρόσφατα.

Βέβαια, κάποιοι παίκτες αν και ανδρώθηκαν ποδοσφαιρικά στην εύρωστη οικονομικά Ευρώπη, προτιμούν να εκπροσωπούν τη χώρα καταγωγής τους. Σε αρκετές περιπτώσεις δε υπήρξαν και ενδοοικογενειακές κόντρες. Παράδειγμα τα αδέλφια Μπόατενγκ, που αναπτύχθηκαν στη Γερμανία και βρέθηκαν αντίπαλοι στο Παγκόσμιο Κύπελλο 2010, όταν η Γερμανία αντιμετώπισε τη Γκάνα. Ο μεγάλος Κέβιν Πρινς ήταν μέλος της μαμάς Γκάνας και ο μικρός Ζερόμ έπαιξε για λογαριασμό της δεύτερης πατρίδας, της Γερμανίας.

Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι αυτό των αδελφών Γουίλιαμς με τον μεγάλο Ινιάκι να παίζει για τη μαμά Γκάνα και τον μικρό Νίκο για τη δεύτερη πατρίδα, την Ισπανία.

Με τη συμμετοχή του Κατάρ, οι ομάδες που έχουν πάρει μέρος σε Παγκόσμιο Κύπελλο έγιναν 80. Το πολυσυλλεκτικό Κατάρ – οι 10 παίκτες του προέρχονται από 8 διαφορετικές χώρες και οι 16 είναι Καταριανοί – με 3 ήττες σε ισάριθμα παιχνίδια έγινε η πρώτη ομάδα διοργανώτριας χώρας, που αποκλείστηκε από τη φάση των ομίλων.

Στους 4 πίνακες εμφανίζονται οι 80 Εθνικές ομάδες των χωρών που έχουν πάρει μέρος στις 22 εκδόσεις του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Στην γαλάζια στήλη αναφέρονται οι συνολικές συμμετοχές κάθε ομάδας σε τελική φάση, στην κίτρινη στήλη αναφέρεται ο συνολικός αριθμός των επίσημα δηλωμένων παικτών στη ΦΙΦΑ, στην πράσινη στήλη αναφέρονται οι εθνικότητες των παικτών πλην της κύριας και στη ροζ στήλη αναφέρεται ο συνολικός αριθμός παικτών διαφόρων εθνικοτήτων πλην της κύριας.

Παράδειγμα, η Ιταλία μετείχε σε 18 Παγκόσμια Κύπελλα, δηλώνοντας 285 παίκτες. Οι 19 από τους παίκτες της προέρχονται από 9 εθνικότητες, χωρίς όπως προαναφέρθηκε να υπολογίζεται η ιταλική.

Η Αίγυπτος πήρε μέρος σε 3 Παγκόσμια Κύπελλα και οι 64 παίκτες που δήλωσε ήταν όλοι Αιγύπτιοι.

Όπως εύκολα παρατηρεί κάποιος η Γαλλία έχει εκπροσωπηθεί από 32 διαφορετικές εθνικότητες, που έδωσαν 100 παίκτες ή σε ποσοστό 38,9%!

Πρόκειται, αναμφίβολα, για πολύ μεγάλο νούμερο. Αναφέραμε, όμως, ότι η Γαλλία είναι το μεγαλύτερο χωνευτήρι λαών στην Ευρώπη.

Το ίδιο ισχύει και για τον Καναδά, στην αμερικανική ήπειρο. Οι 22 από τους 48 παίκτες που δηλώθηκαν έχουν καταγωγή από 15 διαφορετικές χώρες, σχεδόν οι μισοί δηλαδή ή σε ποσοστό 47,8%!

Σημείωση: Ο αριθμός παικτών αφορά σε αυτούς που δηλώθηκαν στη ΦΙΦΑ (20άδες, 22άδες, 23άδες, 26άδες) και όχι σε εκείνους που αγωνίστηκαν σε τελικές φάσεις Παγκοσμίου Κυπέλλου. Εξυπακούεται ότι οι αριθμοί κάθε χώρας είναι μεγαλύτεροι, προσθέτοντας κι άλλες διοργανώσεις Εθνικών ομάδων (Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, Κόπα Αμέρικα, Κύπελλο Εθνών Αφρικής κ.α.)

321794898_840041333896028_4519789807471620975_n

321505299_1301814837270746_2447022467932559299_n

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Στους πίνακες εμφανίζονται χώρες με αστερίσκο. Πρόκειται για εκείνες που προέκυψαν από τη διάλυση της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ, αλλιώς Σοβιετική Ένωση) και της Γιουγκοσλαβίας και το «βελούδινο διαζύγιο» μεταξύ των δύο εθνοτήτων της Τσεχοσλοβακίας, των Τσέχων και των Σλοβάκων. Φυσικά οι τρεις αυτές χώρες αναφέρονται ξεχωριστά από τις χώρες που «δημιούργησαν» με τον κατακερματισμό τους.

Πριν τη διάσπασή της η Σοβιετική Ένωση μετείχε σε 7 Παγκόσμια Κύπελλα, δηλώνοντας 109 παίκτες, οι οποίοι κατανέμονται ως εξής: Ρώσοι 47, Ουκρανοί 34, Γεωργιανοί 15, Λευκορώσοι 3, Τάταροι 3, Αρμένιοι 2, Αζέροι 2, Ουγγρο-ουκρανοί 2, Λετονός ένας (1).

Η Γιουγκοσλαβία πήρε μέρος σε 9 Παγκόσμια Κύπελλα (8 πριν τη διάσπαση και το 1998 ως πρώην δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας), δηλώνοντας 167 παίκτες, οι οποίοι κατανέμονται ως εξής: Σέρβοι 75, Κροάτες 44, Σερβοβόσνιοι 6, Κροατοβόσνιοι 7, Βόσνιοι μουσουλμάνοι 10, Μαυροβούνιοι 12, Σλοβένοι 3, Σκοπιανοί 4, Ούγγροι 2, Κοσοβάροι 2, Γερμανός ένας (1), Βοσνιομαυροβούνιος ένας (1).

Το 2006 εμφανίστηκε για μία και μοναδική φορά η Εθνική Σερβίας & Μαυροβουνίου (δεν υπολογίζεται στον πίνακα που αναφέρει 3, στα οποία μετείχε αμιγώς ως Σερβία). Από τους 23 παίκτες του ρόστερ οι 16 ήταν Σέρβοι, οι 3 Κροάτες, οι 3 Βόσνιοι και ένας (1) Μαυροβούνιος.

Η Τσεχοσλοβακία μετείχε σε 8 Παγκόσμια Κύπελλα, δηλώνοντας 149 παίκτες. Εξ αυτών Τσέχοι ήταν 90, Σλοβάκοι 55, Ούγγροι 2 και Γερμανοί 2.