Επιλογή Σελίδας

Του Νίκου Παπαδογιάννη

O Θανάσης Σκουρτόπουλος, λοιπόν. Ο άνθρωπος που λοιδορήθηκε όσο κανείς τις τελευταίες μέρες, όχι μόνο στις αναποδιές, αλλά και όταν ο καιρός ήταν αίθριος. Όχι μόνο από σχετικούς, αλλά κυρίως από άσχετους.

Τη φράση «ο προπονητής ξέρει χίλιες φορές καλύτερα τη δουλειά του από τον φίλαθλο θα την έγραφα στο ξεκίνημα κάθε κειμένου, αν δεν ήταν αυτονόητη. Και από τον δημοσιογράφο φυσικά, αλλά αυτό είναι άλλη συζήτηση.

Αυτό που δεν γίνεται να αμφισβητηθεί, είναι ότι ο Σκουρτόπουλος κέρδισε με το σπαθί του και με το μυαλό του το δικαίωμα να οδηγήσει την Εθνική στο Μουντομπάσκετ.

Την ανέλαβε ως επίσημη καταφρονεμένη και την ξανάκανε επίσημη αγαπημένη, με το 11-1 των «παραθύρων».

Χρησιμοποίησε άσημους παίκτες που δεν είχαν στον μοίρα στον ήλιο του μπάσκετ κορυφής και τους μετέτρεψε σε διεθνείς με ανάστημα και υπερηφάνεια.

Δύο από αυτούς έφτασαν ως την τελική 12άδα, ενώ δύο άλλοι κόπηκαν την τελευταία στιγμή και ασφαλώς θα είναι παρόντες στο επόμενο προσκλητήριο.

Το μεγαλύτερο κατόρθωμα του Σκουρτόπουλου δεν ήταν η επιτυχία στο παρκέ, αλλά η επιδεξιότητά του στον διπλωματικό στίβο.

Μολονότι δεν είχε ιδιαίτερη πείρα σε τέτοια θέματα, ούτε δυνατή φωνή για να υψώσει απέναντι σε μεγαλόσχημους, κατάφερε να κουμαντάρει προς όφελος της Εθνικής όλα τα εμπλεκόμενα μέρη.

Οι παίκτες του Ολυμπιακού έπαιξαν κανονικά «στην Εθνική του Βασιλακόπουλου», αυτοί του Παναθηναϊκού αγωνίστηκαν ακόμα και στα προκριματικά όταν το επέτρεπαν οι υποχρεώσεις, ενώ οι σχέσεις με τους Μιλγουόκι Μπακς πέρασαν σε διαρκές μορατόριουμ παρά τις γελοιότητες του 2017.

Οι γέροντες της Ομοσπονδίας αποκλείστηκαν από τα αποδυτήρια και από την καθημερινότητα της ομάδας, με τίμημα κάποιες υποχωρήσεις σε ήσσονος σημασίας θέματα.

Το τζάμπολ του Μουντομπάσκετ βρήκε την Εθνική ενωμένη, φιλόδοξη και κατά το δυνατόν πλήρη, αν και η απροθυμία των Ντόρσεϊ, Κουφού άφησε κενά που αποδείχθηκαν δυσαναπλήρωτα.

Ίσως μπορούσε να γίνει μία συντονισμένη προσπάθεια για να επιστρέψει στην ομάδα ο πολύτιμος σε όλα τα επίπεδα Νίκος Ζήσης. Για δεύτερη συνεχόμενη διοργάνωση, ήμασταν έναν Ζήση μακριά από τη διάκριση.

Μέχρι εδώ, καλά.

Ο Σκουρτόπουλος δεν κατέβηκε από κάποιον ξένο πλανήτη. Αποτελεί πλήρες μέλος της Εθνικής Ανδρών από το 2014 και ήταν η φυσιολογική επιλογή για τη διαδοχή του υπηρεσιακού Μίσσα.

Ας μη ξεχνάμε, ότι ουδείς εποφθαλμιούσε αυτό το πόστο μετά το τελευταίο Ευρωμπάσκετ. Τα πολυσυζητημένα «όχι» του Ιτούδη και του Πρίφτη ακούστηκαν νωρίτερα, τον μαρτυρικό χειμώνα του 2016-7.

Είτε μας αρέσει είτε όχι, ο Σκουρτόπουλος ήταν και παραμένει ένας από τους ελάχιστους που πληρούν τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις. Όσοι ονειρεύονται Ομπράντοβιτς και Πιτίνο, χρήσιμο είναι να θυμούνται τα παρακάτω:

Το πόστο του προπονητή είναι πλέον πλήρους απασχόλησης, εκτός αν ο παράλληλος βιοπορισμός είναι επιπέδου Λάρισας, Ηφαίστου ή Πανιωνίου ή, στην καλύτερη περίπτωση, ομάδας Champions League (αφού αυτό διακόπτεται για τους αγώνες των Εθνικών ομάδων). Τα «παράθυρα» συμπίπτουν συνήθως με τις αγωνιστικές της Εuroleague και του Eurocup, oπότε είναι αδύνατο να κοπεί ο προπονητής σε δύο κομμάτια. Εάν αναλάβει π.χ. ο Γιώργος Μπαρτζώκας, θα κληθεί να αποχαιρετήσει τα σαλόνια για όσο διάστημα εργάζεται στην Εθνική. Η σκέψη για Ομοσπονδιακό προπονητικό τιμ δύο ταχυτήτων (οι βοηθοί στα προκριματικά, το αφεντικό στα τελικά) πλησιάζει με αξιώσεις τα όρια της φαιδρότητας.

Tα οικονομικά της Ομοσπονδίας δεν επιτρέπουν μεγαλεπήβολα ανοίγματα, ενώ η έλλειψη φερεγγυότητας πήρε διαστάσεις θρύλου, από την εποχή του φεσωμένου Τρινκιέρι κιόλας. Η ετήσια αμοιβή του Σκουρτόπουλου αμφιβάλλω αν ξεπερνάει τα 20-25 χιλιάρικα, ενώ των συνεργατών του είναι ακόμα πιο πενιχρή. Όποιος και αν επιλεγεί για να τον διαδεχθεί, θα πρέπει να συμβιβαστεί με μισθό χαμηλό και πάντως ασύμβατο με την αίγλη του προπονητή της Εθνικής Ελλάδας. Προφανώς θα πρέπει να σπάσει ο κουμπαράς, με τη βοήθεια προφανώς των χορηγών. Ας θυμηθούμε την υπέρβαση που επιτεύχθηκε το 2014 όταν χρειάστηκε να εξοικονομηθεί ιλιγγιώδες ποσό για την «αγορά» της συμμετοχής στο προηγούμενο Μουντομπάσκετ. Λεφτά δεν υπάρχουν, εκτός αν υπάρξουν.

Κάπως έτσι, η Εθνική έφτασε στην αφετηρία του Παγκοσμίου Κυπέλλου με τον Σκουρτόπουλο αφεντικό και με τους Ελευθεριάδη, Μολυβδά, Καλαμπόκη ως ομάδα υποστήριξης. Θα ήταν φυσικά άτοπο, να προσληφθεί κάποιος άλλος λίγο πριν το τζάμπολ.

Οι ιδιαιτερότητες του έμψυχου υλικού, με την πληθώρα ικανών φόργουορντ και την έλλειψη ποιοτικών εναλλακτικών λύσεων στα γκαρντ πίσω από τους Καλάθη-Σλούκα οδήγησε το τεχνικό τιμ σε μία αλχημεία.

Η πολυσυζητημένη πεντάδα με τους δύο «Παπ» στις θέσεις 2-3, βγαλμένο από τον Ολυμπιακό του Σφαιρόπουλου, υπολογιζόταν αρχικά ως Σχέδιο Β, ένα σχήμα καμικάζι για να μικραίνει το γήπεδο, να φέρνει την άμυνα σε πρώτο πλάνο και να παρέχει ανάσες στους δύο αναντικατάστατους γκαρντ.

«Αυτό τον σχηματισμό τον προορίζαμε για τα μεγάλα ματς», παραδέχθηκε εκ των υστέρων ο Σκουρτόπουλος. Ο τραυματισμός του Κώστα Σλούκα άλλαξε τα δεδομένα, αφού η συμμετοχή του ήταν αμφίβολη μέχρι την τελευταία στιγμή.

Το αγωνιστικό πλάνο βασίστηκε τελικά σε ένα στοίχημα, που απέδωσε κάποιους καρπούς στο ξεκίνημα του τουρνουά αλλά αποδείχθηκε ανεπαρκές.

Η άμυνα ήταν πράγματι αποτελεσματική, αλλά παρουσίασε σκαμπανεβάσματα που πήγαζαν από την έλλειψη ισορροπίας και από την ανάγκη να προστατευτεί η ευάλωτη θέση 5.

Η ομάδα γνώριζε ότι το γρήγορο παιχνίδι ήταν ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να αξιοποιήσει τον Γιάννη, αλλά το τρεχαλητό προϋποθέτει αμυντικό ριμπάουντ, deflections και κλεψίματα. Ειδικά το πρώτο αποδείχθηκε δύσκολη υπόθεση.

Επειδή ακριβώς οι αντίπαλες ομάδες γνώριζαν τον κίνδυνο, προσηλώθηκαν στις γρήγορες επιστροφές ακόμα και αν έπρεπε να θυσιάσουν τις πιθανότητες μίας δεύτερης επίθεσης.

Κάθε φορά που ένας π.χ. Τσέχος ή Βραζιλιάνος επιχειρούσε σουτ απέναντι στην Εθνική Ελλάδας, όλοι οι συμπαίκτες του βρίσκονταν με το ένα πόδι στην άμυνα.

Σπάνια βρήκε αρκετό χώρο ο Γιάννης για να τρέξει στον αιφνιδιασμό, μετά από ριμπάουντ. Όποτε το επιχείρησε, βρήκε κόσμο μπροστά του και κινήθηκε με γιγαντιαία σλάλομ.

Οι ελληνικοί πόντοι που επιτεύχθηκαν στο ανοιχτό γήπεδο ήταν τελικά πολύ λιγότεροι από το επιθυμητό.

Σε παιχνίδι πέντε εναντίον πέντε, το πρόσθετο playmaking του Γιάννη και η προσαρμογή των αντίπαλων αμυνών πάνω του δημιούργησε πληθώρα ελεύθερων σουτ. Το ίδιο συνέβη με το επίμονο ποστάρισμα πολλών διαφορετικών παικτών.

Αλλά κανένας ξένος προπονητής δεν ξεγελάστηκε από τα ικανοποιητικά ποσοστά των πρώτων ημερών.

«Νικήστε μας με τα τρίποντα», ήταν το σύνθημά τους. «Το σκοράρισμα των δύο ”Παπ” είναι το κλειδί της ομάδας», έλεγε ο Σκουρτόπουλος λίγο πριν την αναχώρηση από την Αθήνα.

Αλλά ο Παπανικολάου σούταρε 2/14 τρίποντα. Ο Παπαπέτρου 6 στα 18. Ο Πρίντεζης ξεκίνησε με 7/10, αλλά δεν έβαλε ούτε ένα στον β’ γύρο. Ο Γιάννης έγραψε 2 στα 9. Ο Θανάσης 3 στα 8. Ο Μπουρούσης 4 στα 11.

Ο Σλούκας, κορυφαίος σουτέρ της ομάδας, μόλις 5/18. Ο Λαρεντζάκης 2 στα 6.  Με εξαίρεση τον απρόσμενα εύστοχο Καλάθη (10/24 τρ.), ουδείς ξεπέρασε το 40% στα τρίποντα.

Το τελικό ποσοστό της ομάδας κάθισε στο 33%. Ο προπονητής το περίμενε 6-7 ποσοστιαίες μονάδες πιο πάνω. «Το σουτ είναι θέμα ψυχολογίας», έλεγε σε κάθε ευκαιρία.

Ποιας ψυχολογίας, όμως; Ποιος τη διαμορφώνει την ψυχολογία του αθλητή και ποιος καλείται να την αναστηλώσει όταν στραβώνει το κλήμα; Στα εύκολα, είναι όλα εύκολα. Εκεί δεν χρειάζεται καν προπονητής.

«Κάθε άστοχο σουτ μας κάνει να σκεφτόμαστε διπλά πριν δοκιμάσουμε το επόμενο», ομολόγησε ο Παπαπέτρου. Όταν θέριεψαν τα «πρέπει», η διστακτικότητα και η βιασύνη έγιναν τρόπος ζωής.

Η ευθύνη του προπονητή ξεκινάει από ένα πλάνο που δεν απέδωσε τα αναμενόμενα σε βάθος χρόνου, συνεχίζεται από την αδυναμία εξεύρεσης ικανοποιητικών εναλλακτικών λύσεων, περνάει από την ελλιπή αξιοποίηση του Greek Freak και καταλήγει στην προβληματική πνευματική εικόνα της ομάδας.

Το κατάλαβε και ο ίδιος ο Σκουρτόπουλος, όταν κλήθηκε να ακουμπήσει τον τύπον των ήλων: «Μάλλον δεν καταφέραμε να προσφέρουμε έμπνευση».

Αυτό, δυστυχώς, ήταν οφθαλμοφανές στις δύσκολες ώρες. Ουδέποτε έδειξε να συσπειρώνεται η ομάδα γύρω από τον προπονητή. Δεν υπήρξαν ακριβώς δείγματα απειθαρχίας στο παρκέ, ούτε όμως φαίνονταν οι παίκτες να υπολογίζουν ή να πιστεύουν πολύ τον Σκουρτόπουλο.

Η θέση του προπονητή μίας Εθνικής ομάδας απαιτεί ειδικά προσόντα, άσχετα με την τεχνική επάρκεια. Ο Ομοσπονδιακός προπονητής έχει να χειριστεί τα «εγώ» 12 ή περισσότερων παικτών που είναι αστέρια στις ομάδες τους.

Στην Εθνική Ελλάδας του 2019, ο πρωτάρης σε αυτό το επίπεδο Σκουρτόπουλος, με την ανύπαρκτη θητεία σε ομάδες Euroleague, ήταν το μικρότερο από όλα τα ονόματα.

Ο Παναγιώτης Γιαννάκης μπορεί να μην υπήρξε μεγάλος προπονητής τεχνικά, αλλά το κύρος του τρυπούσε τους τοίχους και τα ταβάνια.

Εδώ που τα λέμε, βέβαια, και ο «δράκος» αμφισβητήθηκε σε εκκωφαντικό βαθμό πριν εδραιωθεί, εκπαραθυρώθηκε μετά την πρώτη θητεία του και χρειάστηκε μία δεύτερη ευκαιρία για να δικαιώσει τη δουλειά του.

Ούτε ο Πολίτης ήταν Πολίτης πριν το 1987 ούτε ο Κιουμουρτζόγλου ήταν Κιουμουρτζόγλου πριν το 1989 ούτε ο Μπαρτζώκας ήταν Μπαρτζώκας πριν το 2013 ούτε ο Ιτούδης ήταν Ιτούδης πριν γίνει τσάρος στη Μόσχα.

Τους προπονητές τους φτιάχνουν οι επιτυχίες. Όταν έρθουν. Όταν και αν. 

Ο Σκουρτόπουλος μπορεί να γινόταν ήρωας, εάν ήταν λίγο πιο τυχερός στα δύο κρίσιμα παιχνίδια. Δεν αποτελεί δικό του φταίξιμο ούτε για η άστοχη βολή του Σλούκα ούτε το 5ο φάουλ του Γιάννη.

Αυτές οι δύο μαύρες στιγμές ήταν που τον άφησαν άυπνο στην ατέλειωτη πτήση από το Χονγκ Κονγκ προς την Αθήνα.

«Από τον τελικό μας χωρίζουν μία νίκη επί της Αυστραλίας και μία επί της Ισπανίας», θα γράφαμε σήμερα, λίγο πριν το τζάμπολ.

Ήταν, τελικά, μία χαμένη ευκαιρία αυτό το Μουντομπάσκετ, μία από τις πολλές. Τουλάχιστον, έχουμε τους Σέρβους για παρηγοριά. Αν εμείς αποτύχαμε, αυτοί επιστρέφουν στο Βελιγράδι με τον «Τιτανικό».

Με τον Γιάννη Αντετοκούνμπο θα μου επιτρέψετε να ασχοληθώ αύριο ώστε να κλείσω το κεφάλαιο της Εθνικής, λίγο πριν την πτήση της επιστροφής στην Ελλάδα.

Πηγή: Gazzetta