Του Αντώνη Καρπετόπουλου
O Ολυμπιακός είχε έντεκα χρόνια να κερδίσει το κύπελλο Ελλάδος στο μπάσκετ και πάνω από δυο χιλιάδες μέρες να πανηγυρίσει ένα εγχώριο τίτλο. Ως εκ τούτου ήταν λογικό να πανηγυρίσει πολύ την κατάκτηση του λιγότερου σημαντικού, του κυπέλλου Ελλάδος. Καλά είναι πάντα τα πανηγύρια αλλά τα σημαντικά είναι για την ομάδα μπροστά. Κι επειδή εγώ κοιτάζω πάντα αυτά που ακολουθούν θέλω να πω πως πέρα από το συμβολικό του πράγματος, δηλαδή την κατάκτηση του πρώτου τίτλου που η ομάδα διεκδίκησε μετά την επιστροφή της στις εγχώριες διοργανώσεις, η νίκη είναι σημαντική διότι έχουμε να κάνουμε με ένα τίτλο που ανήκει αποκλειστικά στον προπονητή της ομάδας. Ο Γιώργος Μπαρτζώκας ήταν αυτή τη φορά ο θριαμβευτής. Κυρίως γιατί κέρδισε τον τελικό κάνοντας το δικό του. Αυτό δηλαδή που πρέπει να κάνει πάντα ένας προπονητής.
Ένα ματς που έμοιαζε χαμένο
Ας ξαναθυμηθούμε λίγο τι έγινε στον τελικό. Ένα λεπτό περίπου πριν το τέλος του τρίτου δεκαλέπτου του τελικού του κυπέλλου Ελλάδος, ο Ολυμπιακός φαινόταν ότι δύσκολα θα γυρίσει το ματς κι όχι μόνο γιατί βρισκόταν 10 πόντους πίσω. Οι δέκα πόντοι, σε ένα παιγνίδι που ήταν βέβαιο πως ο νικητής θα ξεπεράσει τους 80 , δεν ήταν πολλοί: το πρόβλημα ήταν ότι ο Ολυμπιακός έμοιαζε χωρίς δυνατότητες ανάκαμψης, μολονότι το ματς γινόταν στο τέμπο που ήθελε. Ο Παπανικολάου, δηλαδή ο καλύτερος στο ματς με την ΑΕΚ δεν μπορούσε να βοηθήσει επιθετικά. Ο Φαλ έχανε τις μάχες από τον Παπαγιάννη, που ήταν ίσως ο καλύτερος του γηπέδου. Ο Μέικον έμοιαζε ολοένα και περισσότερο άλυτο μυστήριο και ο Σαντ Ρος και ο Οκάρο Γουάιτ έδιναν στον ΠΑΟ σκληράδα και δύναμη: κυρίως ο ΠΑΟ είχε ηρεμία και προσήλωση κι ο Δημήτρης Πρίφτης έπαιρνε κάτι από όλους. Ο Ολυμπιακός έμοιαζε soft και πλήρωνε ακριβά την κόπωση του Βεζένκοφ μετά από ένα εξαιρετικό πρώτο ημίχρονο, ενώ από την άλλη ο Νέντοβιτς, παρόλο που είχε σταματήσει να βομβαρδίζει, τρόμαζε απλά με την παρουσία του. Ο Μαρτζώκας είχε δοκιμάσει πολλά και διάφορα ώσπου έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει: εμπιστεύθηκε την πιο κρίσιμη στιγμή αυτούς που θεωρεί δικούς του. Και γύρισε το ματς χάρη στην αυτοθυσία, την συγκέντρωση, την ενέργεια τους και τη θέλησή τους να παίξουν για τον προπονητή τους.
Χρωστάνε
Στο τέταρτο δεκάλεπτο, αυτό της απόλυτης ανατροπής, Ο Μπαρτζώκας εμπιστεύεται πέντε παίκτες. Κάποιοι υπάρχουν στον Ολυμπιακό χάρη σε αυτόν και μόνο. Και κάποιοι του χρωστάνε πολλά.
Πέντε
Ο πρώτος είναι ο Γουόκαπ, ο κατά τη γνώμη μου πραγματικός ΜVP του τελικού διότι πέρα από το ότι σταμάτησε σχεδόν μόνος του όλη την περιφέρεια του ΠΑΟ είχε με σουτ κρίσιμα και ασίστ από τις δικές του και σοβαρή επιθετική συνεισφορά: η αντεπίθεση αρχίζει με ένα δικό του τρίποντο λίγο πριν φύγει το τρίτο δεκάλεπτο. Ο Μπαρτζώκας του έδωσε τη δυνατότητα να ρθει σε μια σημαντική ομάδας της Ευρωλίγκας και να πάρει το καλύτερό του συμβόλαιο. Ο δεύτερος είναι ο Ντόρσεϊ: ο Μπαρτζώκας τον περίμενε μέχρι τον Αύγουστο, αρνήθηκε να ψάξει έστω για ένα άλλο σούτινγκ γκάρντ και τον πιστεύει πολύ. Ο τρίτος είναι ο ΜακΚίσινγκ. Τον έφερε μαζί του στην επιστροφή, του δίνει χρόνο συμμετοχής ακόμα και στις βραδιές που κάνει λάθη, τον ενθαρρύνει να πάρει επιθετικές πρωτοβουλίες και τον καλύπτει πάντα: η συμμετοχή του στο τέλος είναι πολυποίκιλη κι όχι τυχαία – ας μην ξεχνάμε ότι αυτός πήρε το ματς με τον ΠΑΟ στο ΟΑΚΑ για την Ευρωλίγκα. Ο τέταρτος είναι ο Βεζένκοφ, που τον καιρό του Μπαρτζώκα παίρνει επιθέσεις που δύσκολα φανταζόταν παλιότερα κι έχει γίνει βασικός σκόρερ. Κι ο πέμπτος ήταν ο Χασάν Μάρτιν που επίσης ο κόουτς τον έφερε και φέτος τον κράτησε παρά τα προβλήματα του. Και που τον πιστεύει τόσο, ώστε πέρυσι του έδινε πολλά λεπτά συμμετοχής κόντρα στην τάση των καιρών μας που λέει ότι ξανά οι πιο χρήσιμοι φορ είναι οι τίμιοι (και άτιμοι, αν χρειαστεί) γίγαντες. Αυτοί οι πέντε κομάντος παίρνουν το ματς παίζοντας απίθανη άμυνα: ο ΠΑΟ σκοράρει μόνο από βολές και δεν τις βάζει κι όλες. Οι πέντε κερδίζουν στο όνομα του προπονητής τους που στο τέλος δίνει απλά ένα λεπτό στον Φαλ και σε κανένα άλλο. Κι αυτό συνέβη απλά γιατί ο Χασάν Μάρτιν κουράστηκε.
Πάντα
Εγώ έτσι τον θέλω τον Μπαρτζώκα κι έτσι θέλω κάθε προπονητή γενικά. Τι θέλω; Να έχει πάντα παίκτες που στα δύσκολα θα πέσουν στη φωτιά για αυτόν. Αυτή είναι η αρχή κάθε καλής ομάδας κι αυτή είναι η δουλειά του προπονητή στο μπάσκετ: να παίρνει αποφάσεις και ευθύνες. Κι όχι να σκέφτεται πως θα μοιράσει το χρόνο, πως δεν θα πικράνει κανένα και πως θα κάνει πράγματα που θα τον βγάλουν από το κάδρο της κριτικής. Ο Μπαρτζώκας στο ματς με τον ΠΑΟ έκανε ένα πολύ καλό κοουτσάρισμα γιατί εμπιστεύθηκε αυτούς που πιστεύει: και μακάρι να το κάνει πάντα γιατί ο Ολυμπιακός αυτός έχει ανάγκη ένα ηγέτη κι όχι απλά ένα καλό παιδί στον πάγκο του. Είναι τέτοια η φύση της ομάδας που μόνο ο προπονητής μπορεί να παίρνει τις αποφάσεις – τίποτα δεν είναι δομημένο για χατίρι ενός παίκτη πχ. Η ομάδα πρέπει να έχει τη σιγουριά ότι ο άνθρωπος που κάθεται στον πάγκο ξέρει για αυτή τα πάντα. Και κυρίως πως δεν θα διστάσει μπροστά σε τίποτα: έστω κι αν οι αποφάσεις του δεν έχουν πάντα μια ευδιάκριτη λογική. Ο Μπαρτζώκας είπε πχ ότι βρήκε στο τέλος «μια αμυντική πεντάδα»: αμυντική πεντάδα χωρίς τον Παπανικολάου στον Ολυμπιακό δεν υπάρχει. Αλλά το τι λέει ο κόουτς μικρή σημασία έχει: σημασία έχει να κερδίζει.
Μπράβο
Θα πει κάποιος πως αν έχανε το ματς θα τον έστηναν στον τοίχο γιατί ξέχασε τον Σλούκα, τον Φαλ, τον Παπανικολάου, τον πάντα χρήσιμο Λαρεντζάκη και γιατί σε ένα ακόμα ματς ο μισός πάγκος του αποτελείται από ξένους που κουνάνε πετσέτες. Μπορεί. Αλλά το τι θα πουν όλοι οι άλλοι δεν μπορεί να απασχολεί ένα προπονητή: δεν είναι αυτή η δουλειά του. Κανείς προπονητής ποτέ δεν έγινε καλύτερος όταν στέκεται στο τι θα πει ο κόσμος για τις επιλογές του: μαθαίνει μόνο να διστάζει. Η δουλειά ενός προπονητή δεν είναι να μάθει να αποφεύγει την κριτική: είναι να κλείνει στόματα – να αναγκάζει δηλαδή το σύμπαν να λέει μπράβο για τη δουλειά του. Αυτό δεν γίνεται ούτε κολακεύοντας τον κόσμο, ούτε δυσφορώντας για την κριτική, ούτε ψάχνοντας τρόπους για να την αποφύγεις: γίνεται κερδίζοντας και ζώντας παίρνοντας και προσωπικό ρίσκο. Αυτό είναι που σου επιτρέπει να δείχνεις ότι αν δεν υπήρχες εσύ, όλα θα ήταν διαφορετικά και ίσως χειρότερα. Και φυσικά αυτό είναι που όταν η νίκη δεν έρθει σε οδηγεί στο να χρειαστεί και να δώσεις εξηγήσεις ή καμιά φορά σε οδηγεί και στην έξοδο. Υπάρχει ή χρέος ή πίστωση: πάντα έτσι γίνεται.Ποτέ δεν χάνουν οι παίκτες και κερδίζει ο κόουτς. Ο κόουτς είναι ένα βήμα πιο μπροστά. Το αν πχ ο Φαλ κουράστηκε και ζήτησε να βγει στο τέλος δεν έχει σημασία: σημασία έχει ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε κι αυτό. Οπως και όλα. Ο κόσμος μαθαίνει να βλέπει μαγικές κινήσεις και παρεμβάσεις τρομερές: στην πραγματικότητα το μόνο που ο κόουτς ξέρει είναι δυνατότητες, αδυναμίες και χαρακτήρες. Κι έτσι πορεύεται.
Η δουλειά του προπονητή δεν είναι η ντρίπλα της κριτικής, είναι να κερδίζει. Κι ο Μπαρτζώκας την Κυριακή τα κατάφερε. Με ρίσκο, με επιλογές συζητήσιμες και με ένα τρόπο που λογικά θα του είναι χρήσιμος και προσεχώς. Κι αυτό κατά τη γνώμη μου μετρά περισσότερο κι από το κύπελλο. Που έχει συμβολική αξία κυρίως.
Πηγή: Karpetshow