Του Αντώνη Καρπετόπουλο
Με βάση όσα διαβάζω οι απόψεις για την ποινή του Ντίνου Μήτογλου, που έγινε γνωστή χθες, διίστανται. Αλλοι πιστεύουν πως αυτή ξεπέρασε και τις χειρότερες προβλέψεις. Αλλοι περίμεναν πως θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη καθώς είχε κυκλοφορήσει πριν λίγες μέρες πως ο αποκλεισμός θα φτάσει τους 48 μήνες.
Ο Ελληνας μπασκετμπολίστας τιμωρήθηκε τελικά με 32 μήνες αποκλεισμό από κάθε αγωνιστική δραστηριότητα για την υπόθεση ντόπινγκ. Το καλό για τον ίδιο είναι ότι η ποινή μετρά από την μέρα που ανακοινώθηκε πως βρέθηκε θετικός: ο Μήτογλου έχει εκτίσει 11 μήνες ποινής και έχει και δικαίωμα μιας διπλής έφεσης, προκειμένου η ποινή να πέσει στο μισό, δηλαδή στους 16 μήνες. Μπορεί να προσφύγει αρχικά στο δευτεροβάθμιο όργανο της FIBA και στη συνέχεια και στο CAS. Αν τελικά μειωνόταν στο μισό η ποινή του, αυτό για τον ίδιο θα ήταν ιδανικό διότι θα σήμαινε πως από τον Σεπτέμβρη θα επέστρεφε, ωστόσο δεν είναι κι απλό. Όπως και να έχει δύσκολα θα αγωνιστεί και στο Παγκόσμιο Κύπελλο που θα διεξαχθεί τον Αύγουστο του 2023, πράγμα που είναι κακό και για την Εθνική ομάδα. Αυτή είναι η είδηση της χθεσινής μέρας για τον Μήτογλου. Αλλά όχι και η ιστορία της περιπέτειάς του: ούτε καν το φινάλε της.
Δεν μαθαίνουμε ποτέ την αλήθεια
Υπάρχει κάτι που πραγματικά με διαβολίζει στην Ελλάδα στις ιστορίες που έχουν σχέση με το ντόπινγκ: δεν μαθαίνουμε ποτέ την αλήθεια δηλαδή το τι έγινε. Ετσι έχω φτάσει να πιστεύω πως όλες οι κατά καιρούς ποινές των αθλητών δεν είναι ούτε δίκαιες, ούτε άδικες: είναι λάθος. Για την ακρίβεια είναι ένας τρόπος να μπαίνει ένα τέλος σε ιστορίες που δεν θέλει κανείς να εξιχνιάσει – προτιμάνε όλοι μια βαθιά θολούρα. Αν πιστεύετε πως έχω άδικο αναρωτηθείτε αν ξέρετε τι έγινε τελικά στις περιπτώσεις του Κεντέρη και της Θάνου και δεν εννοώ το αν έπεσαν τυχαία από το μηχανή του Κεντέρη ή αν σκηνοθέτησαν το πράγμα για να αποφύγουν τον έλεγχο: για αυτό αθωώθηκαν. Μιλάω για το γενικότερο της αθλητικής τους καριέρας που από ένα σημείο κι έπειτα διαδραματίζεται στον αστερισμό μιας υποψίας. Το ίδιο ισχύει και για πάρα πολλές άλλες περιπτώσεις αθλητών που «πιάστηκαν» από ελέγχους και προτίμησαν να μην πουν το παραμικρό. Θυμάμαι πχ την περίπτωση της Φανής Χαλκιά που είναι και πανέξυπνη και καθόλου τρελή: όταν πιάστηκε στο Πεκίνο σώπασε. Όπως όλοι.
Στην Ελλάδα σε ό,τι έχει να κάνει με το ντόπινγκ η διαδικασία είναι σχεδόν πάντα η ίδια. Ένα πρωί γίνεται κάτι γνωστό για ένα αθλητή. Πέφτουμε από τα σύννεφα. Ακολουθεί σιωπή τεράστια. Μετά από λίγο καιρό το μόνο που μας απασχολεί είναι το ύψος της τιμωρίας του. Μετά ασχολούμαστε με το τι θα κάνει μετά, αν πχ θα σταματήσει ή αν θα συνεχίσει. Αν στο μεταξύ βρεθούν δυο – τρεις ακόμα αθλητές ντοπέ, ο εκάστοτε Υφυπουργός Αθλητισμού ψηφίζει ένα νόμο. Ο νόμος προβλέπει συνήθως μεγαλύτερες ποινές για τους εμπλεκόμενους – όπου «εμπλεκόμενοι» είναι το συνάφι των γύρω γύρω: οι ποινές των αθλητών, έτσι κι αλλιώς, στο τέλος ορίζονται από τις διεθνείς συνομοσπονδίες. Ευτυχώς οι ποινές αυτές με τον καιρό έγιναν μεγάλες και το ντόπινγκ περιορίστηκε ή μπορεί να έγινε και επιστημονικότερο – αλλά το θέμα δεν είναι οι ποινές, είναι η αλήθεια κι αυτή δεν την μαθαίνουμε ποτέ. Όλα κινούνται σε ένα πλαίσιο γενικής συσκότισης. Και οι εικόνες με τον καιρό γίνονται όλο και πιο θολές. Τι ήταν τελικά ο Χρήστος Τζέκος; Ιδιοφυής προπαρασκευαστής πρωταθλητών ή φαρμακέμπορας; Και τι ήταν ο Χρήστος Ιακώβου; Ο καλοκάγαθος ομοσπονδιακός που φώναζε «κάτσε κάτω από την μπάρα» ή ο τύπος που έδινε τα σωστά χαπάκια στους αθλητές μέχρι που έμπλεξε με τους Κινέζους και την Τσου – Λι; Δεν ξέρω πόσοι αυτά τα θυμόσαστε.
Κάποτε στο Πεκίνο
Στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού θα έχουμε πάντα σε περίοπτη θέση τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 και θα προσποιούμαστε πάντα πως οι Αγώνες του 2008 στο Πεκίνο δεν έγιναν. Τότε είχε γίνει χαμός, όχι μόνο από τα προβλήματα των Ελλήνων αθλητών με τους ελέγχους αλλά και από μια δήλωση που φέρεται ότι είχε κάνει ο τότε πρόεδρος της ΔΟΕ κ. Ζακ Ρόγκ, με βάση την οποία «η Ελλάδα κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στο ντόπινγκ». Δεν είχε επιβεβαιωθεί ποτέ αλλά μικρή σημασία είχε αν αυτό το ‘χε πει ο Ρογκ: το πρόβλημα ήταν ότι είχαν γίνει πολλά χειρότερα από ειρωνικές δηλώσεις. Με την επιστροφή της αποστολής προπονητές απομακρύνθηκαν και πολύς κόσμος πέρασε από το γραφείο του αθλητικού εισαγγελέα για να δώσει κατάθεση. Είχε προηγηθεί η ιστορία της αποκάλυψης του ντοπαρίσματος ολόκληρης της ομάδας της Αρσης Βαρών κι ακολούθησαν οι συλλήψεις από το αντιντόπινγκ κοντρόλ αρχικά του πρωταθλητή της κολύμβησης Γιάννη Δρυμωνάκου και στη συνέχεια των αθλητών του στίβου (πρώτα του Ρέγα και μετά του Γκούση και της Χαλκιά). Τον ελληνικό αθλητισμό βάραινε μια φρικτή υποψία: η υποψία της «οριζόντιας συνεργασίας» μεταξύ αθλητών, προπονητών και ομοσπονδιών – η πιθανότητα να είχε υπάρξει ντόπινγκ με την ανοχή του ίδιου του Κράτους και για χρόνια. Την υποψία μεγάλωνε το γεγονός ότι όλοι όσοι πιάστηκαν έπαιρναν την ίδια ουσία, την άκρως επικίνδυνη Μ3. Η φρικτή υποψία ήταν ότι υπήρχε ένα κύκλωμα που λειτουργούσε για χρόνια με την κάλυψη των ομοσπονδιών ή ακόμα ακόμα και με την ίδια την ανοχή του Κράτους. Θυμάμαι έγραφα τότε ότι οι τιμωρίες των αθλητών και των προπονητών δεν έχουν νόημα αν δεν απαντηθούν από τους αρμόδιους με πειστικό τρόπο αυτού του τύπου τα πολύ οδυνηρά ερωτηματικά: κυρίως για να ξέρουμε τι ακριβώς αθλητισμό είχαμε και σε ποιους εμπιστεύονται οι γονείς τα παιδιά τους. Δεν μάθαμε ποτέ τίποτα.
Οι εμπλεκόμενοι φορείς έψαξαν απλώς ένα μεγάλο χαλί για να κρύψουν από κάτω όλα τα σκουπίδια, ελπίζοντας πως η λήθη θα κάνει για μια ακόμα φορά τη δουλειά της. Και είχαν δίκιο. Όλα ξεχάστηκαν. Επί της ουσίας ποτέ κανείς στην Ελλάδα δεν τιμωρήθηκε για τίποτα – δεν αναφέρομαι σε αθλητικές ποινές.
Μυστήρια και με το Μήτογλου
Η περίπτωση του Ντίνου Μήτογλου έχει κι αυτή πολλά μυστήρια. Ο Μήτογλου υπέγραψε για την Αρμάνι όταν έφυγε από τον ΠΑΟ. Είχε ένα τεράστιο συμβόλαιο και θέση εξασφαλισμένη. Οι Ιταλοί, όταν πιάστηκε ντοπέ, τον άδειασαν αμέσως. Αργότερα ακούστηκε το όνομά του στο πελατολόγιο ενός μυστήριου που συνελήφθη από την Ελληνική αστυνομία γιατί δήλωνε γιατρός. Δεν μάθαμε ποτέ τι έγινε, ποιος του έδωσε ό,τι του έδωσε – το γιατί το πήρε είναι δικό του πρόβλημα, πιστεύω πως κάθε μέρα απολογείται στον εαυτό του. Από την άλλη είναι βέβαιο πως σήμερα μας απασχολεί απλά πότε θα επιστρέψει και σε ποια ομάδα θα παίξει μπάσκετ μετά την τιμωρία του. Η αλήθεια δεν ενδιαφέρει. Κακώς, πολύ κακώς.
Πηγή: Karpetshow