Επιλογή Σελίδας

Του Zastro

Όταν ο Δίας είδε τη Λήδα, τη βασίλισσα της Σπάρτης, στις όχθες του Ευρώτα, πήγε στην Αφροδίτη και της ζήτησε να τον μεταμορφώσει σε ό,τι πιο όμορφο, ό,τι πιο μεγαλοπρεπές υπάρχει.

Η θεά της ομορφιάς δεν δίστασε δευτερόλεπτο και τον μεταμόρφωσε σε κύκνο, το μοναδικό έμβιο ον που θα μπορούσε να εντυπωσιάσει τη Λήδα.

Ο μύθος του Δία και της Λήδας έγινε έργο τέχνης, από την αρχαιότητα μέχρι το μπαρόκ φιλοτεχνήθηκαν δεκάδες έργα, ο κύκνος απέκτησε στην αιωνιότητα τη θέση που του αρμόζει.

Την ίδια θέση που κατέχει το τέκνο της ολλανδικής σχολής που σαν άλλη Αφροδίτη μεταμόρφωσε το ποδόσφαιρο, ο Μάρκο Φαν Μπάστεν.

Στην απέραντη λίμνη του ποδοσφαιρικού βιότοπου, ο μεγάλος Ολλανδός είναι και παραμένει το μέτρο σύγκρισης για κάθε επιθετικό, είναι το role model που πρέπει να ακολουθήσουν όλοι οι φορ κι ας έχουν περάσει δεκαετίες από τον καιρό της παντοδυναμίας του.

Όπως στη μυθολογία, κανείς δεν γνωρίζει πια τι συνέβη πραγματικά, αν όντως ήταν τόσο καλός, αν ο χρόνος λειτούργησε διατηρώντας μόνο τις θετικές αναμνήσεις από την καριέρα του. Δεν ανάγονται όμως τα πάντα στη σφαίρα του μύθου, υπάρχουν και τα γεγονότα.

Είναι ο πιο ολοκληρωμένος σέντερ φορ όλων των εποχών. Ήταν ο πρώτος και εξακολουθεί να θεωρείται ο καλύτερος στην ικανότητα να χρησιμοποιεί ολόκληρο το ρεπερτόριό του συνολικά μέσα στο παιχνίδι.

Συνηθίζουμε να αποθεώνουμε έναν επιθετικό για το «θεϊκό του πόδι», για μια χαρακτηριστική κίνηση, για μια τρίπλα, μια κεφαλιά.

Ο Φαν Μπάστεν είναι η εξαίρεση. Είχε και τα δυο πόδια, απλώς το δεξί ήταν το αγαπημένο του. Είχε κεφάλι, είχε οξυδέρκεια, είχε άλμα, είχε τεχνική κατάρτιση, είχε φυσική κατάσταση, τα είχε όλα. Και τα ξεδίπλωνε με τόσο κομψό, τόσο υπέροχο τρόπο στο χορτάρι, που θαρρεί κανείς ότι είχε την ευλογία του Κρόιφ. Την είχε κι αυτή.

Έκανε ντεμπούτο ως αλλαγή στις 3 Απριλίου του 1982 φορώντας της φανέλα του Άγιαξ. Αντικατέστησε τον Γιόχαν Κρόιφ. Ήταν κάτι σαν αυτοσχέδια τελετή παράδοσης – παραλαβής του σκήπτρου, σαν σημάδι της μοίρας για αυτά που έπονται μετά την «εποχή Κρόιφ» στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.

Ο Γιόχαν σήκωσε τρία κύπελλα πρωταθλητριών, άλλαξε τη σχέση των ανθρώπων με το άθλημα, υπήρξε ο προφήτης του ποδοσφαίρου της νέας εποχής, ενός ποδοσφαίρου που εξακολουθούμε να παρακολουθούμε και στις μέρες μας. Η σημασία του χώρου, της ταχύτητας, των εναλλαγών θέσεων, του συνδυασμού υψηλότατης τεχνικής και ισομερώς κατανεμημένης δύναμης.

Ο Μάρκο πήρε τη σκυτάλη, είχε την ευτυχία να ακολουθεί και τις εντολές του Κρόιφ στην παρουσία του στον Άγιαξ. Κέρδισε πρωταθλήματα, κύπελλα, το ευρωπαϊκό του 1987 στον τελικό της Αθήνας.

Για κάθε άλλον ποδοσφαιριστή θα εμμέναμε σε αυτά, τούτη θα ήταν η «ιστορία», πασπαλισμένη με τους προσωπικούς τίτλους, τα αγαλματίδια του πρώτου σκόρερ και κάθε τι που θεωρούμε «μεγάλο» και αποδεικτικό καταξίωσης. Δεν ήταν αυτό ο Φαν Μπάστεν, ο κύκνος ποτέ δεν ξεχωρίζει γι’ αυτό στη λίμνη.

Σκόραρε 128 γκολ σε 133 ματς σε μια τριετία. Πήρε το «χρυσό παπούτσι» το 1986. Έπαιζε και σκόραρε με ρυθμό που ζάλιζε, με τρόπο που δεν είχε ξαναδεί ποτέ κανείς.

Ήταν πρωταθλητής, ήταν κορυφαίος και εξακολουθούσε να είναι ταπεινός, να αποπνέει μια αύρα σιωπηρής κυριαρχίας.

Οι άνθρωποι που επιβάλλονται χωρίς να φωνάζουν είναι οι πραγματικοί καθοδηγητές, οι αληθινοί ηγέτες.

Στην όψη ντροπαλός, στην προσέγγιση επιφυλακτικός, στη συμπεριφορά διακριτικός. Μέσα στο χορτάρι ισοπεδωτικός με τον κομψότερο δυνατό τρόπο που μπορεί να φανταστεί και ο απαιτητικότερος αριστοκράτης.

Με ανεξάντλητο ρεπερτόριο και ένα ανάποδο ψαλίδι που θα μπορούσε να μπει αυτούσιο στην «απόδραση των 11»:

 

Άφησε τον Άγιαξ αρχοντικά, σκοράροντας το γκολ σε εκείνον τον τελικό της Αθήνας που προαναφέρθηκε. Ήταν ένας ευρωπαϊκός τίτλος μετά από 14 χρόνια για την ομάδα που μεγάλωσε τη λίμνη, για το σύλλογο που μας χάρισε απλόχερα, τακτικά και τεχνικά θέσφατα δεκαετιών.

Ένας τόσο κομψός παίκτης δεν θα μπορούσε να καταλήξει πουθενά αλλού εκτός από το Μιλάνο. Ταίριαζε στη Galleria, ήταν γεννημένος για τη Via della Spiga, «προγραμματισμένος» να μεγαλουργήσει στο San Siro, στην επόμενη ποδοσφαιρική επανάσταση που πήγε το ποδόσφαιρο ακόμα παραπέρα.

Το ποδόσφαιρο του Σάκι ήταν εξέλιξη του ολλανδικού μοντέλου, ο Φαν Μπάστεν ήταν το κομμάτι που ολοκλήρωνε το παζλ, η μεγαλοπρέπεια που έλειπε από το οικοδόμημα. Οι αναλογίες ήταν υπέροχες, ο συνδυασμός τεχνικής και φυσικής κατάστασης απαράμιλλος.

Οι υπερφίαλοι Ιταλοί τον αντιμετώπισαν με σκεπτικισμό, ανέκαθεν προτιμούσαν τους fancy λατινοαμερικάνους ή τους δικούς τους κατά φαντασίαν υπερπαίκτες. Κι έπειτα, είχε ήδη τραυματισμό. Ο Μάρκο έδιωξε τις αμφιβολίες δίχως χρονοτριβή και δίχως αγωνία για να αποδείξει το παραμικρό.

Στα πρώτα τέσσερα παιχνίδια για το κύπελλο, είχε σκοράρει ήδη πέντε φορές. Στο ντεμπούτο στη Serie A σκοράρει και το πρώτο του γκολ στο πρωτάθλημα.

Εκστασιάζονται όλοι, εκείνα τα χρόνια η πληροφορία ταξίδευε με τέτοιο τρόπο που όσοι δεν είχαν δυνατότητα να τον δουν έπλαθαν την εικόνα στο μυαλό τους και πάντοτε αυτή η εικόνα είναι η καλύτερη για τον καθένα μας ξεχωριστά. Με τη διαφορά ότι ο Μάρκο Φαν Μπάστεν δεν ήταν απλώς αυτό που φανταστήκαμε, αλλά ακόμα καλύτερος, αψεγάδιαστος, άτρωτος. Σχεδόν.

Από εκείνο το ντεμπούτο δίπλα στον επικλινή Πύργο της Πίζας βγήκε στην επιφάνεια η αχίλλειος πτέρνα του, ο μοναδικός τρόπος που μπορούσε να ανακοπεί η προδιαγεγραμμένη πορεία του στους αθάνατους του σπορ. Τα κρυστάλλινα πόδια του Μάρκο είναι η νέμεσίς του, το βέλος του Πάρι στον τένοντα του Αχιλλέα.

Όσο ήταν νέος και άντεχε την ταλαιπωρία, όσο υπέβαλε τον εαυτό του στη διαρκή και επαναλαμβανόμενη σωματική και κυρίως ψυχολογική φθορά, ήμασταν κι εμείς βέβαιοι ότι είναι άτρωτος και δεν μας τον στερήσει κανείς. Εκείνος έμαθε να ζει με τον πόνο, με το φόβο, την υπομονή και την προσμονή να επιστρέψει.

Την πρώτη φορά επέστρεψε μετά από έξι μήνες. Χειρουργήθηκε στις Κάτω Χώρες, σε δικής του επιλογής και εμπιστοσύνης ιατρό, με τη βεβαιότητα ότι οι ουλές δεν θα επηρεάσουν το status του. Έτσι ήταν. Σκόραρε και στην επιστροφή του στο Έμπολι, ήταν αποφασιστικός με το που ξαναβρέθηκε στη λίμνη.

Τον είχε απεριόριστη ανάγκη η Μίλαν που κυνηγούσε λυσσασμένα τη Νάπολι. Ναι, «εκείνη» τη Νάπολι του θεού, την ομάδα που μνημονεύεται ακόμα. Τρεις αγωνιστικές πριν τελειώσει το πρωτάθλημα η Μίλαν έπρεπε να παίξει τον τίτλο στο Σαν Πάολο. Δεν ξεκίνησε, είδε το 1-1 του ημιχρόνου από τον πάγκο.

Η Μίλαν με ένα γκολ του Βίρντις προηγείται, η Νάπολι κυνηγάει σαν άγριο θηρίο, με τον Μαραντόνα να κάνει απίθανα πράγματα. Οι partenopei σφυροκοπούν την εστία των rossoneri, ό,τι και να κάνει όμως ο Μαραντόνα σταματάει στον οίστρο του τερματοφύλακα της Μίλαν.

Στην αποφασιστική αντεπίθεση ο Ρουντ Γκούλιτ δεν κοιτάζει καν δεξιά όταν κόβει τη μπάλα. Ξέρει ότι ο Μάρκο θα είναι εκεί, αποκλείεται να μην είναι εκεί.

Η νίκη της Μίλαν, η κατάκτηση εκείνου το πρωταθλήματος φέρει την υπογραφή του ανθρώπου που για έξι μήνες πέρασε από το κρεβάτι του πόνου, τις πατερίτσες, το φυσιοθεραπευτήριο και τη μάχη με τον εαυτό του και την καριέρα του.

Η φήμη του ήταν ακόμα περιορισμένη, ένα πρωτάθλημα ακόμα και στο τότε καλύτερο πρωτάθλημα του κόσμου δεν αρκούσε για καθολική αναγνώριση. Μέχρι που ήρθε το Euro του ’88.

Με την πορτοκαλί φανέλα, με τον ίδιο προπονητή που είχε και ο Κρόιφ, τον Ρίνους Μίχελς, ο οποίος παρά τον προβληματισμό για την ευπάθεια στα γόνατα, τον συμπεριέλαβε στους εκλεκτούς της αποστολής. Δεν θα τον ξεκινούσε, του αρκούσε σαν game changer στον πάγκο των Οράνιε.

Μετά το καταστροφικό ξεκίνημα και την ήττα από τη Σοβιετική Ένωση, ο Μίχελς το πήρε απόφαση ότι χωρίς αυτόν, η όποια πορεία της Ολλανδίας θα σταματήσει. Στο δεύτερο παιχνίδι εναντίον της Αγγλίας, ο Μάρκο παίρνει το πινέλο και ξεκινά να ζωγραφίζει. Χατ-τρικ, τρεις πίνακες στον ίδιο καμβά.

Κανένας δεν σταμάτησε την πορεία της Ολλανδίας προς τα τελικά της διοργάνωσης. Στον ημιτελικό με τους οικοδεσπότες Γερμανούς, η πρόκριση του ανήκει σχεδόν εξ ολοκλήρου. Νομίζαμε ότι τα είχαμε δει όλα, ότι δεν υπάρχει παραπάνω.

Το γκολ στον τελικό με την ΕΣΣΔ του Λομπανόφσκι είναι ένα γκολ που το έχουν δει και άνθρωποι που ήταν αγέννητοι τότε. Ένα γκολ τόσο σπάνιο, τόσο «γεμάτο», τόσο αριστουργηματικό που μοιάζει ποίημα.

Σε τελικό, με τερματοφύλακα τον Ντασάεφ, τον καλύτερο του κόσμου, με ένα σουτ που άφησε άπαντες στήλες άλατος, άφωνους ενώπιον του κομψοτεχνήματος.

Το ποδόσφαιρο δεν θα ήταν ίδιο χωρίς εκείνο το γκολ. Και η καριέρα, η παρακαταθήκη του Φαν Μπάστεν, η κληρονομιά του, το ίδιο. Πλέον ήταν ο σκόρερ «του γκολ» και το θάμβος των υπολοίπων δεδομένο.

Πλέον τα απίθανα γκολ του δεν έκαναν εντύπωση σε κανέναν, ακόμα κι όταν σκόραρε αδιανόητα γκολ, όπως εκείνο στο Bernabeu στον ημιτελικό του κυπέλλου πρωταθλητριών εναντίον της Ρεάλ. Η κυριαρχία της Μίλαν εγκαθιδρύθηκε στη ρεβάνς εκείνου του ημιτελικού, στο εμφαντικό 5-0 του San Siro που ήταν ο πραγματικός τελικός και όχι ο «άοσμος» με τη Στεάουα στο Camp Nou.

Η ομάδα του μέλλοντος, με τους χαφ τους απώτερου μέλλοντος, διέθετε και τον φορ του απώτατου μέλλοντος. Δεύτερο συνεχόμενο κύπελλο πρωταθλητριών, πολλαπλές ατομικές διακρίσεις, ένα ερωτευμένο San Siro κάθε που ακουμπούσε τη μπάλα.

Ο Μπερλουσκόνι τον αποκαλούσε Νουρέγεφ, ορκιζόταν ότι δεν είχε ξαναδεί τέτοιον χορευτή στο παλκοσένικο του Μιλάνου.

Στη scala παιζόταν η Λίμνη των Κύκνων του Τσαϊκόφσκι, στο San Siro εκτυλισσόταν το βαλς του Αρίγκο Σάκι, με κύκνους τους τρεις ιπτάμενους Ολλανδούς. Γκούλιτ, Ράικαρντ και Φαν Μπάστεν κατέκτησαν πρωταθλήματα, κύπελλα, ευρωπαϊκά και διηπειρωτικά τρόπαια, έβαλαν το ιταλικό ποδόσφαιρο στην καθημερινότητα των φίλων του αθλήματος σε ολόκληρο τον κόσμο.

Ο Μάρκο σκόραρε κατά ριπάς, κατέρριπτε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Το χατ-τρικ του εναντίον της Αταλάντα σε έξι λεπτά είναι το κερασάκι στην τούρτα (και) της εποχής Καπέλο, τα 25 γκολ και ο τίτλος του πρώτου σκόρερ στο campionato η «κανονικότητα».

Τον Νοέμβριο του 1992 ήταν στο αποκορύφωμα της καριέρας του, 28 χρονών, στην πιο ώριμη και παραγωγική φάση της καριέρας του. Είχε μόλις βραβευθεί με τη «Χρυσή Μπάλα» για τρίτη φορά, επίτευγμα ως τότε μονάχα του Πλατινί και του Γιόχαν Κρόιφ, του ανθρώπου που πριν δέκα χρόνια είχε αντικαταστήσει παίρνοντας τη σκυτάλη της διαδοχής.

Ψηλά στον ποδοσφαιρικό Όλυμπο, με απόλυτη αναγνώριση από φίλους και μη του αθλήματος, με πρόσωπο προσφιλές στα διαρκώς αναπτυσσόμενα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης, ο Μάρκο ήταν το απόλυτο είδωλο. Με τη διαφορά ότι το χαμόγελο της βράβευσης για τη «Χρυσή Μπάλα» έκρυβε την αγωνία για την επόμενη χειρουργική επέμβαση.

Την έκανε λίγες μέρες μετά από εκείνη τη βράβευση. Ταξίδεψε στο Saint Moritz, υπόμεινε για μια ακόμη φορά το νυστέρι. Γράφτηκαν απίστευτες κακοήθειες εκείνη την εποχή, ειδικά στην Ιταλία. Ότι πήγε σε κέντρο αποτοξίνωσης από την κοκαΐνη, ότι έφυγε από το Μιλάνο για να αποφύγει τη σύλληψη για μια υπόθεση οργανωμένων οργίων με πόρνες, απίθανα πράγματα.

Δεν απάντησε ποτέ, στο βιβλίο του αφιέρωσε ίσα πέντε αράδες για εκείνη την κατάπτυστη περίοδο. Προτίμησε να θυμηθεί και να τονίσει ότι βρήκε το σθένος να (ξανα)επιστρέψει σε χρόνο ρεκόρ, σε τέσσερις μήνες, γιατί ήθελε να παίξει παρά τους αφόρητους πόνους. Σκόραρε το τελευταίο του γκολ το Μάιο του 1993.

Επειδή στη ζωή τη μεγαλύτερη σημασία την έχουν οι λεπτομέρειες, ο τερματοφύλακας που μάζεψε τη μπάλα από τα δίχτυα, ήταν ο ίδιος που τη μάζεψε και στο ντεμπούτο του, ο Αλεσάντρο Νίστα. Ήταν 9 Μαΐου του 1993, είναι η ημερομηνία που ο κύκνος πέταξε μακριά από τη λίμνη.

Ακολούθησε κι άλλο χειρουργείο, πλέον ένιωθε σαν το Σίσυφο που σπρώχνει την πέτρα δίχως ελπίδα. Δυο χρόνια πάλευε με τον εαυτό του να επιστρέψει. Έμπαινε στη διαδικασία να το ξαναπροσπαθήσει, να το ξαναπιστέψει, να ξαναδοκιμάσει. Περιπλανήθηκε δυο ολόκληρα χρόνια, η Μίλαν τον σεβάστηκε και δεν τον αποδέσμευσε, τον περίμενε γιατί η λίμνη ήταν φτωχότερη χωρίς εκείνον.

Η τελευταία ακτινογραφία έδειξε θραύσματα οστών που είχαν καταστρέψει το χόνδρο. Το δεξί του πόδι, το ίδιο που άφησε στην αιωνιότητα το γκολ στον Ντασάεφ, τον είχε προδώσει. Ήδη από το τρίτο χειρουργείο είχε αφαιρεθεί μέρος από το οστό και αισθανόταν το πόδι του να μουδιάζει κάθε που πατούσε στο γρασίδι. Τα παυσίπονα και ο αφόρητος πόνος τον έφεραν ενώπιον της πραγματικότητας.

Αποχώρησε επισήμως από το ποδόσφαιρο στην ηλικία των 30 ετών. Είχε να παίξει δυο χρόνια κι όμως δεν τον είχε ξεχάσει κανείς. «Ο κύκνος της Ουτρέχτης», ένας ποδοσφαιριστής που ουδέποτε προκάλεσε, ποτέ δεν υπερέβη τα όρια. Δεν θα βρείτε αρνητικής χροιάς δήλωση, δεν θα βρείτε αντιαθλητική συμπεριφορά, δεν θα δείτε ποτέ βαρετά στιγμιότυπα με εκείνον πρωταγωνιστή.

Μόνο ποδόσφαιρο. Αγνό, πηγαίο, ανόθευτο, εκπληκτικής ομορφιάς ποδόσφαιρο. Κομψό, με το κεφάλι ψηλά, με μια απίθανη ευγενική ανωτερότητα, από εκείνες που θαυμάζονται δίχως να ενοχλούν. Αν ενοχλούσαν δεν θα συνέρρεαν ογδόντα χιλιάδες άνθρωποι τρεις μέρες μετά το Δεκαπενταύγουστο στο San Siro για να τον αποχαιρετίσουν.

Μπήκε τρέχοντας στο γήπεδο, δεν ήθελε να τον δουν να κουτσαίνει. Όσο έκανε το γύρο για να χαιρετίσει, έτρεμαν τα πόδια και τα χέρια του, οι μύες διαμαρτύρονταν και ο πόνος ήταν οξύτατος. Πιο πολύ τον πόνεσε η εικόνα των συμπαικτών του στη σέντρα. Εκεί έζησε την πιο θλιβερή στιγμή της καριέρας του, αυτό το κενό συναίσθημα που εξακολουθεί να κουβαλάει μέσα του. Είναι συγκλονιστικά τα λόγια του:

«Ένιωθα τα δάκρυα να πιέζουν τα μάτια μου και εγώ να παλεύω να κρατηθώ. Παρά τους πόνους κατόρθωσα και έκανα το γύρο του γηπέδου τρέχοντας. Σήκωσα το βλέμμα και κατάλαβα ότι κάτι έχει αλλάξει, κάτι θεμελιώδες. Μέχρι εκείνη τη μέρα, το ποδόσφαιρο ήταν η ζωή μου. Ένιωσα ότι έχασα τη ζωή μου. Όλοι συγκινούνται στο αντίο τους, εγώ όμως αντιλήφθηκα ότι πέθανα. Και στεκόμουν εκεί αμήχανα, επισκέπτης στην κηδεία μου».

Το πέταγμα του κύκνου κι η λίμνη έκτοτε αδειανή.

Πηγή: Athletes’ Stories